Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Μια μικρή υφάντρα αραχνούλα

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια πολιτεία αραχνοΰφαντη, κατοικούσαν πολλές μικρές αράχνες. Ήταν όλες τους ικανές υφάντρες και όλη μέρα δούλευαν σκληρά για να υφάνουν τα καλύτερα  εργόχειρα. Μόλις ο ήλιος χάραζε στον ορίζοντα και ο ουρανός βαφόταν πορτοκαλί, έβγαινε μία μία αραχνούλα από το σπιτάκι της και έψαχνε τη δική της γωνία να στήσει το υφαντό της. Η τέχνη τους ήταν μοναδική και η πολιτεία, με τον καιρό, είχε στολιστεί με πολλά, πολλά εργόχειρα. Όλα τα έντομα της γειτονικής πολιτείας θαύμαζαν το έργο τους. Όμως ποτέ τους δεν πλησίαζαν, γιατί ήξεραν πως όσο όμορφα κι αν ήταν τα υφαντά, άλλο τόσο ήταν επικίνδυνα.
Ένα πρωινό, που ο ήλιος φώτιζε γλυκά τον ουρανό, μια μικρή αραχνούλα ξεκίνησε αργά αργά να περπατάει, για να ψάξει ένα απόμερο μέρος να υφάνει το πρώτο υφαντό της. Κι όσο έψαχνε, αναρωτιόταν πώς θα ξεκινήσει να υφαίνει, αφού κανένας στη ζωή της δεν της έδειξε την τέχνη. Η μαμά της έφυγε, για άγνωστο λόγο, λίγο πριν βγει από το αυγουλάκι η μικρή αραχνούλα. Δεν πρόλαβε να της μάθει την τέχνη της υφαντικής. Ούτε καν να της δώσει ένα γλυκό φιλί. Έτσι λοιπόν η μικρή αραχνούλα περπατούσε μόνη. Συνάντησε μια μεγάλη και ικανή αράχνη και θαύμασε τον ιστό της.
-Πόσο όμορφο ιστό υφάνατε! Θα ήθελα να μου πείτε το μυστικό, της είπε.
-Δεν μπορώ, της απάντησε κοφτά η μεγάλη αράχνη.
Στεναχωρημένη η μικρή αραχνούλα συνέχισε τον δρόμο της.
Προχωρούσε αργά, αργά, μέχρις όπου συνάντησε μια άλλη δεξιοτέχνα υφάντρα.
-Καλή σας ημέρα, πόσο όμορφο ιστό υφάνατε! Θαύμασε ξανά. Θα ήθελα να μου πείτε το μυστικό, επανέλαβε η μικρή αραχνούλα.
-Δεν μπορώ, της απάντησε αυτή. Η τέχνη μου είναι μοναδική, τα σχήματά μου έχουν άψογο, γεωμετρικό σχήμα.
Και η μικρή αραχνούλα απογοητευμένη συνέχισε τον δρόμο της. Γυρνούσε το κεφαλάκι της δεξιά και αριστερά και θαύμαζε τα υπέροχα εργόχειρα της πολιτείας, όπως ήταν κρεμασμένα ανάμεσα από κλαδιά, λουλούδια, ακόμη και κορμούς δένδρων.
-Δεν θα μπορέσω ποτέ να κάνω ένα υφαντό σαν αυτά, έλεγε από μέσα της. Η μαμά μου δεν φρόντισε να μου μάθει τίποτα, σκέφτηκε και έβαλε τα κλάματα.
Κάποια στιγμή έφτασε σε ένα ξέφωτο, εκεί όπου το γρασίδι απλώνει το πράσινο χαλί και τα λουλούδια ευωδιάζουν υπέροχα.
-Εδώ θα υφάνω τον ιστό μου, είπε μέσα της αποφασιστικά.
Ανέβηκε σε ένα ψηλό κλαδί και θαύμασε το τοπίο. Μετά από αρκετή περισυλλογή και σκέψη, αποφάσισε να κάνει το πρώτο σάλτο στον αέρα. Άφησε την αρχή της μεταξένιας ίνας στο κλαδί και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά, μέχρι να συναντήσει το πιο κάτω κλαδί.
Στη συνέχεια πήδηξε προς τα πάνω και άφησε να βγει από την κοιλιά της μπόλικη μεταξένια κλωστή, την οποία έδεσε σε πολλά σημεία. Αφέθηκε στο ένστικτό της, να την οδηγήσει στο στήσιμο του ιστού της. Και όσο αφηνόταν, τόσο ύφαινε. Όταν τελείωσε, κάθησε αποκαμωμένη  στην άκρη, για να δει το έργο της. Το παρατηρούσε πολύ ώρα. Διέκρινε μία ατέλεια σε μια του άκρη. Έπρεπε να τη διορθώσει, να μην το δουν οι άλλες αράχνες και την κατηγορήσουν πως δεν είναι άξια υφάντρα. Πόσο θα ήθελε να ήταν κοντά η μαμά της, να τη συμβούλευε, να της έλεγε τα μυστικά ενός άψογου ιστού.
-Ωραίος ο ιστός σου, μικρή αραχνούλα, άκουσε μια φωνή να της λέει. Θέλεις να έρθεις να δεις και τον δικό μου; της πρότεινε.
Γύρισε το κεφαλάκι της και είδε μια μεγάλη, όμορφη αράχνη. Ο ιστός της ήταν κρεμασμένος παραδίπλα και ο αέρας τον ανέμιζε.
-Μοιάζουν πολύ, ψέλλισε η μικρή αραχνούλα.
Η μεγάλη αράχνη κοιτούσε συγκινημένη.
-Μοιάζουν πολύ, κοίτα εκείνην εκεί τη μικρή ατέλεια! είπε η μεγάλη αράχνη.
Η μικρή αραχνούλα χαμογέλασε. Δεν περίμενε μια μεγάλη αράχνη να έχει υφάνει ιστό με ατέλεια. Και πόσο έμοιαζε με την ατέλεια του δικού της ιστού! Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, ήταν σύμπτωση ή μήπως κάτι άλλο; Η μεγάλη αράχνη όμως ήξερε.
-Πριν βγεις από το αυγουλάκι σου κιόλας, έπρεπε να φύγω, με είχε καλέσει μια καλή μου φίλη να τη βοηθήσω, γιατί φυσούσε δυνατός άνεμος εκείνη την ημέρα και δεν μπορούσε να στηρίξει τον ιστό από μόνη της. Όταν επέστρεψα στο σπίτι μας, εσύ είχες φύγει. Είχες βγει έξω και περπατούσες, παρατηρώντας τα κρεμασμένα υφαντά. Διαπίστωσα πως είσαι πολύ έξυπνη αραχνούλα και πως μόνη σου θα έβρισκες τον τρόπο να υφάνεις. Έτσι έφυγα και ήρθα σε αυτό το μέρος, να ζήσω μόνη. Πίστευα πως το ένστικτό σου και λίγο η τύχη θα σε οδηγούσε κοντά μου. Και να λοιπόν που έτσι έγινε.
Η μεγάλη αραχνούλα σταμάτησε να μιλάει. Πήρε την κόρη της και ξεκίνησαν ένα περίπατο στην πολιτεία των υφαντών. Της έδειχνε τα σχήματα, της εξηγούσε λεπτομέρειες της ύφανσης, της έλεγε τα μυστικά της τέχνης ενός καλού υφαντού.
-Ό,τι κι αν δεις όμως, μικρή μου, να γνωρίζεις πως αυτό που θα υφάνεις εσύ, με το μυαλό και το ένστικτό σου, θα έχει τη δική σου υπογραφή, τη δική σου τέχνη. Αυτό έκανες χωρίς το καταλάβεις.
Η μικρή αραχνούλα της χαμογέλασε. Δεν περίμενε πως θα τα κατάφερνε μόνη, με το μυαλό και το ένστικτό της. Ήταν πολύ χαρούμενη. Είχε στο πλάι τη μαμά της, είχε υφάνει ένα ξεχωριστό υφαντό που είχε τη δική της σφραγίδα. Ήταν μια δεξιοτέχνης αραχνούλα.