Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Η κόκκινη καραμέλα

1ο βραβείο στον 4ο ηλεκτρονικό διαγωνισμό διηγήματος της Εθελοντικής ομάδας δράσης Ν.Πιερίας


Κάθε φορά που η Ελένη ήθελε να μείνει μόνη, να σβήσει τις εφιαλτικές θύμησες του πολέμου, να ονειρευτεί μια ζωή διαφορετική, έβγαινε τρέχοντας από το σπίτι, για να συναντήσει το κεντρικό ποτάμι, αυτό που κατέληγε στον μεγάλο καταρράκτη. Το συναντούσε από ψηλά, από την πέρα γειτονιά και περπατούσε κατά μήκος της όχθης. Ήταν ο συνοδοιπόρος της, ο συνομιλητής με τον οποίο μοιραζόταν τις σκέψεις της. Αυτή, το νερό και τα ξερά φυλλαράκια, που σαν μικρές, ακυβέρνητες βαρκούλες κυλούσαν άβουλα, μέχρι που έφταναν στο τέλος της διαδρομής, τον καταρράκτη και εκεί τις αποχαιρετούσε και επέστρεφε σπίτι, επέστρεφε στη σκληρή πραγματικότητα. Σ’ αυτήν την αγαπημένη της διαδρομή, βάδιζε τώρα με τη μητέρα της.
-Περπάτα πιο γρήγορα, πρόσταξε η Νίκα. Θα αργήσουμε, ο μπαμπάς μάς περιμένει.
Η Ελένη άνοιξε το βήμα της. Ένα βήμα της μητέρας της ισοδυναμούσε με τρία για τα μικρά της ποδαράκια. Λαχάνιασε κι ο κρύος αέρας πάγωνε το πρόσωπο, κατέβαινε ορμητικά στα ζεστά της πνευμόνια. Η εκπνοή της άχνιζε. Η μητέρα της, φορτωμένη δυο μάλλινες κουβέρτες, προχωρούσε απορροφημένη στις σκέψεις της. Η μικρή δεν προλάβαινε να εξηγήσει στο ποτάμι τα όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα, μόνο καλημέριζε τον στόλο των ξερών πλατανόφυλλων, σφίγγοντας στην αγκαλιά της τα πέντε ζευγάρια μάλλινες κάλτσες.
-Ακολούθα τη σκέψη μου και ίσως καταλάβεις, του ψιθύρισε.
Με το αριστερό χέρι αναζήτησε την καραμέλα στην τσέπη του πανωφοριού της, μια καραμέλα ίδια με εκείνη την κόκκινη καραμέλα που της είχε δώσει ο μπαμπάς της, όταν είχε επιστρέψει από τον πόλεμο, πριν λίγους μήνες. Στον σταθμό των τρένων τον είχαν υποδεχτεί. Η Ελένη μόνο από μια φωτογραφία τον γνώριζε, καθώς ήταν πολύ μικρή όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος. Την έκρυβε στον κόρφο της, σκαρφάλωνε στην κερασιά τους και την έδειχνε στις στρατιές των μυρμηγκιών και στις χρυσοπράσινες ζήνες. Ήταν περήφανη για αυτόν που πολεμούσε για την ελευθερία, για τη δική της ελευθερία. Όταν τον αντίκρισε, δεν κατάφερε να τον αναγνωρίσει. Ήταν αδυνατισμένος, άπλυτος και εξαντλημένος. Εκείνος την πλησίασε, την αγκάλιασε σφιχτά και έκρυψε στην χούφτα της μια κόκκινη καραμέλα, που σαν αυτήν δεν είχε ξαναδεί. Ήταν μακρουλή, τυλιγμένη σε ένα λευκό, διάφανο χαρτάκι και είχε την πιο γλυκιά γεύση του κόσμου.
Περπατούσε με τον ρυθμό του νερού. Μια παράξενη τροπή είχε πάρει και πάλι η ζωή της, όπως πριν πέντε χρόνια, τότε που ο μπαμπάς της έφυγε στον πόλεμο. Ανέτρεξε στα γεγονότα της προηγουμένης. Ήταν νωρίς το απόγευμα. Η Γλυκερία, η φίλη τους, τους είχε επισκεφθεί, για να ετοιμάσουν προκηρύξεις στη γραφομηχανή, ενώ η μητέρα της φυλούσε τσίλιες στο παράθυρο.
-Μαμά, δεν συμφωνούν οι γείτονες με αυτά που γράφει ο μπαμπάς στη γραφομηχανή; Γιατί τρέμεις όταν χτυπάει τα πλήκτρα; απόρησε η μικρή Ελένη.
-Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες αντιλήψεις.
«Αντιλήψεις …τι σημαίνει οι άνθρωποι δεν έχουν τις ίδιες αντιλήψεις;» αναρωτήθηκε. Δεν γνώριζε η Ελένη και δεν ρωτούσε. Ήξερε πως οι άνθρωποι δεν έχουν ίδια σπίτια, δεν τρώνε ίδιο φαγητό, πως τα παιδιά δεν έχουν ίδια παιχνίδια. Οι αντιλήψεις ήταν κάτι το απροσδιόριστο, μια έννοια αφηρημένη.
-Έλα να παίξουμε, την κάλεσε η Μαρία, η μικρή της αδελφή.
Η Ελένη αδιαφόρησε. Για άλλη μια φορά τα ίδια ερωτήματα κυρίευσαν το μυαλό της. Οι κατακτητές, Γερμανοί και Ιταλοί, είχαν φύγει, αλλά γιατί συνεχιζόταν ο πόλεμος; Ποιον πολεμούσαν τώρα; Γιατί της ήταν ακόμη απαγορευμένα όλα;
Οι προκηρύξεις είχαν ετοιμαστεί και μετά από λίγο το σπίτι τους έγινε και πάλι το κέντρο της γειτονιάς. Κάθε μέρα τους επισκέπτονταν οι γείτονες, για να ακούσουν τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Ήταν το μοναδικό σπίτι που είχε ραδιόφωνο και γραφομηχανή. Η μητέρα της δεν συμφωνούσε με αυτές τις συγκεντρώσεις που οργάνωνε ο πατέρας της, ούτε με το ραδιόφωνο που είχε αγοράσει και που κόστιζε μια περιουσία, ούτε με τη γραφομηχανή. «Κοίτα την οικογένειά μας, Τάσο» έλεγε και ξανάλεγε, «δεν θα μας βγουν σε καλό όλα αυτά». Και δεν τους βγήκαν.
Κατέφθασαν ένας, ένας οι γείτονες, σχεδόν αθόρυβα, μυστικά, νυχοπατώντας και κάθησαν κατάχαμα, μπροστά στο ραδιόφωνο. Η φωνή της εκφωνήτριας πλημμύρισε τη σάλα. Είχαν έρθει και τα γειτονόπουλα, ο Γιωργάκης και ο Μιχάλης. Κατέφυγαν στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί έπαιζαν πάντα κι ας κρύωναν. Έστηναν αυτοσχέδια παιχνίδια κι έπαιζαν ώρες ατελείωτες. Η Ελένη παρίστανε την εκφωνήτρια. Καθόταν στη γωνία, όρθια, με ένα κουτάλι στο χέρι για μικρόφωνο, ενώ ο Γιωργάκης, ο Μιχάλης και η Μαρία ήταν καθισμένοι παραπέρα, στη φλοκάτη, μπροστά σε ένα κασόνι, το αυτοσχέδιο ραδιόφωνό τους. Και η Ελένη εκφωνούσε.
-Τα παιδιά θα πρέπει να κάνουν υπομονή. Το παιχνίδι στις αλάνες απαγορεύεται. Τα παιδιά θα παίζουν στα δωμάτιά τους και ο Ερυθρός Σταυρός, τον επόμενο μήνα, θα προσφέρει κούκλες και μπάλες. Ο πόλεμος συνεχίζεται.
-Το άκουσες, το άκουσες; έλεγαν αναμεταξύ τους τα μικρά, ο πόλεμος συνεχίζεται.
Και η Ελένη συμπλήρωσε.
-Αυτά ήταν τα νέα της ημέρας, κυρίες και κύριοι. Ακολουθεί το παιδικό πρόγραμμα, το παραμύθι για παιδιά!
Χοροπηδούσαν από τη χαρά τους.
-Παραμύθι, παραμύθι! φώναζαν τα τρία μικρότερα και η Ελένη χαμογελούσε.
Ξαφνικά, το αληθινό ραδιόφωνο των μεγάλων σώπασε, φωνές ακούστηκαν από τη σάλα. Η Ελένη βγήκε από την κρεβατοκάμαρα. Το βλέμμα της μετεωρίσθηκε ανάμεσα στον κόσμο.
-Μαμά, πού είναι ο μπαμπάς; έβγαλε μια κραυγή.
-Πήγε στην αστυνομία, του ζήτησαν να πάει για να συζητήσουν κάποια θέματα. Θα έρθει όμως, μην ανησυχείς, σε λίγες μέρες θα είναι και πάλι κοντά μας.
«Σε λίγες μέρες…» σκέφτηκε η Ελένη, «όταν οι μεγάλοι λένε σε λίγες μέρες, εννοούν σε πολλές…δεν σε πιστεύω μαμά, δεν σε πιστεύω…». Χώθηκε στην αγκαλιά της και έκλαψε γοερά. Έσφιγγε τους μηρούς της, σκούπιζε τα δάκρυα από την μπλούζα της. Κοίταξε τη γραφομηχανή, που έστεκε μουγκή πάνω στο τραπέζι, κοίταξε το ραδιόφωνο, που σιωπούσε και αυτό. «Εσείς προδώσατε τον μπαμπά», ψέλλισε μέσα από τα αναφιλητά της.
Η Μαρία, ο Μιχάλης και ο Γιώργος αναζήτησαν στη σάλα την αφηγήτρια, να τους πει το παραμύθι στο αυτοσχέδιο ραδιόφωνό τους. Κοιτούσαν σαστισμένα και αυτά, ήταν όμως μικρά για να αντιληφθούν τι συνέβαινε.
-Καραμέλες! φώναξε η Μαρία και έτεινε το χεράκι της στην Ελένη.
Δύο κόκκινες καραμέλες, ίδιες με εκείνες που τις είχε δώσει ο μπαμπάς τους, όταν είχε επιστρέψει από τον πόλεμο.
-Πού τις βρήκες; ρώτησε η Ελένη επιτακτικά.
Η μικρή Μαρία κοίταξε τον μπουφέ και ξέσπασε σε κλάματα.
-Ο κύριος από την αστυνομία τις έφερε… είπε η Νίκα και η φωνή της ράγισε.
Η Ελένη άπλωσε το χέρι και πήρε την καραμέλα από το χέρι της αδελφής της. «Θα την γυρίσω πίσω, δεν την θέλω, θα την δώσω στον κύριο αστυνομικό, για να μου δώσει πίσω τον μπαμπά», έπνιξε τη σκέψη της. Ο κόσμος αποχώρησε από το σπίτι, βουβός, όπως βουβή έστεκε η γραφομηχανή και το ραδιόφωνο.
-Ελάτε κορίτσια να κοιμηθείτε, έσπασε τη σιωπή η φωνή της γιαγιάς. Αύριο, μόλις ξυπνήσουμε, θα πάμε στον κήπο να κλαδέψουμε τις τριανταφυλλιές.
Τα κορίτσια έτρεξαν στην αγκαλιά της. Με τη γιαγιά κοιμόντουσαν κάθε βράδυ. Τις νανούριζε με παραμύθια και όταν αποκοιμιόταν, δάκρυζε. Είχε μεγαλώσει με πολέμους και στερήσεις και ήλπιζε πως τα εγγόνια της θα είχαν πιο στρωμένη ζωή. Τα όνειρά της διαψεύστηκαν. Ο δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος στοίχειωσε τις ζωές τους.
Η Νίκα άνοιξε τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας, πρόσθεσε λίγα κάρβουνα στο μαγκάλι και έμεινε σιωπηλή. Ποτέ δεν συμφωνούσε. Και τώρα, μόνη, για άλλη μια φορά, με τα δυο κορίτσια και τη γιαγιά, με τον φόβο να την πιάσουν και να τη βασανίσουν. Η σκέψη της φώλιασε στη νοητή αγκαλιά του άντρα της. Θα κρύωνε, θα πονούσε. «Κουβέρτες, πρέπει να του πάω κουβέρτες, το κρατητήριο θα είναι παγωμένο» συλλογίστηκε. Το σκοτάδι έξω είχε πυκνώσει. Ο ύπνος δεν επισκέφθηκε το αδειανό κρεβάτι της. Σηκώθηκε χαράματα. Συμμάζεψε και πήγε να φέρει γάλα. Το κρύο τσουχτερό, περόνιαζε το κορμί της. Πώς θα τα κατάφερνε; Πώς θα επιβίωναν; Οι πελάτισσες δε θα έρχονταν για τα ραφτικά. Η είδηση, πως ο Τάσος είναι πολιτικός κρατούμενος, θα στιγμάτιζε το σπίτι τους. Σκέψεις που στροβίλιζαν στο μυαλό της, το σώμα της λυγούσε από την αγρύπνια, ασήκωτο το ένιωθε. Επέστρεψε με μάτια βουρκωμένα. Τα κορίτσια μόλις είχαν ξυπνήσει και η γιαγιά έπλεκε πλεξούδες τα μαλλιά τους.
-Πάνω κορίτσι, κάτω μαλλιά… έλεγε και ξανάλεγε η γιαγιά Ελένη και η πλεξούδα λύθηκε, όπως η Ελένη πετάχτηκε, σαν άκουσε το μάνδαλο της πόρτας.
-Μαμά, τι ώρα θα πάμε στον μπαμπά;
-Πιες το γάλα, φάε το ψωμί και φεύγουμε.
Πρώτη φορά ήπιε όλο το γάλα και καταβρόχθισε το ψωμί της. Ήταν ήδη ντυμένη, είχε φορέσει την καλή φούστα με τις πιέτες και το κόκκινο πουλόβερ.
-Πάμε, άκουσε την προσταγή, φόρεσε τις γαλότσες και βγήκαν στο δρόμο.
Διασχίζοντας την πεζογέφυρα, η Ελένη κοντοστάθηκε. Κοίταξε το ποτάμι και αισθάνθηκε πως σταμάτησε κι αυτό για λίγο.
-Κατάλαβες λοιπόν; Θα φέρω τον μπαμπά μου πίσω, θα το δεις! είπε και περνώντας στην απέναντι πλευρά κατευθύνθηκαν όλο ευθεία.
Πέρασαν από τον φούρνο και ο φούρναρης τις χαιρέτησε διστακτικά. Είχε τον φόβο μην τον δουν να τις απευθύνει το λόγο. Έστριψαν στη γωνία και είδαν δυο γειτόνισσες. Η Νίκα τις καλημέρισε, μα αυτές απέστρεψαν το βλέμμα. Η Ελένη δεν μιλούσε. Είχε αγωνία να δει τον μπαμπά της, να του δώσει την καραμέλα της, να σμίξουν οι ζωές τους ξανά. Τις προσπέρασε ένας κύριος.
-Μαμά, ο κύριος Ανανίας, δεν θα μας χαιρετήσει;
-Φαίνεται δεν μας πρόσεξε παιδί μου, οι άνθρωποι είναι κάποιες φορές αφηρημένοι…
-Και έχουν άλλες αντιλήψεις...
-Ναι, έχουν άλλες αντιλήψεις, είπε κοφτά η Νίκα και συνέχισαν την πορεία τους.
Στην επόμενη στροφή το κτίριο της αστυνομίας πρόβαλλε στα μάτια τους. Τα βήματα βαραίνουν. Η Νίκα δεν τυραννιέται από σκέψεις, μήτε από φόβο, μόνο την εικόνα του Τάσου αναζητά με το άφεγγο βλέμμα της.
-Πρόσεξε, μαμά, συρματόπλεγμα! την προλαβαίνει η Ελένη.
Με μία κίνηση το παραμερίζει και μπαίνουν στο κτίριο. Η καραμέλα έχει ζεσταθεί από το παιδικό χέρι της Ελένης. Ένας κύριος παραλαμβάνει μάνα και κόρη και τις οδηγεί στο επισκεπτήριο. Η μικρή παρατηρεί τους υγρούς τοίχους, το μοναδικό μικρό παράθυρο με τις σιδεριές, τους δύο κυρίους που στέκουν ακίνητοι στην είσοδο. Η Νίκα, μουδιασμένη από το κρύο, εναποθέτει τις δυο κουβέρτες πάνω στο τραπέζι, μαζί και τα πέντε ζευγάρια κάλτσες.
-Ο μπαμπάς; φώναξε στους κυρίους η Ελένη, σφίγγοντας στη χούφτα της την καραμέλα.
-Σώπασε, θα τον φέρουν, δεν μιλάμε εδώ, είναι σαν τον βουβό κινηματογράφο, τη συμβούλευσε η μητέρα της.
Η σιδερένια πόρτα άνοιξε. Η Ελένη όρμησε στην αγκαλιά του μπαμπά της.
-Μπαμπά, μπαμπά! Κοίτα, σου έφερα μία κόκκινη καραμέλα, ίδια με εκείνη που μου είχες δώσει, όταν είχες γυρίσει από τον πόλεμο! Θα την δώσεις πίσω στον κύριο αστυνόμο που μας την έφερε χθες και θα γυρίσεις μαζί μας, στο σπίτι!
Άνοιξε τη χούφτα της και η καραμέλα λες και αναδύθηκε από τη σκοτεινή τσέπη κι ανάσανε αέρα.
-Δεν αρέσει στους κυρίους το κόκκινο χρώμα, Ελενάκι μου, της ψιθύρισε και πήρε την καραμέλα στις χούφτες του.
-Γιατί; Επειδή έχουν άλλες αντιλήψεις;
Η Νίκα και ο Τάσος ταράχτηκαν.
-Θα με μεταφέρουν στο Γεντί Κουλέ και από κει στη Γυάρο. Νίκα, θέλω να κάνεις κουράγιο, θα είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα, θα κάνεις υπομονή, της είπε και την κοίταξε κατάματα.
Τη φίλησε με το βλέμμα του. Η Νίκα, μικροκαμωμένη και γλυκιά, άγγιξε το πρόσωπό του με τρεμάμενα χέρια, τον κοίταξε με τα μεγάλα, εκφραστικά της μάτια. Δεν είπε κουβέντα, ποτέ της δεν μιλούσε. Με το βλέμμα απαντούσε πάντα. Θα έκανε υπομονή, και τα βασανιστήρια θα άντεχε -ως σύζυγος κομμουνιστή- και τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση. Αγκαλιάστηκαν για λίγο οι τρεις τους. Η Ελένη έκλεισε τα μάτια και τον φαντάστηκε γενναίο καπετάνιο στη βαρκούλα με σκαρί το περιτύλιγμα της καραμέλας, να πασχίζει με όλες του τις δυνάμεις να ανέβει το ποτάμι. «Κακότυχη η βαρκούλα σου, μπαμπά» ψέλλισε. Ένα τελευταίο χάδι ένιωσε στα μαλλιά της και έστρεψε το κεφαλάκι της ψηλά. Δεν πρόλαβε να δει την τρυφερή του ματιά πάνω της. Οι φύλακες τον τράβηξαν βίαια προς το μέρος τους. Η κόκκινη καραμέλα δεν είχε τη δύναμη να φέρει τον μπαμπά της πίσω! Πόσο ακατανόητος ήταν ο κόσμος των μεγάλων! Μάνα και κόρη βημάτισαν προς την έξοδο. Η Ελένη γύρισε να τον δει μια τελευταία φορά. Είχε καθήσει. Τα πόδια του, από τις γάμπες και κάτω, ήταν γυμνά. Πρόσεξε τις πατούσες του. Είχαν κόκκινες χαρακιές. «Φόρα τις κάλτσες, μπαμπά, φόρα τες, μην δουν οι κύριοι, με τις άλλες αντιλήψεις, τις κόκκινες χαρακιές και σε μαλώσουν» συλλογίστηκε πικραμένη και έκλεισε πίσω της η σιδερένια πόρτα.

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Μια μικρή υφάντρα αραχνούλα

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια πολιτεία αραχνοΰφαντη, κατοικούσαν πολλές μικρές αράχνες. Ήταν όλες τους ικανές υφάντρες και όλη μέρα δούλευαν σκληρά για να υφάνουν τα καλύτερα  εργόχειρα. Μόλις ο ήλιος χάραζε στον ορίζοντα και ο ουρανός βαφόταν πορτοκαλί, έβγαινε μία μία αραχνούλα από το σπιτάκι της και έψαχνε τη δική της γωνία να στήσει το υφαντό της. Η τέχνη τους ήταν μοναδική και η πολιτεία, με τον καιρό, είχε στολιστεί με πολλά, πολλά εργόχειρα. Όλα τα έντομα της γειτονικής πολιτείας θαύμαζαν το έργο τους. Όμως ποτέ τους δεν πλησίαζαν, γιατί ήξεραν πως όσο όμορφα κι αν ήταν τα υφαντά, άλλο τόσο ήταν επικίνδυνα.
Ένα πρωινό, που ο ήλιος φώτιζε γλυκά τον ουρανό, μια μικρή αραχνούλα ξεκίνησε αργά αργά να περπατάει, για να ψάξει ένα απόμερο μέρος να υφάνει το πρώτο υφαντό της. Κι όσο έψαχνε, αναρωτιόταν πώς θα ξεκινήσει να υφαίνει, αφού κανένας στη ζωή της δεν της έδειξε την τέχνη. Η μαμά της έφυγε, για άγνωστο λόγο, λίγο πριν βγει από το αυγουλάκι η μικρή αραχνούλα. Δεν πρόλαβε να της μάθει την τέχνη της υφαντικής. Ούτε καν να της δώσει ένα γλυκό φιλί. Έτσι λοιπόν η μικρή αραχνούλα περπατούσε μόνη. Συνάντησε μια μεγάλη και ικανή αράχνη και θαύμασε τον ιστό της.
-Πόσο όμορφο ιστό υφάνατε! Θα ήθελα να μου πείτε το μυστικό, της είπε.
-Δεν μπορώ, της απάντησε κοφτά η μεγάλη αράχνη.
Στεναχωρημένη η μικρή αραχνούλα συνέχισε τον δρόμο της.
Προχωρούσε αργά, αργά, μέχρις όπου συνάντησε μια άλλη δεξιοτέχνα υφάντρα.
-Καλή σας ημέρα, πόσο όμορφο ιστό υφάνατε! Θαύμασε ξανά. Θα ήθελα να μου πείτε το μυστικό, επανέλαβε η μικρή αραχνούλα.
-Δεν μπορώ, της απάντησε αυτή. Η τέχνη μου είναι μοναδική, τα σχήματά μου έχουν άψογο, γεωμετρικό σχήμα.
Και η μικρή αραχνούλα απογοητευμένη συνέχισε τον δρόμο της. Γυρνούσε το κεφαλάκι της δεξιά και αριστερά και θαύμαζε τα υπέροχα εργόχειρα της πολιτείας, όπως ήταν κρεμασμένα ανάμεσα από κλαδιά, λουλούδια, ακόμη και κορμούς δένδρων.
-Δεν θα μπορέσω ποτέ να κάνω ένα υφαντό σαν αυτά, έλεγε από μέσα της. Η μαμά μου δεν φρόντισε να μου μάθει τίποτα, σκέφτηκε και έβαλε τα κλάματα.
Κάποια στιγμή έφτασε σε ένα ξέφωτο, εκεί όπου το γρασίδι απλώνει το πράσινο χαλί και τα λουλούδια ευωδιάζουν υπέροχα.
-Εδώ θα υφάνω τον ιστό μου, είπε μέσα της αποφασιστικά.
Ανέβηκε σε ένα ψηλό κλαδί και θαύμασε το τοπίο. Μετά από αρκετή περισυλλογή και σκέψη, αποφάσισε να κάνει το πρώτο σάλτο στον αέρα. Άφησε την αρχή της μεταξένιας ίνας στο κλαδί και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά, μέχρι να συναντήσει το πιο κάτω κλαδί.
Στη συνέχεια πήδηξε προς τα πάνω και άφησε να βγει από την κοιλιά της μπόλικη μεταξένια κλωστή, την οποία έδεσε σε πολλά σημεία. Αφέθηκε στο ένστικτό της, να την οδηγήσει στο στήσιμο του ιστού της. Και όσο αφηνόταν, τόσο ύφαινε. Όταν τελείωσε, κάθησε αποκαμωμένη  στην άκρη, για να δει το έργο της. Το παρατηρούσε πολύ ώρα. Διέκρινε μία ατέλεια σε μια του άκρη. Έπρεπε να τη διορθώσει, να μην το δουν οι άλλες αράχνες και την κατηγορήσουν πως δεν είναι άξια υφάντρα. Πόσο θα ήθελε να ήταν κοντά η μαμά της, να τη συμβούλευε, να της έλεγε τα μυστικά ενός άψογου ιστού.
-Ωραίος ο ιστός σου, μικρή αραχνούλα, άκουσε μια φωνή να της λέει. Θέλεις να έρθεις να δεις και τον δικό μου; της πρότεινε.
Γύρισε το κεφαλάκι της και είδε μια μεγάλη, όμορφη αράχνη. Ο ιστός της ήταν κρεμασμένος παραδίπλα και ο αέρας τον ανέμιζε.
-Μοιάζουν πολύ, ψέλλισε η μικρή αραχνούλα.
Η μεγάλη αράχνη κοιτούσε συγκινημένη.
-Μοιάζουν πολύ, κοίτα εκείνην εκεί τη μικρή ατέλεια! είπε η μεγάλη αράχνη.
Η μικρή αραχνούλα χαμογέλασε. Δεν περίμενε μια μεγάλη αράχνη να έχει υφάνει ιστό με ατέλεια. Και πόσο έμοιαζε με την ατέλεια του δικού της ιστού! Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, ήταν σύμπτωση ή μήπως κάτι άλλο; Η μεγάλη αράχνη όμως ήξερε.
-Πριν βγεις από το αυγουλάκι σου κιόλας, έπρεπε να φύγω, με είχε καλέσει μια καλή μου φίλη να τη βοηθήσω, γιατί φυσούσε δυνατός άνεμος εκείνη την ημέρα και δεν μπορούσε να στηρίξει τον ιστό από μόνη της. Όταν επέστρεψα στο σπίτι μας, εσύ είχες φύγει. Είχες βγει έξω και περπατούσες, παρατηρώντας τα κρεμασμένα υφαντά. Διαπίστωσα πως είσαι πολύ έξυπνη αραχνούλα και πως μόνη σου θα έβρισκες τον τρόπο να υφάνεις. Έτσι έφυγα και ήρθα σε αυτό το μέρος, να ζήσω μόνη. Πίστευα πως το ένστικτό σου και λίγο η τύχη θα σε οδηγούσε κοντά μου. Και να λοιπόν που έτσι έγινε.
Η μεγάλη αραχνούλα σταμάτησε να μιλάει. Πήρε την κόρη της και ξεκίνησαν ένα περίπατο στην πολιτεία των υφαντών. Της έδειχνε τα σχήματα, της εξηγούσε λεπτομέρειες της ύφανσης, της έλεγε τα μυστικά της τέχνης ενός καλού υφαντού.
-Ό,τι κι αν δεις όμως, μικρή μου, να γνωρίζεις πως αυτό που θα υφάνεις εσύ, με το μυαλό και το ένστικτό σου, θα έχει τη δική σου υπογραφή, τη δική σου τέχνη. Αυτό έκανες χωρίς το καταλάβεις.
Η μικρή αραχνούλα της χαμογέλασε. Δεν περίμενε πως θα τα κατάφερνε μόνη, με το μυαλό και το ένστικτό της. Ήταν πολύ χαρούμενη. Είχε στο πλάι τη μαμά της, είχε υφάνει ένα ξεχωριστό υφαντό που είχε τη δική της σφραγίδα. Ήταν μια δεξιοτέχνης αραχνούλα.

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Ο παππούς-Μπότας στο Τσαγκαράδικο




Ο παππούς-Μπότας ένιωθε τις φθαρμένες σόλες του να πονάνε, του ήταν αδύνατον να περπατήσει. Ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία και όπως και να είχε επιβάλλονταν να επισκεφθεί τον Τσαγκάρη. Πήρε λοιπόν τη γενναία απόφαση. Ο Τσαγκάρης με μεγάλη του χαρά τον περιποιήθηκε και του έκανε όλες τις απαραίτητες εργασίες. Δύο μήνες ο παππούς-Μπότας έπρεπε να παραμένει παντελώς ακίνητος, για να κολλήσει η κόλλα στη σόλα, για να δέσουν τα ράμματα στα μπαλώματα και για να απορροφηθεί το λούστρο στο δέρμα του. Ο Τσαγκάρης τον έβαλε να καθήσει στο πιο ψηλό ράφι και από εκεί ο παππούς-Μπότας επιθεωρούσε ό,τι συνέβαινε στο νοσοκομείο, όπως έλεγε χαριτολογώντας ο Τσαγκάρης το μαγαζί του. Ήθελε να γίνει γιατρός όταν ήταν μικρός, αλλά επειδή προτιμούσε να λιώνει τις σόλες του στις αλάνες, σκέφτηκε πως θα γινόταν ένας πολύ καλός τσαγκάρης αντί για γιατρός, καθώς θα γιάτρευε τις σόλες των παπουτσιών, που τόσο αγαπούσε.  
Το τσαγκαράδικο ήταν ένα υπόγειο κατάστημα και είχε ένα και μοναδικό παράθυρο, ψηλά στον τοίχο που κοιτούσε στο δρόμο. Από τη θέση του ο παππούς-Μπότας αγνάντευε το δρόμο. Παρατηρούσε τα παπούτσια που περνούσαν, σιγοσφύριζε τα ψηλά τακούνια και γελούσε με τα τρύπια αθλητικά των παιδιών. Μια μέρα, όπως λαγοκοιμόταν το μεσημέρι, άκουσε το σπαραχτικό κλάμα ενός παπουτσιού. Άνοιξε τα μάτια του και είδε ένα μικρό, καταπράσινο αρβυλάκι, που έκλαιγε μοναχό του στην άκρη του πεζοδρομίου, κοντά στο παράθυρο.
-Ψιτ, ψιτ, αρβυλάκι, γιατί κλαις; του είπε σιγανά.
Το Αρβυλάκι όμως συνέχιζε να κλαίει ακόμη πιο σπαρακτικά.
-Θα με σκάσεις πια, του είπε ο παππούς-Μπότας. Πες μου, μικρό μου, τι σε κάνει τόσο δυστυχισμένο;
Το Αρβυλάκι γύρισε και τον κοίταξε. Τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμια, από τις πάνω τρύπες έως κάτω τη σόλα. Τα κορδόνια είχαν μουλιάσει και το δέρμα του είχε σκουρύνει από την υγρασία.
-Και να σας πω δεν θα με καταλάβετε, απάντησε επιτέλους το Αρβυλάκι. Είμαι, βλέπετε, τόσο μα τόσο ανεπιθύμητος, τόσο μα τόσο πράσινος, που δεν θα με καταλάβετε.
Ο παππούς-Μπότας χαμογέλασε, αλλά προσπάθησε να μη δείξει το χαμόγελό του, για να μην παρεξηγηθεί το Αρβυλάκι.
-Κατάλαβα, μάλλον δεν κατάλαβα, αλλά είτε κατάλαβα είτε δεν κατάλαβα, προτείνω να κάνεις ένα σαλταπήδο και να έρθεις εδώ, κοντά μου. Θα σε βοηθήσω εγώ να ξεπεράσεις το πρόβλημά σου.
Το Αρβυλάκι σταμάτησε το γοερό του κλάμα. Σαν να χαμογέλασε το σολάκι του. Με ένα σάλτο βρέθηκε στο πάνω ράφι, δίπλα στον παππού-Μπότα. Δεν πρόλαβε να τον κοιτάξει και άρχισε πάλι τα κλάματα.
-Και τώρα τι κλαις; του είπε λίγο αυστηρά αυτή τη φορά ο παππούς-Μπότας.
Το Αρβυλάκι κοίταξε προς τα κάτω και με το βλέμμα του έδειξε τα παπούτσια της κάτω σειράς.
-Εκείνο εκεί το παπούτσι, το καφέ Μποτάκι, εκείνο τα φταίει όλα, εκείνο είναι υπεύθυνο για τη δυστυχία μου, αλλά και τα διπλανά, εκείνο το μαύρο Μποτάκι και το κανελί. Αυτά με κορόιδευαν πως έχω το πιο σαχλό, πράσινο χρώμα, πως μοιάζω με παπούτσι βατράχου και πως μόνο ένα πράσινο σκουλήκι θα συγκρινόταν μαζί μου σε ασχήμια.
Ο παππούς-Μπότας συνοφρυώθηκε. Τα γνώριζε αυτά τα μποτάκια της κάτω σειράς, άκουγε το βράδυ που περιγελούσαν τα υπόλοιπα παπούτσια του τσαγκαράδικου, μόνο τον ίδιο δεν τολμούσαν να ενοχλήσουν.
-Άκου, Αρβυλάκι, αυτά τα μποτάκια εκεί κάτω το έχουν το κακό συνήθειο να κοροϊδεύουν όλα τα παπούτσια. Όμως, εσύ μην ανησυχείς, δεν θα τολμήσουν να σε κοροϊδέψουν ξανά. Και τώρα, σε  παρακαλώ, σταμάτα να κλαις, γιατί θα μουλιάσεις για τα καλά και θα ζαρώσει το δέρμα σου.
Το Αρβυλάκι χαμογέλασε. Ένιωθε ασφάλεια δίπλα στον παππού-Μπότα και μια πρωτόγνωρη θαλπωρή.
-Αλήθεια, κύριε, πώς ήρθαν εδώ τα μποτάκια αυτά; Ποιος τα έφερε;
-Πρώτον θα με φωνάζεις παππού-Μπότα, όπως τα εγγόνια μου και δεύτερον δεν τα έφερε κανείς, μόνοι τους ήρθαν πριν τρεις μέρες.
Ο παππούς-Μπότας αγκάλιασε το μικρό Αρβυλάκι, ή τουλάχιστον προσπάθησε να το αγκαλιάσει, προσεκτικά, με μια πολύ μικρή κίνηση, γιατί του είχε απαγορευτεί να κινείται.
-Μοιάζεις τόσο πολύ με τον δεύτερο εγγονό μου! Είναι και αυτός καταπράσινος και πανέμορφος, σαν εσένα! του είπε τρυφερά.
Το Αρβυλάκι πρώτη φορά άκουγε τόσο όμορφα λόγια, αλλά δεν του είπε πόσο συγκινήθηκε. Έκλεισε τα μάτια του να ξεκουραστεί. Ήταν αποκαμωμένο από το πολύ περπάτημα και το τρεχαλητό των τελευταίων ημερών. Κούρνιασε στην αγκαλιά του παππού-Μπότα και κοιμήθηκε αμέσως. Την επομένη τα μποτάκια τον είδαν και του φώναξαν.
-Σκουληκοπάπουτσο, τι έγινε; Πώς και από τα μέρη μας;
Ο Τσαγκάρης μόλις είχε μπει στο τσαγκαράδικο και άκουσε τα μποτάκια να γελάνε ειρωνικά. Δεν του άρεσε καθόλου η συμπεριφορά τους.
-Για ελάτε εδώ, τους είπε. Χρειάζεστε μια καλή επισκευή, από ό,τι βλέπω.
Τα Μποτάκια, το καφέ, το μαύρο και το κανελί, αντέδρασαν.
-Ωχ, όχι, εμείς δεν ήρθαμε για επισκευή εδώ, ήρθαμε…
-Όποιος μπαίνει στο τσαγκαράδικο γιατρεύεται, απάντησε ο τσαγκάρης.
-Μα εμείς κάναμε μια βόλτα στη γειτονιά και είπαμε να μπούμε και να γελάσουμε, είπε το κανελί Μποτάκι.
-Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος και από ό,τι βλέπω εσείς είστε οι πρώτοι που γελάτε, απάντησε ο Τσαγκάρης και τα πήρε με μία κίνηση στον πάγκο εργασίας του.
Τα Μποτάκια κοίταξαν τα εργαλεία του και άρχισαν να τρέμουν.
-Να δείτε που βρήκαμε τον μπελά μας, ψέλλισε το μαύρο Μποτάκι.
Ο Τσαγκάρης τα έβαλε στο καλαπόδι και άρχισε τις χειρουργικές του εργασίες. Τα Μποτάκια βογκούσαν, τσίριζαν, φώναζαν. Στην αλήθεια δεν πονούσαν, και πάλι κορόιδευαν για να τους λυπηθούν τα υπόλοιπα παπούτσια. Όταν τέλειωσε και με τα τρία μποτάκια, τα άφησε προσεκτικά στο κάτω ράφι.
-Και τώρα ησυχία, δεν θα μιλήσετε ούτε θα γελάσετε για έναν μήνα, το καταλάβατε; Και μέχρι να περάσει ο καιρός, θα σκέφτεστε όσα έχετε κάνει στα υπόλοιπα παπούτσια που τόσον καιρό κοροϊδεύατε.
Τα Μποτάκια σώπασαν. Κοιτάχτηκαν μοναχά το ένα με το άλλο. Κατέβασαν τα μούτρα τους και άφησαν τον χρόνο να κυλάει. Το Αρβυλάκι με τον παππού-Μπότα αγκαλιάστηκαν.
-Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα από όσα σου έκαναν αυτά τα μποτάκια. Είναι ανώφελο να αναβιώνεις τις άσχημες εμπειρίες σου. Άκου τι σκέφθηκα το βράδυ, που κοιμόσουν. Θα σε επισκευάσει ο Τσαγκάρης, θα αναρρώσεις πλάι μου και όταν έρθει η ώρα να φύγουμε από εδώ, θα πάμε να σου γνωρίσω τα εγγονάκια μου, συμφωνείς;
Το Αρβυλάκι έμεινε με ανοιχτή τη σόλα. Έγιναν τόσα πολλά σε μία μόνο νύχτα. Το προηγούμενο απόγευμα όπως έκλαιγε στο πεζοδρόμιο, άκουσε τη φωνή του παππού-Μπότα και σήμερα τα μποτάκια, που τον έκαναν δυστυχισμένο, είχαν φυλακιστεί στο τσαγκαράδικο και το ίδιο είχε βρει μια ζεστή αγκαλιά. Ένιωθε απέραντη ευτυχία!
-Παππού-Μπότα, σου είμαι αληθινά ευγνώμων, χωρίς εσένα ακόμη θα έκλαιγα.
Απέφυγε να απαντήσει, αν θα ακολουθούσε τον παππού-Μπότα, δεν ήθελε να του αποκαλύψει πως δεν είχε οικογένεια να τον περιμένει. Ίσως να του το έλεγε πιο μετά, προς το παρόν το μόνο που ήθελε ήταν να νιώσει ασφάλεια και θαλπωρή.
-Αλήθεια, θα πονέσω παππού-Μπότα, όταν έρθει η σειρά μου να με γιατρέψει ο Τσαγκάρης;
Ο παππούς-Μπότας γέλασε.
-Όχι, βέβαια, ο Τσαγκάρης είναι ο καλύτερος από όλους τους τσαγκάρηδες του κόσμου, θα σε γιατρέψει και θα γίνεις το πιο όμορφο αρβυλάκι!
Ο παππούς-Μπότας και το Αρβυλάκι αγκαλιάστηκαν ξάνα και προσεκτικά, μη χαλάσει η συγκόλληση της σόλας του παππού. Τα μποτάκια τους λοξοκοίταξαν. Τώρα πια δεν μπορούσαν να κοροϊδέψουν ούτε να περιγελάσουν. Η αλήθεια είναι πως ζήλεψαν την αγάπη του παππού-Μπότα για το Αρβυλάκι και θα ήθελαν και αυτοί να έχουν πλάι τους έναν παππού να τους λέει παραμύθια το βράδυ πριν αποκοιμηθούν.

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Η ιστορία μιας κάμπιας

Στο κεντρικό πάρκο, στο μεγάλο πεύκο κατοικούσε ένα στράτευμα από 1000 και μία κάμπιες. Τέσσερα άσπρα σακουλάκια φιλοξενούσαν από 250 κάμπιες, το πέμπτο είχε την 1001-κάμπια μόνη, εξορισμένη, λόγω χαμηλότερης νοημοσύνης, όπως την χαρακτήρισαν. Χαμηλή νοημοσύνη, έκριναν στο τεστ, γιατί άκουγε μόνο δύο προστάγματα και κανένα άλλο. Ο Στρατηγός ξεκουραζόταν στο πιο ψηλό κλαδί και μόλις είχε τελειώσει το γεύμα του.
-Συνταγματάρχη! Ε, Συνταγματάρχη, δώσε διαταγή στο στράτευμα, κατεβαίνουμε απόψε στο έδαφος, είπε ο στρατηγός.
-Απόψε; Γιατί απόψε; ρώτησε απορημένος ο Συνταγματάρχης.
-Τολμάς να ρωτάς τον Στρατηγό; Γιατί το λέει ο Στρατηγός. Γρήγορα, δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, απόψε θα έχει ωραία βραδιά, είπε ο Στρατηγός και τεντώθηκε να ξεμουδιάσει.
-Μάλιστα Στρατηγέ, απάντησε ο Συνταγματάρχης και έτρεξε να οργανώσει το στράτευμα.
Οι κάμπιες παρατάχθηκαν στη γραμμή τους, αλαφιασμένες, μουδιασμένες, απορημένες, ενοχλημένες, βαριεστημένες και φανερά κατσούφες με την ξαφνική απόφαση του Στρατηγού. Είχαν μάθει όμως να είναι υπάκουες στις εντολές του.
-Προσοχή! Έδωσε την εντολή ο Συνταγματάρχης.
Τέντωσαν με μιας όλες οι κάμπιες το σώμα τους, τέντωσε το κορμί της η 1001-κάμπια.
-Ανάπαυσις! Έδωσε την επόμενη εντολή ο Συνταγματάρχης.
Καμπούριασαν το σώμα τους οι κάμπιες, καμπούριασε το σώμα της και η 1001-κάμπια.
-Απόψε θα κατεβούμε στο έδαφος, θα επιτεθούμε σε ανθρώπους και ζώα, ακούσατε; πρόσταξε αυταρχικά ο Συνταγματάρχης, έχοντας στο πλευρό του τον Λοχαγό και τον Λοχία.
-Για αυτό τον λόγο θα παραταχτείτε σε μία γραμμή και θα περπατάτε με ενωμένα το κεφάλι με την ουρά της μπροστινής. Καταλάβατε; Έδωσε την περιγραφή ο Λοχίας.
Οι κάμπιες κατάλαβαν, θα περπατούσαν η μία μετά την άλλη, ενωμένα κεφάλια με ουρά της μπροστινής. Η 1001-κάμπια δεν κατάλαβε. Αυτή εξάλλου άκουγε μόνο στην προσοχή και την ανάπαυση. Και συνέχιζε να τεντώνει και να κυρτώνει το σώμα της. Οι άλλες κάμπιες αδιαφορούσαν με τα καμώματά της, γνώριζαν την περιορισμένη σκέψη της και δεν έδιναν σημασία στην μικρή αντίληψή της.
-Εμπρός, μαρς! Ξεκινάμε!
Ο Συνταγματάρχης μπροστά, Λοχίας και Λοχαγός πιο πίσω και χίλιες και μία κάμπιες περπατούσαν στην κάθοδο για το έδαφος. Ο κορμός του μεγάλου πεύκου ήταν μεγάλος, είχε αυλακιές, που καμία κάμπια δεν είχε προσέξει μέχρι τώρα. Ο Στρατηγός παρέμεινε στο ψηλότερο κλαδί του πεύκου. Αγνάντευε τα πλατάνια και τα έλατα και λαχταρούσε να έρθει το βράδυ να ανάψουν τα φώτα στο πάρκο, να δει τις κάμπιες να φωσφορίζουν το έδαφος.
Η στρατιά συνέχιζε να κατεβαίνει, με τις κάμπιες να κυρτώνουν και να τεντώνουν το κορμί τους και τη 1001-κάμπια να επαναλαμβάνει στο μυαλό της τις δυο διαταγές, προσοχή, ανάπαυσις. Κάποια στιγμή ο Συνταγματάρχης φώναξε:
-Λευκή αυτοκόλλητη κορδέλα μπροστά μας! Περιμένουμε νέα διαταγή από Στρατηγό.
Και όλες μαζί οι κάμπιες κοκάλωσαν. Η 1001-κάμπια όμως δεν κατάλαβε το πρόσταγμα και συνέχιζε να περπατάει και να επαναλαμβάνει στο μυαλό της τις δυο διαταγές, προσοχή, ανάπαυσις, προσοχή, ανάπαυσις. Για να μη πέσει στις χίλιες μπροστινές της κάμπιες, έπεσε στο διπλανό λούκι του κορμού και συνέχιζε να καμπουρώνει και να ισιώνει το κορμί της. Προσπέρασε την 1000-κάμπια, την 999-κάμπια, την 998-κάμπια, μέχρι που έφτασε στην 1-κάμπια. Συνέχισε, προσοχή, ανάπαυσις και κοίταξε ψηλά. Είδε την άσπρη κορδέλα και συνέχισε να έρπει, καθώς τίποτα δεν  εμπόδιζε την πορεία της. Ο Συνταγματάρχης τη ρώτησε:
-Πού πας εσύ; Γιατί δεν είσαι στη σειρά σου;
Μα η 1001-κάμπια δεν αποκρίθηκε. Όλες οι κάμπιες την κοιτούσαν. Μα τι κάνει, η άμυαλη, η χαζούλα, αυτή που δεν καταλαβαίνει παρά δύο εντολές; έλεγαν η μια στην άλλη.
-Άμυαλη, εγώ; Απάντησε η 1001-κάμπια. Εγώ μπορεί να ακούω και να καταλαβαίνω μόνο δύο διαταγές, προσοχή και ανάπαυσις, αλλά όμως είμαι παρατηρητική. Καμιά σας δεν πρόσεξε πως το μεγάλο πεύκο έχει έναν κορμό γεμάτο λούκια και αν βρούμε ένα εμπόδιο στο δρόμο μας, όπως αυτή η άσπρη, γυαλιστερή κορδέλα, μπορούμε να αλλάξουμε πορεία και να ακολουθήσουμε ένα άλλο λούκι.
Οι κάμπιες από την 1 έως την 1000 την κοιτούσαν άναυδες. Αλήθεια, αυτό δεν το είχαν σκεφτεί. Η 1001-κάμπια δεν είπε τίποτα άλλο. Συνέχισε την πορεία της, προσπέρασε και τον Συνταγματάρχη, τον Λοχαγό και τον Λοχία. Όταν η 1001-κάμπια ακούμπησε στο έδαφος, οι υπόλοιπες κάμπιες περίμεναν ακόμη να ακούσουν την εντολή του Συβνταγματάρχη που θα έπαιρνε εντολή από τον Στρατηγό για να αλλάξουν λούκι. Και αυτός κοιτούσε ψηλά, τον Στρατηγό που αγνάντευε και δεν είχε χρόνο να σκεφτεί και να αποφασίσει. Περίμενε να δει τα φώτα να φωτίσουν τα πλατάνια και τους κέδρους, είχε χαθεί στις σκέψεις του και την αναμονή να δει το στράτευμα να επιτίθεται σε ζώα και ανθρώπους. Και ο Συνταγματάρχης είχε εντολή από τον Στρατηγό ποτέ να μην τον ενοχλεί αυτές τις στιγμές χαλάρωσης. Κι έτσι οι χίλιες κάμπιες, ο συνταγματάρχης κι ο λοχίας έμειναν ακίνητοι να περιμένουν το πρόσταγμα του αφηρημένου Στρατηγού κι η 1001 κάμπια απολάμβανε την έξοδό της στο έδαφος.

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Το κόκκινο φουρφούρι


Κατερίνη, Μάρτιος 2009

Ψάχνω το κόκκινο φουρφούρι, μα δεν το βλέπω πουθενά. Της είχα πει της Μαίρης να μου φέρει το τελευταίο που είχα φτιάξει, πριν με φέρουν σε τούτο το ψυχιατρείο, αλλά δεν θυμάμαι αν τελικά το έφερε. Θέλω να το κρατήσω στα χέρια μου. Ήταν το καλύτερο μου. Ήταν κόκκινο και το πιο γρήγορο από όλα τα φουρφούρια. Όπως τότε που ήμουν μικρός και έτρεχα με ένα κόκκινο φουρφούρι στο χέρι, μαζί με τους φίλους μου δίπλα στον καταρράκτη. Καθόμασταν όλα μαζί τα παιδιά και τα φτιάχναμε από σκληρό χαρτί. Τα χρωματίζαμε μόνοι μας, ζωγραφίζαμε ό,τι παραστάσεις θέλαμε και έτσι όπως στροβίλιζαν, δημιουργούσαν ένα υπέροχο μίγμα χρωμάτων.
Εκείνο το ξεχωριστό κόκκινο φουρφούρι, το είχα φτιάξει με όλη την τέχνη μου. Είχα την ατυχία όμως να μην προσέξω και έπεσε στο ποτάμι. Έκλαιγα όλη την υπόλοιπη μέρα. Η μητέρα μου με παρηγόρησε, λέγοντάς μου πως ακόμη κι αν έπεσε στο ποτάμι, ακόμη και αν καταλήξει στον καταρράκτη, ακόμη κι αν τσακιστεί, θα έχει κάνει το ταξίδι του. Ήμουν όμως μικρός και δεν καταλάβαινα καλά καλά το νόημα των λόγων της. Η σκέψη μου ήταν στο κόκκινο φουρφούρι, που δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά. Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναέφτιαξα φουρφούρια, παρά μόνο τώρα, που γέρασα. Δηλαδή μέχρι πριν λίγους μήνες, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν νιώθω πως έχω πολλές ακόμη μέρες ζωής.
Η Μαίρη, η μικρή μου κόρη, όπως και κανένας άλλος, δεν το γνωρίζει αυτό. Ίσως για αυτό δεν με κατανοούσε πέρυσι που έφτιαχνα τόσα πολλά φουρφούρια. Ήθελα να γίνω πάλι παιδί. Να κάνω τόσα φουρφούρια, όσα δεν έκανα από τότε που έχασα το καλύτερό μου στο ποτάμι. Και κατάφερα και έφτιαξα πολλά κι ας κουραζόμουν. Άντεχα. Η Μαίρη διαμαρτυρόταν ότι πρέπει να κοιμάμαι, όμως εμένα δεν με ένοιαζε. Εκείνες τις ώρες ήμουν μόνο εγώ, τα φουρφούρια μου, οι παιδικοί μου φίλοι, η Έδεσσα, οι καταρράκτες, η μητέρα μου. Τώρα όλα τα φουρφούρια μου θα είναι τοποθετημένα στο μπαλκόνι της Μαίρης. Θα σβουρίζουν με τον αέρα και η Μαίρη με το Χρήστο θα τα χαζεύουν. Και ο κόσμος που περνάει τα θαυμάζει, μου το είπε μια μέρα η Μαίρη. Κάποιος είπε ότι είναι το μπαλκόνι με τα φουρφούρια. Χαίρομαι για αυτό. Γιατί ακόμη και αν σταματήσω να αναπνέω, αυτά θα στροβιλίζουν.

Ο παππούς γύρισε προς το παράθυρο. Κοίταξε προς τα έξω και είδε τον εαυτό του μικρό, να τρέχει δίπλα στο ποτάμι, να πέφτει στο νερό μαζί με το κόκκινο φουρφούρι του. Κάποια στιγμή ένιωσε πιο ανάλαφρος, σαν να έπεφτε με τα νερά του καταρράκτη στο κενό. Αφέθηκε. Τί και αν τσακιζόταν; Είχε κάνει το ταξίδι του. Άφησε την τελευταία του εκπνοή. Και ήταν η εκπνοή αυτή, ίδια με εκείνη που είχε δώσει στο κόκκινο φουρφούρι του λίγο πριν του πέσει στο ποτάμι, τότε που ήταν μικρός. Ένα απαλό φύσημα για να γυρίσουν τα πτερύγιά του.
Τα φουρφούρια στο μπαλκόνι της Μαίρης συνέχιζαν να σβουρίζουν. Ένα μόνο σταμάτησε, το κόκκινο, το πιο γρήγορο. Σταμάτησε για λίγο, είπε "αντίο" στον παππού και μετά ξεκίνησε να σβουρίζει και πάλι.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκεπάρνι

Όλη μέρα, μέσα στο δάσος, έκοβε ξύλα, αφαιρούσε κλαδιά, δούλευε χωρίς σταματημό. Στο χωριό γυρνούσε αργά το απόγευμα. Ούτως ή άλλως δεν τον περίμενε κανένας στο σπίτι του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει στη γέννα του παιδιού που με τόση λαχτάρα περιμένανε. Το σκεπάρνι από τότε είχε γίνει η προέκταση του χεριού του. Το είχε αγοράσει, από έναν πλανόδιο γύφτο, λίγο πριν γεννήσει η γυναίκα του, για να μην τους λείψουν τα κούτσουρα και να ζεσταίνεται το μωρό τους. Όμως η γυναίκα του πέθανε λίγο πριν τον τοκετό από μια επιπλοκή και το μωρό δεν γεννήθηκε ποτέ. Έτσι, ο άτυχος ξυλοκόπος δεν είχε λόγο να βρίσκεται στο σπίτι του. Βέβαια δεν είχε και λόγο να κόβει όλη μέρα ξύλα. Όμως αυτό δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ήθελε να βρίσκεται εκεί, στο δάσος, ανάμεσα στα δένδρα, ανάμεσα στα κούτσουρα. Έκοβε μέτριου πάχους κορμούς, τους τεμάχιζε σε κούτσουρα και τα στοίβαζε στην άκρη. Ύστερα προχωρούσε παραπέρα. Συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο, μέχρι να περάσει η ώρα, να πάει αργά το απόγευμα και να γυρίσει στο σπίτι του. Έβαζε το σκεπάρνι του στον ώμο και έπαιρνε τον κατήφορο. Αρνιόταν πεισματικά να κουβαλήσει έστω και ένα κούτσουρο σπίτι του για να ζεσταθεί. Τον χειμώνα τον έβγαζε με πολλές φλοκάτες και με ζεστό τραχανά. Δεν τον ένοιαζε το κρύο. Ούτε που καταλάβαινε πως κρύωναν οι πατούσες του, το βράδυ όταν κοιμόταν.
Οι χωρικοί ήξεραν τη στεναχώρια του. Φόρτωναν τα κούτσουρα στα γαϊδούρια και τα μετέφεραν στα σπίτια τους. Αυτά καίγονταν στα τζάκια, αργά αργά, δίνοντας ζέστη και θαλπωρή, με τα παιδάκια τους να ψήνουν κάστανα στην άκρη. Ο ξυλοκόπος είχε γίνει ο ήρωάς τους. Ήταν ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκερπάνι, έτσι τον φώναζαν, ή καλύτερα τον σχολίαζαν αναμεταξύ τους. Έκοβε ξύλα για όλο το χωριό και οι χωρικοί είχαν κάθε μέρα έτοιμα κούτσουρα για καύση. 
Κάποια στιγμή ένας χωρικός σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ανταποδώσουν την καλοσύνη στον ξυλοκόπο. Μάζεψε και άλλους χωρικούς και όλοι μαζί συζητήσανε τι θα μπορούσαν να κάνουν. Σκέφτονταν, σκέφτονταν, αλλά δεν μπορούσαν να αποφασίσουν. Ο ξυλοκόπος ήταν αρκετά παράξενος και ιδιόρρυθμος μετά το χαμό της γυναίκας και του αγέννητου παιδιού του.
Ο πιο γέρος από τους χωρικούς σκέφτηκε να του προτείνανε να γίνει ο άρχοντας του χωριού τους. Αφού είναι τόσο πονόψυχος, θα έκανε πολλά έργα ως άρχοντας, σκέφτηκε. Οι υπόλοιποι δέχτηκαν και αποφασίσανε να τον επισκεφτούν ένα βράδυ, όταν θα γύριζε από το βουνό. Έτσι και έγινε. Τον επισκέφθηκαν την ώρα που έτρωγε τον συνηθισμένο του γλυκό τραχανά. Το σπίτι ήταν παγωμένο. Πρώτος ο πιο γέρος, αυτός που είχε την ιδέα, μίλησε στον ξυλοκόπο. Του είπε πόσο τον εκτιμούν όλοι στο χωριό, πόσο μεγάλη είναι η προσφορά του στους κατοίκους με τα ξύλα που κόβει και πως τα παιδάκια δεν υποφέρουν από το κρύο, καθώς τα τζάκια είναι πάντα αναμμένα. 
Ο ξυλοκόπος ήταν αρκετά σαστισμένος. Δεν είχε συνηθίσει να υποδέχεται κόσμο στο σπίτι του. Έπειτα δεν ένιωθε πως έκανε κάτι παραπάνω από έναν συνηθισμένο άνθρωπο. Έκανε αυτό που τον ευχαριστούσε. Το να είναι άρχοντας δεν τον συγκινούσε. Δεν ήξερε γράμματα και δεν ήξερε πώς να φερθεί ως άρχοντας. Ωστόσο η επιτροπή του χωριού ήταν αρκετά πιεστική και αναγκάστηκε να δεχτεί. Ξεπροβόδισε τους χωρικούς έως την πόρτα και έπειτα χώθηκε κάτω από τη φλοκάτη του να ζεσταθεί.
Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Στριφογυρνούσε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν και στριφογυρνούσε. Είχε δώσει την υπόσχεσή του και δε γινόταν να πάρει το λόγο του πίσω. Το πρωί θα τον περίμεναν στο αρχοντικό του χωριού. Τα δένδρα του δάσους θα τον περίμεναν και αυτά. Δεν ήξερε ποιον να προδώσει. Τους κατοίκους του χωριού ή τα δένδρα. Τους κατοίκους που τόσα χρόνια δεν τον έδιναν ιδιαίτερη σημασία ή τα δένδρα που τα μιλούσε και  έλεγε τον πόνο του, που ακόμη και αν τα πλήγωνε, όταν τα έκοβε, αυτά συνέχιζαν να τον αγαπούν. Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Μέχρι που χάραξε. 
Σηκώθηκε και με αργά βήματα πήρε το σκεπάρνι του. Βγήκε από το σπίτι. Το σκεπάρνι το είχε στον ώμο του, όπως πάντα. Αν έστριβε από την αυλόπορτα αριστερά, ο δρόμος θα τον έβγαζε στο αρχοντικό. Αν έστριβε δεξιά, ο δρόμος θα τον έβγαζε στο δάσος. Κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Ξανακοντοστάθηκε. Ξανασκέφτηκε. Διόρθωσε το σκεπάρνι στον ώμο του. Το στήριξε καλύτερα. Και έγειρε το σώμα του προς τα δεξιά. Η ανηφόρα τον περίμενε. Το δάσος ήταν εκεί. Ξεκίνησε με λαχτάρα να φτάσει στα αγαπημένα του δέντρα. Όταν έφτασε στο μέρος που είχε αφήσει την προηγουμένη μέρα τα κούτσουρα και από εκεί θα συνέχιζε το κόψιμο, δεν σταμάτησε. Συνέχιζε να βαδίζει. Βάδιζε, ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα, ανάμεσα σε ακανθώδεις θάμνους. Τα πόδια του δεν σταμάτησαν να βαδίζουν παρά μόνο όταν έφτασε σε ένα ξέφωτο…
Οι χωρικοί από την πλευρά τους περίμεναν τον ξυλοκόπο να έρθει στο αρχοντικό, αλλά ο ξυλοκόπος δεν εμφανίστηκε. Όταν πέρασε η μέρα και έφτασε το απόβραδο, όλοι κατάλαβαν ότι ο ξυλοκόπος αθέτησε την υπόσχεσή του. Οι μέρες κύλησαν και ο ξυλοκόπος ήταν άφαντος. Οι μήνες ξανακύλησαν και ο ξυλοκόπος ήταν ακόμη άφαντος. Όλοι απορούσαν τί απέγινε. Το καλοκαίρι, σε μια εκδήλωση του νέου άρχοντα στο δάσος, σε ένα ξέφωτο, ένα παιδάκι εκεί όπου έπαιζε, βρήκε ένα ξυλόγλυπτο. Φώναξε τη μαμά του και τους υπόλοιπους να δουν τον κορμό του δέντρου που παρίστανε μια γυναικεία φιγούρα. Όλοι έτρεξαν και αντίκρισαν το ξυλόγλυπτο. Ήταν μια μάνα που κρατούσε ένα βρέφος στην αγκαλιά της. Όλοι δάκρυσαν. Κατάλαβαν. Δεν χρειάστηκε να σχολιάσουν τίποτα.
Το επόμενο καλοκαίρι, ο νέος άρχοντας του χωριού εγκαινίασε στο ξέφωτο του δάσους ένα άγαλμα που παρίστανε έναν ξυλοκόπο με ένα σκεπάρνι στον ώμο. Το άγαλμα έστεκε δίπλα στο ξυλόγλυπτο, που παρίστανε τη μάνα με το βρέφος και που είχε σκαλίσει με τόση αγάπη ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκεπάρνι.

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Τα τούνελ



Ήταν όμορφα τότε που έτρεχα στους σιταγρούς και κρυβόμουν στα πράσινα στάχυα. Τότε, που, ελεύθερος, αφηνόμουν στον χρόνο και κούρνιαζα μέσα στο κρησφύγετό μου, την κρυψώνα μου. Το πράσινο σκουλήκι με περίμενε κάθε φορά στο ίδιο στάχυ, να του μιλήσω, να το χαϊδέψω, να του πω τα μυστικά μου. Μασουλούσε το φυλλαράκι που του πρόσφερα, λίγο μαρούλι από τον κήπο της γιαγιάς, και παρακολουθούσε με τεντωμένες τις κεραίες του, σαν να μην ήθελε να χάσει τις λεπτομέρειες της αφήγησης. Όταν έφευγα, του έδινα την υπόσχεση ότι θα το επισκεπτόμουν ξανά, την επόμενη Κυριακή. «Θα δεις, ο χρόνος θα κυλήσει γρήγορα και θα ξανάρθω να σε βρω!» του ’λεγα και του ξανά ’λεγα κάθε φορά που το αποχαιρετούσα και έπειτα πάγωνε για μένα ο χρόνος, όταν επέστρεφα στο σπίτι μου.

Το τοπίο έκλεβε τη ματιά του και τον οδηγούσε σε αναμνήσεις που πεισματικά αρνιόταν, χρόνια τώρα, να φέρει στο μυαλό του. Το τρένο έτρεχε πάνω στις ράγες βιαστικό, στον δικό του αγώνα να φτάσει στον προορισμό του χωρίς καθυστερήσεις. Οι επιβάτες έψαχναν εναγωνίως τη θέση τους να τακτοποιηθούν και έπειτα μετρούσαν αντίστροφα τον χρόνο, μέχρι τη στάση όπου θα κατέβαιναν, το ίδιο αγχωμένοι, με τις τσάντες σφιχτά κρατημένες. Ένα σφύριγμα συνθηματικό ακούστηκε από τη μηχανή του τρένου και οι ηλιαχτίδες υπακούοντας την προσταγή, εξαφανίστηκαν μεμιάς.

Πρώτο τούνελ. Το τζάμι αντανακλούσε σαν καθρέφτης το είδωλό του. Το βλέμμα, στραμμένο προς το παράθυρο, ήρθε αντιμέτωπο με το πρόσωπό του. Προσπάθησε να κοιτάξει πέρα από το τζάμι και να δει πίσω από αυτό, όπως πριν που απολάμβανε το γνώριμο τοπίο. Ήταν αδύνατον. Δεν του επιτρεπόταν τίποτε πέρα από την αντανάκλαση του ειδώλου του. Η ματιά του πάλευε μάταια να διαπεράσει το τζάμι, να δει πιο πίσω, τον μαύρο τοίχο της στενής σήραγγας. Ένιωσε τα χέρια του να παγώνουν και τον χρόνο να έχει σταματήσει, αρνούμενο πεισματικά να συνεχίσει το αέναο ταξίδι του. Αναζητούσε απεγνωσμένα το προηγούμενο, οικείο τοπίο. Ήθελε να συνομιλήσει με το σκουλήκι του. Ένα συνθηματικό σφύριγμα ξανά και οι ηλιαχτίδες κατέκλυσαν και πάλι το βαγόνι.

Τα στάχυα. Αυτά μονάχα θέλω να βλέπω. Ομοιότητα στην μορφή, στην ανάπτυξη, στους στόχους. Ως και οι έγνοιες τους είναι ίδιες: να βρέξει για να ξεδιψάσουν, να ψηλώσουν, να γεμίσουν οι κόκκοι τους. Δεν έχουν τίποτε να σκεφτούν, τίποτε να τους βασανίζει. Ούτε τα σκουλήκια τούς φοβίζουν. Δεν αποκαρδιώνονται, όταν αυτά πεινασμένα ορμάνε στα φύλλα τους να τα γεμίσουν τρύπες ασύμμετρες. Ούτε που νιώθουν ορφανά. Δεν έχουν γονείς να τα φροντίζουν ούτε αδέλφια. Όλα αγνώστου πατρός, μεγαλώνουν με τη φροντίδα του γεωργού και την αγάπη του Θεού. Παρέα με τα σκουλήκια, τον άνεμο, τη βροχή.

 Δεύτερο τούνελ. Οι ηλιαχτίδες αποσύρθηκαν και πάλι στην προσταγή του σφυρίγματος. Προσπάθησε ν’ απομακρύνει το βλέμμα του από το παράθυρο για ν’ αποφύγει το είδωλό του, αλλά τ’ αντανακλαστικά του τον πρόδωσαν. Σαν μαγνήτης το τζάμι τράβηξε τη ματιά του. Αναζητούσε απεγνωσμένα λίγο φυσικό φως. Ασφυκτιούσε. Έτρεμε. Ένιωθε να φτάνει στα όριά του, ένιωθε το είδωλο του προσώπου να μεταμορφώνεται σε δύο μορφές που τον κυρίευαν και δεν του αφήναν οξυγόνο ν’ ανασάνει. Αναγνώρισε τα μάτια του πατέρα του. Μεγάλα, εκφραστικά, αυστηρά. Κοίταξε πιο χαμηλά και αναγνώρισε τα χείλη της μητέρας του. Σφιχτά, ερμητικά κλειστά. Μάτια και χείλη. Μάτια πατρικά που ποτέ δεν τον κοίταξαν τρυφερά, χείλη που ποτέ δεν τον χόρτασαν μητρική αγάπη. Το βλέμμα του προτίμησε να εστιάσει στα χείλη. Η θύμηση της μάνας του απάλυνε την καρδιά του. Η τρυφεράδα που είχε μέσα της εκφραζόταν μοναχά με ένα φιλί που του ’δινε, πριν ξεκινήσει για το σχολείο. Αυτό όμως δεν του αρκούσε. Ήθελε κι άλλα, ήθελε πολλά. Το περισσότερο χάδι ήταν απαγορευμένο από τον πατέρα του. «Είναι παιδί» έλεγε και ξανάλεγε «όχι κορίτσι». Τα χείλη στο τζάμι μειδίασαν και του ’παν λόγια αγάπης, χρόνια ναυαγισμένα στον βαθύ ωκεανό που τους χώριζε. Ευφράνθηκε η ψυχή του κι αυθόρμητα της χαμογέλασε. Ξανοίχτηκε για πρώτη φορά η ψυχή της, του χαμογέλασε κι εκείνη. Πρόλαβε να φυλάξει στον κόρφο του το χαμόγελό της, λίγο πριν το έντονο φως του ήλιου την διώξει από μπροστά του.

«Αν είχαν τα στάχυα γονείς, θα ήταν διαφορετική η ζωή τους; Θα τους έκαναν ποτέ οι γονείς τους να κλάψουν; Θα τους τραβούσαν τα φύλλα να πονέσουν;» Το πράσινο σκουλήκι ποτέ δεν μου αποκρίθηκε. Όσο και αν επέμενα να του πάρω μιαν απάντηση, αυτό μονάχα μασουλούσε. Και τότε, ίσως για να το βοηθήσω να καταλάβει, του έδειξα τους μώλωπες στην πλάτη μου. Τρόμαξε. Έμεινε αποσβολωμένο, με το μαρούλι στο στόμα, το μαλακό του σώμα, όλο και όλο ένας κύκλος, να με κοιτάζει. Σίγουρα θα είχε στενοχωρηθεί, γι’ αυτό αποφάσισα να μην του ξαναδείξω τα σημάδια μου. Βέβαια την άλλη Κυριακή που το επισκέφθηκα και το δεξί μου μάτι είχε μια μεγάλη μελανιά, δεν μπορούσα να του κρυφτώ. Εκείνη την Κυριακή δεν έφαγε καθόλου μαρούλι.

Τρίτο τούνελ. Σκοτάδι ξανά. Αναζήτησε τη μητέρα του, τα χαμογελαστά χείλη και τα ζεστά της λόγια. Όμως οι ηλιαχτίδες διέρρηξαν τον κόρφο του, άρπαξαν το μητρικό χαμόγελο που δεν πρόλαβε να γευθεί και δραπέτευσαν από τα παράθυρα. Κοίταξε τα χείλη της και τα ’δε πάλι σφραγισμένα. Ανησύχησε. Και τότε άκουσε έναν ψίθυρο να του λέει «φύγε». Πρόσεξε τα χείλη και τα είδε να κινούνται: «φύγε, φύγε, φύγε». Του το ’χε πει το τελευταίο βράδυ, με μάτια μελανά και πρόσωπο κλαμένο. «Φύγε να σωθείς» του ψιθύρισε και βγήκε από την κάμαρά του. Ακολούθησε ο πατέρας του. Τράβηξε τη ματιά του πάνω του. Τράβηξε και το λουρί από το παντελόνι. Και για να υπομείνει τον πόνο, φώναζε μέσα του «φύγε να σωθείς». Το φώναζε για τη μάνα του που ’θελε να τη σώσει από τον βασανιστή της, όμως αυτή δεν τον άκουσε ποτέ της. Ακόμη και αν τον άκουγε όμως, δεν θα ’φευγε. Κι αυτός το ’ξερε. Αποδέχθηκε μέσα του τη μητρική προτροπή από ’κείνη κιόλας τη βραδιά. Θα ’φευγε για πάντα. Χωρίς επιστροφή. Κλείδωσε την εικόνα της μέσα του για να την προστατέψει από την απότομη εισβολή του φωτός.

«Θα φύγω, το καταλαβαίνεις; Θέλεις να έρθεις μαζί μου; Να, κοίτα, θα σε βάλω σ’ αυτό το σπιρτόκουτο και θα πάμε στην Αυστραλία. Όχι, στην Αμερική δεν πάμε. Στην Αυστραλία είναι πιο μακριά, το ταξίδι είναι πιο μεγάλο, δεν θα μας βρούνε ποτέ. Είναι όμορφα εκεί, θα δεις. Θα έχει και εξωτικά σκουλήκια να κάνεις παρέα! Έλα, πες μου το ναι!» Ποτέ δεν μου το είπε και ποτέ δεν ξανάφαγε μαρούλι. Από ’κείνη την Κυριακή που με είδε με πρησμένο μάτι κι έπειτα, με τα δυσάρεστα νέα της αναχώρησής μου, στενοχωρήθηκε, μέχρι που του κόπηκε η όρεξη για πάντα. Έτσι θεωρούσα τουλάχιστον. Ήθελα κάποιος να υποφέρει για μένα. Το πήρα στη χούφτα μου. Το σήκωσα ψηλά να δει τον κόσμο, τα βουνά απέναντι, το τρένο, που γέμιζε καπνούς τον αέρα κι ύστερα σφύριζε και χανόταν μέσα στο τούνελ. Αυτό όμως δεν ήθελε να κοιτάξει. Ήθελε να μείνει στη γη, στο χώμα. Δεν ήθελε να αλλάξει τη ζωή του όπως εγώ. «Δεν μπορώ να σε περιμένω, θα φύγω. Εσύ είσαι ένα σκουλήκι της γης, εγώ δεν ξέρω τί είμαι. Θέλω να δω τί κρύβεται πίσω από το τούνελ, ποιος κόσμος ξεπροβάλλει πίσω από αυτό. Θα μου λείψεις».

Τέταρτο τούνελ. Είχε μόλις επιστρέψει από το σχολείο και στο άνοιγμα της πόρτας πόνεσε αντικρίζοντας, γι’ άλλη μια φορά, τα σφιγμένα της χείλη, τα μελανά της μάτια, την ωχρή της όψη. Προφασίστηκε ότι ξέχασε την πλάκα της ορθογραφίας στο σχολείο. Ο χρόνος σταμάτησε. Πριν λίγες μέρες τον παρότρυνε να φύγει, κι όμως, δεν περίμενε πως ο «διωγμός» που σιγοψιθύρισε στο παιδί της θα λάβαινε χώρα τόσο σύντομα. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ο πατέρας του απουσίαζε. Έκλεισε την πόρτα και έφυγε τρέχοντας, φορώντας, τη μία πάνω στην άλλη, δύο αλλαξιές ρούχα, κρατώντας στο χέρι ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έχοντας τον χρόνο αντίπαλό του, σε έναν αγώνα δρόμου το οποίον έπρεπε να κερδίσει ώστε να βρεθεί πιο μπροστά από τα γεγονότα που θ’ ακολουθούσαν. Η κουρτίνα της κουζίνας κουνήθηκε για δευτερόλεπτα και πήρε την ανάσα και τα δάκρυα της μητέρας του. Στη στροφή γύρισε και είδε τη φιγούρα της, που απέμεινε να τον κοιτάζει να χάνεται στο δρόμο και η εικόνα του να μικραίνει συνεχώς. Έτρεχε και τα λόγια της μητέρας του, που βγήκαν με όλη την αγάπη που του είχε, τον ακολουθούσαν στο μακρινό ταξίδι του: «η Παναγιά μαζί σου». Οι εξόριστες ηλιαχτίδες, μετανιωμένες για την προηγούμενη αρπαγή, επανήλθαν ως προστάτιδες δυνάμεις πλημμυρίζοντας το βαγόνι φως. Χαλάρωσε.

Πέρασα μια τελευταία φορά από τα στάχυα. Δε θα ’φευγα χωρίς να αποχαιρετήσω το σκουλήκι μου. Το ’ψαξα παντού, αλλά δεν το βρήκα πουθενά. Αναρωτιόμουν πού θα μπορούσε να ’χε πάει. Ήταν Τετάρτη και μάλλον δε θα με περίμενε. Μια παράξενη μυρωδιά φαρμάκου απλώθηκε στον αέρα, φέρνοντάς μου αδιαθεσία στο στομάχι. Άφησα καταγής ένα μαρουλάκι που είχα στην τσέπη μου. Ήταν μαραμένο, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα ευχαριστιόταν αν το έβλεπε. Του άφησα και το ψωμί με το τυρί. Δεν είχα άλλο χρόνο. Ένιωθα τον πόνο από το βαρύ χέρι του πατέρα μου όπως θα χειροδικούσε πάνω μου αν μ’ έβρισκε ξαπλωμένο στα στάχυα. Έφυγα τρέχοντας, χωρίς να κοιτάζω προς τα κάτω, χωρίς να κοιτάζω προς τα πίσω. Δεν μ’ ένοιαζε αν πατούσα τα στάχυα, τ’ αγριόχορτα, τ’ άλλα σκουλήκια. Δεν ήθελα να κοιτάξω ξανά το χωριό. Έτρεχα κι έβλεπα το τρένο που σφύριζε, δηλώνοντας την άμεση αναχώρηση από τον σταθμό. Οι ατσαλένιες ρόδες του τρένου είχαν αρχίσει να διαγράφουν τους πρώτους κύκλους. Ο χρόνος στάθηκε πάλι αντίπαλός μου. Έπρεπε να κυλήσει αργά για να προλάβω να ανέβω, ως λαθρεπιβάτης, στο μέσο που θα μ’ έπαιρνε μακριά από τους δικούς μου. Πήδηξα μ’ όση δύναμη μου ’χε απομείνει και γραπώθηκα από την πόρτα.

Πέμπτο τούνελ. Οι ηλιαχτίδες εξοστρακίστηκαν και πάλι. Το σφύριγμα αυτή τη φορά ήταν μακρύ, προμηνύοντας το μεγάλο μήκος της σκοτεινής σήραγγας. Κοίταξε πιο πάνω, τα μάτια του πατέρα του. Πρώτη φορά τολμούσε να σταθεί απέναντί τους. Πρώτη φορά που έστεκε μπροστά τους χωρίς να τα φοβάται. Εκείνο το μητρικό χαμόγελο στο τζάμι τα είχε κάνει όλα, του ’δωσε δύναμη. Σαν τον άντρα προστάτη των αδικημένων, ύψωσε το κορμί του. Αναρωτιόταν, αν τότε που ήταν μικρός ενθαρρυνόταν από ένα χαμόγελο της μητέρας του και ανόρθωνε το ανάστημά του, θα ’ταν άραγε τώρα διαφορετική η ζωή του; Ίσως, αν μεγάλωνε λίγο ακόμη, αν το μπόι του έφτανε αυτό του πατέρα του, ν’ άλλαζαν τα πράγματα στο σπίτι. Το πατρικό βλέμμα γλύκανε, λες και αφουγκράστηκε τις σκέψεις του παιδιού που άσπλαχνα χτυπούσε. Γραμμές ακτινωτές πλαισίωσαν τα μάτια του. Φωτίστηκε το πρόσωπο από χαρά και ζήτησε να του πει το πώς και το γιατί της ξαφνικής φυγής του. 

Κρυμμένος στο τελευταίο βαγόνι, με το πρόσωπο κολλημένο στη χαραμάδα που άφηνε η πόρτα, προσπαθούσε να δει τον έξω κόσμο, αυτόν που άφηνε πίσω του και αυτόν που τον περίμενε. Τα τούνελ διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο. Το φως με το σκοτάδι εναλλάσσονταν και αυτός μετρούσε υπομονετικά τις εναλλαγές. Όμως το σκουλήκι που δεν αποχαιρέτησε, η μάνα του που δεν τον φίλησε, ο πατέρας του που θα γυρνούσε το βράδυ και θα μάθαινε για την εξαφάνισή του, εικόνες και σκέψεις ανάκατες, δεν τον επέτρεψαν να συγκεντρωθεί στο μέτρημα. Οι στάσεις του τρένου ήταν πολλές όπως και η αγωνία μην τον ανακαλύψουν και ανατρέψουν το σχέδιο της Αυστραλίας. Μέχρι τότε ο κόσμος του όλος ήταν το ’να βουνό ίσαμε τ’ άλλο. Τώρα, ξεπρόβαλλε στα μάτια του ένας κόσμος με πολλά βουνά, λαγκαδιές, κοιλάδες, ποτάμια ορμητικά και στο τέλος μια απέραντη πεδιάδα. Στην τελευταία στάση το ξεφύσημα το τρένου και ο ήχος των φρένων, του ’δωσαν να καταλάβει πως είχε φτάσει στην Αθήνα. Από ’κει και πέρα θ’ άφηνε το ένστικτο να τον οδηγήσει. Το ταξίδι με το πλοίο του φάνηκε πιο μικρό από όσο αυτό με το τρένο. Κατέστρωνε σχέδια ζωής, ανακουφισμένος πως ήταν αρκετά μακριά από τους δικούς του και βέβαιος πως κανένας δεν θα τον αναζητούσε, όπως το είχε διαβεβαιώσει στο πράσινο σκουλήκι του.

Μικρός γυρνούσε το κεφάλι του μόνο στα τρένα που έφευγαν και έμπαιναν μέσα στο τούνελ. Τ’ άλλα, αυτά που έβγαιναν από τη σήραγγα και κατευθύνονταν έξω από το χωριό του, για να το προσπεράσουν και να συνεχίσουν προς το βορρά, δεν τα ’δινε σημασία. Η περιέργειά του ήταν τι κρύβεται πίσω από το τούνελ. Ποιος κόσμος ξεπροβάλλει, αν είναι άδικος ή δίκαιος, όμορφος ή σκληρός. Έκανε όνειρα, με την παιδική του φαντασία, πως όλα θα ήταν εύκολα, πως θα τον αγκάλιαζαν οι άνθρωποι και θα του ’διναν όσα δεν του ’δωσε κανείς ως τότε. Δεν άργησε όμως να συνειδητοποιήσει πως ένα τούνελ δεν είναι δυνατόν να χωρίζει δύο κόσμους τόσο διαφορετικούς. Χρειάζεται να ταξιδέψεις πολύ, ίσως στην άκρη του κόσμου για να βρεις δικαιοσύνη και αγάπη.

Το τρένο σφύριξε και η επόμενη στάση ανακοινώθηκε. Ήταν η δική του στάση. «Θα σου τα πω από κοντά» του είπε και έκανε να σηκωθεί. Λίγα δευτερόλεπτα του απέμεναν και το τρένο θα έβγαινε από το δικό του τούνελ, αυτό που νόμιζε πως ήταν το μοναδικό στον κόσμο. Συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, κοίταξε το τζάμι. Τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό του. Έκλαιγαν τα μάτια του πατέρα του, κυλούσαν και ύγραιναν τα ξεραμένα χείλη της μητέρας του. Άγγιξε το παράθυρο. Παγωμένο, νότισε μεμιάς από τη θέρμη του ιδρωμένου χεριού του. Με την άκρη του μανικιού, σκούπισε το θολωμένο τζάμι, τα δάκρυα των γονιών του. Συγχώρεσε τον πόνο από το λουρί στην πλάτη, τ’ ανείπωτα λόγια της μητέρας του. Γλύκανε για πρώτη φορά το μέσα του και σηκώθηκε.

Το τρένο πλημμύρισε φως, όπως και η ψυχή του. Αδημονούσε να κατεβεί. Να προλάβει πριν οι ατσαλένιες ρόδες διαγράψουν ξανά τους πρώτους κύκλους της αναχώρησης, ν’ αφήσει το πόμολο της πόρτας και να πηδήξει έξω από το τρένο. Να γυρίσει και να το δει να χάνεται προς το βορά, πίσω από το απέναντι βουνό, εκεί όπου δεν γύρισε ποτέ του να κοιτάξει. Τα τούνελ ήταν πίσω του, το ίδιο και η ζωή του.
Περπάτησε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Οι διαστάσεις, μετά από τόσα χρόνια, είχαν αλλάξει. Το κτίριο του σταθμού ήταν μικρό, τα σοκάκια στενά, τα σπίτια χαμηλά. Ήταν άνοιξη και τα στάχυα είχαν ψηλώσει αρκετά. Προτίμησε πριν πάει στο πατρικό του να ψάξει το σκουλήκι του. Άφησε τη βαλίτσα στην άκρη του δρόμου και έτρεξε στον γειτονικό αγρό. Για μια στιγμή του φάνηκε πως τα στάρια χόρευαν από τη χαρά τους με την επιστροφή του. Ξάπλωσε, απαλλαγμένος από τον φόβο μην τον βρει ο πατέρας του. Αγνάντευε τον ουρανό, που φρόντισε εκείνη την ημέρα τίποτε να μη σκιάζει τον αγαπημένο του ήλιο. Γύρισε στο πλάι και το βλέμμα του ξεχώρισε ένα στάχυ. Στην κορυφή του, σαν τον πειρατή που κοιτάζει από το πιο ψηλό κατάρτι τη θάλασσα, ένα πράσινο σκουλήκι, κουλουριασμένο για να μην πέσει, αφηνόταν στο λίκνισμα και έστρεφε το κεφαλάκι του δεξιά και αριστερά. Το άφησε εκεί, να παρατηρεί τον κόσμο και να ονειρεύεται καταπράσινα πελάγη σιταγρών. Ένιωσε έτοιμος να βγει από την κρυψώνα του, το κρησφύγετο του. Σηκώθηκε. Περπατώντας προσεκτικά μην τσακίσει τα λεπτόκορμα σιτάρια, μη στερήσει πολύτιμη ζωή σε κάποιο ταπεινό πλάσμα της φύσης, έφτασε στην άκρη του δρόμου. Πήρε την μοναδική του αποσκευή και αφέθηκε στον γρήγορο ρυθμό των βημάτων του. Το πατρικό του βρισκόταν στην επόμενη στροφή.