Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Ο Πέτρος κι ο Αχυρένιος

Τα κοχύλια κι οι αστερίες ήταν ακόμη αραδιασμένα στην αυλή, όταν είχε ξημερώσει η μέρα να πάει ο μικρός Πέτρος στο σχολείο. Ήταν τα λάφυρα από το βυθό της θάλασσας, στις ατελείωτες βουτιές με τους δύο αγαπημένους φίλους του, τον Κωστή και το Δημήτρη.


Ξεκίνησε με μια δανεική τσάντα στον ώμο. Περπάτησε αρκετά μέχρι να φτάσει στη Χώρα της Ερεικούσας. Όσο πλησίαζε στο σχολείο, παρατηρούσε πως δεν άκουγε παιδικές φωνές. Με τα μάτια του έψαχνε να βρει τον Κωστή και το Δημήτρη. Τότε θυμήθηκε κάτι που είχε ακούσει τελευταία για το σχολείο σε συζητήσεις των μεγάλων, πως δε θα υπήρχαν αρκετά παιδιά αυτή τη σχολική χρονιά, αλλά δεν έδινε και τόση σημασία. Ήξερε πως η οικονομική κρίση στη χώρα δυσκόλευε τη ζωή των ανθρώπων, όμως ήταν αρκετά μικρός για να τα καταλάβει όλα αυτά. Στην αυλή τον περίμεναν μία άγνωστη κυρία και ο παπάς του νησιού.

-Η άγνωστη κυρία θα πρέπει να είναι η δασκάλα, σκέφτηκε, αλλά τα υπόλοιπα παιδιά πού να είναι; Μήπως να αρρώστησαν τελευταία στιγμή; Μήπως να ξέχασαν να ξυπνήσουν; Αναρωτήθηκε.

-Γεια σου Πέτρο, είμαι η κυρία Αλκμήνη, του συστήθηκε η δασκάλα.

 -Ωραίο όνομα, σκέφτηκε από μέσα του.

Ο παπάς έκανε τον καθιερωμένο αγιασμό, δίνοντας την ευχή του και έφυγε αφήνοντας τη δασκάλα και τον Πέτρο μόνους.

- Πού είναι οι συμμαθητές μου, κυρία Αλκμήνη;

-Οι συμμαθητές σου Πέτρο βρίσκονται εδώ μέσα, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.

-Μέσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή; Πώς γίνεται αυτό;

-Οι φίλοι σου έφυγαν με τους γονείς τους από την Ερεικούσα, Πέτρο. Παρέμεινε μόνο η οικογένειά σου, καθώς και λίγες ακόμη. Ακόμη και εγώ, μόλις σου δείξω τον τρόπο διδασκαλίας θα φύγω, πρέπει να παρουσιαστώ σε ένα σχολείο της Κέρκυρας.  

Ο Πέτρος κατέβασε το κεφαλάκι του.

-Έφυγε και ο Κωστής με το Δημήτρη… μονολόγησε.

Κοιτούσε τη δασκάλα και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή προσπαθώντας να καταλάβει. Του φαίνονταν όλα τόσο παράξενα! Ήθελε να ξαναδεί τους φίλους του, να παίξει στην αυλή μαζί τους, αλλά τώρα χάθηκαν τα πάντα για αυτόν.

Η δασκάλα αντιλήφθηκε την ανησυχία του και άνοιξε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η οθόνη από μαύρη έγινε χρωματιστή κι η αίθουσα του σχολείου από βουβή γέμισε φωνές. Η σύνδεση με μια τάξη της πρώτης δημοτικού έφερε τον Πέτρο ανάμεσα σε είκοσι συνομήλικα παιδιά. Ο Πέτρος σάστισε, δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει, δεν ήξερε τι να πει.

Ένας κύριος τον καλωσόρισε στην τάξη.

-Πέτρο καλώς ήρθες στην τάξη μας, είμαι ο δάσκαλος σου, όπως και των είκοσι αυτών μικρών μαθητών. Κάθε μέρα θα παρακολουθείς μαζί μας τα μαθήματα. Δεν θα είσαι μόνος. Έχεις όλους εμάς κοντά σου, έστω μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή. Έτσι δεν είναι παιδιά;

-Ναι! απάντησαν όλα μαζί.

Ο Πέτρος άκουγε, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στα προσωπάκια των συμμαθητών του, ψάχνοντας να βρει τους δύο αγαπημένους του φίλους. Ένα ένα συστήθηκαν:

-Ανδρέας, Κώστας, Ελένη, Μαρία, Πόπη, Γιώργος…

Με του που έφυγε η αρχική αμηχανία, η γλώσσα του Πέτρου λύθηκε.

-Με λένε Πέτρο, όλοι οι φίλοι μου έχουν φύγει… ο Κωστής κι ο Δημήτρης… μόνο ο φίλος μου, το σκιάχτρο, έμεινε στον αμπελώνα μας, ο Αχυρένιος. 
Μετά από λίγο χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα.
 -Είσαι ελεύθερος να παίξεις τώρα, του είπε ο δάσκαλος, θα τα πούμε ξανά αύριο, για σήμερα σχολάσατε.

-Γεια σου Πέτρο, αύριο πάλι, χαιρετισμούς στον Αχυρένιο… φώναξαν οι συμμαθητές του και ξεχύθηκαν έξω από την τάξη.

Ο Πέτρος απέμεινε να κοιτάζει την οθόνη.

-Να παίξω…μα με ποιον να παίξω; Είπε σιωπηλά και παρέμεινε καθιστός να παρατηρεί την αίθουσα του άλλου σχολείου. Δεν διέφερε και πολύ από τη δική του, ήταν και οι δύο ωραίες, στολισμένες με ζωγραφιές παιδιών. Μόνο που στη δική του τάξη τα θρανία ήταν αδειανά, χωρίς κασετίνες και τσάντες. Άπλωσε το χεράκι του και άγγιξε την οθόνη.

Η κυρία Αλκμήνη, που τόσην ώρα έστεκε υπομονετικά δίπλα του, τον  αγκάλιασε τρυφερά και του εξήγησε ότι δε θα χρειάζεται να ταλαιπωρείται κάθε μέρα και να μετακινείται από το σπίτι του στο σχολείο της Χώρας. Θα μπορούσε να παρακολουθεί το διαδικτυακό σχολείο από το σπίτι του.

-Θα τα καταφέρεις Πέτρο, είσαι έξυπνο αγόρι, να πιστεύεις στις δυνάμεις σου, τ
ου είπε, δίνοντάς του τα σχολικά βιβλία και συνέχισε:
-Θα είμαι κοντά σου για ότι με χρειαστείς.
Όπως έφευγαν μαζί από το σχολείο, ο Πέτρος, με τη βαριά, γύρισε και κοίταξε για μια ακόμη φορά την τάξη του.
-Ίσως και να ξαναγυρίσω του χρόνου, σκέφτηκε.  
Πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του. Όταν πλησίασε στον αμπελώνα, κοντοστάθηκε.
-Η αυλή του σπιτιού θα είναι η αυλή του σχολείου μου και εσύ, Αχυρένιε, θα είσαι ο συμμαθητής μου, είπε φωναχτά κι έκανε ένα σάλτο μπροστά στον Αχυρένιο.  
-Όταν θα χτυπάω την κουδούνα, θα βγαίνουμε για διάλειμμα. Θα σου γνωρίσω και τους υπόλοιπους συμμαθητές μου. Θα δεις, θα περάσουμε ωραία. Θα μάθουμε να γράφουμε και να μετράμε! Μόνο να κάθεσαι φρόνιμα στην τάξη, να μην κάνεις φασαρία!
Ο Αχυρένιος παρέμεινε ακίνητος να τον κοιτάζει, το ίδιο και ο Πέτρος. Μπορεί να του έλλειπε ο Κωστής και ο Δημήτρης, όπως και ένα αληθινό σχολείο, μπορεί να τον στεναχωρούσε η κρίση που συζητούσαν οι μεγάλοι, μπορεί να του φαίνονταν λίγο παράξενο να πηγαίνει σε «διαδικτυακό» σχολείο με «διαδικτυακούς» συμμαθητές, αλλά βρήκε μια ανεξήγητη χαρά μέσα από όλα αυτά. Πήγε στην αυλή, έβαλε στην άκρη τα κοχύλια και τους αστερίες κι άνοιξε τα σχολικά του βιβλία. Ένας καινούργιος κόσμος ανοίγονταν μπροστά του. 
 

 

Δομνίκη Καράντζιου

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Το κόκκινο κρασί


Κάθε χαραυγή ο ήλιος φλόγιζε τον ορίζοντα, ανυπομονώντας να αγκαλιάσει τις ψυχές των κατοίκων του Τρικώμου, ψυχές παγωμένες από τις κλαγγές των βαλκανικών πολέμων, ματωμένες από τον πόνο των χαμένων συγγενών. Χτισμένο στη ραχοκοκαλιά ενός χαμηλού βουνού της Πίνδου, με λίγα σπίτια να σκαρφαλώνουν στην πλαγιά, με πετρόχτιστα σπιτικά, σκεπές από σχιστόλιθο, παραθύρια μικρά, αυλές με παρτέρια που οδηγούν στη στάνη, κελάρια με κρασιά που ωριμάζουν σιωπηλά. Αμπέλια γύρω από τον οικισμό, μια πελώρια αγκαλιά από μοσχάτα σταφύλια, φουντωτές καρυδιές, χαριτωμένες φιρικιές, διάσπαρτες βελανιδιές, κρανιές φορτωμένες τον κόκκινο, γλυκόξινο καρπό τους. Ο Βενέτικος κυλά αέναα στην κοιλάδα, μια μπλε, υδάτινη κορδέλα που λειαίνει κροκάλες, ξεδιψά τα αγώγια. Κι ο Γεροπλάτανος της πλατείας, αγέρωχος, φυλάει τη μοναδική βρύση του χωριού, ακούει τους ψιθύρους των χωρικών, γνωρίζει τον πόνο, τους έρωτες, τη χαρά τους.
-Μαρία, αύριο ξεκινάει ο τρύγος, θα σε δω στον Κάμπο; πρόλαβε να ρωτήσει ο Κωνσταντής, σαν γέμισε το γκιούμι του.
-Θα 'ρθώ, ψέλλισε η Μαρία, σκύβοντας να γεμίσει το δικό της.
Ήταν ένα δροσερό πρωινό του Οκτώβρη. Στη βρύση της πλατείας είχαν καταφθάσει οι χωριανοί, να προμηθευτούν φρέσκο νερό. Ο Κωνσταντής έφυγε ευθύς αμέσως, δεν έδωσε δικαίωμα σε κανέναν να αντιληφθεί τη στιχομυθία τους. Η καρδιά του φτεροκοπούσε, όπως πήρε το δρόμο για το σπίτι. Το μυαλό του πετούσε στη Μαρία του, τη Μαρία που γνώριζε από μικρός, το πιο όμορφο κορίτσι, ψηλό και λυγερό, με φεγγαρένιο πρόσωπο και δυο μεγάλα, καταπράσινα μάτια. Το γέλιο της γέμιζε την ψυχή του, αντηχούσε στο μυαλό του τα χαράματα, τον νανούριζε τις ξάστερες νύχτες. Τα σπίτια τους, στον πάνω μαχαλά, ήταν γειτονικά. Σαν ήταν μικρά, ανέβαιναν με τα παιδιά της γειτονιάς στο Καταφύγι, πάνω από τη δεξαμενή και από εκεί αγνάντευαν έως πέρα, στο απέναντι βουνό με τον μεγάλο βράχο που έμοιαζε με πυραμίδα. Άλλες φορές κολάτσιζαν, ψωμί με ανεβατό κι άλλες κουτρουβαλούσαν στον κατήφορο.
Ήταν έφηβος. Εδώ και τρία χρόνια είχε τελειώσει το δημοτικό. Ο πατέρας του τον έπαιρνε στα χωράφια. «Τα αμπέλια θέλουν δουλειά, Κωνσταντή», του έλεγε. Ο Κωνσταντής αγαπούσε τα αμπέλια, ήταν δυνατό αγόρι. Τα περιποιούνταν, όπως θα περιποιούνταν έναν άνθρωπο. Τους έλεγε ιστορίες, για να ευθυμούν και να καρποφορούν κι αυτά έπαιρναν τα πάνω τους. Ήταν εύρωστα, δυνατά, γόνιμα. Έδιναν το καλύτερο σταφύλι, το καλύτερο κόκκινο κρασί. Κάθε Οκτώβρη, που ξεκινούσε ο τρύγος, ήταν γιορτή για τον Κωνσταντή. Φέτος θα τρυγούσε το δικό του αμπελάκι, αυτό στον Κάμπο. Θα έφτιαχνε το δικό του κρασί, που θα ωρίμαζε στο βαένι και θα γευόταν με τη Μαρία του! Δεν ήξερε πώς θα το κατάφερνε, μόνο το ονειρευόταν. Ήξερε πως κάποιος τρόπος θα υπήρχε, μια ανώτερη δύναμη θα τον καθοδηγούσε.
Το απόγευμα κατέβηκε ξανά στη βρύση της πλατείας. Ο Γεροπλάτανος κούνησε τη φυλλωσιά του και του έστειλε ένα κίτρινο φύλλο. Πρόλαβε και το έπιασε ο Κωνσταντής, πριν πέσει. Το άγγιξε. Ήταν βελούδινο. Ένιωσε πως άγγιζε το πρόσωπο της Μαρίας του. Το φύλαξε στον κόρφο του, στη ζεστή αγκαλιά του στήθους του. Έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Το βράδυ, καθώς άρμεγε τις κατσίκες, σιγοτραγουδούσε. Κι αυτές, σαν μυρίστηκαν τον έρωτά του, βέλαζαν μελωδικά. Μια χορωδία, κατσίκες και Κωνσταντής ξεσήκωσαν τη στάνη. Η Γκέσα, το μουλάρι, δεμένη στην άκρη της αυλής, κουνούσε την ουρά της. «Δεν είναι η χαρά από τον τρύγο που αρχινά», σκέφτηκε, «κάτι έχει ο Κωνσταντής, μια πιο μεγάλη ευτυχία κρύβει η καρδιά του».
Την επομένη χαράματα ξεκίνησε με τη Γκέσα για το αμπελάκι του. Περπατούσε σφυρίζοντας. Πλησίασε και θαύμασε τους βαθυκόκκινους καρπούς, τον πλούτο του! Τα τσαμπιά, έτοιμα να παραδοθούν στα ικανά του χέρια. Έδεσε τη Γκέσα και άρχισε να τα κόβει ένα ένα. Οι κινήσεις του γρήγορες, επιδέξιες. Ο νους του στη Μαρία του, θα την αντίκριζε στο αγώγι για το σπίτι. Το χωράφι του πατέρα της ήταν στην ανηφοριά, στον ίδιο δρόμο. Τέλειωσε το πρώτο χέρι, φόρτωσε τα τελάρα στη Γκέσα και πήρε τον ανήφορο. Από μακριά διέκρινε τη φιγούρα της. Φορούσε ένα απλό, μακρύ φόρεμα και ένα κόκκινο μαντήλι στα μαλλιά. Οι πλεξούδες μακριές, έφταναν ίσα με τη μέση της. Σαν πέρασε από το χωράφι μπροστά, καλημέρισε τους γονείς της. Η Μαρία γύρισε και του χαμογέλασε. Αρκούσε του Κωνσταντή ένα της χαμόγελο. Ήταν για αυτόν το μήνυμά της. «Μαρία μου, σε λίγους μήνες θα πιούμε το πιο γλυκό κρασί, θα ωριμάσει και θα το γευτούμε μαζί», σκέφτηκε και συνέχισε τον δρόμο του.
Οι μέρες πέρασαν και ο τρύγος τέλειωσε. Την Κυριακή ήταν η μεγάλη γιορτή του πατητηριού, στην αυλή του σχολείου. Φέτος θα συμμετείχε και η Μαρία στο πατητήρι, καθώς είχε μεγαλώσει, είχε γίνει κοπέλα. Αν ήταν τυχερός, θα κατάφερνε να την αγγίξει στη μέση και να πατήσουν πλάι πλάι τα σταφύλια. Το βράδυ της παραμονής, αφού πλύθηκε και ξυρίστηκε προσεκτικά, πήρε το πλατανόφυλλο, που είχε κρύψει κάτω από το μαξιλάρι και το άγγιξε τρυφερά. Παρατηρούσε τις νευρώσεις. Ξεκίνησε από το κεντρικό νεύρο και περιπλανήθηκε σε όλες τις διακλαδώσεις. «Θα περπατήσουμε μαζί, Μαρία μου, θα διασχίσουμε μαζί τη χώρα του πλατανόφυλλου», ονειρευόταν. Το βλέμμα του φρέναρε απότομα, ένα κομμάτι από το φύλλο έλλειπε. Δεν έδωσε σημασία, το προσπέρασε.
Το χάραμα τον βρήκε με το πλατανόφυλλο αγκαλιά. Το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι και πετάχτηκε φουριόζος να ετοιμαστεί για τη γιορτή. Ήπιε το γάλα του και ξεχύθηκε στον δρόμο. Ούτε τη Γκέσα του δεν πρόλαβε να καλημερίσει. Αυτή τον κάλεσε, όπως τον είδε με τα αμυγδαλωτά της μάτια να κλείνει την αυλόπορτα, και έβγαλε ένα μουγκανητό γεμάτο παράπονο. Ο Κωνσταντής το άκουσε και της σφύριξε. Κατέβαινε στην πλατεία, η σκέψη στη Μαρία του. Είχε αγωνία. Όταν μαζεύτηκαν όλοι οι νέοι στο καφενείο, πήραν τον κατήφορο για το σχολείο. Οι κοπέλες είχαν ήδη καταφθάσει, σιγομιλώντας η μια στην άλλη και κρυφοκοιτάζοντας τα αγόρια. Ξεχώρισε τη Μαρία ο Κωνσταντής. Ήταν δίπλα στη μεγάλη της αδελφή, την Ολυμπία. Δεν τόλμησε να πλησιάσει. Άφησε τη Μοίρα να οδηγήσει τα βήματά τους. Κι η Μοίρα ένιωσε το καρδιοχτύπι τους, όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και φρόντισε να τους φέρει δίπλα δίπλα στο πατητήρι.
Ο Κωνσταντής πέρασε αυθόρμητα το χέρι του στη μέση της Μαρίας. Πατούσαν τα σταφύλια με πόδια γυμνά έως το γόνατο. Δεν τολμούσαν να κοιταχτούν στα μάτια. Η Μαρία ένιωθε το άγγιγμά του κι ο Κωνσταντής αναριγούσε από το λίκνισμα του κορμιού της. Δυο έφηβοι ερωτευμένοι, με μια καρδιά που ξεκίνησε να χτυπά με τον ίδιο παλμό από τη μέρα εκείνη. «Σε αγαπάω, Μαρία», ψιθύρισε ο Κωνσταντής. Το χαμόγελό της ήταν η απάντηση που περίμενε. Τα δάχτυλα των ποδιών τους αγγίχτηκαν ξαφνικά, κρυμμένα μες στα σταφύλια. Ο Κωνσταντής αισθανόταν την υγρή πατούσα της, τη ζέσταινε με τη δική του. Ήταν τώρα αντικριστά. Μεμιάς, σαν να χάθηκε ο κόσμος από μπροστά του, έσκυψε και φίλησε τα χείλη της, κόκκινα σαν το κρασί. Ένιωσε την ανάσα της, ζεστή σαν τη δική του. Ένα φιλί, μια ανάσα ζωής. Άνοιξε τα μάτια. Δεν κατάλαβε αν ήταν οπτασία ή πραγματικότητα. Το πράσινο των ματιών της γαλήνεψε την ψυχή του. Τα πιο όμορφα μάτια! Συνέχισαν να πατάνε τα σταφύλια, να αφήνουν τις πατούσες τους να αγγίζονται κρυφά και ο χτύπος της καρδιάς τους να έχει συγχρονιστεί για πάντα. «Μαζί θα ζήσουμε, Μαρία μου», πρόλαβε και της ψιθύρισε, πριν τα πόδια τους αποχωριστούν. «Σ’ αγαπάω», άκουσε από τα χείλη της τη μαγική λέξη, που αντήχησε στα αυτιά του, χάθηκε στον λαβύρινθό τους, κάνοντας τον να ζαλιστεί. Ο απόηχος έσβησε στις κουφάλες του Γεροπλάτανου. «Μαζί και θα αποθάνουν», είπε η Μοίρα στον Γεροπλάτανο, με την υπόσχεση να μην το μάθει κανείς. Κι αυτός έκρυψε το μυστικό στον μεγάλο του κορμό.
Λίγους μήνες μετά το κρασί του Κωνσταντή ωρίμασε. Ήταν άνοιξη. Πήρε ένα κερί και κατέβηκε στο υπόγειο. Δοκίμασε το πρώτο του κρασί. Ονειρεύτηκε τη Μαρία του. Να της υγραίνει τα χείλη με το κρασί, να τα φιλάει και να παίρνει την ανάσα της. Να την αγκαλιάζει και να μεθάει από το άρωμα του κορμιού της. Έμεινε ώρα πολλή στο κελάρι. Κάθησε κατάχαμα και έπινε το κρασί του. Ζούσε στο όνειρό του. Έξω η φύση είχε ξυπνήσει, γιόρταζε τον έρωτά του, είχε χρωματίσει τους αγρούς, είχε γεμίσει αρώματα τον αέρα. Άφησε και πάλι τη Μοίρα να ορίσει τη συνέχεια. Την επομένη κατέβηκε στη βρύση. Ήταν εκεί η Μαρία του. Την πλησίασε. «Αύριο στο γεφύρι», ψέλλισε και η Μαρία κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Αύριο στο γεφύρι», έλεγε μέσα του, όπως περπατούσε για το σπιτικό του. Δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερναν. Θα τα κατάφερναν, αυτό πίστευε μόνο.
Και τα κατάφεραν. Ο Κωνσταντής είχε πάει τη Γκέσα για βοσκή. Πήρε μια μέρα άδεια από το αμπελάκι του. Κάθησε στην όχθη και πετούσε πολύχρωμα βότσαλα στον Βενέτικο. Κάθε βότσαλο και μιαν ακόμη ευχή να δει τη Μαρία του. Πέταξε πολλά. Περίμενε. Άκουσε τα βήματά της. «Η Μαρία μου, η λυγερή, έρχεται!», αναφώνησε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Η αγαπημένη του έτρεχε προς το μέρος του. Ήταν ήδη όρθιος, την έβλεπε που πηδούσε από πέτρα σε πέτρα, κρατώντας το φουστάνι της να μη βραχεί, τα μαλλιά της ανέμιζαν, τα μάτια της λαμπύριζαν, το χαμόγελό της είχε φωτίσει το φεγγαρένιο της πρόσωπο. Την αγκάλιασε! Η ανάσα της λαχανιασμένη, έβγαζε τη θέρμη της ψυχής της. Κράτησε το πρόσωπό της στις χούφτες του και το φίλησε. Το φίλησε τρυφερά κι έπειτα το φίλησε με πάθος. Φίλησε τα μάτια, τα δροσερά της μάγουλα, τα κόκκινα χείλη της, ζέστανε το λαιμό της. Κάθησαν στην όχθη αγκαλιασμένοι. Ήπιαν με πόθο και το κρασί χύθηκε στα χείλη τους, έσταξε στα ρούχα τους. Γεύονταν μαζί το πρώτο του κρασί. «Φύγε, φύγε μη μας δουν» της είπε, «είσαι πια δικιά μου, ολόδικιά μου». Η Μαρία έτρεχε, γυρίζοντας πού και πού, για να τον βλέπει. Η καρδιά της κάλπαζε στον αγαπημένο της, το κόκκινο κρασί τούς είχε ενώσει για πάντα. Επέστρεψε αναψοκοκκινισμένη, πριν γυρίσουν οι γονείς της από τα χωράφια. Την είδε ο Γεροπλάτανος. Κράτησε το μυστικό του, όπως το είχε υποσχεθεί.
Από κείνη τη μέρα, η ζωή του Κωνσταντή και της Μαρίας πλέχτηκε σαν το πιο όμορφο υφαντό. Κεντήθηκε με τέσσερις, χρυσές κλωστές, όσες και τα παιδιά τους. Τις νύχτες αγκαλιάζονταν κάτω από τη φλοκάτη κι ένιωθαν τον χτύπο της καρδιάς τους. Ο Κωνσταντής ψιθύριζε ιστορίες και η Μαρία τού χαμογελούσε. Ο Γρεβενιώτικος ουρανός τούς αγαπούσε, μάζευε ακόμη και τα πιο μακρινά αστέρια να φωτίζουν τα όνειρά τους. Οι μέρες κυλούσαν μοιρασμένες στα αμπέλια, τις καρυδιές και τις φιρικιές. Τα χρόνια περνούσαν γοργά και το κόκκινο κρασί ωρίμαζε κάθε χρόνο στο κελάρι. Το γεύονταν οι δυο τους, όπως τότε στο γεφύρι.
Ένα βράδυ, λίγο πριν αποκοιμηθεί, ήλθε στο μυαλό του η εικόνα του κίτρινου, βελούδινου πλατανόφυλλου. Θυμήθηκε πως έλλειπε ένα κομμάτι. Τι ήταν αυτό που του έφερε την ανάμνηση του πλατανόφυλλου; Αναρίγησε. Αγκάλιασε σφιχτά τη Μαρία και κοιμήθηκαν σαν δυο έφηβοι, τότε που ο έρωτας μεθούσε κάθε νύχτα τα κορμιά τους. Την επομένη, ο Κωνσταντής κατέβηκε στο υπόγειο, να δει αν ωρίμασε το κρασί της χρονιάς. Βιαστικός, δεν πήρε το κερί μαζί του, το κερί που θα του έδειχνε το όριο της ζωής και του θανάτου. Το 'ψαξε στη σάλα, μα δεν το βρήκε κι άφησε τη Μοίρα να τον οδηγήσει. Δε νοιάστηκε αν ο μούστος θα του είχε αφήσει περίσσευμα οξυγόνου στον αέρα για να αναπνεύσει ή αν το χρειάστηκε όλο, για να του δώσει το κόκκινο κρασί. Κατέβηκε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Όμως η ανάσα δεν του 'φτασε και θέλησε να πάρει κι άλλη. Ένιωθε να πνίγεται. Φώναξε τη Μαρία του, φώναξε δυνατά και η Μαρία έφθασε σιμά του και του 'δωσε την ανάσα της. Ούτε κι αυτή σκέφτηκε πως δεν κρατούσε κερί. Έμεινε μαρμαρωμένο το βλέμμα του Κωνσταντή να τη κοιτάζει. Η Μαρία έβγαλε μια κραυγή, μόνο μια κραυγή πρόλαβε να βγάλει και το βλέμμα της μαρμάρωσε. Ένα δάκρυ κυλούσε στο ζεστό, ακόμη, μάγουλό της. Έσβησαν, όπως θα έσβηνε το κερί στην έλλειψη του ζωτικού οξυγόνου. Σωριασμένοι κι οι δυο κατάχαμα, αγκαλιασμένοι.
Ο Γεροπλάτανος βόγκηξε. Ένιωσε ένοχος που υποτάχθηκε στο θέλημα της Μοίρας και δεν είχε στείλει ένα αρτιμελές πλατανόφυλλο στον Κωνσταντή. Δεν άντεξε τον πόνο. «Μαζί ζήσατε, μαζί και αποθάνατε», σπάραξε και έστειλε κίτρινα, βελούδινα πλατανόφυλλα, να συνοδεύσουν τις ψυχές τους, όπως πετούσαν στον ουρανό του Τρικώμου. Πέρασαν πάνω από τα αμπέλια, χαιρέτησαν το γεφύρι, εκεί όπου έδωσαν το πρώτο τους φιλί με το κόκκινο κρασί στα χείλη, και ταξίδεψαν μαζί, όπως μαζί ζήσανε με το δικό τους καρδιοχτύπι.



Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, η επιστροφή της Κέιτ κι η επόμενη μέρα.



11:59 μ.μ.

-Πρέπει να φύγουμε! Η Κέιτ έρχεται και δεν θα με βρει στο σπίτι! Λάθος υπολόγισα πάλι. Δώδεκα τα μεσάνυχτα θα με περίμενε στο σπίτι, κι εγώ είμαι εδώ, στο Μικρολίμανο, δέκα χιλιόμετρα μακριά!
Ο Αγιάννης της χαμογέλασε.
-Μην αγχώνεσαι! Θα προλάβουμε. Το πολύ πολύ να έχει καθυστερήσει κι αυτή και να συναντηθείτε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Η Άμυ συμφώνησε. Έπρεπε άλλωστε να έχει το νου στα κλαδιά της! Έβγαλε το κινητό από την τσάντα και είδε όλες τις κλήσεις και τα μηνύματα.
-Η Κέιτ έχει μισή ώρα καθυστέρηση, μου έγραψε, οπότε έχεις δίκιο, μάλλον θα συναντηθούμε στην είσοδο.
Στον γυρισμό πιο πολύ αγγίζονταν, παρά μιλούσαν. Ήταν η στιγμή της τρυφερότητας των ερωτευμένων, αυτή η στιγμή που δεν θέλεις να μιλάς, παρά να νιώθεις. Να κοιτάζεις μακριά και να αφουγκράζεσαι το δέρμα του άλλου, σαν να αγγίζει την ψυχή σου κι εσύ τη δική του. Κι η μηχανή του χρόνου ταξίδευε σε μια ταχύτητα που δεν μπορούσαν οι ίδιοι να ελέγξουν. Ο Αγιάννης την οδηγούσε αργά, αυτή έτρεχε γρήγορα, η Άμυ έλεγε μην τρέχεις, κι αυτή επιτάχυνε. Μέχρι που έφτασαν κάτω από την πολυκατοικία της Άμυ. Η Kέιτ με μια μεγάλη βαλίτσα, καθόταν στο πεζοδρόμιο παίζοντας με το κινητό της.




12:30


-Κέιτ!
-Άμυ!
Κι ο Αγιάννης να κοιτάζει τις δυο φίλες να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, να θέλει να φύγει, αλλά χωρίς φιλί, χωρίς αγκαλιά δεν μπορεί.
-Αγιάννη, συγνώμη! Είπε η Άμυ μόλις επανήλθε στα λογικά της.
-Ήταν υπέροχα όλα! Σε ευχαριστώ, Γιάννη μου, και με ένα φιλί στο στόμα αυτή τη φορά, αποχαιρετίστηκαν.
Μα το φιλί στο στόμα το λογάριαζαν να το δώσουν στο Μικρολίμανο! Έτσι έλεγε το σενάριο της ταινίας που είχε σκηνοθετήσει ο καθένας στο μυαλό του. Όμως τα αυθόρμητα είναι πάντα πιο όμορφα. Ο Αγιάννης με το φιλί στο στόμα έφυγε κι η Άμυ έμεινε να κοιτάζει το αυτοκίνητο να απομακρύνεται. «Τα κλαδιά μου και τα μάτια μου», σκέφτηκε και επέστρεψε στην Κέιτ, κι ήταν τα μάτια της μαύρα από τη ξεβαμμένη μάσκαρα και λυπημένα, από τον πόνο της ψυχής της, να τη βλέπεις και να λυγίζει η καρδιά σου.
Αφού τακτοποιήθηκαν στα γρήγορα, η Κέιτ έκανε ένα χαλαρωτικό ντους κι έβαλε τις φόρμες της. Η Άμυ έφερε δυο μπύρες.
-Λέγε!
-Από πού να ξεκινήσω;
-Από τον κορονοϊό!
-Α, ναι! Στο Βερολίνο γίνεται χαμός. Γερμανία, ξέρεις τώρα, οργανωμένη, όχι αυτό το μπάχαλο της Ελλάδας.
-Κι η Κινέζα;
Κι η Κέιτ τής τα αφηγήθηκε όλα. Πως τη γνώρισε σε μία συναυλία, πως αυτή του ζήτησε αυτόγραφο στο στήθος της, είδε κι ο Τζον στήθος ασιάτισσας και εντυπωσιάστηκε που είναι κάτασπρο και στητό -ε όχι όμως να είχε και σχιστές θηλές!- κι αυτό ήταν. Κοιμήθηκε κι ονειρευόταν την άγνωστη θαυμάστρια με το κάτασπρο στήθος. Κι όταν ξύπνησε μιλούσε κινέζικα, τον ρωτούσε τι εννοεί, και δεν έλεγε να της δώσει να καταλάβει. Ασυναρτησίες κι αερόλογα. Έφυγε χωρίς να πει πού πάει, χωρίς να πει πότε θα γυρίσει. Κι εκείνη έμεινε σύξυλη να περιμένει τον Τζον. Τον περίμενε όλη μέρα, όλη νύχτα, κι όταν γύρισε ήταν άρρωστος, φοβόταν πως είχε κολλήσει τον κορονοϊό, κι όταν τον ρώτησε γιατί να φοβάται, αυτός απάντησε στα αληθινά κινέζικα, «μπιενγκουάν».
Ψάξανε στο τρανλέιτ και βρήκανε πως σημαίνει «παράτα με». Αυτό δεν το είχε σκεφτεί η Κέιτ, πως το τρανσλέιτ είναι μάνα στις μεταφράσεις.
-Παράτα με, σημαίνει; Ε όχι και παρατά με, κύριε Τζον! Εσύ παράτα μας με την Κινέζα θαυμάστριά σου με το κάτασπρο στητό στήθος!
Πιο καλή παρηγορήτρα δεν θα μπορούσε να είναι η Άμ. Έδωσε τον καλύτερο εαυτό της.
-Κέιτ, δεν αξίζεις τέτοια μεταχείριση. Αξίζεις πολλά περισσότερα. Μην αφήνεις τον Τζον να σου στραπατσαρίζει τα κλαδιά.
-Τι λες, Άμυ; Ποια κλαδιά και ποια στραπατσαρίσματα μου λες;
-Καλά, πάρτο αλλιώς, μην του αφήνεις να σου σπάει τις χορδές σου. Έξι δεν έχει η κιθάρα σου; Αν σπάσει μια από τις έξι δεν θα βγάζεις σωστό ήχο. Κάθε χορδή δική σου, όχι των άλλων.
Σαν να το κατάλαβε το νόημα με τη μουσική προσέγγιση. Χορδές, κιθάρα, ήχος.
-Τις θέλω ακέραιες και τις έξι, είπε αποφασιστικά η Κέιτ.
-Τότε, πάμε να ξαπλώσουμε να κοιμηθούνε οι χορδές και τα κλαδιά μας, συμπλήρωσε η Άμυ κι έπεσαν και οι δυο ξερές, η μία στο κρεβάτι, η άλλη στον καναπέ.


Η επομένη
7:31 π.μ.



Πρωί Πέμπτης και η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας έχει ήδη αρχίζει να διογκώνεται. Η Άμυ έχει ξυπνήσει κι ετοιμάζεται για τη δουλειά της, η Κέιτ κοιμάται και φταρνίζεται κατά διαστήματα. Κάποιες δυνατές ηλιαχτίδες έχουν εισχωρήσει από τις γρίλιες των παντζουριών δίνοντας μια αισθησιακή ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα. Και το καναρίνι της γειτόνισσας έχει αρχίσει ήδη τα κελαηδίσματά του από τις πέντε τα χαράματα. Μα τώρα είναι πιο έντονα, σαν να θέλει να ξυπνήσει τους ένοικους της πολυκατοικίας. Κι αφού κόκορας δεν υπάρχει πλέον στην περιοχή, όπως παλιά όπου τα κοκόρια λαλούσαν στις γειτονιές των Αθηνών, ανέλαβαν τον ρόλο του ξυπνητηριού τα καναρίνια.
Κι η Κέιτ, που έχει τη μουσική στο αίμα της και στο πετσί της, άνοιξε τα αυτιά, όχι όμως και τα μάτια της και απόλαυσε το μελωδικό κελάηδισμα του καναρινιού. Το άφησε να γαργαλάει τον κοχλία του αυτιού της για ώρα, ακούραστο κι αυτό το καναρίνι, ούτε για να πιει νερό δεν σταματούσε. Κι όσο έβλεπε παντζούρια κλειστά, τόσο πιο δυνατά κελαηδούσε. Δεν το ενοχλούσε η σκλαβιά στο κλουβί, μόνο να ξυπνήσει τους ανθρώπους ήθελε. Μάλλον είχε συμβιβαστεί με τη σκλαβιά του κι αφιερώθηκε στον ρόλο που ανέθεσε το ίδιο στον εαυτό του. Νερό και καναβούρι είχε διαθέσιμο συνεχώς, άρα το φιλότιμο τού επέβαλλε να είναι κι αυτό συνεπές. Άλλωστε δεν θα ρίσκαρε να βγει ελεύθερο στον έξω κόσμο.

Μια φορά είχε δει την αρπαγή ενός σπουργιτιού από μια αδέσποτη γάτα, είδε την άσχημη αυτή εικόνα από τον δεύτερο όροφο, κι αν κι ήταν κάπως μακριά, άκουσε καλά την σπαραχτική κραυγή του σπουργιτιού κι καρδούλα του πόνεσε το ελεύθερο αυτό πουλί που είχε τόσο άδοξο τέλος. Κι όταν έβλεπε τον χειμώνα τα σπουργίτια να εκλιπαρούν για λίγα ψίχουλα και το καλοκαίρι να ξεροσταλιάζουν κάτω από τον καυτό ήλιο και να ψάχνουν λίγες σταγόνες νερού να πιούν να ξεδιψάσουν, τότε σπάραζε και πάλι η καρδούλα τού καναρινιού για τα άμοιρα σπουργίτια. Ένιωθε σαν πρίγκιπας στο κάστρο του. Είχε πριγκιπική περιποίηση και σίγουρη επιβίωση, έστω στο απόρθητο κάστρο του. Έτσι αποφάσισε εφ’ όρου ζωής να κελαηδάει τον καημό της σκλαβιάς, τον πόνο των σπουργιτιών, τον σκληρό αγώνα επιβίωσης των ελεύθερων ζώων.

Η Άμυ ετοιμάστηκε για τη δουλειά της. Θα έφευγε και θα άφηνε την Κέιτ να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Βάζοντας τα παπούτσια της, άκουσε το τηλέφωνο να κουδουνίζει. Το σήκωσε γρήγορα, μην τυχόν και ξυπνήσει η Κέιτ.
-Καλημέρα, Μεταξία! Όλα καλά; Είπε ψιθυριστά.
-Είμαι στο νοσοκομείο, Άμυ, μπορείς να έρθεις να με δεις; Πεθαίνω σου λέω!
-Νοσοκομείο; Ευαγγελισμό;
-Τι ψιθυρίζεις καλέ; Ναι στον Ευαγγελισμό.
Τι να της έλεγε τώρα της Μεταξίας ; Πως είναι υπερβολική; Τι πήγε να κάνει στο νοσοκομείο; Να κολλήσει κι άλλες αρρώστιες; Την καθησύχασε.
-Θα έρθω, Μεταξία μου, αλλά πιο μετά. Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στο ανθοπωλείο. Το μεσημέρι σχολώντας…
Η Μεταξία το έκλεισε. Η Μεταξία ήθελε εδώ και τώρα την Άμυ στο πλάι της. Η Μεταξία πέθαινε, δεν θα άφηνε την τελευταία της πνοή μονάχη! Η Άμυ ήξερε πως η φίλη της δεν κινδύνευε, απλά την ήθελε κοντά της, μα θα πήγαινε μετά τη δουλειά. «Τα κλαδιά σου πρόσεχε», η φωνή του Αγιάννη. Έβαλε το κλειδί να ξεκλειδώσει και ήρθε μήνυμα στο κινητό. Η Σίρλει!
«Χάθηκες! Κάτι σκαρώνεις εσύ!»
Άντε τώρα να εξηγήσεις στην Σίρλει, που ναι μεν έχει ανοιχτό μυαλό να χωνέψει γρήγορες καταστάσεις κι έρωτες με την πρώτη ματιά, αλλά εσύ βιάζεσαι να μην αργήσεις στην δουλειά.
«Σκαρώνω ναι! Αλλά μην ανησυχείς, ο Αγιάννης είπε πως τέρμα τα κλαδέματα»
«Χαχχαχαχα» απαντά η Σίρλεϊ κι η Άμυ:
«Τα κλαδιά μου και τα μάτια μου!»
Κι ό,τι κατάλαβε, κατάλαβε. Η Σίρλεϊ καταλαβαίνει και τα ψιλά γράμματα, σίγουρα θα έπιασε το υπονοούμενο.
«Βλέπω άρχισες να λειτουργείς όπως πρέπει».
Κατάλαβε η Σίρλεϊ. Κι ακόμη κι αν έγραψε αυτό το «πρέπει», δεν ήταν από τα καθωσπρέπει, αλλά από τα απαραίτητα για την επιβίωση «πρέπει».

Ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε σιγά σιγά. Δόνηση και πάλι. Μα με τόσα μηνύματα θα αργήσει στη δουλειά της.
«Ο μικρός μου είναι χάλια. Όμως αυτό που μετράει είναι πως εσύ πέρασες ανεπανάληπτα!». Ήταν η Νίκη.
«Αχ, Νίκη μου. Μόνο ανεπανάληπτα! Ό,τι χρειαστείς για τον μικρούλη εδώ είμαι εγώ!» και βγήκε από το διαμέρισμα.
Το χρονικό διάστημα που περίμενε τον ανελκυστήρα να σταματήσει στον δεύτερο όροφο ήταν αρκετό για να έρθουν κι άλλα μηνύματα. Όμως δεν κοίταξε το κινητό της. «Δεν γίνεται», σκέφτηκε, «θα αργήσω στη δουλειά». Μπήκε στο ανσανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Το πρώτο ραντεβού

Το πρώτο ραντεβού

8:30



Μόλις τέλειωσε το ντους κι ετοιμάζεται για το ραντεβού. Ευτυχώς η μητέρα της δεν την ενόχλησε, ούτε η Μεταξία έστειλε μήνυμα, η Κέιτ θα είναι καταρρακωμένη στο αεροδρόμιο, η Σίρλεϊ θα βλέπει κάποια αγγλική σειρά στον υπολογιστή κι η Νίκη έχει άρρωστο τον μικρό της, το σφουγγαράκι της. Όλα τακτοποιημένα στο μυαλό της. Ο Αστέρης; Αυτόν τον είχε κιόλας ξεχάσει. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό της κι όλα αυτά που της είχε αποκαλύψει η Μεταξία τη στεναχώρησαν, γιατί η αλήθεια είναι πως της φάνηκε τόσο αληθοφανές το χειροφίλημα και τόσο αληθινή η ματιά του.
Από την άλλη χάρηκε, γιατί, χωρίς να το καταλάβει, -τι κι αν δεν το κατάλαβε δηλαδή, ίσως να είχε διορθώσει λίγο το κραγιόν στα χείλη- είχε γίνει διάσημη για λίγα δευτερόλεπτα, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που, όπως λένε, κάθε άνθρωπος κάποια απρόβλεπτη στιγμή γίνεται διάσημος. «Κι αν τώρα που θα βγω με αναγνωρίσουν στον δρόμο;» σκέφτηκε. Τελικά ο Αστέρης μπορεί να μην είναι ο κορωνοϊός ζωγραφιστός, μπορεί να τη χειροφίλησε για τις ανάγκες των γυρισμάτων, αλλά της έκανε ένα καλό. Της έδωσε τη δυνατότητα να βγει στην οθόνη της τηλεόρασης σε αυτό το διαφημιστικό σποτ του Υπουργείου Υγείας για τον κορονοϊό. Και μόλις συνειδητοποίησε πως η διασημότητά της θα διαρκούσε τόσο, όσο θα ήταν στην επικαιρότητα ο ιός αυτός. Το σποτ θα παίζει σε όλα τα τηλεοπτικά κανάλια κι όλοι θα την βλέπουν να χαμογελά, να τον κοιτάζει στα μάτια, να τη χειροφιλεί. Μεγαλεία! Άρα, μέρα με τη μέρα θα γίνει και πιο αναγνωρίσιμη.
Βάφτηκε, παρφουμαρίστηκε κι έβαλε το πιο ωραίο τζιν που είχε με μια απλή μπλούζα. Ούτε φούστα ήθελε να φορέσει, ούτε φόρεμα. Ήθελε να νιώθει άνετα στα ρούχα της και το τζιν ήταν για αυτήν το αγαπημένο της ρούχο. Αν έλεγε στις φίλες της πως θα έβγαινε με το αγαπημένο της Replay στο πρώτο ραντεβού, θα την κατσάδιαζαν. Επιβάλλονταν, κατά την άποψη τους, να φορέσει φόρεμα. Αλλά η Άμυ ήθελε να είναι πάνω από όλα σεμνή. Το φόρεμα θα διέγραφε το κορμί της, θα άφηνε γυμνά τα πόδια της μπρος στα αδηφάγα ή διακριτικά μάτια του Αγιάννη, να τα κοιτάζει και αυτή θα ντρεπόταν. Ή πάλι τα «ποδαράκια» της θα τον έφερναν σε δύσκολη θέση, να θέλει να τα κοιτάξει και να μην μπορεί, να λοξοκοιτάζει κι η Άμυ δεν ήθελε να τον αποσπά από την προσοχή της οδήγησης! Προτιμούσε το ευθύ βλέμμα στον οδηγό και στον άντρα.
Ο Αγιάννης ήταν απλός στο γούστο του άλλωστε, έτσι τουλάχιστον συμπέρανε η Άμυ, από το λίγο που τον ήξερε. Σίγουρα ένας γεωπόνος θα εκτιμούσε το στυλ του τζιν και της απλής μπλούζας. Μα κυρίως η Άμυ ήθελε την άνεσή της, μην έχει την αγωνία του ρούχου και την εμφανή αμηχανία που της προκαλούσε η εσωτερική συστολή της. Αυτή η αμηχανία πάντα την συνόδευε, κι δεν αφορούσε μόνο τα αγόρια. Είχε αμηχανία όταν βρισκόταν σε πολύ κόσμο κι έπρεπε να μιλήσει, είχε αμηχανία όταν βρισκόταν σε πάρτυ όπου δεν ήξερε τους υπόλοιπους. Μόνο σε οικείο περιβάλλον ένιωθε χαλαρή, οπουδήποτε αλλού είχε μια εσωτερική ανησυχία. Για αυτό και παραξενεύτηκε που στο ταξί του Αγιάννη ένιωσε πως ήταν σε αυτοκίνητο ενός από χρόνια φίλου, παρά σε ένα απρόσωπο ταξί. «Παράξενα που είναι κάποια πράγματα σε τούτη τη ζωή», συλλογιζόταν και κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη να δει αν είναι όμορφη ή απλά συμπαθητική.
«Εμένα μου αρέσεις» άκουσε τον καθρέφτη να απαντά και χτύπησε το θυροτηλέφωνο.




9:01 μ.μ.


Το κορνάρισμα δεν άργησε να ακουστεί κι η Άμυ εκσφενδονίστηκε στο ισόγειο, ούτε καν περίμενε τον ανελκυστήρα. Όταν βγήκε στο πεζοδρόμιο, ο Αγιάννης την περίμενε και της άνοιξε την πόρτα. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε κι αυτή. Χαμήλωσε το βλέμμα και χώθηκε στο ζεστό κάθισμα.
Η διαδρομή μέχρι το Μικρολίμανο ήταν η πιο ευχάριστη που είχε κάνει η Άμυ στη ζωή της. Συζητούσαν, σχολίαζαν την επικαιρότητα του κορονοϊού, γελούσαν με τον παροξυσμό που είχαν πάθει οι περισσότεροι. Και συμφωνούσαν σε όλα, χωρίς όμως να το κάνουν εσκεμμένα. Η Άμυ πολλές φορές στο παρελθόν συμφωνούσε με τον εκκολαπτόμενο έρωτά της, γιατί ήθελε να είναι αρεστή. Κι αυτό της το ελάττωμα ήταν πολύ χειρότερο από την επιπολαιότητά της. Γιατί ο άλλος θεωρούσε πως της Άμυς τα χνώτα ταιριάζουν με τα δικά του, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία συμβατότητα με αυτά. Κι όταν στην πορεία η Άμυ δεν άντεχε κι έλεγε την άποψή της για το σύμπαν και για την πολιτική, την κοινωνία και τη θρησκεία, ο άλλος την κατηγορούσε πως το κάνει επίτηδες για να δημιουργεί καταστάσεις και καυγάδες. Κι Άμυ έμενε άναυδη έχοντας προσωπική ευθύνη για την κατάληξη αυτή.
Ο Αγιάννης της έβγαζε τον αληθινό εαυτό της από την αρχή. Αβίαστες συζητήσεις επί παντός επιστητού, μιλούσε χωρίς να θέλει να εξωραΐσει την εικόνα της, χωρίς να ανησυχεί αν το κραγιόν έχει φύγει από τα χείλη. Δεν άργησαν να φτάσουν στο Μικρολίμανο, παρά την κίνηση στο δρόμο. Μάλλον ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων ηχούσαν, ακόμη κι αυτά, μελωδικά στα αυτιά της.
«Μη βιαστείς να βγεις», της είπε ο Αγιάννης, μόλις πάρκαρε το αυτοκίνητο. Της άνοιξε την πόρτα κι είχε το αριστερό χέρι πίσω από το σώμα του, σαν να κρατούσε κάτι κρυφό. Με το που βγήκε η Άμυ, ο Αγιάννης τής πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο. Μπορεί να ήταν μια σκηνή σαν από μια συνηθισμένη αμερικάνικη κομεντί, αλλά η Άμυ το βρήκε ξεχωριστό. Ο Αγιάννης δεν το έκανε για να επιδείξει κάποιον ρομαντισμό και να της ρίξει στάχτη στα μάτια, ούτε να ρίξει την πλάτη του καθίσματος στον γυρισμό. Το έκανε γιατί ήταν γεωπόνος κι αγαπούσε τα λουλούδια, το έκανε γιατί όπως βγήκε από την πολυκατοικία του, το κατακόκκινο τριαντάφυλλο της αυλής τράβηξε το βλέμμα του, όπως τον τράβηξε κι η Άμυ, όπως περίμενε στο πεζοδρόμιο ψάχνοντας ταξί. Έτσι απλά της το πρόσφερε, χωρίς καμία επιτήδευση. Έτσι απλά. 




9:45 μ.μ.



Περπατούσαν αγκαλιασμένοι πλέον, δεν άντεχαν τα κορμιά τους μακριά το ένα από το άλλο. Την έσφιγγε δυνατά κι αυτή αναρριγούσε.
-Σήμερα είπαν στις ειδήσεις πως απαγορεύονται τα φιλιά, είπε και τη φίλησε στο μάγουλο.
-Καλώ την αστυνομία, τώρα!
Γέλασαν. Τα φωτάκια λαμπύριζαν, η θάλασσα αντανακλούσε το φως τους, ο ουρανός ήταν ξάστερος με άπειρα αστέρια να τρεμοπαίζουν τσέλο, μα να μην ακούγεται ο κλαψουριάρικος ήχος τους, μια σκηνή όπως ακριβώς την είχε ονειρευτεί. Κάποια στιγμή τσίμπησε το μάγουλό της, μήπως κι ήταν όνειρο, άλλωστε βράδυ ήταν, μην είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, σκέφτηκε.
Περπατούσαν και περπατούσαν, και τα χέρια τους ήταν πλεγμένα στα κορμιά τους και πού και πού σταματούσαν και κοιτιόντουσαν και φιλιόντουσαν. Κι Άμυ ήθελε να κλάψει κι ο Αγιάννης ήθελε να της χαμογελάσει, κι η Άμυ ήθελε να μην έρθει ο ήλιος και διώξει τούτη τη μαγεία κι ο Αγιάννης ήθελε να την κοιτάζει και τα αστέρια να ακούν τα ψιθυρίσματά τους.

Εν τω μεταξύ το κινητό της δονούνταν συνεχώς από εισερχόμενα μηνύματα και κλήσεις. Ούτε που την ένοιαζε. Ήξερε βέβαια ποιες την καλούσαν, τι θα ήθελαν να της πουν. Αδιαφορούσε πλήρως. Κι αν ήταν κάτι επείγον; Γιατί να δονείται συνεχώς το κινητό της; Ο Αγιάννης κατάλαβε την ανησυχία της.
-Έχεις κάτι, Αμυγδαλιά;
-Όχι, δηλαδή ναι, θέλω να πω, όχι, δεν έχω κάτι, το κινητό μου κάτι έπαθε και συνεχώς δονείται.
-Λες να έχει σπασμούς από υψηλό πυρετό;
-Λες;
Γέλασαν και πάλι.
-Θέλεις να φύγουμε; Μήπως έχεις υποχρεώσεις;
-Όχι, Αγιάννη, οι υποχρεώσεις μου ξεκινούν μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα.
Και συνέχισαν την βόλτα τους. Ο Αγιάννης της μιλούσε για τη ζωή του, για τα ταξίδια του, την απόφασή του να δουλέψει το ταξί του πατέρα του, αφού κουράστηκε να δουλεύει ως γεωπόνος σε μεγάλη εταιρεία. Ήθελε για ένα διάστημα να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Και την πρώτη μέρα που πήρε το ταξί στα χέρια, γνώρισε μια κοπέλα που ήταν ίδια η αμυγδαλιά!
-Δεν ήξερα πως έχω κλαδιά!
-Έχεις! Έχεις κορμό και πολλά κλαδιά. Ο κορμός είσαι εσύ, τα κλαδιά σου είναι οι σχέσεις σου με τον έξω κόσμο. Με τα κλαδιά σου αγγίζεις τους ανθρώπους, στα κλαδιά σου είναι η ομορφιά σου όταν ανθίζεις. Ο κορμός σου όμως σε στηρίζει, αυτός τρέφεται από τις ρίζες, αυτός κινεί τα πάντα. Αν ο κορμός σου ασθενήσει, θα ασθενήσουν και τα κλαδιά και το αντίστροφο. 
Άκουγε η Άμυ και πρώτη φορά στη ζωή της άκουσε κάτι το τόσο γεωπονικά φιλοσοφημένο. Ο κορμός και τα κλαδιά! Ποτέ της δεν είχε κάνει τέτοια προσέγγιση στο είναι της.
-Ξέρεις, Άμυ, οι άνθρωποι κόβουν τα κλαδιά, όταν τα βλέπουν όμορφα, θέλουν να τα βάλουν στο βάζο, να τα θαυμάζουν σπίτι τους, νομίζουν πως θα ριζοβολήσουν στο νερό. Άλλοι τα κόβουν γιατί τους ενοχλούν, για παράδειγμα τα δένδρα στα πεζοδρόμια που ενοχλούν τους πεζούς, άλλοι τα κλαδεύουν γιατί θέλουν να διαμορφώσουν την κόμη του δένδρου, να του δώσουν το σχήμα που θέλουν αυτοί. Είναι στο χέρι σου, δηλαδή στον κορμό σου, να αποφασίσει αν θέλει να έχει ακέραια όλα τα κλαδιά, να θέλει να έχει, σαν δένδρο, το σχήμα που επιθυμεί. Μην επιτρέπεις να σου κόβουν τα κλαδιά, ούτε να στα κλαδεύουν.
Η Άμυ έμεινε άφωνη με αυτή την τελευταία φράση, «μην επιτρέπεις». Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τόσα χρόνια επέτρεπε. Τώρα έπρεπε να επιβληθεί στους κλαδευτές της ζωής της. Και πρώτα από όλα στη μητέρα της. Βέβαια μετά τη σημερινή μέρα είχε διαισθανθεί πως η μητέρα της έλαβε το μήνυμα της αμυγδαλιάς της. Έπειτα έπρεπε να απομακρύνει τους υπόλοιπους θείους, θείες, ξαδέρφια, να τους αγγίζει με τα κλαδιά της κι έπειτα να τα μαζεύει γύρω από τον κορμό της. Στην ανάγκη να έβγαζε και λίγα αγκάθια, δεν ήταν τόσο μεγάλο κακό.
Στη συνέχεια οι γείτονες! Αυτοί ήταν που ενοχλούνταν περισσότερο, γιατί όταν διασταυρώνονταν στον δρόμο με τα κλαδιά της, αυτά ήταν ανοιχτά κι όμορφα και ζήλευαν την τόση ομορφιά. Τις φίλες της της αγαπούσε, όχι, αυτές δεν ήταν κλαδεύτριες, αυτές ήταν τα ποτιστήρια της, αυτές ήταν το λίπασμά της. Της έδιναν ζωή και χαρά. Οι ερωτικές της σχέσεις; Αυτό είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο κλαδέματος της προσωπικότητάς της. Κάθε ένας κοιτούσε να αρπάξει λάφυρο ένα κλαδί της, να το βάλει σε βάζο στο σπίτι του, να θαυμάζει την ομορφιά του. Κι όταν αυτό μαραίνονταν, έκοβε κι άλλο κι άλλο, με τέτοιο θράσος που την κουτσούρευαν στο τέλος. Ένας μάλιστα προσπάθησε να τσεκουρώσει τον κορμό της, έφτασε η τσεκουριά μέχρι το μαλακότερο ξύλο, μέχρι το εσωτερικό του κορμού της, κι έκανε χρόνο πολύ να επουλωθεί η πληγή, να σταματήσει να βγάζει μελίτωμα.
Αυτά σκεφτόταν η Άμυ. Μα αυτή δεν ήταν βόλτα στο Μικρολίμανο, ήταν η γεωπονική φιλοσοφική σε υπαίθρια διδασκαλία. Κι ο Αγιάννης την αγκάλιασε πιο ζεστά από πριν, να νιώσει πως με έναν γεωπόνο είναι σε καλά χέρια, πως ακόμη κι αν τις αμυγδαλιές του τις κλαδεύει, αυτή είναι ανθρώπινη αμυγδαλιά και την σέβεται απόλυτα.
-Στριμώχνεις τα κλαδιά μου, του είπε περιπαιχτικά.
-Τα στριμώχνω να δω πόσο όμορφα κι ελαστικά είναι, της απάντησε και μύρισε τα μαλλιά της.
Είχε μεθύσει από την αμυγδαλιά του και ήθελε ο χρόνος να σταματήσει. Έλα όμως που με αυτά και με τα άλλα, είχε χτυπήσει το ρολόι μεσάνυχτα.

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Η Νίκη




Η Νίκη


6:12 μ.μ.



Κι ο χρόνος περνούσε κι ήρθε το μήνυμα της Νίκης. «κανόνισες κάτι για τα γενέθλιά σου;». Κεραυνός εν αιθρία για την Άμυ η ερώτηση. Από τώρα; Μα σε δύο μέρες έχω γενέθλια, σκέφτηκε. Πάλι αυτό το κατώφλι τής έφερε ανησυχία. Δεν ήξερε αν ήθελε να κανονίσει κάτι, όμως έπρεπε, τα σαράντα χρόνια θα έκλεινε αυτή τη χρονιά. Και πάλι αυτό το ρημάδι το «έπρεπε». Να πάρει το τρένο και να εξαφανιστεί έπρεπε. Να πάρει το αεροπλάνο και να πετάξει έπρεπε. Να πάρει τηλέφωνο τον Αγιάννη και να του μιλήσει έπρεπε. Κι αυτό έκανε. Κι όταν το τηλέφωνο καλούσε, αντιλήφθηκε πως ήταν πολύ επιπόλαια πάλι, πως θα χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο πάλι, πως πρέπει να το κλείσει.
«Όχι δεν πρέπει» είπε φωναχτά κι ο Αγιάννης, που εν τω μεταξύ είχε σηκώσει το κινητό του, το άκουσε.
«Είναι απρέπεια να πρέπει να επιβληθεί το πρέπει με το έτσι πρέπει» της είπε και γέλασε.
Γέλασε κι η Άμυ. Πόσο όμορφα την χαλάρωνε αυτός ο άντρας! Πρώτη της φορά ένιωθε απελευθερωμένη από τους καθωσπρεπισμούς της, από τις επιβολές των άλλων στη ζωή της. «Ήθελες κάτι;» τη ρώτησε και αυτή δεν ήξερε τι να απαντήσει. Αμέσως όμως τη χαλάρωσε με ένα ακόμη γέλιο «μην αναστατώνεσαι, πλάκα σου κάνω, σε σκεφτόμουν κι εγώ κι έλεγα αν έχεις κάτι άλλο να κάνεις το βράδυ, αλλιώς θα σου πρότεινα να πάμε για περπάτημα στο Μικρολίμανο».
Η εικόνα είχε ήδη ζωγραφιστεί στο μάτια της Άμυ. Να περπατάνε δίπλα δίπλα, ίσως με τα χέρια ενωμένα, να κοιτάζουν τα φωτάκια στα γιοτ, να φωτίζονται από τις αντανακλάσεις τους στη θάλασσα και αυτός να της μιλάει θέματα της φύσης. Η Άμυ απάντησε αυθόρμητα ένα «Μέσα!». Κι έπειτα, αφού θυμήθηκε, συμπλήρωσε, «μόνο που πρέπει, αλήθεια πρέπει να γυρίσω μέχρι τα μεσάνυχτα στο σπίτι». Γέλασε και πάλι ο Αγιάννης.
«Μήπως είσαι η Σταχτοπούτα;»
«όχι, όχι, θα γυρίσει μια κολλητή μου από Βερολίνο και θέλει οπωσδήποτε να με δει».
Κανονίστηκε το ραντεβού κι η Άμυ έκλεισε το κινητό με μια πρωτόγνωρη χαρά. Με μια βουτιά βρέθηκε στον καναπέ της να ονειροπολεί τον Αγιάννη.
«Κανόνισες; Λέγε!» επέμενε με νέο μήνυμα η Νίκη κι η Άμυ επανήλθε στην πραγματικότητα.
«Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ καν» απάντησε η Άμυ κι ένιωσε τόσο ανίκανη μπροστά στη φίλη της, που από το πρωί έως το βράδυ σκέφτεται και πράττει πολλά περισσότερα από αυτήν, που στο κάτω κάτω της γραφής δεν έχει να συντηρήσει δυο παιδιά κι ένα σπίτι. «Καλά άστο, θα το σκεφτώ εγώ για σένα, μικρή μου, έχω τον μικρό μου άρρωστο, αλλά κάτι θα κάνω για σένα!» της έγραψε και την καληνύχτισε.

Παιδική φίλης της, λάτρης της ιστορίας, η Νίκη ήταν για την Άμυ αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ της η ίδια να είναι. Το πιο γλυκό κορίτσι. Σε σκλάβωνε το βλέμμα της με τα καταγάλανα μάτια, το χαμόγελό της, ο γλυκός τρόπος που αγαπούσε τους ανθρώπους. Όταν πήγαιναν στο σχολείο, η Νίκη την βοηθούσε στην ιστορία κι η Άμυ στα μαθηματικά. Κι όταν στη γεωγραφία τα αγόρια γελούσαν με τη Νίκη, γιατί το βαφτιστικό της όνομα ήταν Θεσσαλονίκη, η Άμυ την υπερασπιζόταν αποκαλώντας τους ανιστόρητους, που δεν ήξεραν πως το όνομα της ήταν αρχαίο και μάλιστα ήταν ετεροθαλής αδερφή του Μέγα Αλεξάνδρου.

Η Νίκη είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τα γενέθλια, είτε τα δικά της είτε των ανθρώπων που αγαπούσε. Θεωρούσε πως ήταν η μοναδική ημέρα του χρόνου όπου ο καθένας μας γιορτάζει εκείνη την ιερή στιγμή που βλέπει πρώτη φορά το φως του ήλιου, άσχετα αν ουσιαστικά έβλεπε το φως της αίθουσας τοκετών. Είναι η επέτειος της πρώτης εκείνης ημέρας που αγκάλιασε τη μανούλα του. Τη μανούλα του! Γιατί η Νίκη είχε χάσει από πολύ μικρή τη μανούλα της και δεν είχε καμία μνήμη της ζεστής αγκαλιάς της, της ανάσας της, του αγγίγματός της. Η Νίκη ήταν ορφανή από μάνα, και θεωρούσε πως της έλειπε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της. Το αναζητούσε μικρή στις κούκλες της, που τις μιλούσε σαν να ήταν αυτή η μανούλα, η μανούλα που ζούσε και αγκάλιαζε τα μωρά της. Το αναζητούσε στην αγκαλιά της γιαγιάς της, αλλά κι εκεί ήταν άτυχη, γιατί η μία και μοναδική γιαγιά που γνώρισε πέθανε, όταν ήταν πάλι ακόμη μικρή. Δύο χρόνια ουσιαστικά χάρηκε την αγκαλιά και τα παραμύθια της κι έπειτα έμεινε ορφανή κι από γιαγιά.
Ο πατέρας της δεν μπορούσε να αναπληρώσει τη μητρική στοργή, ήταν, όπως οι περισσότεροι πατεράδες, αυστηρός κι απόμακρος. Ένα χάδι αν δεχόταν, ήταν έπειτα από πολλά ικετευτικά παρακάλια των υπέροχων καταγάλανων ματιών της. Έτσι η Νίκη έμεινε σιωπηλή, με ματάκια υγρά, όταν έβλεπε τις μαμάδες να έρχονται στο προαύλιο του σχολείου ή όταν έτρεχαν στη βροχή, να πάνε τα μικρά τους στον γιατρό, κι αυτά να γκρινιάζουν και να κλαίνε πως φοβούνται τον γιατρό και τις ενέσεις του. «Ας είχα κι εγώ μαμά και δεν θα έκλαιγα», έλεγε και ξανάλεγε στην Άμυ, κι έπειτα έκλαιγε αληθινά για τη μανούλα που ποτέ δεν έζησε κοντά της. Κι η Άμυ την αγκάλιαζε και της έλεγε πως μπορεί να έχει τη μαμά της για μαμά, αλλά ήξερε πως όσο και να αγαπούσε την κυρία Μαρία, κι όσο κι αν η κυρία Μαρία την αγαπούσε -όχι μόνο γιατί ήταν ορφανή, αλλά κι επειδή ήταν πολύ φρόνιμο και γλυκό κοριτσάκι, με μάτια που τα γέννησε ο ουρανός- δεν θα ήταν ποτέ δική της μαμά, αλλά μαμά της Άμυς.
Η Νίκη μεγαλώνοντας συνήθισε να ζει χωρίς μητέρα, συνήθισε να ζει σχεδόν μόνη, αφού αδέρφια δεν πρόλαβαν οι γονείς της να της χαρίσουν. Έβαλε την εικόνα της μαμάς της βαθιά στην καρδιά της και την κοιτούσε κάθε βράδυ που άνοιγε την ψυχή της και της τα έλεγε όλα. Μα όλα! Ακόμη και τις σχέσεις με τα αγόρια. Στο γυμνάσιο είχε ερωτευτεί έναν συμμαθητή της, που είχε κι αυτός όμορφα μάτια, κι όλοι τούς αποκαλούσαν «το ζευγάρι με τα πιο όμορφα μάτια».
Όμως το χρώμα ματιών δεν ήταν αρκετό για να τους κρατήσει μαζί, και, πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο, η Νίκη γνώρισε ένα παλικάρι ψηλό και με όλα τα προσόντα που έχουν τα παλικάρια. Είχε δουλειά, ήταν ευγενικός, αγαπούσε τη Νίκη, αλλά ήταν ολιγομίλητος και δεν το εξέφραζε με όμορφες λέξεις, όπως ονειρευόταν η Νίκη. Κι ήταν και αρκετά ψυχρός και με ρηχά συναισθήματα, όχι όπως θα το ήθελε η Νίκη. Και τα χρόνια πέρασαν, και παντρεύτηκαν, κι έκαναν δύο αγόρια, κι έτσι ζούσαν με τον χρόνο να κυλά κι η Νίκη να μη νιώθει αυτή τη σπίθα που θα έπρεπε να κρατάει τη φωτιά στο τζάκι του σπιτιού τους αναμμένη.
Κι όταν χώρισε, μιλούσαν ολημερίς κι ολοβραδίς, γιατί η Νίκη δυσκολευόταν να αποδεχτεί πως ενώ ήταν τόσο γλυκιά με τον σύζυγό της, αυτός την πίκραινε κάθε λίγο και λιγάκι. Κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς για αυτό το γλυκό κορίτσι, η Νίκη ξεσπάθωσε, έβγαλε το σπαθί από τη θήκη και σαν άριστη ξιφομάχος έμπηξε το ξίφος στην καρδιά του γάμου και νίκησε τη μάχη της ζωής της. Κι έπειτα έπρεπε να παλέψει μόνη να αναθρέψει τα δυο γλυκύτατα αγόρια της, όχι πως πριν είχε ουσιαστική συμπαράσταση, θεωρητική θα έλεγε κανείς πως είχε, και να τρέχει από το πρωί έως το βράδυ για να τελειώσει τις υποχρεώσεις της κατάκοπη κι εξαντλημένη

Αυτά σκεφτόταν η Άμυ και παραδέχτηκε: «Θα χει πάλι φούριες, της χρέωσα και τα δικά μου, έχει και τον μικρό της αρρωστούλι». Κι έκλεισε τα μάτια και συνέχισε την όμορφη εικόνα που της πρότεινε πριν λίγο αυτός ο χαλαρωτικός Αγιάννης. 

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Όγδοο κεφάλαιο, 5:35μ.μ.







5:35 μ.μ.



«Έχω ανεβάσει 39,5, μήπως να πάω γιατρό;», μήνυμα από τη Μεταξία. «Εσένα τι σου είπε ο ντόκτορ;»
Τώρα μάλιστα. Έπρεπε να πει την αλήθεια. Δεν πήγε στον γιατρό, πήγε στον αμυγδαλεώνα. Με τον Αγιάννη Γιάννη, τον άνεργο ταξιτζή γεωπόνο. Τέτοιο σενάριο η Μεταξία θα το έβρισκε πολύ ακραίο. Θα το απέρριπτε. Ε και; Υπήρχε λόγος να είναι αποδεκτά τα σενάρια από τους άλλους; Εξάλλου άλλες ταινίες άρεσαν στην μία, άλλες στην άλλη. Η Μεταξία λάτρευε τις αμερικανικές παραγωγές, η Άμυ τις γαλλικές. Άρα πώς να της άρεσε το σενάριο της σημερινής ημέρας; Ήταν πολύ ρομαντικό, πολύ ευρωπαϊκό. Απάντησε έντεχνα, εξάλλου έντεχνα πρέπει να λειτουργούμε κάποιες φορές, είχε σκεφτεί κάποια στιγμή. «Πάρε παυσίπονο οπωσδήποτε», η απάντηση. «Πήρα, δεν κατεβαίνει, λέγε, τι σου είπε ο γιατρός».

Τι εμμονή κι αυτή με τους γιατρούς, δεν είναι και παντογνώστες πια αυτοί οι γιατροί, όλο ιατρικά λάθη κάνουν και ποτέ δεν παίρνουν την ευθύνη των διαγνώσεών τους. «Δεν έχεις κορονοϊό πάντως» είπε κατηγορηματικά η Άμυ σαν αληθινός γιατρός. «Και πού το ξέρεις; Τον ρώτησες;» ήρθε ο αντίλογος. «Απλή γρίπη έχεις. Περιμένεις τέσσερα εικοσιτετράωρα και βλέπεις». Πήρε το ύφος γιατρού. Εξάλλου όπως είπε κι ο Αγιάννης, από γιατρό δεν μαθαίνεις αλήθειες, παρά μόνο από άνεργους γεωπόνους. «Καλά, έχεις δίκιο, ξαπλώνω, μιλάμε, φιλιά». Η ασθενής πείστηκε με τη συνταγογράφηση της φίλης της. Εξάλλου κάτι παρόμοιο είχε ακούσει κι από τον παθολόγο της παλιά.
Η Άμυ σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι της. Πλύθηκε, χτενίστηκε, έβαλε όμορφα ρούχα. Κι ο καθρέφτης τής μίλησε. «Είσαι όμορφη, Άμυ!» κι είχε τη φωνή του Αγιάννη. Για μια στιγμή νόμιζε πως τρελάθηκε. Κοιτούσε τον εαυτό της κι έβλεπε την κοπέλα που ήταν στα είκοσι πέντε της. Τότε που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή Αθηνών. Με όλα τα όνειρα της τελειόφοιτης, πίστευε πως θα δικηγορεύσει και θα υπερασπίζεται το άδικο. Σύντομα όμως ανακάλυψε τον σκληρό κόσμο της δικηγορίας. Απογοητεύτηκε οικτρά. Δεν θέλησε να ξανακούσει για νομική και δικηγορίες. Προσπάθησε να ξαναβρεί τον εαυτό της. Βέβαια αυτό απογοήτευσε και το περιβάλλον της, που τόσα χρόνια περίμενε μια καταξιωμένη δικηγορίνα να εξυπηρετεί τις υποθέσεις τους. Η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν της μητέρας της. Όλα τα όνειρα κι όλες οι ελπίδες κατέρρευσαν στο άκουσμα της φράσης «δεν αντέχω άλλο» που τόλμησε να ξεστομίσει πριν πέντε σχεδόν χρόνια. Για πολλά χρόνια ένιωθε πως δεν είχε δικαίωμα να ξεστομίσει τέτοια κουβέντα κι όταν το τόλμησε ένιωσε πως ήταν η Ελληνίδα Ζαν ντ΄Αρκ.
Τα επόμενα χρόνια ήταν δύσκολα. Έψαχνε εργασία από δω κι από 'κει κι οι γονείς της δεν την υποστήριζαν οικονομικά, παρά με ένα μικρό χαρτζιλίκι. Έτσι, όταν πήγε στο ανθοπωλείο του κυρίου Κώστα, κι αυτός δέχθηκε να την προσλάβει, γιατί ήταν μορφωμένη κι είχε ευγενικούς τρόπους με τους πελάτες, ένιωσε κατενθουσιασμένη που θα δούλευε με άνθη και φυτά. Όταν δε ο κύριος Κώστας έμαθε πως το βαφτιστικό της όνομα ήταν Αμυγδαλιά κι όχι Άμυ, χάρηκε ακόμη περισσότερο. «Λουλουδένια αμυγδαλιά είσαι, θα 'πρεπε να είσαι περήφανη για το όνομά σου» της είχε πει με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. «Θες να μάθεις το δικό μου βαφτιστικό όνομα; Λοιπόν, ο νονός μου με βάφτισε Τριαντάφυλλο, κι όταν ήμουν μικρός δεν μου άρεσε καθόλου. Τώρα βέβαια θα μου πήγαινε, αφού είμαι ανθοπώλης, αλλά να σου πω την αλήθεια δεν το ξαναλλάζω σε Τριαντάφυλλο γιατί θα μπαίνουν κυρίες και θα λένε ‘θέλω ένα τριαντάφυλλο’ και θα παίρνουν τα μυαλά μου αέρα! Το Κώστας προέκυψε αυθόρμητα, από τη γιαγιά που είχε άχτι τον νονό, γιατί δεν μου έδωσε το όνομα του παππού, αλλά τόλμησε να κάνει το γινάτι του στην εκκλησία». Αμοιβαία συμπάθεια με το αφεντικό της η Άμυ λοιπόν και είχε εξοικειωθεί τόσο πολύ με τα φυτά, που ένιωθε σαν μια μικρή γεωπόνος. Η ομορφιά των λουλουδιών κι η ρομαντική τους φύση την είχαν συνεπάρει και κατέληξε στο συμπέρασμα πως κακώς δεν προτίμησε να σπουδάσει τη φύση κι έχασε τόσα χρόνια με τα εμπορικά, διεθνή κι αστικά δίκαια.
Όμως κι ο γεωπόνος Αγιάννης άνεργος ήταν, άραγε μετάνιωσε για τις σπουδές του ή μήπως του άρεσε να οδηγάει κι έτσι προτίμησε να γίνει οδηγός ταξί; Εξάλλου είχε τον αμυγδαλεώνα του, ίσως είχε κι ελαιώνα, ποιος ξέρει!


Η Μαρία με το μουσικό αυτί συναντά τον μουσικοποντικούλη



H Μαρία όταν γεννήθηκε ήταν ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι, με ένα πρόσωπο όλο τσαχπινιά. Η μοναδική ατέλεια που θα μπορούσε να πει κανείς πως είχε ήταν το ένα της αυτάκι. Το δεξί αυτί της Μαρίας, ήταν πιο μεγάλο από το αριστερό, είχε διαφορετικό σχήμα, λες κι ήταν σχεδιασμένο να συλλαμβάνει όλους τους ήχους, τους μακρινούς, τους σιγανούς, ήχους της φύσης, των ζώων, των εντόμων και των φυτών. Η Μαρία από μικρή έδειξε την ικανότητα που είχε να ακούει όλους αυτούς τους ήχους, καθώς από τότε που έμαθε να μιλάει, έλεγε στους γονείς της:
-Μαμά άκουσες τη Βοκαμβίλια; Έρχεται ο χειμώνας και θα κρυώσει. 
Άλλες φορές πάλι έλεγε:
-Έρχεται μπόρα, μαμά, και καταιγίδα, άκουσα τις βροντές, κλείσε τα παράθυρα.
Ή πάλι έλεγε:
-Τα μυρμήγκια έκαναν παράπονα, δεν υπάρχουν λένε πολλά ψίχουλα στο πάτωμα, γιατί καθαρίζεις συνεχώς με την ηλεκτρική σκούπα.
Οι γονείς της Μαρίας και κυρίως η μητέρα της, στην αρχή είδαν αυτή την παραξενιά της φύσης ως μειονέκτημα, καθώς το παιδί τους είχε πολλά "ακούσματα" όπως έλεγαν κι έπειτα πολλά παιδιά κορόιδευαν τη μικρή Μαρία για το "γιγάντιο αυτί" της, όπως το αποκαλούσαν. Όμως με τον καιρό άρχισαν να το συνηθίζουν κι η μητέρα της καμάρωνε πλέον, γιατί έβλεπε πως η Μαρία όχι μόνο δεν στεναχωριόταν από τα αρνητικά σχόλια των παιδιών, αλλά σύντομα απέκτησε πολλούς φίλους που θέλανε να της μοιάσουν και έβαζαν χωνιά στα αυτιά τους, στην προσπάθειά τους να ακούνε και αυτά όπως η Μαρία.
Μεγαλώνοντας το κοριτσάκι άρχισε να ενδιαφέρεται για τη μουσική. Αντιλαμβανόταν τη μουσική με τον δικό της τρόπο και ήταν τόσο γαλήνια, όταν άκουγε τις μουσικές νότες. Ήταν σαν να κυλούσαν μέσα της και να την ταξίδευαν σε έναν κόσμο διαφορετικό, στον κόσμο της μουσικής.
Μια μέρα, που είχε μείνει μόνη στο σπίτι, καθώς οι γονείς της έπρεπε να τρέξουν για τις δουλειές τους, μόλις διάβασε τα μαθήματα για το σχολείο, άκουσε έναν υπέροχο ήχο. Σαν να ήταν ένα πνευστό όργανο της φάνηκε. Πλησίασε στον τοίχο που χώριζε το διαμέρισμα από το διπλανό και έστησε το δεξί αυτί για να ακούσει καλύτερα. Προσπαθώντας να καταλάβει από πού ερχόταν ο ήχος, μετατόπιζε το αυτί στον τοίχο, μια ψηλά, μια χαμηλά, μια δεξιά και μια αριστερά. Γρήγορα κατάλαβε πως ο ήχος ερχόταν από κάπου χαμηλά. Χαμήλωσε κι άλλο το κεφαλάκι της, ξάπλωσε στο πάτωμα και έστησε το αυτί προσεκτικά στο σοβατεπί του τοίχου. Από εκείνο το σημείο άκουγε ξεκάθαρα τη μελωδία. Τώρα κατάλαβε ποιο όργανο ακουγόταν. Ήταν το αγαπημένο της, το σαξόφωνο.
-Μα ποιος παίζει σαξόφωνο τόσο ωραία στο διπλανό διαμέρισμα, αναρωτήθηκε. Ο γείτονας παίζει μόνο πιάνο κι η φίλη του βιολί. Μάλλον θα κάλεσε κάποιον σαξοφωνίστα, σκέφτηκε και συνέχισε να κάθεται στα πλακάκια απολαμβάνοντας τη μουσική. Ήταν όμως τόσο κουρασμένη από τα μαθήματα και το σχολείο που σύντομα την πήρε ο ύπνος. Αποκοιμήθηκε γλυκά και κάποια στιγμή αισθάνθηκε κάτι να τη γαργαλάει στη μυτούλα της. Ωστόσο ο ύπνος ήταν τόσο γλυκός που δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Η μελωδία συνέχιζε να ηχεί στο μουσικό της αυτί και τη βύθιζε ολοένα και περισσότερο στον ύπνο.
Το γαργαλητό συνεχιζόταν μέχρι που έγινε αρκετά έντονο και η μικρή άνοιξε αλαφιασμένη τα μάτια της. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ένας ποντικούλης, με τεράστια μουστάκια, ροζ χεράκια και ροζ πατούσες, έπαιζε μπρος τα μάτια της σαξόφωνο. Ανοιγόκλεισε τα ματάκια της καθώς της φαινόταν απίστευτα όλα αυτά. Ο ποντικούλης, όλο σκέρτσο και τσαχπινιά, έπαιζε το σαξόφωνό του, κάνοντας τις κινήσεις ενός έμπειρου σαξοφωνίστα. Η Μαρία έτριψε τα μάτια της να δει καλύτερα και όταν τα ξανάνοιξε ο ποντικούλης είχε εξαφανιστεί και η μουσική του
δεν αντηχούσε στο μουσικό αυτί της. 
-Γιατί κάθεσαι παιδί μου στα πλακάκια και κοιμάσαι; άκουσε τη μαμά της να τη μιλάει.
Η μικρή Μαρία γύρισε και είδε τη μητέρα της να σκύβει καταπάνω της και να προσπαθεί να τη σηκώσει. Κοίταξε τον τοίχο και είδε μια μικρή τρυπούλα στο σοβατεπί, όπως αυτές στα καρτούν από όπου ξεπροβάλλουν τα ποντικάκια από τον τοίχο. Έπειτα ξανακοίταξε τη μαμά της.
-Δεν θα της πω για τον ποντικούλη, είπε από μέσα της. Θα βάλει παγίδα για να τον διώξει από το σπίτι μας.
-Κοιμόσουν τόσο γλυκά σαν να άκουγες μουσική στον ύπνο σου!
Συμπλήρωσε η μητέρα της.
-Τίποτα μαμά, άκουγα τους διπλανούς που είχαν έναν επισκέπτη σαξοφωνίστα, απάντησε η Μαρία και πήγε γρήγορα γρήγορα στο κρεβάτι της.
Την άλλη μέρα που ξύπνησε, αναρωτιόταν αν ήταν αληθινό το περιστατικό με τον ποντικούλη και το σαξόφωνο. Ποτέ ξανά δεν άκουσε τη μουσική εκείνη, ούτε είδε τον ποντικούλη, τον οποίο από τότε τον ονόμασε μέσα της μουσικοποντικούλη. Η τρύπα στο σοβατεπί υπήρχε πάντα στον τοίχο. Για πολύ καιρό έστηνε το αυτί της μήπως και τον ακούσει. Αλλά μόνο το πιάνο και το βιολί των γειτόνων άκουγε. Ότι και αν είχε συμβεί εκείνο το βράδυ στο σπίτι τους, τη Μαρία δεν την ένοιαζε. Στο μουσικό αυτί της αντηχούσε η υπέροχη μελωδία του σαξόφωνου του μικρού ποντικούλη. 

Ακόμη και όταν μεγάλωσε και έκανε τη δική της μουσική εκπομπή στο ραδιόφωνο, είχε βάλει για σήμα έναρξης ένα μουσικό κομμάτι με σόλο σαξόφωνο. Κανένας δεν ήξερε γιατί είχε προτιμήσει αυτό το κομμάτι. Μόνο η Μαρία ήξερε και σε κανέναν δεν το ομολογούσε. Ούτε στον πιο φανατικό ακροατή της, έναν μικρό ποντικό που κατοικούσε σε μια μικρή τρύπα στο στούντιο και κάθε φορά που άκουγε το σήμα της εκπομπής να πέφτει, έστηνε το αυτί του κάτω από την κονσόλα….

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Έβδομο κεφάλαιο, η Κέιτ


Η Κέιτ


3:30 μ.μ.

Όταν η πόρτα έκλεισε, η Άμυ έμεινε μόνη στην ησυχία της. Ξάπλωσε φαρδιά πλατιά στο κρεβάτι της και κοίταξε έξω από την μπαλκονόπορτα αυτή τη φορά. Ο ήλιος πλημμύριζε το μεσημβρινό της δωμάτιο κι άρχισε να παίζει με τις σκιές των χεριών της, όπως τότε που ήταν μικρή. Το αγαπημένο της παιχνίδι όταν ξάπλωνε και δεν είχε με ποιον να μιλήσει. Έφτιαχνε φιγούρες στον τοίχο, σκυλάκια, παπάκια, γατούλες και πουλιά, κυρίως πουλιά, και μιλούσε με τους σκιώδεις φίλους της. Τώρα σχημάτισε δυο σκυλάκια που φιλιόντουσαν. Στην αρχή γαύγιζαν το ένα το άλλο κι έπειτα πλησίασαν τις μουσούδες τους και φιλήθηκαν. Φιλιόντουσαν πολλή ώρα, μέχρι που τα χέρια της κουράστηκαν. Τα άφησε να πέσουν κάτω χωρίς βάρος. Τα καστανά μάτια του Αγιάννη  ξανά μπροστά της. Το άγγιγμα των δαχτύλων του γαργάλισαν την παλάμη της.
«Δεν κάνει να τον σκέφτομαι συνέχεια», συλλογίστηκε, «δεν πρέπει να παρασυρθώ και πάλι. Πρέπει να γίνω λιγάκι λογική». Και τότε είδε ξανά αυτό το κατώφλι των σαράντα της χρόνων που πλησίαζε απειλητικό. Είδε και τα βλέμματα της μαμάς της, του μπαμπά της, των φιλενάδων της, της θείας Ελένης και του θείου Δημήτρη, της γειτονιάς, μια λίστα ατελείωτη. Τι βάρος κι αυτό! Να περιμένουν από εσένα, να ελπίζουν από εσένα, να κατασκοπεύουν εσένα, να κρέμονται από εσένα! «Εγώ φταίω, που τους το επέτρεψα. Εγώ φταίω που τους επέτρεψα να επεμβαίνουν στη ζωή μου».
Η Κέιτ, για παράδειγμα, ήταν ένα ανεξάρτητο κορίτσι, ζούσε αυτό που η ίδια είχε επιλέξει. Ήταν κιθαρίστρια σε ροκ συγκρότημα και τώρα απολάμβανε, μετά την επιτυχία στην Ελλάδα, περιοδείες στο εξωτερικό. Βερολίνο πρέπει να βρίσκεται τώρα και να τριγυρνάει στους δρόμους και τις λεωφόρους, να κάνει πρόβες ατελείωτες, να πίνει τις μπύρες της στις underground pub, να φοράει τα στενά δερμάτινα και να βάφει έντονα τα μάτια της. Πόσο θα ήθελε κι ίδια κάτι τέτοιο. Όμως αυτή δεν ήταν Κέιτ, να την αφήσει η μητέρα της να αλλάξει το βαφτιστικό της Κατερίνα σε Κέιτ, να κάνει παρέα με underground τύπους, να γίνει καλλιτέχνιδα, γιατί από μικρή έδειχνε την κλίση της στην κλασική κιθάρα. Ένα πρωί η Κατερίνα έγινε Κέιτ, η κλασική κιθάρα καταχωνιάστηκε στην ντουλάπα –αν κι η Κέιτ ήθελε να την πουλήσει- μια ηλεκτρική κιθάρα συνδέθηκε στην πρίζα κι η Κέιτ πρωί, μεσημέρι, βράδυ γρατζουνούσε την κιθάρα της. Κι έπειτα το ένα έφερε το άλλο, κι η Κέιτ επιβλήθηκε, όχι μόνο στους γονείς της, αλλά και στο καλλιτεχνικό στερέωμα της Αθήνας, περιόδευσε ανά την Ελλάδα, κυρίως με εμφανίσεις της στη Θεσσαλονίκη, έδινε συνεντεύξεις σε περιοδικά του χώρου και στο τέλος ερωτεύτηκε τον Τζον, τον τραγουδιστή του συγκροτήματος, στο οποίο συμμετείχε κι έφυγαν μαζί στην Ευρώπη –για περιοδείες κυρίως, όχι για μόνιμη εγκατάσταση- να ζουν τον έρωτά τους, να ηχογραφούν σε στούντιο του Βερολίνου και να μην δίνουν αναφορά σε κανέναν. Καθαρά πράματα.
Της έγραψε μήνυμα. Ένα απλό «τι κάνεις». Δεν θα της έλεγε τίποτα δικό της, μόνο ήθελε να μάθει τα νέα της Κέιτ, να ενθαρρυνθεί. Από κοντά θα της τα έλεγε όλα, αυτά δεν αναλύονται στο messenger, αλλά πώς και πότε από κοντά, αφού η Κέιτ δεν ζούσε πλέον στην Ελλάδα. Η Κέιτ, που άλλοτε αργούσε να απαντήσει, αυτή τη φορά λες και κοιτούσε το κινητό, της απάντησε «Χάλια». Πρώτη φορά η Κέιτ να γράψει «χάλια». Μωρέ μήπως εννοεί «χαλιά», μήπως αγόρασε καμιά μπουχάρα; Αλλά τι να την κάνει την μπουχάρα στο Βερολίνο, να στρώσει το πάτωμα του ξενοδοχείου; Μπα, «χάλια» εννοεί σίγουρα. Γιατί όμως χάλια; Να καυγάδισαν με τον Τζον; Να ακυρώθηκε κάποιο λάιβ; Να στέρεψε από λεφτά; Ή να πάχυνε και να μην της χωράει το δερμάτινο παντελόνι, το αγαπημένο της;
Μονολεκτική η μία, μονολεκτική η άλλη, είπε να στείλει ένα μήνυμα με δύο λέξεις, μπας και ξεδιπλωθεί το χαλί.
«Τι εννοείς;»
«Δε βαριέσαι»
Τώρα τρεις τέσσερις λέξεις για περισσότερο ξεδίπλωμα.
«Μην σε παίρνει από κάτω»
«Χώρισα, Άμυ!»
«Και δεν χαίρεσαι;»
«Μα προχθές με ζήτησε σε γάμο και τώρα παριστάνει τον κινέζο»
«Έχει κορονοϊό μήπως;»
«Πάψε, βλαμμένη»
«Αλήθεια λέω, μήπως είναι άρρωστος, καλέ»
«Και τι θέλει να χωρίσουμε για να μην με κολλήσει;»
«Ποτέ δεν ξέρεις, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!»
«Μήπως τα έφτιαξε με κινέζα σκέφτομαι, γιατί μια θαυμάστρια από Πεκίνο τον κλωθογυρνούσε τελευταία»
«Ε, τότε συμβαίνουν και τα δύο, ερωτεύτηκε την Κινέζα, κόλλησε κορονοϊό και θέλει να σε προστατέψει»
«Επιστρέφω τα μεσάνυχτα, αν μπορείς πίνουμε μια μπύρα και το αναλύουμε»
«Οκ, πιστεύω θα μπορώ»
«Όχι πιστεύεις, μπορείς»
«Μπορώ»
«Φιλιά»
«Φιλιά»
Αυτό σήκωνε ταβάνι τώρα. Όλες της τις σκέψεις έχει διαβάσει το δόλιο, μια ακόμη δεν θα το βαρύνει παραπάνω. Εξάλλου στέκεται στο ύψος του πάντα. Κι όπως το κοιτούσε, είδε τον Αγιάννη  να της χαμογελά. Του χαμογέλασε κι αυτή. Έκλεισε τα μάτια της κι αφέθηκε σε έναν χαλαρωτικό ύπνο. Άφησε τις σκέψεις για άλλη ώρα. Είχε ανάγκη από έναν καλό ύπνο. Είδε κι όνειρο. Πως κοιμόταν κάτω από μια αμυγδαλιά κι αυτή σκορπούσε τα πέταλά της πάνω της, σιγοτραγουδώντας της νανουρίσματα. Όταν ξύπνησε, ένιωσε πως από το ταβάνι έπεφταν πέταλα αμυγδαλιάς! Τόσο μέσα στο όνειρο είχε βυθιστεί.  

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Έκτο κεφάλαιο, η μαμά Μαρία

Η μαμά Μαρία

2:30 μ.μ.



Οι σκέψεις περί ταβανιού διακόπηκαν απότομα από τον ήχο του κλειδιού στην πόρτα. Πολύ κακή συνήθεια, αυτή των μαμάδων, να μπαίνουν με το κλειδί, αντί να περιμένουν πότε θα τις ανοίξεις, λες και θέλουν να κατασκοπεύσουν, να σε πιάσουν στα πράσα, να αποκαλύψουν αυτό το μυστικό που δεν της εκμυστηρεύτηκες κι αυτές σαν αληθινοί κατάσκοποι σπεύδουν να ψάξουν, να τρυπώσουν στο σπίτι του, να ξετρυπώσουν το μυστικό. Όσες φορές κι αν είχε κάνει παρατήρηση στη μητέρα της, Μαρία -Μαριγούλα το βαφτιστικό της, το οποίο αποκάλυπτε μόνο η ταυτότητά της- ποτέ δεν έλεγε να το κατανοήσει αυτή. Μια δάκρυζε, μια την επέπληττε, μια απλά έκανε την αδιάφορη, μια άλλαζε θέμα. «Έντεχνες οι μανάδες όλες, άραγε εγώ θα γίνω έντεχνη μαμά ή ας γίνω κι άτεχνη ή ας γίνω σκέτο μαμά!», αναρωτιόταν συχνά πυκνά η Άμυ.
Άνοιξε η πόρτα, με την ευγενική κίνηση της μητέρας της να γυρίζει αργά αργά το κλειδί στην κλειδαριά, σαν να ήθελε να πει με την κίνηση αυτή: «ορίστε σου δίνω χρόνο να συμμαζευτείς, να κρύψεις τον φίλο σου στην τουαλέτα, να βάλεις τα πιάτα στο πλυντήριο, να μαζέψεις τις κάλτσες από το πάτωμα». Σοφές οι μανάδες του κόσμου, όμως οι ελληνίδες αποπνιχτικές. Το μόνο καλό που μπορεί κάποιος να τις αποδώσει είναι πως ακούνε από μακριά την κοιλίτσα σου, όταν γουργουρίζει, αισθάνονται τον πυρετό, όταν σε ρίχνει στο κρεβάτι, την ανησυχία σου όταν δεν νιώθεις καλά. Κατά τα άλλα πνιχτικές και κουραστικές, με το κλειδί στο χέρι, όπως όταν αγοράζεις ένα αυτοκίνητο του κουτιού.
Την καλησπέρισε και ίσα που πρόλαβε να ξεστομίσει:
-Ψάχνεις αράχνες στο ταβάνι;
Όχου, αυτή η μανά μου, τίποτα δεν καταλαβαίνει πέρα από τις αράχνες και τα χνούδια!
-Αχ, μάνα, με τη μονάκριβή σου κόρη, ποιο το κακό ακόμη κι αν έψαχνα αράχνη στο ταβάνι;
-Κανένα, κόρη μου, απλά, όταν ψάχνεις αράχνη στο κρεβάτι, σημαίνει πως δεν ψάχνεις άντρα στη ζωή.
Κι όμως μητέρα διαψεύστηκες σήμερα! Σκέφτηκε και κρυφογέλασε η Άμυ.
-Προς τι το σαρδόνιο γελάκι σου, μικρή μου; Έχεις κάτι να μου πεις;
-Ναι, μάνα, έχω, αλλά δεν θα σου πω, ξεσπάθωσε η Άμυ. Θα σου πω όταν θα έχω κάτι σοβαρό να ανακοινώσω, είπε κοφτά.
Η μητέρα της δαγκώθηκε. Λες και ξέχασε την τέχνη της εκμαίευσης. Έπρεπε να αλλάξει ρεπερτόριο. Έπρεπε να την πλησιάσει πλαγίως κι όχι κατά μέτωπο. Κι αυτό το λευκό πέταλο της αμυγδαλιάς στα μαλλάκια της κορούλας της της άνοιξε την πλάγια οδό.
-Αμυγδαλίτσα μου, όμορφο τσιμπιδάκι φοράς!
Η Άμυ ταράχτηκε. Το πέταλό της! Τώρα έπρεπε να εξηγήσει πώς προέκυψε στην κόμη των μαλλιών της ή θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει, παριστάνοντας την ανήξερη; Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα που έδωσαν έδαφος στη μητέρα της να βγάλει τα συμπεράσματά της.
Έτρεξε στον καθρέφτη του χολ η Άμυ. Κοίταξε τάχα έκπληκτη το πέταλο. Και τότε είδε τον Αγιάννη στον καθρέφτη.
-Φύγε, κρύψου, είπε σιγανά.
Κι έπειτα:
-Κοίτα να δεις! Ένα πέταλο στα μαλλιά μου! Μάνα, από πού ξεφύτρωσε τούτο;
-Εσύ ξέρεις, κόρη μου, μα δεν το λες, είπε κάπως αδιάφορα η κυρία Μαρία, μπας και στριμώξει την κόρη.
-Όσα ξέρεις, τόσα ξέρω! Είπε η Άμυ κι αυτή αδιάφορα και πατσίσανε την ψεύτικη αδιαφορία τους.
«Γιατί μου το κάνεις αυτό, μάνα;», συλλογίστηκε η Άμυ. «Αφού είσαι πιο ευτυχισμένη όταν δεν ξέρεις πολλά, τι το θες να προσπαθείς να με κάνεις να στα λέω όλα; Κι έπειτα ξέρεις πως δεν θέλω να σε στεναχωρώ».
-Αλήθεια τι έφερες να φάω; άλλαξε θέμα. Μου μυρίζει κοτόσουπα;
-Ξέρω πως δεν σου αρέσει και σου έφτιαξα ψαρόσουπα, Αμυγδαλίτσα μου!
Χαλάρωσε η Άμυ. Της άρεσε η ψαρόσουπα από μικρή. Σε αντίθεση με τα άλλα παιδάκια που προτιμούσαν κοτόσουπα, αυτή θεωρούσε πως η ψαρόσουπα είναι ιδανικό περιβάλλον για να κολυμπούν τα ψαράκια, κι έτσι ένιωθε πως ήταν μια μικρή ψαράς, που με την απόχη-κουτάλι ψάρευε ψαράκια, και μαζί με αυτά, έτρωγε καροτάκι και κολοκυθάκι. Κι έπειτα έπινε το ζουμί της σούπας, που της θύμιζε το θαλασσινό νερό, της θύμιζε τα καλοκαίρια και τις βουτιές, της θύμιζε έρωτες καλοκαιρινούς και φεγγαρόφωτα. Κι όλες αυτές οι θύμισες θολές, καθώς η μνήμη της ασθενική, η αύρα η καλοκαιρινή περισσότερο γυρόφερνε στη μνήμη, παρά λεπτομέρειες από τα αληθινά περιστατικά.
Έτρωγε αμίλητη, καθώς φοβόταν μην της ξεφύγει μια λέξη, μια φράση που θα πρόδιδαν τη σημερινή επεισοδιακή ημέρα. Κι η μητέρα της διερευνούσε τον χώρο να βρει ένα ενοχοποιητικό στοιχείο και τότε θυμήθηκε πως την είχε πάρει τηλέφωνο και της είχε παραγγείλει γάλα.
-Πήρες κορίτσι μου το γάλα;
-Ξέχασα, μαμά, τι να πρωτοθυμηθώ κι εγώ η έρμη;
-Καλά, δεν πειράζει θα πάρω στον γυρισμό, έλεγα να φτιάξω ρυζόγαλο.
«Αχ, μητέρα με τα ρυζόγαλα και τις παραγγελίες σου!»
-Συγνώμη, μανούλα, θα σου έπαιρνα, απλά ήμουν βιαστική.
-Βιαστική, γιατί κορίτσι μου; Σε κυνηγούσε κανείς;
Ορίστε που της ξέφυγε η λέξη «βιαστική» και τώρα πρέπει να την καλύψει.
-Ναι με κυνηγούσε ο κορωνοϊός! Έτρεχε τοσοδούλης μικρούλης ξωπίσω μου και φώναζε «στάσου Αμυγδαλιά»
Γελάσανε με την καρδιά τους. Πρώτη φορά γελάσανε τόσο πολύ. Η Άμυ ένιωσε πως το ψέμα της ήταν μικρό, αφού ένιωθε πως όντως ο κορονοϊός την κυνηγούσε απλά του ξέφυγε, χάρη στον Αγιάννη! Αναστέναξε.
-Τέλος καλό, όλα καλά, κόρη μου! Και το πέταλο; Από το τρέξιμο το πολύ είναι;
«Άντε πάλι αυτό το πέταλο, μάνα! Χαρά στην επιμονή σου».
-Το πέταλο, πού να ξέρω, το πέταλο θα πετούσε κι αυτό, κάποια αμυγδαλιά θα ανατίναξε τα κλαδιά της. Φεβρουάριο δεν έχουμε;
Φεβρουάριο είχαν κι οι αμυγδαλιές είχαν ανθίσει. Η μαμά της το ήξερε καλά, αφού το είχε τάμα, τότε που είχε ανθίσει η αμυγδαλιά του κήπου στο πατρικό της, τότε ήταν που γέννησε την μονάκριβη κορούλα της. Είχε χάσει τρία παιδιά πιο πριν -το ένα στον τρίτο μήνα, το δεύτερο στον πέμπτο με υποχρεωτική έκτρωση, το τρίτο  στην γέννα- και δεν το βαστούσε η καρδιά της να χάσει και το τέταρτο. Κι όταν επέστρεψε με το νεογέννητο μωρό της, την απίθωσε κάτω από την αμυγδαλιά, όπως κοιμόταν μέσα στο πορτ μπεμπέ και το βρέφος σκεπάστηκε με τα κατάλευκα πέταλα και νόμιζες πως είχαν γίνει ένα φυσικό σκέπασμα. Χάζευε την κορούλα της η κυρία Μαρία και δάκρυζε από χαρά.
«Αμυγδαλιά θα την βαφτίσουμε», είπε μέσα της, και δεν θα δεχόταν καμία παρέμβαση μητέρας και πεθεράς. Δικό της ήταν το μωρό, αυτή το πονούσε πιο πολύ από κάθε άλλον. Και κάθε μεσημέρι που ο ήλιος ήταν ζεστός, η κυρία Μαρία έβγαινε στην αυλή, με το μωρό της αγκαλιά, να πάρει αέρα, να το δει ο ήλιος, να μυρίσει τα άνθη της αμυγδαλιάς, να νιώσει το σκόρπισμα των πετάλων στον αέρα, να βάλει ένα πέταλο στον κόρφο του μωρού της. Κι αυτό το άτιμο να χαμογελά, όπως αμυδρά χαμογελούν τα νεογέννητα, να δέχεται τις ζεστές αχτίδες του ήλιου, που κάνανε τα ματάκια του να κλείνουν και να νιώθει με τα μάτια κλειστά τη θέρμη της μανούλας του, που το έσφιγγε στο στήθος της, να πίνει το γαλατάκι του κάτω από μια αμυγδαλιά και τα πέταλα να σκορπάνε παντού και να αγγίζουν τα μαλλιά τους.
Εικόνες και αρώματα που η κυρία Μαρία τις μοιράστηκε με το μωρουδάκι της, μα το μωρουδάκι δεν τις θυμάται. Και ποτέ της δεν της τα εκμυστηρεύτηκε, λες κι έπρεπε κάτι το τόσο όμορφο να το κρατάει επτασφράγιστο μέσα της. Αυθόρμητα πλησίασε την κορούλα της, όπως ρουφούσε την σούπα. Άγγιξε το πέταλο από τα μαλλιά της και το έφερε στην χούφτα της. Της τα διηγήθηκε όλα. Και δάκρυσαν κι οι δυο τους και πότιζαν με τα δάκρυα το πέταλο, κι αυτό σαν να ζωντάνεψε, απέκτησε σπαργή, όπως θα έλεγε ο Αγιάννης, ο γεωπόνος.
Ένα γλυκό φιλί τής έδωσε η Αμυ κι η μητέρα της ένιωσε τόση χαρά και τόση ευτυχία, όπως τότε κάτω από την αμυγδαλιά. Ένιωσε πως στέρησε την αληθινή αγάπη στην κόρη της. Παρασύρθηκε από τα πρέπει και τα δεν πρέπει της ανατροφής και δεν της έδωσε την ουσιαστική μητρική αγάπη. Είχε κάνει καλή αρχή, όταν μοναχή της έβγαζε το μωρό στην αυλή, παρέα με την αμυγδαλιά. Μετά μπήκαν οι γλώσσες μαμάς και πεθεράς, οι γειτόνισσες, οι φίλες και το στράβωσαν. Την πήρε κι αυτήν ο στρόβιλος και μεγάλωνε την όμορφη Άμυ με όλους τους σοβαροφανείς περιορισμούς και τις παρεμβάσεις στην προσωπικότητά της. Ένιωσε ενοχές η κυρία Μαρία. Και δεν άντεξε. Αναλύθηκε σε κλάμα γοερό. Η Άμυ δεν καταλάβαινε γιατί το τόσο κλάμα.
-Έλα μανούλα, τι κλαις; Εσύ νομίζεις πως μου έκανες κακό, αλλά μην νομίζεις απέκτησα τις άμυνές μου, όλα αυτά τα χρόνια. Αλλιώς δεν θα σε άντεχα, είπε και της έσκασε ένα χαμόγελο.
Χαμογέλασε η μητέρα της.
-Ευτυχώς παιδί μου! Έξυπνο παιδί ήσουν από μικρή. Ήξερα πως κάτι θα σκάρωνες.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Μετά από την ειλικρινή συζήτηση που είχαν, η Άμυ ένιωσε έτοιμη και δυνατή να της εκμυστηρευτεί τα πολλά και παράξενα και όμορφα της ημέρας της. Η κυρία Μαρία δεν είχε εκείνο το παρακλητικό ύφος να μάθει την αλήθεια, όπως τις άλλες φορές. Τα μάτια της την κοιτούσαν ολόισια χωρίς περιστροφές, χωρίς καχυποψία. Σηκώθηκε να φύγει.
-Πάω κορίτσι μου, να ξεκουραστείς, ο ιός κουρασμένα κορίτσια αναζητά για να τα κατακτήσει, της είπε και της έκλεισε το μάτι.
«Αχ, μανούλα μου, πόσα ξέρεις και δεν τα λες».
Την ξεπροβόδισε με μια ζεστή αγκαλιά και την έσφιξε στο στήθος της, η κόρη τη μάνα, κι έμοιαζαν τόσο πολύ με τον ζωγραφικό πίνακα, της μάνας με το μωρό στην αγκαλιά κάτω από την αμυγδαλιά. Κι ο Αγιάννης κοιτούσε από τον καθρέφτη και η Άμυ του έκλεισε το μάτι, κάνοντας μια ελαφριά κίνηση του χεριού της, σαν να του έλεγε και πάλι: «Κρύψου».

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στην εποχή των ιώσεων, πίσω στη βάση.

Πίσω στη βάση


01:40 μ.μ.


Η Άμυ άνοιξε την πόρτα και βγήκε μόνη της αυτή τη φορά, χωρίς τη συνοδεία του Αγιάννη. Όχι πως ο Αγιάννης δεν θα έκανε την κίνηση, απλά βιάστηκε να ανοίξει μόνη της την πόρτα. Η εξώπορτα της πολυκατοικίας έκλεισε κι ο καθένας πήρε τον δρόμο του. Μπαίνοντας στον ανελκυστήρα, η Άμυ άνοιξε το κινητό της, το οποίο τόσην ώρα δεν σταματούσε να δονείται από τις εισερχόμενες κλήσεις, της Μεταξίας, της μητέρας της, του αφεντικού της. Όλοι τους ανήσυχοι να μάθουν για την πορεία της υγείας της, για το πόρισμα του γιατρού, για την ιατρική συνταγή. Γέλασε σαρκαστικά. Δεν τηλεφώνησε κανέναν από τους τρεις περίεργους.
«Πιο μετά τους υπόλοιπους», σκέφτηκε, «αφού ξέρω πως θα ακούσω τον εξάψαλμο». Κάλεσε στο τηλέφωνο τη Σίρλεϊ και της τα είπε όλα! Με κάθε λεπτομέρεια. Κι η Σίρλεϊ άκουγε.
-Έβγαλες καμιά φωτογραφία; τη ρώτησε.
-Τον Αγιάννη;
-Τις ολάνθιστες αμυγδαλιές, καλέ, ποιον Γιάννη Αγιάννη!
Γέλασε η Άμυ. Πού μυαλό για φωτογραφίες!
-Θα με ξαναπάει ο Αγιάννης, είπε.
-Ευτυχώς που δεν θυμόσουν το επίθετο του γιατρού ούτε τη διεύθυνσή του. Μα είναι δυνατόν να πανικοβλήθηκες από έναν πυρετό;
Μα δεν είναι μόνο ο πυρετός, ήταν καχύποπτη μήπως είχε νοσήσει από τον κορονοϊό.
-Κι ο Αστέρης; Τι απέγινε ο Αστέρης;
-Πού θες να ξέρω; Ο Αστέρης ζει στο σύμπαν του κι εγώ στο δικό μου.
-Κι αν σε έψαξε στο ανθοπωλείο, όσο εσύ έτρεχες στον αμυγδαλεώνα; Το σκέφτηκες αυτό τρελιάρα;
Πώς να το σκεφτεί; Αφού η μηχανή του χρόνου έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
-Θα πάρω το αφεντικό μου να μάθω! Αλλά γιατί να πάρω, σάμπως τι με ενδιαφέρει; Είπε και την αποχαιρέτισε.
Και πριν προλάβει να καλέσει, χτύπησε ξανά το κινητό της.





Η αποκάλυψη



Ήταν η Μεταξία.
-Φιλενάδα είσαι απίστευτη!
Τι εννοούσε η Μεταξία με αυτό το απίστευτη, προσπαθούσε η Άμυ να καταλάβει. Αφού δεν ήξερε όλα όσα είχαν συμβεί. Ή μήπως ήταν η Άμυ που δεν ήξερε ακριβώς τι είχε συμβεί;
-Σε είδα στην τηλεόραση, καλέ, με τον Αστέρη! Ξέρεις πως το χειροφίλημα ήταν γύρισμα διαφημιστικού σποτ; Σήμερα το είπαν στις ειδήσεις, το μεσημέρι, πως ήθελαν να κάνουν ένα σποτ κι έστησαν τον ομορφάντρα, που εσύ ερωτεύτηκες με την πρώτη ματιά στα φανάρια, από όπου εσύ έχεις την τύχη να περνάς κάθε μέρα, πριν πας στη δουλειά. Κι ήταν στις εντολές του σκηνοθέτη, ο όμορφος άντρας να γυρίσει, όταν θα του έδιναν το σινιάλο, κι εσύ, μαρή, το 'χαψες πως σε κοίταξε και σε ερωτεύτηκε; Πως σε χειροφίλησε, γιατί είναι αληθινά ρομαντικός άντρας; Πάνε, χρυσή μου, αυτοί οι άνδρες, δεν υπάρχουν πια, δεν υπάρχει ρομαντισμός εις την σήμερον ημέρα.
Η Μεταξία μια ζωή στην απογοήτευση. Γιατί να μην υπάρχουν ρομαντικοί άντρες; Δεν λογάριασε την πιθανότητα να υπάρχουν, αλλά κάπου καλά να κρύβονται; Μήπως υπήρχαν, αλλά ντρέπονταν να αποκαλυφθούν; «Οι άντρες είναι πιο μυστήρια πλάσματα από εμάς τις γυναίκες» είχε πει κάποτε η μαμά της Άμυ, αλλά η Άμυ δεν είχε καταλάβει καλά τι ήθελε να πει. Τώρα, που μεγάλωσε, καταλαβαίνει καλύτερα. Αναρωτιόταν μήπως οι γυναίκες τούς έκαναν πολλές φορές να χάνουν τα λόγια τους, να μην ξέρουν πώς να τις φερθούν, να τρέμουν στην πιθανή απόρριψη, να φοβούνται μην τυχόν και τους ξεφύγει κάποιο δάκρυ. Γιατί αυτό με το «οι άνδρες δεν κλαίνε» κατέστρεψε πολλούς. Τι πιο φυσικό από το να εκτονωθεί η λύπη με ένα δάκρυ; Τι πιο φυσικό από το να θέλει ένας λυπημένος άνδρας να κλάψει; Κι όλη αυτή η καταπίεση, τούς έχει οδηγήσει στην πλήρη απόκρυψη του αληθινού ψυχισμού τους. Τα έλεγε της Μεταξίας  η Άμυ, αλλά εκείνη δεν ήθελε να ακούσει.
Κι όσο η Μεταξία μιλούσε, τόσο η Άμυ ένιωθε πως θα της έπεφτε το κινητό από τα χέρια. Κι όσο η Μεταξία ανέλυε το γύρισμα του διαφημιστικού σποτ, όπως το είδε στην τηλεόραση, άλλο τόσο της ερχόταν να κλάψει ή να γελάσει ή να φταρνιστεί ή να βήξει ή να το κλείσει ή να της μιλήσει ή να μη της μιλήσει ή δεν ήξερε κι ίδια πώς να αντιδράσει. Κι έμεινε να ακούει.
-Κορωναίος είναι το επίθετό του, Κορωνοϊός το έκαναν στο πλαίσιο των αναγκών του σποτ, είναι γνωστό ηθοποιός. Καλά, μαρή, ερωτεύτηκες έναν ηθοποιό; Έχεις θράσος!
Απογοήτευση η Άμυ. Τι να της έλεγε τώρα; Πως ερωτεύτηκε τον Γιάννη Αγιάννη; Θα γελούσε η Μεταξία πως η λογοτεχνία έχει επηρεάσει σημαντικά το μυαλό της φίλης της και πως πρέπει να κοιτάξει να κλείσει συνεδρία με ψυχίατρο.
-Από κοντά, με τσιγάρο και καφέ, έχω νέα να σου πω, της είπε και της το έκλεισε.
Κι η Μεταξία ξανακάλεσε.
-Πες τώρα και θα με σκάσεις. Συνέβη κάτι που δεν ξέρω;
-Είπα με καφέ και με τσιγάρο.
-Έφτασα.
Δίστασε η Άμυ.
-Ω, όχι, μην έρχεσαι, Μεταξία μου, δεν αισθάνομαι καλά, ξέρεις…
-Ξέρω, ξέρω, είσαι ερωτευμένη, έμαθες για τον αδερφό του Αστέρη, δεν είναι όμορφος σαν αυτόν, ή είναι τόσο όμορφος που δεν κάνει για μένα, ή έχεις μπλοκάρει ή ή ή …μα τι στο καλό σου συμβαίνει, θα με σκάσεις!
-Τίποτα, βρε, Μεταξία! Απλά είμαι λιγουλάκι κουρασμένη. Θα ξαπλώσω και μιλάμε μετά. Εσύ πως είσαι; Μήπως σε κόλλησα με τα φταρνίσματά μου;
-Έχω πυρετό τριάντα οχτώ μισό κι έχω το κινητό στο αυτί να μου ανεβάζει ακόμη περισσότερο τη θερμότητα. Κλείνω, άσε με να αρρωστήσω μόνη. Εσύ ασχολήσου με τον έρωτά σου!
Η Άμυ δεν άκουσε απάντηση, παρά μόνο σιωπή, κάτι που σήμαινε πως η γραμμή έκλεισε. Πήγε στο λουτρό και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Όταν ο χρόνος κυλά τόσο γρήγορα, νιώθει πως χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Νιώθει πως είναι πουλί που πετάει και αφήνει τη γη να γυρίζει στον δικό της ρυθμό. Κι όταν προσγειώνεται, της φαίνεται πολύ αργός ο ρυθμός περιστροφής, τόσο αργός που την κοιμίζει. Κοίταξε το πρόσωπό της και της φάνηκε πως είχε μια λάμψη υγείας κι όχι κορονοϊού. Μα πώς είναι δυνατόν;
Μέχρι πριν το μεσημέρι ένιωθε πυρετό, αδυναμία, ήταν πράσινη, σαν τα πράσινα μάτια του Αστέρη, και τώρα ένιωθε υγιής, λαμπερή, σαν τα λαμπερά καστανά μάτια του Αγιάννη. «Μωρέ μήπως Αγιάννης είναι το επίθετό του κι εγώ νόμιζα πως είναι λάτρης του Ουγκώ;», σκεφτόταν. Γιατί όμως δήλωνε άνεργος, αφού δουλειά είχε, οδηγός ταξί, είχε και τον αμυγδαλεώνα του, τι του έλειπε; Ήταν και χαριτωμένος, απλός, με ένα χαμόγελο που σε σκλάβωνε με την πρώτη ματιά.
Ανατίναξε τα μαλλιά της κι ένα άσπρο πέταλο, που είχε μπλεχτεί, ξεπρόβαλλε και κάθισε σαν κοκαλάκι στο πλάι των μαλλιών της. Το θαύμασε. Το πήρε προσεκτικά, το χάιδεψε απαλά μην στραπατσαριστεί, το ξανάβαλε στα μαλλιά της και χαμογέλασε. Το πιο όμορφο τσιμπιδάκι για νυφικό χτένισμα, σκέφτηκε και τα μάτια της λαμπύρισαν. Το κατώφλι των σαράντα χρόνων, που σύντομα θα έπρεπε να δρασκελίσει, ήρθε και πάλι απειλητικό στο μυαλό της.
Κοίταξε τα χείλη της. Πόσο θα ήθελε να μπορούσε να είχε το φιλί του Αγιάννη ζωγραφισμένο στα χείλη της! Τι όμορφα θα ήταν να μπορούσε να το δει! Αλλά το φιλί το γεύεσαι και μετά δεν μπορείς να το δεις αποτυπωμένο αυτό καθ’ αυτό. Μόνο τη γλυκύτητα που αποκτούν τα χείλη μπορείς να διακρίνεις κι αυτό το όμορφο ροζαλί χρώμα που έχουν αποκτήσει.

Ξάπλωσε στον αναπαυτικό καναπέ της. Ήθελε ησυχία τώρα. Ούτε περιστροφές της γης, ούτε πτήσεις, ούτε ring tones στο κινητό. Απόλυτη ησυχία. Σπάνια κατάφερνε να ηρεμήσει για πολύ ώρα, γιατί οι σκέψεις κι οι αγωνίες της στροβίλιζαν συνεχώς στο μυαλό της. Σήμερα όμως είχε κατακλυστεί από μια παράξενη ηρεμία που σίγουρα δεν ήταν δική της, αλλά δώρο του Αγιάννη. Της είχε μεταδώσει μια γαλήνη αυτός ο άνθρωπος, τι άνθρωπος δηλαδή, αυτός ο όμορφος άντρας, γιατί, ναι, όμορφος είναι, μπορεί να μην είναι ηθοποιός, σαν τον Αστέρη, αλλά είναι αληθινά όμορφος. Και μιλάει όμορφα. Και γελάει όμορφα. Και αγγίζει όμορφα. Και υποκλίνεται αληθινά, κι όχι προσποιητά. Τη στιγμή της υπόκλισης, δείχνει πως σέβεται, πως εκτιμά, πως κλίνεται υπό του άλλου. Κι ας τον λένε Γιάννη Αγιάννη, ωραίο όνομα.
Και πάλι σκέφτεται. Εκεί που είπε μέσα της να μην σκέφτεται καθόλου, εκεί άρχισε πάλι τις σκέψεις. Μα πώς έβγαζε τόσο σύντομα συμπεράσματα για έναν άνθρωπο που καλά καλά δεν πρόλαβε να γνωρίσει; Μήπως να γίνει πιο συνετή; Μήπως να πάψει να είναι επιπόλαια; Μα να μην είναι πλέον ο εαυτός της. Και το ένστικτο; Πάντα ακολουθούσε το ένστικτό της και στο τέλος την πατούσε. «Ωραίο ένστικτο», της έλεγαν οι φίλες της και αυτή αδιόρθωτη. «Θα με ανταμείψει κάποτε», απαντούσε αυτή. Και περίμενε την ανταμοιβή κάθε φορά.

Άνοιξε τα μάτια της. Καλύτερα ανοιχτά, παρά κλειστά, συλλογίστηκε, να βλέπω όταν σκέφτομαι, μήπως και σκέφτομαι πιο λογικά, μήπως το σκοτάδι με παρασύρει στο βαθύτερο ένστικτο. Κι έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι με το απέραντο λευκό του. Και τότε αναρωτήθηκε πως είναι πολύ άστοχο αυτό το χρώμα στα ταβάνια, τα ταβάνια πρέπει να τα βάφουμε γαλάζια, λιλά, να ζωγραφίζουμε λίγα συννεφάκια και αν κάποιος το επιθυμεί, ας το βάψει και γκρίζο, όχι όμως λευκό. Βέβαια το λευκό δεν είναι χρώμα και το ταβάνι δεν είναι ουρανός. Αλλά το ταβάνι θα μπορούσε να παριστάνει τον ουρανό, αφού ζούμε τόσες ώρες κάτω από αυτό, το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας είναι ένα γαλάζιο ταβάνι!

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων. Πέμπτο Κεφάλαιο, Στον αμυγδαλεώνα


Στον αμυγδαλεώνα12:20



Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Βρισκόντουσαν ήδη έξω από το Αττικό Άλσος. Τα πεύκα ξεπρόβαλλαν καταπράσινα, και μάλλον συμφώνησαν με τον Αγιάννη να πάει η Άμυ μαζί του στον αμυγδαλεώνα. Τα κοίταξε η Άμυ κι αυτά τής έκαναν νόημα με τα κλαδιά. Σαν να της χαμογέλασαν κιόλας. Αφού συμφωνούν και τα πεύκα, κάτι θα ξέρουν, συλλογίστηκε και ηρέμησε.
Κι όλα έξω έμοιαζαν να ανθίζουν να ζουν μια γιορτή κι αυτή να νιώθει πως ψήνεται στον πυρετό. Ή να νομίζει πως ψήνεται στον πυρετό. Μήπως ήταν η μέρα ιδιαίτερα ζεστή; Πόσο θα θελε να πάει στον αμυγδαλεώνα και να συναντούσε τον Αστέρη, έστω με τον Κορονοϊό, να την χειροφιλούσε ξανά, ή και να την φιλούσε στο μάγουλο, μα μεγάλοι άνθρωποι είναι, ας προχωρούσαν στο στόμα, επιτέλους!
-Πάμε, είπε μονολεκτικά, μια λέξη που ξέφυγε από το στόμα της καθώς οραματιζόταν το φιλί με τον Αστέρη.
Δαγκώθηκε. «Τι πάμε», σκέφτηκε, «πού τον ξέρεις ξένο άνθρωπο και θα πας στον αμυγδαλεώνα του;» λες κι άκουγε τη μητέρα της. Ο Αγιάννης είχε ήδη επιταχύνει. Το τοπίο περνούσε γρήγορα στα μάτια της κι η Άμυ να μην τολμάει να του πει πως πρέπει να επιστρέψει σπίτι της. Χτύπησε το κινητό της. Ήταν η Μεταξία. Τι να ήθελε πάλι; Δεν το σήκωσε. Το άφησε να χτυπά και να ξαναχτυπά. Μετά από λίγο έκανε σίγαση στο τηλέφωνο. Τι να έλεγε στη Μεταξία αν απαντούσε; Πως πήγαινε σε έναν αμυγδαλεώνα με τον ταξιτζή που είναι άνεργος γεωπόνος, που λατρεύει τις αμυγδαλιές και πάνε να τη συστήσει τις αμυγδαλιές που είναι μία προς μία ξεχωριστή;
Σκέφτηκε μήπως την περάσει για ελαφρόμυαλη ο Αγιάννης κι έπειτα σκέφτηκε πως μπορεί κι ο ίδιος να έκανε αυτή την σκέψη για τον εαυτό του. Μήπως όλοι σκεφτόμαστε το ίδιο, μήπως όλοι θέλουμε να τολμήσουμε και δεν τολμάμε; Μήπως ο Αγιάννης είναι πιο αυθόρμητος; Μα κι αυτή είναι, κι επιπόλαια επίσης. Κι από το μειονέκτημα αυτό, όπως όλοι τής το τονίζουν, οφείλονται όλα τα κακά, όλες οι αποτυχημένες σχέσεις της. Δεν μπορούσε να απαντήσει στα ερωτήματά της. Και το αυτοκίνητο έτρεχε. Κι έπειτα γέλασε με την ψυχή της. Ο Αγιάννης την κοίταξε απορημένος.
-Σαν να σου πέρασε ο πυρετός, είδες που είχα δίκιο; Στο μυαλό σου ήταν όλα! Ένας τοσοδούλης ιός είναι και τίποτα παραπάνω! Μίλησε πρώτη φορά στον ενικό.
-Έχω λόγο να γελάω, θες να στον πω; Συνέχισε κι η Άμυ στον ενικό.
-Αν νιώσω ανασφάλεια θα αρχίσω να τρέχω στο πουθενά, κι εσύ θα φωνάζεις «Στάσου μυγδαλιά!» κι η πλάκα είναι πως θα μιλάς κυριολεκτικά!
Γέλασαν με την ψυχή τους. Είχε σταματήσει στο φανάρι και το κόκκινο κρατούσε πολύ στον κόμβο. Γύρισε ο Αγιάννης και κοιταχτήκανε αρκετά δευτερόλεπτα. Το καστανό των ματιών του μπερδευόταν με το πράσινο του Αστέρη, κι ήταν κι αυτά τόσο όμορφα, τόσο αληθινά. Και τότε αναρωτήθηκε η Άμυ μήπως του Αστέρη ήταν φακοί επαφής; Σαν κάπως γυάλινα έμοιαζαν τώρα που το καλοσκεφτόταν με την ησυχία της. Ένιωσε λίγη αμηχανία και το πράσινο σαν να το κατάλαβε και οι κόρνες ξύπνησαν τον οδηγό κι έβαλε πρώτη.
-Σε λίγο φτάνουμε, είπε κάπως σοβαρά.
Σιωπή ακολούθησε. Σαν να τους ακινητοποίησε και τους δυο μια παράξενη αμηχανία. Κι Άμυ σκεφτόταν: ένας τοσοδούλης ιός, λες κι είναι παραμύθι. Κι ο Αγιάννης σκεφτόταν: μία προς μία διαφορετική και τούτη ακόμη πιο πολύ. Μία στροφή δεξιά, μία αριστερά κι έφτασαν. Η ίδια κίνηση του Αγιάννη  να της ανοίξει την πόρτα. Κι ένιωσε και πάλι σαν σε άλλη εποχή η Άμυ. Του δωσε το χέρι κι αγγίχτηκαν οι παλάμες τους. Ζεστή η μία, κρύα η άλλη, οι θερμότητές τους αναμίχθηκαν. Βγήκε προσεκτικά από το αυτοκίνητο κι ένιωσε τις ηλιαχτίδες βροχή στα μαλλιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένωσε να την πλημμυρίζει η ευωδιά. Ο Αγιάννης την πήρε αλά μπρατσέτα. Χαμογέλασε η Αμυ. Απίστευτο της φαινόταν το σκηνικό. Όλες οι αμυγδαλιές ολάνθιστες, άσπρες σαν νυφούλες.
Εγώ πότε θα ντυθώ νυφούλα; Αναρωτήθηκε. Ο Αγιάννης συνέχιζε να την κρατάει αλά μπρατσέτα και περπατούσαν, έσκυβαν στα χαμηλά κλαδιά, άγγιζαν τα κλαδιά, γελούσαν. Σαν μικρά παιδιά άρχισαν να τρέχουν. Πάει κι ο ιός της Άμυ πάει και η αμηχανία. Πάει κι ο Αστέρης που είχε στο μυαλό της. Έφυγε και στα μάτια της ήταν ο Αγιάννης, ο άνεργος γεωπόνος με τις αμυγδαλιές του. Ένιωσε πρώτη φορά απελευθερωμένη. Ένιωσε πρώτη φορά ανάμεσα στις αμυγδαλιές να είναι ο εαυτός της. Μπλεκόταν στα κλαδιά κι ένιωθε πως οι αμυγδαλιές την έντυναν νυφούλα. Κι ο Αγιάννη ς την κοιτούσε εκστασιασμένος.
-Δεν έχω δει πιο όμορφη αμυγδαλιά! Ξεστόμισε. Κι η Άμυ το άκουσε. Του χαμογέλασε, κι όπως είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλον, τους χώριζε ένα κλαδί μοναχά, το παραμέρισε απαλά ο Αγιάννης, πλησίασε τα χείλη του στα χείλη της Άμυς, ήθελε να τα γευτεί. Η Άμυ ακινητοποιημένη, τον κοιτούσε μέσα στην ομορφιά της φύσης, και τα μάτια του της φάνηκαν τα πιο όμορφα καστανά μάτια που είχε ποτέ της δει, το χαμόγελό του το πιο αληθινό που είχε ποτέ της δει και τα χείλη του τα πιο ποθητά από όσα είχε φιλήσει. Μια φευγαλέα σκέψη, πως δεν είναι έφηβη ούτε καν φοιτήτρια να ερωτεύεται τόσο αστραπιαία ήρθε και χτύπησε ένα καμπανάκι στο μυαλό της. Πως πρέπει να σοβαρευτεί επιτέλους, κοντεύει στο κατώφλι των σαράντα άλλωστε, πως οι σοβαρές σχέσεις δεν ξεκινάνε σε ένα ταξί και δεν συνεχίζονται σε έναν αμυγδαλεώνα. Έδιωξε την συντηρητική αυτή σκέψη κακήν κακώς. Και κλειδαμπάρωσε και το μυαλό της. Αφέθηκε στο φιλί του χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Ο Αστέρης είχε ήδη σβήσει από το μυαλό της, είχε ξεχαστεί, σε αυτήν την τόσο ασθενική μνήμη, εξάλλου μία φυσιογνωμία που δεν είχε τίποτε το αληθινό δεν θα μπορούσε να μείνει για πολύ γραμμένη.


Απόλαυσαν το φιλί τους κι οι αμυγδαλιές τούς αγκάλιαζαν. Τέτοιο φιλί δεν είχε ποτέ της γευτεί η Άμυ. Ανάμεσα σε συνονόματες αμυγδαλιές ένιωθε μια παράξενη οικειότητα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και της έφερνε μια θέρμη πιο δυνατή κι από αυτήν του ιού. Ο τοσοδούλης ιός είχε γίνει παρελθόν. Το ίδιο κι ο Αστέρης κορονοϊός. Ο Αγιάννης πήρε την πρωτοβουλία να την ξαναβάλει στη μηχανή του χρόνου. Όπως είχαν βγει πριν λίγο, τώρα έπρεπε να επιστρέψουν σε αυτήν.
Κατευθύνθηκαν προς το ταξί. Της άνοιξε με την ίδια τελετουργία την πόρτα, αυτή μπήκε ντροπαλά, έχοντας το φιλί του στα χείλη της. Του χαμογέλασε, χαμογέλασε και στις αμυγδαλιές. Αυτές ανατίναξαν τα κλαδιά τους και έστειλαν κάτασπρα πέταλα μέσα στο σαλόνι του αυτοκινήτου. Ο Αγιάννη ς έβαλε μπρος και σύντομα βρέθηκαν στο κέντρο της Αθήνας. Είχαν ήδη πει πολλά στη διαδρομή, αντάλλαξαν τηλέφωνα, κανόνισαν την βραδινή έξοδο –θα έβγαιναν την ίδια κιόλας βραδιά-, μίλησαν λίγο για τις ζωές τους. Την άφησε έξω από την πολυκατοικία της. Αποχαιρετίστηκαν με ένα χαμόγελο κι ένα άγγιγμα των δαχτύλων. Σαν ντροπαλά παιδιά, δεν τόλμησαν να φιληθούν ξανά.