Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στην εποχή των ιώσεων, πίσω στη βάση.

Πίσω στη βάση


01:40 μ.μ.


Η Άμυ άνοιξε την πόρτα και βγήκε μόνη της αυτή τη φορά, χωρίς τη συνοδεία του Αγιάννη. Όχι πως ο Αγιάννης δεν θα έκανε την κίνηση, απλά βιάστηκε να ανοίξει μόνη της την πόρτα. Η εξώπορτα της πολυκατοικίας έκλεισε κι ο καθένας πήρε τον δρόμο του. Μπαίνοντας στον ανελκυστήρα, η Άμυ άνοιξε το κινητό της, το οποίο τόσην ώρα δεν σταματούσε να δονείται από τις εισερχόμενες κλήσεις, της Μεταξίας, της μητέρας της, του αφεντικού της. Όλοι τους ανήσυχοι να μάθουν για την πορεία της υγείας της, για το πόρισμα του γιατρού, για την ιατρική συνταγή. Γέλασε σαρκαστικά. Δεν τηλεφώνησε κανέναν από τους τρεις περίεργους.
«Πιο μετά τους υπόλοιπους», σκέφτηκε, «αφού ξέρω πως θα ακούσω τον εξάψαλμο». Κάλεσε στο τηλέφωνο τη Σίρλεϊ και της τα είπε όλα! Με κάθε λεπτομέρεια. Κι η Σίρλεϊ άκουγε.
-Έβγαλες καμιά φωτογραφία; τη ρώτησε.
-Τον Αγιάννη;
-Τις ολάνθιστες αμυγδαλιές, καλέ, ποιον Γιάννη Αγιάννη!
Γέλασε η Άμυ. Πού μυαλό για φωτογραφίες!
-Θα με ξαναπάει ο Αγιάννης, είπε.
-Ευτυχώς που δεν θυμόσουν το επίθετο του γιατρού ούτε τη διεύθυνσή του. Μα είναι δυνατόν να πανικοβλήθηκες από έναν πυρετό;
Μα δεν είναι μόνο ο πυρετός, ήταν καχύποπτη μήπως είχε νοσήσει από τον κορονοϊό.
-Κι ο Αστέρης; Τι απέγινε ο Αστέρης;
-Πού θες να ξέρω; Ο Αστέρης ζει στο σύμπαν του κι εγώ στο δικό μου.
-Κι αν σε έψαξε στο ανθοπωλείο, όσο εσύ έτρεχες στον αμυγδαλεώνα; Το σκέφτηκες αυτό τρελιάρα;
Πώς να το σκεφτεί; Αφού η μηχανή του χρόνου έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
-Θα πάρω το αφεντικό μου να μάθω! Αλλά γιατί να πάρω, σάμπως τι με ενδιαφέρει; Είπε και την αποχαιρέτισε.
Και πριν προλάβει να καλέσει, χτύπησε ξανά το κινητό της.





Η αποκάλυψη



Ήταν η Μεταξία.
-Φιλενάδα είσαι απίστευτη!
Τι εννοούσε η Μεταξία με αυτό το απίστευτη, προσπαθούσε η Άμυ να καταλάβει. Αφού δεν ήξερε όλα όσα είχαν συμβεί. Ή μήπως ήταν η Άμυ που δεν ήξερε ακριβώς τι είχε συμβεί;
-Σε είδα στην τηλεόραση, καλέ, με τον Αστέρη! Ξέρεις πως το χειροφίλημα ήταν γύρισμα διαφημιστικού σποτ; Σήμερα το είπαν στις ειδήσεις, το μεσημέρι, πως ήθελαν να κάνουν ένα σποτ κι έστησαν τον ομορφάντρα, που εσύ ερωτεύτηκες με την πρώτη ματιά στα φανάρια, από όπου εσύ έχεις την τύχη να περνάς κάθε μέρα, πριν πας στη δουλειά. Κι ήταν στις εντολές του σκηνοθέτη, ο όμορφος άντρας να γυρίσει, όταν θα του έδιναν το σινιάλο, κι εσύ, μαρή, το 'χαψες πως σε κοίταξε και σε ερωτεύτηκε; Πως σε χειροφίλησε, γιατί είναι αληθινά ρομαντικός άντρας; Πάνε, χρυσή μου, αυτοί οι άνδρες, δεν υπάρχουν πια, δεν υπάρχει ρομαντισμός εις την σήμερον ημέρα.
Η Μεταξία μια ζωή στην απογοήτευση. Γιατί να μην υπάρχουν ρομαντικοί άντρες; Δεν λογάριασε την πιθανότητα να υπάρχουν, αλλά κάπου καλά να κρύβονται; Μήπως υπήρχαν, αλλά ντρέπονταν να αποκαλυφθούν; «Οι άντρες είναι πιο μυστήρια πλάσματα από εμάς τις γυναίκες» είχε πει κάποτε η μαμά της Άμυ, αλλά η Άμυ δεν είχε καταλάβει καλά τι ήθελε να πει. Τώρα, που μεγάλωσε, καταλαβαίνει καλύτερα. Αναρωτιόταν μήπως οι γυναίκες τούς έκαναν πολλές φορές να χάνουν τα λόγια τους, να μην ξέρουν πώς να τις φερθούν, να τρέμουν στην πιθανή απόρριψη, να φοβούνται μην τυχόν και τους ξεφύγει κάποιο δάκρυ. Γιατί αυτό με το «οι άνδρες δεν κλαίνε» κατέστρεψε πολλούς. Τι πιο φυσικό από το να εκτονωθεί η λύπη με ένα δάκρυ; Τι πιο φυσικό από το να θέλει ένας λυπημένος άνδρας να κλάψει; Κι όλη αυτή η καταπίεση, τούς έχει οδηγήσει στην πλήρη απόκρυψη του αληθινού ψυχισμού τους. Τα έλεγε της Μεταξίας  η Άμυ, αλλά εκείνη δεν ήθελε να ακούσει.
Κι όσο η Μεταξία μιλούσε, τόσο η Άμυ ένιωθε πως θα της έπεφτε το κινητό από τα χέρια. Κι όσο η Μεταξία ανέλυε το γύρισμα του διαφημιστικού σποτ, όπως το είδε στην τηλεόραση, άλλο τόσο της ερχόταν να κλάψει ή να γελάσει ή να φταρνιστεί ή να βήξει ή να το κλείσει ή να της μιλήσει ή να μη της μιλήσει ή δεν ήξερε κι ίδια πώς να αντιδράσει. Κι έμεινε να ακούει.
-Κορωναίος είναι το επίθετό του, Κορωνοϊός το έκαναν στο πλαίσιο των αναγκών του σποτ, είναι γνωστό ηθοποιός. Καλά, μαρή, ερωτεύτηκες έναν ηθοποιό; Έχεις θράσος!
Απογοήτευση η Άμυ. Τι να της έλεγε τώρα; Πως ερωτεύτηκε τον Γιάννη Αγιάννη; Θα γελούσε η Μεταξία πως η λογοτεχνία έχει επηρεάσει σημαντικά το μυαλό της φίλης της και πως πρέπει να κοιτάξει να κλείσει συνεδρία με ψυχίατρο.
-Από κοντά, με τσιγάρο και καφέ, έχω νέα να σου πω, της είπε και της το έκλεισε.
Κι η Μεταξία ξανακάλεσε.
-Πες τώρα και θα με σκάσεις. Συνέβη κάτι που δεν ξέρω;
-Είπα με καφέ και με τσιγάρο.
-Έφτασα.
Δίστασε η Άμυ.
-Ω, όχι, μην έρχεσαι, Μεταξία μου, δεν αισθάνομαι καλά, ξέρεις…
-Ξέρω, ξέρω, είσαι ερωτευμένη, έμαθες για τον αδερφό του Αστέρη, δεν είναι όμορφος σαν αυτόν, ή είναι τόσο όμορφος που δεν κάνει για μένα, ή έχεις μπλοκάρει ή ή ή …μα τι στο καλό σου συμβαίνει, θα με σκάσεις!
-Τίποτα, βρε, Μεταξία! Απλά είμαι λιγουλάκι κουρασμένη. Θα ξαπλώσω και μιλάμε μετά. Εσύ πως είσαι; Μήπως σε κόλλησα με τα φταρνίσματά μου;
-Έχω πυρετό τριάντα οχτώ μισό κι έχω το κινητό στο αυτί να μου ανεβάζει ακόμη περισσότερο τη θερμότητα. Κλείνω, άσε με να αρρωστήσω μόνη. Εσύ ασχολήσου με τον έρωτά σου!
Η Άμυ δεν άκουσε απάντηση, παρά μόνο σιωπή, κάτι που σήμαινε πως η γραμμή έκλεισε. Πήγε στο λουτρό και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Όταν ο χρόνος κυλά τόσο γρήγορα, νιώθει πως χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Νιώθει πως είναι πουλί που πετάει και αφήνει τη γη να γυρίζει στον δικό της ρυθμό. Κι όταν προσγειώνεται, της φαίνεται πολύ αργός ο ρυθμός περιστροφής, τόσο αργός που την κοιμίζει. Κοίταξε το πρόσωπό της και της φάνηκε πως είχε μια λάμψη υγείας κι όχι κορονοϊού. Μα πώς είναι δυνατόν;
Μέχρι πριν το μεσημέρι ένιωθε πυρετό, αδυναμία, ήταν πράσινη, σαν τα πράσινα μάτια του Αστέρη, και τώρα ένιωθε υγιής, λαμπερή, σαν τα λαμπερά καστανά μάτια του Αγιάννη. «Μωρέ μήπως Αγιάννης είναι το επίθετό του κι εγώ νόμιζα πως είναι λάτρης του Ουγκώ;», σκεφτόταν. Γιατί όμως δήλωνε άνεργος, αφού δουλειά είχε, οδηγός ταξί, είχε και τον αμυγδαλεώνα του, τι του έλειπε; Ήταν και χαριτωμένος, απλός, με ένα χαμόγελο που σε σκλάβωνε με την πρώτη ματιά.
Ανατίναξε τα μαλλιά της κι ένα άσπρο πέταλο, που είχε μπλεχτεί, ξεπρόβαλλε και κάθισε σαν κοκαλάκι στο πλάι των μαλλιών της. Το θαύμασε. Το πήρε προσεκτικά, το χάιδεψε απαλά μην στραπατσαριστεί, το ξανάβαλε στα μαλλιά της και χαμογέλασε. Το πιο όμορφο τσιμπιδάκι για νυφικό χτένισμα, σκέφτηκε και τα μάτια της λαμπύρισαν. Το κατώφλι των σαράντα χρόνων, που σύντομα θα έπρεπε να δρασκελίσει, ήρθε και πάλι απειλητικό στο μυαλό της.
Κοίταξε τα χείλη της. Πόσο θα ήθελε να μπορούσε να είχε το φιλί του Αγιάννη ζωγραφισμένο στα χείλη της! Τι όμορφα θα ήταν να μπορούσε να το δει! Αλλά το φιλί το γεύεσαι και μετά δεν μπορείς να το δεις αποτυπωμένο αυτό καθ’ αυτό. Μόνο τη γλυκύτητα που αποκτούν τα χείλη μπορείς να διακρίνεις κι αυτό το όμορφο ροζαλί χρώμα που έχουν αποκτήσει.

Ξάπλωσε στον αναπαυτικό καναπέ της. Ήθελε ησυχία τώρα. Ούτε περιστροφές της γης, ούτε πτήσεις, ούτε ring tones στο κινητό. Απόλυτη ησυχία. Σπάνια κατάφερνε να ηρεμήσει για πολύ ώρα, γιατί οι σκέψεις κι οι αγωνίες της στροβίλιζαν συνεχώς στο μυαλό της. Σήμερα όμως είχε κατακλυστεί από μια παράξενη ηρεμία που σίγουρα δεν ήταν δική της, αλλά δώρο του Αγιάννη. Της είχε μεταδώσει μια γαλήνη αυτός ο άνθρωπος, τι άνθρωπος δηλαδή, αυτός ο όμορφος άντρας, γιατί, ναι, όμορφος είναι, μπορεί να μην είναι ηθοποιός, σαν τον Αστέρη, αλλά είναι αληθινά όμορφος. Και μιλάει όμορφα. Και γελάει όμορφα. Και αγγίζει όμορφα. Και υποκλίνεται αληθινά, κι όχι προσποιητά. Τη στιγμή της υπόκλισης, δείχνει πως σέβεται, πως εκτιμά, πως κλίνεται υπό του άλλου. Κι ας τον λένε Γιάννη Αγιάννη, ωραίο όνομα.
Και πάλι σκέφτεται. Εκεί που είπε μέσα της να μην σκέφτεται καθόλου, εκεί άρχισε πάλι τις σκέψεις. Μα πώς έβγαζε τόσο σύντομα συμπεράσματα για έναν άνθρωπο που καλά καλά δεν πρόλαβε να γνωρίσει; Μήπως να γίνει πιο συνετή; Μήπως να πάψει να είναι επιπόλαια; Μα να μην είναι πλέον ο εαυτός της. Και το ένστικτο; Πάντα ακολουθούσε το ένστικτό της και στο τέλος την πατούσε. «Ωραίο ένστικτο», της έλεγαν οι φίλες της και αυτή αδιόρθωτη. «Θα με ανταμείψει κάποτε», απαντούσε αυτή. Και περίμενε την ανταμοιβή κάθε φορά.

Άνοιξε τα μάτια της. Καλύτερα ανοιχτά, παρά κλειστά, συλλογίστηκε, να βλέπω όταν σκέφτομαι, μήπως και σκέφτομαι πιο λογικά, μήπως το σκοτάδι με παρασύρει στο βαθύτερο ένστικτο. Κι έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι με το απέραντο λευκό του. Και τότε αναρωτήθηκε πως είναι πολύ άστοχο αυτό το χρώμα στα ταβάνια, τα ταβάνια πρέπει να τα βάφουμε γαλάζια, λιλά, να ζωγραφίζουμε λίγα συννεφάκια και αν κάποιος το επιθυμεί, ας το βάψει και γκρίζο, όχι όμως λευκό. Βέβαια το λευκό δεν είναι χρώμα και το ταβάνι δεν είναι ουρανός. Αλλά το ταβάνι θα μπορούσε να παριστάνει τον ουρανό, αφού ζούμε τόσες ώρες κάτω από αυτό, το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας είναι ένα γαλάζιο ταβάνι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου