Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων. Πέμπτο Κεφάλαιο, Στον αμυγδαλεώνα


Στον αμυγδαλεώνα12:20



Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Βρισκόντουσαν ήδη έξω από το Αττικό Άλσος. Τα πεύκα ξεπρόβαλλαν καταπράσινα, και μάλλον συμφώνησαν με τον Αγιάννη να πάει η Άμυ μαζί του στον αμυγδαλεώνα. Τα κοίταξε η Άμυ κι αυτά τής έκαναν νόημα με τα κλαδιά. Σαν να της χαμογέλασαν κιόλας. Αφού συμφωνούν και τα πεύκα, κάτι θα ξέρουν, συλλογίστηκε και ηρέμησε.
Κι όλα έξω έμοιαζαν να ανθίζουν να ζουν μια γιορτή κι αυτή να νιώθει πως ψήνεται στον πυρετό. Ή να νομίζει πως ψήνεται στον πυρετό. Μήπως ήταν η μέρα ιδιαίτερα ζεστή; Πόσο θα θελε να πάει στον αμυγδαλεώνα και να συναντούσε τον Αστέρη, έστω με τον Κορονοϊό, να την χειροφιλούσε ξανά, ή και να την φιλούσε στο μάγουλο, μα μεγάλοι άνθρωποι είναι, ας προχωρούσαν στο στόμα, επιτέλους!
-Πάμε, είπε μονολεκτικά, μια λέξη που ξέφυγε από το στόμα της καθώς οραματιζόταν το φιλί με τον Αστέρη.
Δαγκώθηκε. «Τι πάμε», σκέφτηκε, «πού τον ξέρεις ξένο άνθρωπο και θα πας στον αμυγδαλεώνα του;» λες κι άκουγε τη μητέρα της. Ο Αγιάννης είχε ήδη επιταχύνει. Το τοπίο περνούσε γρήγορα στα μάτια της κι η Άμυ να μην τολμάει να του πει πως πρέπει να επιστρέψει σπίτι της. Χτύπησε το κινητό της. Ήταν η Μεταξία. Τι να ήθελε πάλι; Δεν το σήκωσε. Το άφησε να χτυπά και να ξαναχτυπά. Μετά από λίγο έκανε σίγαση στο τηλέφωνο. Τι να έλεγε στη Μεταξία αν απαντούσε; Πως πήγαινε σε έναν αμυγδαλεώνα με τον ταξιτζή που είναι άνεργος γεωπόνος, που λατρεύει τις αμυγδαλιές και πάνε να τη συστήσει τις αμυγδαλιές που είναι μία προς μία ξεχωριστή;
Σκέφτηκε μήπως την περάσει για ελαφρόμυαλη ο Αγιάννης κι έπειτα σκέφτηκε πως μπορεί κι ο ίδιος να έκανε αυτή την σκέψη για τον εαυτό του. Μήπως όλοι σκεφτόμαστε το ίδιο, μήπως όλοι θέλουμε να τολμήσουμε και δεν τολμάμε; Μήπως ο Αγιάννης είναι πιο αυθόρμητος; Μα κι αυτή είναι, κι επιπόλαια επίσης. Κι από το μειονέκτημα αυτό, όπως όλοι τής το τονίζουν, οφείλονται όλα τα κακά, όλες οι αποτυχημένες σχέσεις της. Δεν μπορούσε να απαντήσει στα ερωτήματά της. Και το αυτοκίνητο έτρεχε. Κι έπειτα γέλασε με την ψυχή της. Ο Αγιάννης την κοίταξε απορημένος.
-Σαν να σου πέρασε ο πυρετός, είδες που είχα δίκιο; Στο μυαλό σου ήταν όλα! Ένας τοσοδούλης ιός είναι και τίποτα παραπάνω! Μίλησε πρώτη φορά στον ενικό.
-Έχω λόγο να γελάω, θες να στον πω; Συνέχισε κι η Άμυ στον ενικό.
-Αν νιώσω ανασφάλεια θα αρχίσω να τρέχω στο πουθενά, κι εσύ θα φωνάζεις «Στάσου μυγδαλιά!» κι η πλάκα είναι πως θα μιλάς κυριολεκτικά!
Γέλασαν με την ψυχή τους. Είχε σταματήσει στο φανάρι και το κόκκινο κρατούσε πολύ στον κόμβο. Γύρισε ο Αγιάννης και κοιταχτήκανε αρκετά δευτερόλεπτα. Το καστανό των ματιών του μπερδευόταν με το πράσινο του Αστέρη, κι ήταν κι αυτά τόσο όμορφα, τόσο αληθινά. Και τότε αναρωτήθηκε η Άμυ μήπως του Αστέρη ήταν φακοί επαφής; Σαν κάπως γυάλινα έμοιαζαν τώρα που το καλοσκεφτόταν με την ησυχία της. Ένιωσε λίγη αμηχανία και το πράσινο σαν να το κατάλαβε και οι κόρνες ξύπνησαν τον οδηγό κι έβαλε πρώτη.
-Σε λίγο φτάνουμε, είπε κάπως σοβαρά.
Σιωπή ακολούθησε. Σαν να τους ακινητοποίησε και τους δυο μια παράξενη αμηχανία. Κι Άμυ σκεφτόταν: ένας τοσοδούλης ιός, λες κι είναι παραμύθι. Κι ο Αγιάννης σκεφτόταν: μία προς μία διαφορετική και τούτη ακόμη πιο πολύ. Μία στροφή δεξιά, μία αριστερά κι έφτασαν. Η ίδια κίνηση του Αγιάννη  να της ανοίξει την πόρτα. Κι ένιωσε και πάλι σαν σε άλλη εποχή η Άμυ. Του δωσε το χέρι κι αγγίχτηκαν οι παλάμες τους. Ζεστή η μία, κρύα η άλλη, οι θερμότητές τους αναμίχθηκαν. Βγήκε προσεκτικά από το αυτοκίνητο κι ένιωσε τις ηλιαχτίδες βροχή στα μαλλιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένωσε να την πλημμυρίζει η ευωδιά. Ο Αγιάννης την πήρε αλά μπρατσέτα. Χαμογέλασε η Αμυ. Απίστευτο της φαινόταν το σκηνικό. Όλες οι αμυγδαλιές ολάνθιστες, άσπρες σαν νυφούλες.
Εγώ πότε θα ντυθώ νυφούλα; Αναρωτήθηκε. Ο Αγιάννης συνέχιζε να την κρατάει αλά μπρατσέτα και περπατούσαν, έσκυβαν στα χαμηλά κλαδιά, άγγιζαν τα κλαδιά, γελούσαν. Σαν μικρά παιδιά άρχισαν να τρέχουν. Πάει κι ο ιός της Άμυ πάει και η αμηχανία. Πάει κι ο Αστέρης που είχε στο μυαλό της. Έφυγε και στα μάτια της ήταν ο Αγιάννης, ο άνεργος γεωπόνος με τις αμυγδαλιές του. Ένιωσε πρώτη φορά απελευθερωμένη. Ένιωσε πρώτη φορά ανάμεσα στις αμυγδαλιές να είναι ο εαυτός της. Μπλεκόταν στα κλαδιά κι ένιωθε πως οι αμυγδαλιές την έντυναν νυφούλα. Κι ο Αγιάννη ς την κοιτούσε εκστασιασμένος.
-Δεν έχω δει πιο όμορφη αμυγδαλιά! Ξεστόμισε. Κι η Άμυ το άκουσε. Του χαμογέλασε, κι όπως είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλον, τους χώριζε ένα κλαδί μοναχά, το παραμέρισε απαλά ο Αγιάννης, πλησίασε τα χείλη του στα χείλη της Άμυς, ήθελε να τα γευτεί. Η Άμυ ακινητοποιημένη, τον κοιτούσε μέσα στην ομορφιά της φύσης, και τα μάτια του της φάνηκαν τα πιο όμορφα καστανά μάτια που είχε ποτέ της δει, το χαμόγελό του το πιο αληθινό που είχε ποτέ της δει και τα χείλη του τα πιο ποθητά από όσα είχε φιλήσει. Μια φευγαλέα σκέψη, πως δεν είναι έφηβη ούτε καν φοιτήτρια να ερωτεύεται τόσο αστραπιαία ήρθε και χτύπησε ένα καμπανάκι στο μυαλό της. Πως πρέπει να σοβαρευτεί επιτέλους, κοντεύει στο κατώφλι των σαράντα άλλωστε, πως οι σοβαρές σχέσεις δεν ξεκινάνε σε ένα ταξί και δεν συνεχίζονται σε έναν αμυγδαλεώνα. Έδιωξε την συντηρητική αυτή σκέψη κακήν κακώς. Και κλειδαμπάρωσε και το μυαλό της. Αφέθηκε στο φιλί του χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Ο Αστέρης είχε ήδη σβήσει από το μυαλό της, είχε ξεχαστεί, σε αυτήν την τόσο ασθενική μνήμη, εξάλλου μία φυσιογνωμία που δεν είχε τίποτε το αληθινό δεν θα μπορούσε να μείνει για πολύ γραμμένη.


Απόλαυσαν το φιλί τους κι οι αμυγδαλιές τούς αγκάλιαζαν. Τέτοιο φιλί δεν είχε ποτέ της γευτεί η Άμυ. Ανάμεσα σε συνονόματες αμυγδαλιές ένιωθε μια παράξενη οικειότητα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και της έφερνε μια θέρμη πιο δυνατή κι από αυτήν του ιού. Ο τοσοδούλης ιός είχε γίνει παρελθόν. Το ίδιο κι ο Αστέρης κορονοϊός. Ο Αγιάννης πήρε την πρωτοβουλία να την ξαναβάλει στη μηχανή του χρόνου. Όπως είχαν βγει πριν λίγο, τώρα έπρεπε να επιστρέψουν σε αυτήν.
Κατευθύνθηκαν προς το ταξί. Της άνοιξε με την ίδια τελετουργία την πόρτα, αυτή μπήκε ντροπαλά, έχοντας το φιλί του στα χείλη της. Του χαμογέλασε, χαμογέλασε και στις αμυγδαλιές. Αυτές ανατίναξαν τα κλαδιά τους και έστειλαν κάτασπρα πέταλα μέσα στο σαλόνι του αυτοκινήτου. Ο Αγιάννη ς έβαλε μπρος και σύντομα βρέθηκαν στο κέντρο της Αθήνας. Είχαν ήδη πει πολλά στη διαδρομή, αντάλλαξαν τηλέφωνα, κανόνισαν την βραδινή έξοδο –θα έβγαιναν την ίδια κιόλας βραδιά-, μίλησαν λίγο για τις ζωές τους. Την άφησε έξω από την πολυκατοικία της. Αποχαιρετίστηκαν με ένα χαμόγελο κι ένα άγγιγμα των δαχτύλων. Σαν ντροπαλά παιδιά, δεν τόλμησαν να φιληθούν ξανά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου