Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Η Νίκη




Η Νίκη


6:12 μ.μ.



Κι ο χρόνος περνούσε κι ήρθε το μήνυμα της Νίκης. «κανόνισες κάτι για τα γενέθλιά σου;». Κεραυνός εν αιθρία για την Άμυ η ερώτηση. Από τώρα; Μα σε δύο μέρες έχω γενέθλια, σκέφτηκε. Πάλι αυτό το κατώφλι τής έφερε ανησυχία. Δεν ήξερε αν ήθελε να κανονίσει κάτι, όμως έπρεπε, τα σαράντα χρόνια θα έκλεινε αυτή τη χρονιά. Και πάλι αυτό το ρημάδι το «έπρεπε». Να πάρει το τρένο και να εξαφανιστεί έπρεπε. Να πάρει το αεροπλάνο και να πετάξει έπρεπε. Να πάρει τηλέφωνο τον Αγιάννη και να του μιλήσει έπρεπε. Κι αυτό έκανε. Κι όταν το τηλέφωνο καλούσε, αντιλήφθηκε πως ήταν πολύ επιπόλαια πάλι, πως θα χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο πάλι, πως πρέπει να το κλείσει.
«Όχι δεν πρέπει» είπε φωναχτά κι ο Αγιάννης, που εν τω μεταξύ είχε σηκώσει το κινητό του, το άκουσε.
«Είναι απρέπεια να πρέπει να επιβληθεί το πρέπει με το έτσι πρέπει» της είπε και γέλασε.
Γέλασε κι η Άμυ. Πόσο όμορφα την χαλάρωνε αυτός ο άντρας! Πρώτη της φορά ένιωθε απελευθερωμένη από τους καθωσπρεπισμούς της, από τις επιβολές των άλλων στη ζωή της. «Ήθελες κάτι;» τη ρώτησε και αυτή δεν ήξερε τι να απαντήσει. Αμέσως όμως τη χαλάρωσε με ένα ακόμη γέλιο «μην αναστατώνεσαι, πλάκα σου κάνω, σε σκεφτόμουν κι εγώ κι έλεγα αν έχεις κάτι άλλο να κάνεις το βράδυ, αλλιώς θα σου πρότεινα να πάμε για περπάτημα στο Μικρολίμανο».
Η εικόνα είχε ήδη ζωγραφιστεί στο μάτια της Άμυ. Να περπατάνε δίπλα δίπλα, ίσως με τα χέρια ενωμένα, να κοιτάζουν τα φωτάκια στα γιοτ, να φωτίζονται από τις αντανακλάσεις τους στη θάλασσα και αυτός να της μιλάει θέματα της φύσης. Η Άμυ απάντησε αυθόρμητα ένα «Μέσα!». Κι έπειτα, αφού θυμήθηκε, συμπλήρωσε, «μόνο που πρέπει, αλήθεια πρέπει να γυρίσω μέχρι τα μεσάνυχτα στο σπίτι». Γέλασε και πάλι ο Αγιάννης.
«Μήπως είσαι η Σταχτοπούτα;»
«όχι, όχι, θα γυρίσει μια κολλητή μου από Βερολίνο και θέλει οπωσδήποτε να με δει».
Κανονίστηκε το ραντεβού κι η Άμυ έκλεισε το κινητό με μια πρωτόγνωρη χαρά. Με μια βουτιά βρέθηκε στον καναπέ της να ονειροπολεί τον Αγιάννη.
«Κανόνισες; Λέγε!» επέμενε με νέο μήνυμα η Νίκη κι η Άμυ επανήλθε στην πραγματικότητα.
«Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ καν» απάντησε η Άμυ κι ένιωσε τόσο ανίκανη μπροστά στη φίλη της, που από το πρωί έως το βράδυ σκέφτεται και πράττει πολλά περισσότερα από αυτήν, που στο κάτω κάτω της γραφής δεν έχει να συντηρήσει δυο παιδιά κι ένα σπίτι. «Καλά άστο, θα το σκεφτώ εγώ για σένα, μικρή μου, έχω τον μικρό μου άρρωστο, αλλά κάτι θα κάνω για σένα!» της έγραψε και την καληνύχτισε.

Παιδική φίλης της, λάτρης της ιστορίας, η Νίκη ήταν για την Άμυ αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ της η ίδια να είναι. Το πιο γλυκό κορίτσι. Σε σκλάβωνε το βλέμμα της με τα καταγάλανα μάτια, το χαμόγελό της, ο γλυκός τρόπος που αγαπούσε τους ανθρώπους. Όταν πήγαιναν στο σχολείο, η Νίκη την βοηθούσε στην ιστορία κι η Άμυ στα μαθηματικά. Κι όταν στη γεωγραφία τα αγόρια γελούσαν με τη Νίκη, γιατί το βαφτιστικό της όνομα ήταν Θεσσαλονίκη, η Άμυ την υπερασπιζόταν αποκαλώντας τους ανιστόρητους, που δεν ήξεραν πως το όνομα της ήταν αρχαίο και μάλιστα ήταν ετεροθαλής αδερφή του Μέγα Αλεξάνδρου.

Η Νίκη είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τα γενέθλια, είτε τα δικά της είτε των ανθρώπων που αγαπούσε. Θεωρούσε πως ήταν η μοναδική ημέρα του χρόνου όπου ο καθένας μας γιορτάζει εκείνη την ιερή στιγμή που βλέπει πρώτη φορά το φως του ήλιου, άσχετα αν ουσιαστικά έβλεπε το φως της αίθουσας τοκετών. Είναι η επέτειος της πρώτης εκείνης ημέρας που αγκάλιασε τη μανούλα του. Τη μανούλα του! Γιατί η Νίκη είχε χάσει από πολύ μικρή τη μανούλα της και δεν είχε καμία μνήμη της ζεστής αγκαλιάς της, της ανάσας της, του αγγίγματός της. Η Νίκη ήταν ορφανή από μάνα, και θεωρούσε πως της έλειπε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της. Το αναζητούσε μικρή στις κούκλες της, που τις μιλούσε σαν να ήταν αυτή η μανούλα, η μανούλα που ζούσε και αγκάλιαζε τα μωρά της. Το αναζητούσε στην αγκαλιά της γιαγιάς της, αλλά κι εκεί ήταν άτυχη, γιατί η μία και μοναδική γιαγιά που γνώρισε πέθανε, όταν ήταν πάλι ακόμη μικρή. Δύο χρόνια ουσιαστικά χάρηκε την αγκαλιά και τα παραμύθια της κι έπειτα έμεινε ορφανή κι από γιαγιά.
Ο πατέρας της δεν μπορούσε να αναπληρώσει τη μητρική στοργή, ήταν, όπως οι περισσότεροι πατεράδες, αυστηρός κι απόμακρος. Ένα χάδι αν δεχόταν, ήταν έπειτα από πολλά ικετευτικά παρακάλια των υπέροχων καταγάλανων ματιών της. Έτσι η Νίκη έμεινε σιωπηλή, με ματάκια υγρά, όταν έβλεπε τις μαμάδες να έρχονται στο προαύλιο του σχολείου ή όταν έτρεχαν στη βροχή, να πάνε τα μικρά τους στον γιατρό, κι αυτά να γκρινιάζουν και να κλαίνε πως φοβούνται τον γιατρό και τις ενέσεις του. «Ας είχα κι εγώ μαμά και δεν θα έκλαιγα», έλεγε και ξανάλεγε στην Άμυ, κι έπειτα έκλαιγε αληθινά για τη μανούλα που ποτέ δεν έζησε κοντά της. Κι η Άμυ την αγκάλιαζε και της έλεγε πως μπορεί να έχει τη μαμά της για μαμά, αλλά ήξερε πως όσο και να αγαπούσε την κυρία Μαρία, κι όσο κι αν η κυρία Μαρία την αγαπούσε -όχι μόνο γιατί ήταν ορφανή, αλλά κι επειδή ήταν πολύ φρόνιμο και γλυκό κοριτσάκι, με μάτια που τα γέννησε ο ουρανός- δεν θα ήταν ποτέ δική της μαμά, αλλά μαμά της Άμυς.
Η Νίκη μεγαλώνοντας συνήθισε να ζει χωρίς μητέρα, συνήθισε να ζει σχεδόν μόνη, αφού αδέρφια δεν πρόλαβαν οι γονείς της να της χαρίσουν. Έβαλε την εικόνα της μαμάς της βαθιά στην καρδιά της και την κοιτούσε κάθε βράδυ που άνοιγε την ψυχή της και της τα έλεγε όλα. Μα όλα! Ακόμη και τις σχέσεις με τα αγόρια. Στο γυμνάσιο είχε ερωτευτεί έναν συμμαθητή της, που είχε κι αυτός όμορφα μάτια, κι όλοι τούς αποκαλούσαν «το ζευγάρι με τα πιο όμορφα μάτια».
Όμως το χρώμα ματιών δεν ήταν αρκετό για να τους κρατήσει μαζί, και, πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο, η Νίκη γνώρισε ένα παλικάρι ψηλό και με όλα τα προσόντα που έχουν τα παλικάρια. Είχε δουλειά, ήταν ευγενικός, αγαπούσε τη Νίκη, αλλά ήταν ολιγομίλητος και δεν το εξέφραζε με όμορφες λέξεις, όπως ονειρευόταν η Νίκη. Κι ήταν και αρκετά ψυχρός και με ρηχά συναισθήματα, όχι όπως θα το ήθελε η Νίκη. Και τα χρόνια πέρασαν, και παντρεύτηκαν, κι έκαναν δύο αγόρια, κι έτσι ζούσαν με τον χρόνο να κυλά κι η Νίκη να μη νιώθει αυτή τη σπίθα που θα έπρεπε να κρατάει τη φωτιά στο τζάκι του σπιτιού τους αναμμένη.
Κι όταν χώρισε, μιλούσαν ολημερίς κι ολοβραδίς, γιατί η Νίκη δυσκολευόταν να αποδεχτεί πως ενώ ήταν τόσο γλυκιά με τον σύζυγό της, αυτός την πίκραινε κάθε λίγο και λιγάκι. Κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς για αυτό το γλυκό κορίτσι, η Νίκη ξεσπάθωσε, έβγαλε το σπαθί από τη θήκη και σαν άριστη ξιφομάχος έμπηξε το ξίφος στην καρδιά του γάμου και νίκησε τη μάχη της ζωής της. Κι έπειτα έπρεπε να παλέψει μόνη να αναθρέψει τα δυο γλυκύτατα αγόρια της, όχι πως πριν είχε ουσιαστική συμπαράσταση, θεωρητική θα έλεγε κανείς πως είχε, και να τρέχει από το πρωί έως το βράδυ για να τελειώσει τις υποχρεώσεις της κατάκοπη κι εξαντλημένη

Αυτά σκεφτόταν η Άμυ και παραδέχτηκε: «Θα χει πάλι φούριες, της χρέωσα και τα δικά μου, έχει και τον μικρό της αρρωστούλι». Κι έκλεισε τα μάτια και συνέχισε την όμορφη εικόνα που της πρότεινε πριν λίγο αυτός ο χαλαρωτικός Αγιάννης. 

2 σχόλια: