Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Έκτο κεφάλαιο, η μαμά Μαρία

Η μαμά Μαρία

2:30 μ.μ.



Οι σκέψεις περί ταβανιού διακόπηκαν απότομα από τον ήχο του κλειδιού στην πόρτα. Πολύ κακή συνήθεια, αυτή των μαμάδων, να μπαίνουν με το κλειδί, αντί να περιμένουν πότε θα τις ανοίξεις, λες και θέλουν να κατασκοπεύσουν, να σε πιάσουν στα πράσα, να αποκαλύψουν αυτό το μυστικό που δεν της εκμυστηρεύτηκες κι αυτές σαν αληθινοί κατάσκοποι σπεύδουν να ψάξουν, να τρυπώσουν στο σπίτι του, να ξετρυπώσουν το μυστικό. Όσες φορές κι αν είχε κάνει παρατήρηση στη μητέρα της, Μαρία -Μαριγούλα το βαφτιστικό της, το οποίο αποκάλυπτε μόνο η ταυτότητά της- ποτέ δεν έλεγε να το κατανοήσει αυτή. Μια δάκρυζε, μια την επέπληττε, μια απλά έκανε την αδιάφορη, μια άλλαζε θέμα. «Έντεχνες οι μανάδες όλες, άραγε εγώ θα γίνω έντεχνη μαμά ή ας γίνω κι άτεχνη ή ας γίνω σκέτο μαμά!», αναρωτιόταν συχνά πυκνά η Άμυ.
Άνοιξε η πόρτα, με την ευγενική κίνηση της μητέρας της να γυρίζει αργά αργά το κλειδί στην κλειδαριά, σαν να ήθελε να πει με την κίνηση αυτή: «ορίστε σου δίνω χρόνο να συμμαζευτείς, να κρύψεις τον φίλο σου στην τουαλέτα, να βάλεις τα πιάτα στο πλυντήριο, να μαζέψεις τις κάλτσες από το πάτωμα». Σοφές οι μανάδες του κόσμου, όμως οι ελληνίδες αποπνιχτικές. Το μόνο καλό που μπορεί κάποιος να τις αποδώσει είναι πως ακούνε από μακριά την κοιλίτσα σου, όταν γουργουρίζει, αισθάνονται τον πυρετό, όταν σε ρίχνει στο κρεβάτι, την ανησυχία σου όταν δεν νιώθεις καλά. Κατά τα άλλα πνιχτικές και κουραστικές, με το κλειδί στο χέρι, όπως όταν αγοράζεις ένα αυτοκίνητο του κουτιού.
Την καλησπέρισε και ίσα που πρόλαβε να ξεστομίσει:
-Ψάχνεις αράχνες στο ταβάνι;
Όχου, αυτή η μανά μου, τίποτα δεν καταλαβαίνει πέρα από τις αράχνες και τα χνούδια!
-Αχ, μάνα, με τη μονάκριβή σου κόρη, ποιο το κακό ακόμη κι αν έψαχνα αράχνη στο ταβάνι;
-Κανένα, κόρη μου, απλά, όταν ψάχνεις αράχνη στο κρεβάτι, σημαίνει πως δεν ψάχνεις άντρα στη ζωή.
Κι όμως μητέρα διαψεύστηκες σήμερα! Σκέφτηκε και κρυφογέλασε η Άμυ.
-Προς τι το σαρδόνιο γελάκι σου, μικρή μου; Έχεις κάτι να μου πεις;
-Ναι, μάνα, έχω, αλλά δεν θα σου πω, ξεσπάθωσε η Άμυ. Θα σου πω όταν θα έχω κάτι σοβαρό να ανακοινώσω, είπε κοφτά.
Η μητέρα της δαγκώθηκε. Λες και ξέχασε την τέχνη της εκμαίευσης. Έπρεπε να αλλάξει ρεπερτόριο. Έπρεπε να την πλησιάσει πλαγίως κι όχι κατά μέτωπο. Κι αυτό το λευκό πέταλο της αμυγδαλιάς στα μαλλάκια της κορούλας της της άνοιξε την πλάγια οδό.
-Αμυγδαλίτσα μου, όμορφο τσιμπιδάκι φοράς!
Η Άμυ ταράχτηκε. Το πέταλό της! Τώρα έπρεπε να εξηγήσει πώς προέκυψε στην κόμη των μαλλιών της ή θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει, παριστάνοντας την ανήξερη; Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα που έδωσαν έδαφος στη μητέρα της να βγάλει τα συμπεράσματά της.
Έτρεξε στον καθρέφτη του χολ η Άμυ. Κοίταξε τάχα έκπληκτη το πέταλο. Και τότε είδε τον Αγιάννη στον καθρέφτη.
-Φύγε, κρύψου, είπε σιγανά.
Κι έπειτα:
-Κοίτα να δεις! Ένα πέταλο στα μαλλιά μου! Μάνα, από πού ξεφύτρωσε τούτο;
-Εσύ ξέρεις, κόρη μου, μα δεν το λες, είπε κάπως αδιάφορα η κυρία Μαρία, μπας και στριμώξει την κόρη.
-Όσα ξέρεις, τόσα ξέρω! Είπε η Άμυ κι αυτή αδιάφορα και πατσίσανε την ψεύτικη αδιαφορία τους.
«Γιατί μου το κάνεις αυτό, μάνα;», συλλογίστηκε η Άμυ. «Αφού είσαι πιο ευτυχισμένη όταν δεν ξέρεις πολλά, τι το θες να προσπαθείς να με κάνεις να στα λέω όλα; Κι έπειτα ξέρεις πως δεν θέλω να σε στεναχωρώ».
-Αλήθεια τι έφερες να φάω; άλλαξε θέμα. Μου μυρίζει κοτόσουπα;
-Ξέρω πως δεν σου αρέσει και σου έφτιαξα ψαρόσουπα, Αμυγδαλίτσα μου!
Χαλάρωσε η Άμυ. Της άρεσε η ψαρόσουπα από μικρή. Σε αντίθεση με τα άλλα παιδάκια που προτιμούσαν κοτόσουπα, αυτή θεωρούσε πως η ψαρόσουπα είναι ιδανικό περιβάλλον για να κολυμπούν τα ψαράκια, κι έτσι ένιωθε πως ήταν μια μικρή ψαράς, που με την απόχη-κουτάλι ψάρευε ψαράκια, και μαζί με αυτά, έτρωγε καροτάκι και κολοκυθάκι. Κι έπειτα έπινε το ζουμί της σούπας, που της θύμιζε το θαλασσινό νερό, της θύμιζε τα καλοκαίρια και τις βουτιές, της θύμιζε έρωτες καλοκαιρινούς και φεγγαρόφωτα. Κι όλες αυτές οι θύμισες θολές, καθώς η μνήμη της ασθενική, η αύρα η καλοκαιρινή περισσότερο γυρόφερνε στη μνήμη, παρά λεπτομέρειες από τα αληθινά περιστατικά.
Έτρωγε αμίλητη, καθώς φοβόταν μην της ξεφύγει μια λέξη, μια φράση που θα πρόδιδαν τη σημερινή επεισοδιακή ημέρα. Κι η μητέρα της διερευνούσε τον χώρο να βρει ένα ενοχοποιητικό στοιχείο και τότε θυμήθηκε πως την είχε πάρει τηλέφωνο και της είχε παραγγείλει γάλα.
-Πήρες κορίτσι μου το γάλα;
-Ξέχασα, μαμά, τι να πρωτοθυμηθώ κι εγώ η έρμη;
-Καλά, δεν πειράζει θα πάρω στον γυρισμό, έλεγα να φτιάξω ρυζόγαλο.
«Αχ, μητέρα με τα ρυζόγαλα και τις παραγγελίες σου!»
-Συγνώμη, μανούλα, θα σου έπαιρνα, απλά ήμουν βιαστική.
-Βιαστική, γιατί κορίτσι μου; Σε κυνηγούσε κανείς;
Ορίστε που της ξέφυγε η λέξη «βιαστική» και τώρα πρέπει να την καλύψει.
-Ναι με κυνηγούσε ο κορωνοϊός! Έτρεχε τοσοδούλης μικρούλης ξωπίσω μου και φώναζε «στάσου Αμυγδαλιά»
Γελάσανε με την καρδιά τους. Πρώτη φορά γελάσανε τόσο πολύ. Η Άμυ ένιωσε πως το ψέμα της ήταν μικρό, αφού ένιωθε πως όντως ο κορονοϊός την κυνηγούσε απλά του ξέφυγε, χάρη στον Αγιάννη! Αναστέναξε.
-Τέλος καλό, όλα καλά, κόρη μου! Και το πέταλο; Από το τρέξιμο το πολύ είναι;
«Άντε πάλι αυτό το πέταλο, μάνα! Χαρά στην επιμονή σου».
-Το πέταλο, πού να ξέρω, το πέταλο θα πετούσε κι αυτό, κάποια αμυγδαλιά θα ανατίναξε τα κλαδιά της. Φεβρουάριο δεν έχουμε;
Φεβρουάριο είχαν κι οι αμυγδαλιές είχαν ανθίσει. Η μαμά της το ήξερε καλά, αφού το είχε τάμα, τότε που είχε ανθίσει η αμυγδαλιά του κήπου στο πατρικό της, τότε ήταν που γέννησε την μονάκριβη κορούλα της. Είχε χάσει τρία παιδιά πιο πριν -το ένα στον τρίτο μήνα, το δεύτερο στον πέμπτο με υποχρεωτική έκτρωση, το τρίτο  στην γέννα- και δεν το βαστούσε η καρδιά της να χάσει και το τέταρτο. Κι όταν επέστρεψε με το νεογέννητο μωρό της, την απίθωσε κάτω από την αμυγδαλιά, όπως κοιμόταν μέσα στο πορτ μπεμπέ και το βρέφος σκεπάστηκε με τα κατάλευκα πέταλα και νόμιζες πως είχαν γίνει ένα φυσικό σκέπασμα. Χάζευε την κορούλα της η κυρία Μαρία και δάκρυζε από χαρά.
«Αμυγδαλιά θα την βαφτίσουμε», είπε μέσα της, και δεν θα δεχόταν καμία παρέμβαση μητέρας και πεθεράς. Δικό της ήταν το μωρό, αυτή το πονούσε πιο πολύ από κάθε άλλον. Και κάθε μεσημέρι που ο ήλιος ήταν ζεστός, η κυρία Μαρία έβγαινε στην αυλή, με το μωρό της αγκαλιά, να πάρει αέρα, να το δει ο ήλιος, να μυρίσει τα άνθη της αμυγδαλιάς, να νιώσει το σκόρπισμα των πετάλων στον αέρα, να βάλει ένα πέταλο στον κόρφο του μωρού της. Κι αυτό το άτιμο να χαμογελά, όπως αμυδρά χαμογελούν τα νεογέννητα, να δέχεται τις ζεστές αχτίδες του ήλιου, που κάνανε τα ματάκια του να κλείνουν και να νιώθει με τα μάτια κλειστά τη θέρμη της μανούλας του, που το έσφιγγε στο στήθος της, να πίνει το γαλατάκι του κάτω από μια αμυγδαλιά και τα πέταλα να σκορπάνε παντού και να αγγίζουν τα μαλλιά τους.
Εικόνες και αρώματα που η κυρία Μαρία τις μοιράστηκε με το μωρουδάκι της, μα το μωρουδάκι δεν τις θυμάται. Και ποτέ της δεν της τα εκμυστηρεύτηκε, λες κι έπρεπε κάτι το τόσο όμορφο να το κρατάει επτασφράγιστο μέσα της. Αυθόρμητα πλησίασε την κορούλα της, όπως ρουφούσε την σούπα. Άγγιξε το πέταλο από τα μαλλιά της και το έφερε στην χούφτα της. Της τα διηγήθηκε όλα. Και δάκρυσαν κι οι δυο τους και πότιζαν με τα δάκρυα το πέταλο, κι αυτό σαν να ζωντάνεψε, απέκτησε σπαργή, όπως θα έλεγε ο Αγιάννης, ο γεωπόνος.
Ένα γλυκό φιλί τής έδωσε η Αμυ κι η μητέρα της ένιωσε τόση χαρά και τόση ευτυχία, όπως τότε κάτω από την αμυγδαλιά. Ένιωσε πως στέρησε την αληθινή αγάπη στην κόρη της. Παρασύρθηκε από τα πρέπει και τα δεν πρέπει της ανατροφής και δεν της έδωσε την ουσιαστική μητρική αγάπη. Είχε κάνει καλή αρχή, όταν μοναχή της έβγαζε το μωρό στην αυλή, παρέα με την αμυγδαλιά. Μετά μπήκαν οι γλώσσες μαμάς και πεθεράς, οι γειτόνισσες, οι φίλες και το στράβωσαν. Την πήρε κι αυτήν ο στρόβιλος και μεγάλωνε την όμορφη Άμυ με όλους τους σοβαροφανείς περιορισμούς και τις παρεμβάσεις στην προσωπικότητά της. Ένιωσε ενοχές η κυρία Μαρία. Και δεν άντεξε. Αναλύθηκε σε κλάμα γοερό. Η Άμυ δεν καταλάβαινε γιατί το τόσο κλάμα.
-Έλα μανούλα, τι κλαις; Εσύ νομίζεις πως μου έκανες κακό, αλλά μην νομίζεις απέκτησα τις άμυνές μου, όλα αυτά τα χρόνια. Αλλιώς δεν θα σε άντεχα, είπε και της έσκασε ένα χαμόγελο.
Χαμογέλασε η μητέρα της.
-Ευτυχώς παιδί μου! Έξυπνο παιδί ήσουν από μικρή. Ήξερα πως κάτι θα σκάρωνες.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Μετά από την ειλικρινή συζήτηση που είχαν, η Άμυ ένιωσε έτοιμη και δυνατή να της εκμυστηρευτεί τα πολλά και παράξενα και όμορφα της ημέρας της. Η κυρία Μαρία δεν είχε εκείνο το παρακλητικό ύφος να μάθει την αλήθεια, όπως τις άλλες φορές. Τα μάτια της την κοιτούσαν ολόισια χωρίς περιστροφές, χωρίς καχυποψία. Σηκώθηκε να φύγει.
-Πάω κορίτσι μου, να ξεκουραστείς, ο ιός κουρασμένα κορίτσια αναζητά για να τα κατακτήσει, της είπε και της έκλεισε το μάτι.
«Αχ, μανούλα μου, πόσα ξέρεις και δεν τα λες».
Την ξεπροβόδισε με μια ζεστή αγκαλιά και την έσφιξε στο στήθος της, η κόρη τη μάνα, κι έμοιαζαν τόσο πολύ με τον ζωγραφικό πίνακα, της μάνας με το μωρό στην αγκαλιά κάτω από την αμυγδαλιά. Κι ο Αγιάννης κοιτούσε από τον καθρέφτη και η Άμυ του έκλεισε το μάτι, κάνοντας μια ελαφριά κίνηση του χεριού της, σαν να του έλεγε και πάλι: «Κρύψου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου