Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, η επιστροφή της Κέιτ κι η επόμενη μέρα.



11:59 μ.μ.

-Πρέπει να φύγουμε! Η Κέιτ έρχεται και δεν θα με βρει στο σπίτι! Λάθος υπολόγισα πάλι. Δώδεκα τα μεσάνυχτα θα με περίμενε στο σπίτι, κι εγώ είμαι εδώ, στο Μικρολίμανο, δέκα χιλιόμετρα μακριά!
Ο Αγιάννης της χαμογέλασε.
-Μην αγχώνεσαι! Θα προλάβουμε. Το πολύ πολύ να έχει καθυστερήσει κι αυτή και να συναντηθείτε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Η Άμυ συμφώνησε. Έπρεπε άλλωστε να έχει το νου στα κλαδιά της! Έβγαλε το κινητό από την τσάντα και είδε όλες τις κλήσεις και τα μηνύματα.
-Η Κέιτ έχει μισή ώρα καθυστέρηση, μου έγραψε, οπότε έχεις δίκιο, μάλλον θα συναντηθούμε στην είσοδο.
Στον γυρισμό πιο πολύ αγγίζονταν, παρά μιλούσαν. Ήταν η στιγμή της τρυφερότητας των ερωτευμένων, αυτή η στιγμή που δεν θέλεις να μιλάς, παρά να νιώθεις. Να κοιτάζεις μακριά και να αφουγκράζεσαι το δέρμα του άλλου, σαν να αγγίζει την ψυχή σου κι εσύ τη δική του. Κι η μηχανή του χρόνου ταξίδευε σε μια ταχύτητα που δεν μπορούσαν οι ίδιοι να ελέγξουν. Ο Αγιάννης την οδηγούσε αργά, αυτή έτρεχε γρήγορα, η Άμυ έλεγε μην τρέχεις, κι αυτή επιτάχυνε. Μέχρι που έφτασαν κάτω από την πολυκατοικία της Άμυ. Η Kέιτ με μια μεγάλη βαλίτσα, καθόταν στο πεζοδρόμιο παίζοντας με το κινητό της.




12:30


-Κέιτ!
-Άμυ!
Κι ο Αγιάννης να κοιτάζει τις δυο φίλες να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, να θέλει να φύγει, αλλά χωρίς φιλί, χωρίς αγκαλιά δεν μπορεί.
-Αγιάννη, συγνώμη! Είπε η Άμυ μόλις επανήλθε στα λογικά της.
-Ήταν υπέροχα όλα! Σε ευχαριστώ, Γιάννη μου, και με ένα φιλί στο στόμα αυτή τη φορά, αποχαιρετίστηκαν.
Μα το φιλί στο στόμα το λογάριαζαν να το δώσουν στο Μικρολίμανο! Έτσι έλεγε το σενάριο της ταινίας που είχε σκηνοθετήσει ο καθένας στο μυαλό του. Όμως τα αυθόρμητα είναι πάντα πιο όμορφα. Ο Αγιάννης με το φιλί στο στόμα έφυγε κι η Άμυ έμεινε να κοιτάζει το αυτοκίνητο να απομακρύνεται. «Τα κλαδιά μου και τα μάτια μου», σκέφτηκε και επέστρεψε στην Κέιτ, κι ήταν τα μάτια της μαύρα από τη ξεβαμμένη μάσκαρα και λυπημένα, από τον πόνο της ψυχής της, να τη βλέπεις και να λυγίζει η καρδιά σου.
Αφού τακτοποιήθηκαν στα γρήγορα, η Κέιτ έκανε ένα χαλαρωτικό ντους κι έβαλε τις φόρμες της. Η Άμυ έφερε δυο μπύρες.
-Λέγε!
-Από πού να ξεκινήσω;
-Από τον κορονοϊό!
-Α, ναι! Στο Βερολίνο γίνεται χαμός. Γερμανία, ξέρεις τώρα, οργανωμένη, όχι αυτό το μπάχαλο της Ελλάδας.
-Κι η Κινέζα;
Κι η Κέιτ τής τα αφηγήθηκε όλα. Πως τη γνώρισε σε μία συναυλία, πως αυτή του ζήτησε αυτόγραφο στο στήθος της, είδε κι ο Τζον στήθος ασιάτισσας και εντυπωσιάστηκε που είναι κάτασπρο και στητό -ε όχι όμως να είχε και σχιστές θηλές!- κι αυτό ήταν. Κοιμήθηκε κι ονειρευόταν την άγνωστη θαυμάστρια με το κάτασπρο στήθος. Κι όταν ξύπνησε μιλούσε κινέζικα, τον ρωτούσε τι εννοεί, και δεν έλεγε να της δώσει να καταλάβει. Ασυναρτησίες κι αερόλογα. Έφυγε χωρίς να πει πού πάει, χωρίς να πει πότε θα γυρίσει. Κι εκείνη έμεινε σύξυλη να περιμένει τον Τζον. Τον περίμενε όλη μέρα, όλη νύχτα, κι όταν γύρισε ήταν άρρωστος, φοβόταν πως είχε κολλήσει τον κορονοϊό, κι όταν τον ρώτησε γιατί να φοβάται, αυτός απάντησε στα αληθινά κινέζικα, «μπιενγκουάν».
Ψάξανε στο τρανλέιτ και βρήκανε πως σημαίνει «παράτα με». Αυτό δεν το είχε σκεφτεί η Κέιτ, πως το τρανσλέιτ είναι μάνα στις μεταφράσεις.
-Παράτα με, σημαίνει; Ε όχι και παρατά με, κύριε Τζον! Εσύ παράτα μας με την Κινέζα θαυμάστριά σου με το κάτασπρο στητό στήθος!
Πιο καλή παρηγορήτρα δεν θα μπορούσε να είναι η Άμ. Έδωσε τον καλύτερο εαυτό της.
-Κέιτ, δεν αξίζεις τέτοια μεταχείριση. Αξίζεις πολλά περισσότερα. Μην αφήνεις τον Τζον να σου στραπατσαρίζει τα κλαδιά.
-Τι λες, Άμυ; Ποια κλαδιά και ποια στραπατσαρίσματα μου λες;
-Καλά, πάρτο αλλιώς, μην του αφήνεις να σου σπάει τις χορδές σου. Έξι δεν έχει η κιθάρα σου; Αν σπάσει μια από τις έξι δεν θα βγάζεις σωστό ήχο. Κάθε χορδή δική σου, όχι των άλλων.
Σαν να το κατάλαβε το νόημα με τη μουσική προσέγγιση. Χορδές, κιθάρα, ήχος.
-Τις θέλω ακέραιες και τις έξι, είπε αποφασιστικά η Κέιτ.
-Τότε, πάμε να ξαπλώσουμε να κοιμηθούνε οι χορδές και τα κλαδιά μας, συμπλήρωσε η Άμυ κι έπεσαν και οι δυο ξερές, η μία στο κρεβάτι, η άλλη στον καναπέ.


Η επομένη
7:31 π.μ.



Πρωί Πέμπτης και η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας έχει ήδη αρχίζει να διογκώνεται. Η Άμυ έχει ξυπνήσει κι ετοιμάζεται για τη δουλειά της, η Κέιτ κοιμάται και φταρνίζεται κατά διαστήματα. Κάποιες δυνατές ηλιαχτίδες έχουν εισχωρήσει από τις γρίλιες των παντζουριών δίνοντας μια αισθησιακή ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα. Και το καναρίνι της γειτόνισσας έχει αρχίσει ήδη τα κελαηδίσματά του από τις πέντε τα χαράματα. Μα τώρα είναι πιο έντονα, σαν να θέλει να ξυπνήσει τους ένοικους της πολυκατοικίας. Κι αφού κόκορας δεν υπάρχει πλέον στην περιοχή, όπως παλιά όπου τα κοκόρια λαλούσαν στις γειτονιές των Αθηνών, ανέλαβαν τον ρόλο του ξυπνητηριού τα καναρίνια.
Κι η Κέιτ, που έχει τη μουσική στο αίμα της και στο πετσί της, άνοιξε τα αυτιά, όχι όμως και τα μάτια της και απόλαυσε το μελωδικό κελάηδισμα του καναρινιού. Το άφησε να γαργαλάει τον κοχλία του αυτιού της για ώρα, ακούραστο κι αυτό το καναρίνι, ούτε για να πιει νερό δεν σταματούσε. Κι όσο έβλεπε παντζούρια κλειστά, τόσο πιο δυνατά κελαηδούσε. Δεν το ενοχλούσε η σκλαβιά στο κλουβί, μόνο να ξυπνήσει τους ανθρώπους ήθελε. Μάλλον είχε συμβιβαστεί με τη σκλαβιά του κι αφιερώθηκε στον ρόλο που ανέθεσε το ίδιο στον εαυτό του. Νερό και καναβούρι είχε διαθέσιμο συνεχώς, άρα το φιλότιμο τού επέβαλλε να είναι κι αυτό συνεπές. Άλλωστε δεν θα ρίσκαρε να βγει ελεύθερο στον έξω κόσμο.

Μια φορά είχε δει την αρπαγή ενός σπουργιτιού από μια αδέσποτη γάτα, είδε την άσχημη αυτή εικόνα από τον δεύτερο όροφο, κι αν κι ήταν κάπως μακριά, άκουσε καλά την σπαραχτική κραυγή του σπουργιτιού κι καρδούλα του πόνεσε το ελεύθερο αυτό πουλί που είχε τόσο άδοξο τέλος. Κι όταν έβλεπε τον χειμώνα τα σπουργίτια να εκλιπαρούν για λίγα ψίχουλα και το καλοκαίρι να ξεροσταλιάζουν κάτω από τον καυτό ήλιο και να ψάχνουν λίγες σταγόνες νερού να πιούν να ξεδιψάσουν, τότε σπάραζε και πάλι η καρδούλα τού καναρινιού για τα άμοιρα σπουργίτια. Ένιωθε σαν πρίγκιπας στο κάστρο του. Είχε πριγκιπική περιποίηση και σίγουρη επιβίωση, έστω στο απόρθητο κάστρο του. Έτσι αποφάσισε εφ’ όρου ζωής να κελαηδάει τον καημό της σκλαβιάς, τον πόνο των σπουργιτιών, τον σκληρό αγώνα επιβίωσης των ελεύθερων ζώων.

Η Άμυ ετοιμάστηκε για τη δουλειά της. Θα έφευγε και θα άφηνε την Κέιτ να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Βάζοντας τα παπούτσια της, άκουσε το τηλέφωνο να κουδουνίζει. Το σήκωσε γρήγορα, μην τυχόν και ξυπνήσει η Κέιτ.
-Καλημέρα, Μεταξία! Όλα καλά; Είπε ψιθυριστά.
-Είμαι στο νοσοκομείο, Άμυ, μπορείς να έρθεις να με δεις; Πεθαίνω σου λέω!
-Νοσοκομείο; Ευαγγελισμό;
-Τι ψιθυρίζεις καλέ; Ναι στον Ευαγγελισμό.
Τι να της έλεγε τώρα της Μεταξίας ; Πως είναι υπερβολική; Τι πήγε να κάνει στο νοσοκομείο; Να κολλήσει κι άλλες αρρώστιες; Την καθησύχασε.
-Θα έρθω, Μεταξία μου, αλλά πιο μετά. Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στο ανθοπωλείο. Το μεσημέρι σχολώντας…
Η Μεταξία το έκλεισε. Η Μεταξία ήθελε εδώ και τώρα την Άμυ στο πλάι της. Η Μεταξία πέθαινε, δεν θα άφηνε την τελευταία της πνοή μονάχη! Η Άμυ ήξερε πως η φίλη της δεν κινδύνευε, απλά την ήθελε κοντά της, μα θα πήγαινε μετά τη δουλειά. «Τα κλαδιά σου πρόσεχε», η φωνή του Αγιάννη. Έβαλε το κλειδί να ξεκλειδώσει και ήρθε μήνυμα στο κινητό. Η Σίρλει!
«Χάθηκες! Κάτι σκαρώνεις εσύ!»
Άντε τώρα να εξηγήσεις στην Σίρλει, που ναι μεν έχει ανοιχτό μυαλό να χωνέψει γρήγορες καταστάσεις κι έρωτες με την πρώτη ματιά, αλλά εσύ βιάζεσαι να μην αργήσεις στην δουλειά.
«Σκαρώνω ναι! Αλλά μην ανησυχείς, ο Αγιάννης είπε πως τέρμα τα κλαδέματα»
«Χαχχαχαχα» απαντά η Σίρλεϊ κι η Άμυ:
«Τα κλαδιά μου και τα μάτια μου!»
Κι ό,τι κατάλαβε, κατάλαβε. Η Σίρλεϊ καταλαβαίνει και τα ψιλά γράμματα, σίγουρα θα έπιασε το υπονοούμενο.
«Βλέπω άρχισες να λειτουργείς όπως πρέπει».
Κατάλαβε η Σίρλεϊ. Κι ακόμη κι αν έγραψε αυτό το «πρέπει», δεν ήταν από τα καθωσπρέπει, αλλά από τα απαραίτητα για την επιβίωση «πρέπει».

Ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε σιγά σιγά. Δόνηση και πάλι. Μα με τόσα μηνύματα θα αργήσει στη δουλειά της.
«Ο μικρός μου είναι χάλια. Όμως αυτό που μετράει είναι πως εσύ πέρασες ανεπανάληπτα!». Ήταν η Νίκη.
«Αχ, Νίκη μου. Μόνο ανεπανάληπτα! Ό,τι χρειαστείς για τον μικρούλη εδώ είμαι εγώ!» και βγήκε από το διαμέρισμα.
Το χρονικό διάστημα που περίμενε τον ανελκυστήρα να σταματήσει στον δεύτερο όροφο ήταν αρκετό για να έρθουν κι άλλα μηνύματα. Όμως δεν κοίταξε το κινητό της. «Δεν γίνεται», σκέφτηκε, «θα αργήσω στη δουλειά». Μπήκε στο ανσανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου