Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων. Πέμπτο Κεφάλαιο, Στον αμυγδαλεώνα


Στον αμυγδαλεώνα12:20



Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Βρισκόντουσαν ήδη έξω από το Αττικό Άλσος. Τα πεύκα ξεπρόβαλλαν καταπράσινα, και μάλλον συμφώνησαν με τον Αγιάννη να πάει η Άμυ μαζί του στον αμυγδαλεώνα. Τα κοίταξε η Άμυ κι αυτά τής έκαναν νόημα με τα κλαδιά. Σαν να της χαμογέλασαν κιόλας. Αφού συμφωνούν και τα πεύκα, κάτι θα ξέρουν, συλλογίστηκε και ηρέμησε.
Κι όλα έξω έμοιαζαν να ανθίζουν να ζουν μια γιορτή κι αυτή να νιώθει πως ψήνεται στον πυρετό. Ή να νομίζει πως ψήνεται στον πυρετό. Μήπως ήταν η μέρα ιδιαίτερα ζεστή; Πόσο θα θελε να πάει στον αμυγδαλεώνα και να συναντούσε τον Αστέρη, έστω με τον Κορονοϊό, να την χειροφιλούσε ξανά, ή και να την φιλούσε στο μάγουλο, μα μεγάλοι άνθρωποι είναι, ας προχωρούσαν στο στόμα, επιτέλους!
-Πάμε, είπε μονολεκτικά, μια λέξη που ξέφυγε από το στόμα της καθώς οραματιζόταν το φιλί με τον Αστέρη.
Δαγκώθηκε. «Τι πάμε», σκέφτηκε, «πού τον ξέρεις ξένο άνθρωπο και θα πας στον αμυγδαλεώνα του;» λες κι άκουγε τη μητέρα της. Ο Αγιάννης είχε ήδη επιταχύνει. Το τοπίο περνούσε γρήγορα στα μάτια της κι η Άμυ να μην τολμάει να του πει πως πρέπει να επιστρέψει σπίτι της. Χτύπησε το κινητό της. Ήταν η Μεταξία. Τι να ήθελε πάλι; Δεν το σήκωσε. Το άφησε να χτυπά και να ξαναχτυπά. Μετά από λίγο έκανε σίγαση στο τηλέφωνο. Τι να έλεγε στη Μεταξία αν απαντούσε; Πως πήγαινε σε έναν αμυγδαλεώνα με τον ταξιτζή που είναι άνεργος γεωπόνος, που λατρεύει τις αμυγδαλιές και πάνε να τη συστήσει τις αμυγδαλιές που είναι μία προς μία ξεχωριστή;
Σκέφτηκε μήπως την περάσει για ελαφρόμυαλη ο Αγιάννης κι έπειτα σκέφτηκε πως μπορεί κι ο ίδιος να έκανε αυτή την σκέψη για τον εαυτό του. Μήπως όλοι σκεφτόμαστε το ίδιο, μήπως όλοι θέλουμε να τολμήσουμε και δεν τολμάμε; Μήπως ο Αγιάννης είναι πιο αυθόρμητος; Μα κι αυτή είναι, κι επιπόλαια επίσης. Κι από το μειονέκτημα αυτό, όπως όλοι τής το τονίζουν, οφείλονται όλα τα κακά, όλες οι αποτυχημένες σχέσεις της. Δεν μπορούσε να απαντήσει στα ερωτήματά της. Και το αυτοκίνητο έτρεχε. Κι έπειτα γέλασε με την ψυχή της. Ο Αγιάννης την κοίταξε απορημένος.
-Σαν να σου πέρασε ο πυρετός, είδες που είχα δίκιο; Στο μυαλό σου ήταν όλα! Ένας τοσοδούλης ιός είναι και τίποτα παραπάνω! Μίλησε πρώτη φορά στον ενικό.
-Έχω λόγο να γελάω, θες να στον πω; Συνέχισε κι η Άμυ στον ενικό.
-Αν νιώσω ανασφάλεια θα αρχίσω να τρέχω στο πουθενά, κι εσύ θα φωνάζεις «Στάσου μυγδαλιά!» κι η πλάκα είναι πως θα μιλάς κυριολεκτικά!
Γέλασαν με την ψυχή τους. Είχε σταματήσει στο φανάρι και το κόκκινο κρατούσε πολύ στον κόμβο. Γύρισε ο Αγιάννης και κοιταχτήκανε αρκετά δευτερόλεπτα. Το καστανό των ματιών του μπερδευόταν με το πράσινο του Αστέρη, κι ήταν κι αυτά τόσο όμορφα, τόσο αληθινά. Και τότε αναρωτήθηκε η Άμυ μήπως του Αστέρη ήταν φακοί επαφής; Σαν κάπως γυάλινα έμοιαζαν τώρα που το καλοσκεφτόταν με την ησυχία της. Ένιωσε λίγη αμηχανία και το πράσινο σαν να το κατάλαβε και οι κόρνες ξύπνησαν τον οδηγό κι έβαλε πρώτη.
-Σε λίγο φτάνουμε, είπε κάπως σοβαρά.
Σιωπή ακολούθησε. Σαν να τους ακινητοποίησε και τους δυο μια παράξενη αμηχανία. Κι Άμυ σκεφτόταν: ένας τοσοδούλης ιός, λες κι είναι παραμύθι. Κι ο Αγιάννης σκεφτόταν: μία προς μία διαφορετική και τούτη ακόμη πιο πολύ. Μία στροφή δεξιά, μία αριστερά κι έφτασαν. Η ίδια κίνηση του Αγιάννη  να της ανοίξει την πόρτα. Κι ένιωσε και πάλι σαν σε άλλη εποχή η Άμυ. Του δωσε το χέρι κι αγγίχτηκαν οι παλάμες τους. Ζεστή η μία, κρύα η άλλη, οι θερμότητές τους αναμίχθηκαν. Βγήκε προσεκτικά από το αυτοκίνητο κι ένιωσε τις ηλιαχτίδες βροχή στα μαλλιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένωσε να την πλημμυρίζει η ευωδιά. Ο Αγιάννης την πήρε αλά μπρατσέτα. Χαμογέλασε η Αμυ. Απίστευτο της φαινόταν το σκηνικό. Όλες οι αμυγδαλιές ολάνθιστες, άσπρες σαν νυφούλες.
Εγώ πότε θα ντυθώ νυφούλα; Αναρωτήθηκε. Ο Αγιάννης συνέχιζε να την κρατάει αλά μπρατσέτα και περπατούσαν, έσκυβαν στα χαμηλά κλαδιά, άγγιζαν τα κλαδιά, γελούσαν. Σαν μικρά παιδιά άρχισαν να τρέχουν. Πάει κι ο ιός της Άμυ πάει και η αμηχανία. Πάει κι ο Αστέρης που είχε στο μυαλό της. Έφυγε και στα μάτια της ήταν ο Αγιάννης, ο άνεργος γεωπόνος με τις αμυγδαλιές του. Ένιωσε πρώτη φορά απελευθερωμένη. Ένιωσε πρώτη φορά ανάμεσα στις αμυγδαλιές να είναι ο εαυτός της. Μπλεκόταν στα κλαδιά κι ένιωθε πως οι αμυγδαλιές την έντυναν νυφούλα. Κι ο Αγιάννη ς την κοιτούσε εκστασιασμένος.
-Δεν έχω δει πιο όμορφη αμυγδαλιά! Ξεστόμισε. Κι η Άμυ το άκουσε. Του χαμογέλασε, κι όπως είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλον, τους χώριζε ένα κλαδί μοναχά, το παραμέρισε απαλά ο Αγιάννης, πλησίασε τα χείλη του στα χείλη της Άμυς, ήθελε να τα γευτεί. Η Άμυ ακινητοποιημένη, τον κοιτούσε μέσα στην ομορφιά της φύσης, και τα μάτια του της φάνηκαν τα πιο όμορφα καστανά μάτια που είχε ποτέ της δει, το χαμόγελό του το πιο αληθινό που είχε ποτέ της δει και τα χείλη του τα πιο ποθητά από όσα είχε φιλήσει. Μια φευγαλέα σκέψη, πως δεν είναι έφηβη ούτε καν φοιτήτρια να ερωτεύεται τόσο αστραπιαία ήρθε και χτύπησε ένα καμπανάκι στο μυαλό της. Πως πρέπει να σοβαρευτεί επιτέλους, κοντεύει στο κατώφλι των σαράντα άλλωστε, πως οι σοβαρές σχέσεις δεν ξεκινάνε σε ένα ταξί και δεν συνεχίζονται σε έναν αμυγδαλεώνα. Έδιωξε την συντηρητική αυτή σκέψη κακήν κακώς. Και κλειδαμπάρωσε και το μυαλό της. Αφέθηκε στο φιλί του χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Ο Αστέρης είχε ήδη σβήσει από το μυαλό της, είχε ξεχαστεί, σε αυτήν την τόσο ασθενική μνήμη, εξάλλου μία φυσιογνωμία που δεν είχε τίποτε το αληθινό δεν θα μπορούσε να μείνει για πολύ γραμμένη.


Απόλαυσαν το φιλί τους κι οι αμυγδαλιές τούς αγκάλιαζαν. Τέτοιο φιλί δεν είχε ποτέ της γευτεί η Άμυ. Ανάμεσα σε συνονόματες αμυγδαλιές ένιωθε μια παράξενη οικειότητα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και της έφερνε μια θέρμη πιο δυνατή κι από αυτήν του ιού. Ο τοσοδούλης ιός είχε γίνει παρελθόν. Το ίδιο κι ο Αστέρης κορονοϊός. Ο Αγιάννης πήρε την πρωτοβουλία να την ξαναβάλει στη μηχανή του χρόνου. Όπως είχαν βγει πριν λίγο, τώρα έπρεπε να επιστρέψουν σε αυτήν.
Κατευθύνθηκαν προς το ταξί. Της άνοιξε με την ίδια τελετουργία την πόρτα, αυτή μπήκε ντροπαλά, έχοντας το φιλί του στα χείλη της. Του χαμογέλασε, χαμογέλασε και στις αμυγδαλιές. Αυτές ανατίναξαν τα κλαδιά τους και έστειλαν κάτασπρα πέταλα μέσα στο σαλόνι του αυτοκινήτου. Ο Αγιάννη ς έβαλε μπρος και σύντομα βρέθηκαν στο κέντρο της Αθήνας. Είχαν ήδη πει πολλά στη διαδρομή, αντάλλαξαν τηλέφωνα, κανόνισαν την βραδινή έξοδο –θα έβγαιναν την ίδια κιόλας βραδιά-, μίλησαν λίγο για τις ζωές τους. Την άφησε έξω από την πολυκατοικία της. Αποχαιρετίστηκαν με ένα χαμόγελο κι ένα άγγιγμα των δαχτύλων. Σαν ντροπαλά παιδιά, δεν τόλμησαν να φιληθούν ξανά.


Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων. Τέταρτο Κεφάλαιο, η Σίρλεϊ



Η Σίρλεϊ


12:15 μ.μ.

Και τότε η Άμυ θυμήθηκε πως η Σίρλει, η κολλητή της που ήταν γιατρός θα μπορούσε να τη συμβουλεύσει τι να κάνει. Γράφει στα γρήγορα:
«Έχω την εντύπωση πως νοσώ από τον κορονοϊό, να πάω στον παθολόγο μου; απάντησέ μου όσο πιο γρήγορα μπορείς».
Κι η Σίρλεϊ που εκείνη την ώρα επειγόταν, γιατί είχε τον ασθενή ημίγυμνο, απάντησε:
«Πάνε καμιά βόλτα να σε χτυπήσει καθαρός αέρας καλύτερα»
«σε αμυγδαλεώνα αγνώστων λοιπών στοιχείων να πάω;»
«να βγάλεις φωτογραφίες, είναι στην άνθηση»
«οκ».
Αυτό ήταν, την πήρε την έγκριση από την Σίρλεϊ. Ναι, αλλά δεν της είχε πει πως το «αγνώστων λοιπών στοιχείων» σήμαινε πως θα πήγαινε με άγνωστο άντρα που έδειχνε να την συμπαθεί. Ε, αν το ήξερε σίγουρα θα της έλεγε όχι μόνο να βγάλει φωτογραφίες αλλά να ανοίξει και τα μάτια της. Οπότε είπε στον ξεχωριστό αυτό ταξιτζή άνεργο γεωπόνο:
-Πάμε, και δεν το είπε τόσο διστακτικά όσο υπολόγιζε.
«Αχ, Σίρλεϊ, τι μου κάνεις! Ας ελπίσουμε να μου βγει σε καλό όλο αυτό», συλλογίστηκε και απλά αφέθηκε στην ομορφιά της διαδρομής.

Τέτοια ήταν η φίλη της η Ευπραξία, Σίρλεϊ όμως τη φώναζε. Όταν ήταν μικρή έμοιαζε τη γνωστή αμερικάνα μικρούλα ηθοποιό με το γλυκό προσωπάκι και τις υπέροχες μπούκλες κι από τότε η Άμυ τη φώναζε Σίρλεϊ. Το Ευπραξία δεν άρεσε καθόλου στην Σίρλεϊ, σε κανέναν βασικά δεν άρεσε παρά μόνο στη γιαγιά της Ευπραξία. Και τότε οι μανάδες δεν είχαν πυγμή, όπως οι σημερινές, ήταν παραδοσιακές κι έλεγαν πάντα ναι ή όχι, ανάλογα αν έλεγε η πεθερά ναι ή όχι. Έτσι όταν η γιαγιά Ευπραξία πήγε στο μαιευτήριο να δει το νεογέννητο κοριτσάκι, ήταν φουσκωμένη σαν παγώνι και ξεστόμισε την κλασική ατάκα: Ευπραξούλα μου, γλυκό μου εγγονάκι και την πήρε αγκαλιά. Τι να έλεγε η μητέρα της; Ναι, τι άλλο; Ευπραξία, είπε κι η μητέρα της ψιθυριστά. «Θα κάνει ίσως καλές πράξεις στη ζωή της, αν μου μοιάσει», σκέφτηκε κι έτσι αποδέχτηκε αυτό το όχι και τόσο κολακευτικό όνομα για γυναίκα. Κι η Ευπραξία μεγάλωσε, κι έγινε ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι, που μόνο καλοσύνη σκορπούσε κι είχε ένα γλυκό χαμόγελο για όλο τον κόσμο, ακόμη και για τα αγόρια στο σχολείο που τη φώναζαν χοντρούλα.
Κι όταν άρχισε να παίζει στην ασπρόμαυρη τηλεόραση εκείνο το σίριαλ με την μικρή Σίρλεϊ Μακ Τεμπλ, όλα τα αγόρια άρχισαν να την κυνηγάνε στο διάλειμμα και αυτή έτρεχε. Έμοιαζε τόσο με τη μικρή αμερικάνα σταρ, που αν δεν την έβλεπες στη γειτονιά της Αθήνας και την συναντούσες σε κάποια αμερικανική λεωφόρο, θα την σταματούσες να της ζητήσεις αυτόγραφο.
Κι όταν πέρασαν κι άλλα χρόνια κι η Σίρλεϊ έπρεπε να αποφασίσει τι κλάδο θα διαλέξει αυτή επέλεξε την ιατρική. Η μητέρα της είπε πως το είχε διαισθανθεί, γιατί μια Ευπραξία μόνο καλές πράξεις κάνει, άρα ήταν σχεδόν μοιραίο να ακολουθήσει την ιατρική. Την ένιωθε στο αίμα της την επιστήμη αυτή. Όχι μόνο επειδή ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι από μικρή –ξάπλωνε τις φίλες της και παρίστανε τη σοβαρή γιατρό με το παιχνίδι στηθοσκόπιο και το θερμόμετρο κι έλεγε τη διάγνωση της ασθένειας με υποκριτική σοβαρότητα μεγάλης γιατρού.
Όταν πέρασε στην Ιατρική σχολή, μιλούσε με πάθος στους συμφοιτητές της για την ολιστική θεώρηση του ανθρώπινου οργανισμού. Έψαχνε συγγράμματα, διάβαζε, μελετούσε. Έμαθε πολλά, μελετούσε τα βιβλία της σχολής, αλλά ήθελε και το παραπάνω. Όμως οι συμφοιτητές της δεν συμφωνούσαν. Η κλασσική ιατρική, της έλεγαν, θεραπεύει την ανθρωπότητα, όλα αυτά που μας λες είναι για τους αφελείς. Μα η Σίρλεϊ δεν τους παρεξηγούσε. Συνέχιζε να ψάχνει και να διαβάζει. Κι οι παρέες από την σχολή την εξοστράκιζαν κι αυτή δεν αισθάνθηκε απόρριψη, παρά πως ήταν ανίκανοι να αντιληφθούν το διαφορετικό. Κι ίσως της έκαναν καλό, γιατί η Σίρλεϊ ήταν αγαπητό κορίτσι, κι όμορφο και ζουμερό. Κι αν δεν ήταν αρεστή στις φοιτήτριες και τους φοιτητές της Ιατρικής, αυτό δεν πτόησε το ηθικό της, η Σίρλεϊ σύντομα γνώρισε νέους από άλλες σχολές και δικτυώθηκε τόσο πολύ που είχε αρχίσει να γλεντάει περισσότερο από το να μελετά. Βέβαια κι αυτό ήταν ένα είδους μελέτης κοινωνιολογικής, γιατί ο γιατρός δεν πρέπει να είναι ξεκομμένος από την κοινωνία, αλλά να ζει μέσα σε αυτήν.
Το χυμώδες κορμί της, οι αέρινες κινήσεις της, τα μακριά σγουρά μαλλιά της, σαν από πίνακα της αναγέννησης βγαλμένη, με την ομορφιά της λευκής σάρκας και τα ρόδινα μάγουλα, με τα γλυκά μάτια και το αθώο ύφος, η Σίρλεϊ γοήτευε τους άνδρες. Το παιχνίδι της γοητείας ήταν για μια κοπέλα σαν τη Σίρλει, ένα αθώο παιχνίδι χωρίς σύνδρομα ανασφάλειας ούτε επιτήδευσης. Ήταν απλά ένα παιχνίδι που της άρεσε να παίζει, χωρίς ίχνος φιλαρέσκειας και ναρκισσισμού. Και αυτό κάποιοι άνδρες το εκτιμούσαν. Αυτούς τους άνδρες η Σίρλεϊ τους αγάπησε βαθιά.
Κι έπειτα που άρχισε να ασκεί την ιατρική η Σίρλεϊ κοιτούσε τους αρρώστους βαθιά στα μάτια, αφουγκραζόταν τον πόνο τους, έψαχνε την ψυχή τους, να δει αν φοβούνται την αρρώστια, άγγιζε τα χέρια τους και τους έδινε δύναμη μέσα από το άγγιγμα. Μιλούσε με την ήρεμη φωνή της και ο ασθενής ένιωθε πως είχε μπροστά του την προσωποποίηση της ίασης και της γαλήνης.  

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων. Τρίτο Κεφάλαιο, H γνωριμία με τον άνεργο γεωπόνο


  
H γνωριμία με τον άνεργο γεωπόνο


11:59 π.μ.



Έφυγε η Μεταξία με ένα πλατύ χαμόγελο χαράς. Κι η Άμυ έμεινε να την κοιτάζει και να κρυφογελά. Έκανε ένα βήμα να διασχίσει το δρόμο, μα τότε θυμήθηκε πως το αφεντικό της της είχε δώσει το δεκάευρω να πάρει ταξί και να πάει στον γιατρό. Προτίμησε να στερηθεί τις υπηρεσίες της ως εργαζόμενή του. Φοβόταν μην του αρρωστήσουν τα φυτά, μην μαραθούν οι εισαγόμενες τουλίπες. Ο κύριος Κώστας ήταν καλός με τα φυτά του, κάθε μέρα παρών στο ανθοπωλείο, ήθελε να τα μιλάει, να τα συντροφεύει. Δεν είχε άλλη παρέα στη ζωή του, μόνο τα άνθη και τα φυτά στις γλάστρες. Κι αν τον ρωτούσες αν είναι ευτυχισμένος κοιτούσε τις ζέρμπερες και τα ανθούρια κι απαντούσε: με τόση ομορφιά στη ζωή μου, θα ήμουν αχάριστος αν δεν ένιωθα ευτυχισμένος. Είχε τη δική του φιλοσοφία, τον δικό του χώρο, τους δικούς του φίλους, τα φυτά. Κι αυτό του αρκούσε. Είχε βρει τις ισορροπίες του, καθώς με τις γυναίκες υπήρξε άτυχος.





Έτσι λοιπόν η Άμυ πήρε πίσω το ξανοιγόμενο προς τα εμπρός βήμα. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να πάει στον γιατρό ή να πάει σπίτι της να χωθεί κάτω από τα πάπλωμά της. Προτίμησε το πρώτο. Οι οδηγίες στην τηλεόραση έλεγαν πως αν νιώσεις πυρετό πρέπει να πας στον γιατρό. Ή μήπως έλεγε μετά από μερικές μέρες; Αυτό δεν το θυμόταν η Άμυ με την μικρή αμνησία που διέθετε, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αφηρημάδα.

-Ταξί, ταξί! Φώναξε, μα το ταξί συνέχισε την πορεία του.
-Ταξί, ταξί! Επανέλαβε στο επόμενο, και πάλι μάταια. Επίτηδες το κάνουν και δεν σταματούν; Αναρωτήθηκε. Τι κακό κι αυτό. Και μέχρι να κοιτάξει το κινητό που χτυπούσε μανιωδώς, ένα ταξί σταμάτησε στα πόδια της. Ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο κι έσκυψε να τη ρωτήσει.
-Φωνάξατε ταξί, δεσποινίς;
Η Άμυ κοίταξε όλο απορία. Αυτό δεν το περίμενε. Όταν φώναξε ταξί, κανένα δεν σταμάτησε και τώρα που κρατούσε το τηλέφωνο κι απαντούσε με το «εμπρός», έπρεπε ταυτόχρονα να απαντήσει και στον ταξιτζή.
-Ναι, είπε διστακτικά.
Κι η μητέρα της, μέσα από την τηλεφωνική γραμμή:
-Άμυ, θα φέρεις κορίτσι μου, το μεσημέρι όπως θα έρχεσαι από το σούπερ μάρκετ γάλα;
-Ναι, απάντησε η Άμυ, κι ούτε που συγκράτησε τι της παρήγγειλε η μητέρα της.
Κι ο ταξιτζής περίμενε υπομονετικά πότε η πελάτισσα, που είπε μόλις δύο «ναι», θα επιβιβαζόταν στο αυτοκίνητο. Κι άφησε την υπομονή του, βγήκε από το ταξί, της άνοιξε την πόρτα και υποκλινόμενος, της έδειξε τα πίσω καθίσματα. Τόση αντρική ευγένεια η Άμυ δεν είχε ξαναβιώσει. Μια το χειροφίλημα, μια η πόρτα του ταξί. Τι να έπαθαν ξαφνικά οι άνδρες; Μήπως είχαν ξεκοκαλίσει κι αυτοί τον Γρηγόριο Ξενόπουλο; Του χαμογέλασε, είπε ευχαριστώ και μπήκε στο ταξί. Κι όπως τακτοποιούνταν, ο ταξιτζής έκανε την καθιερωμένη ερώτηση:
-Πού πάμε;
-Στον γιατρό, απάντησε η Άμυ σαν μικρό παιδί.
-Αρρωστήσατε;
-Ναι, έχω κολλήσει τον κορονοϊό, νομίζω δηλαδή, ή τέλος πάντων έχω γρίπη, έχω πυρετό και ..
Ξερόβηξε ο ταξιτζής και δεν έδειξε καμία κίνηση να έχει τρομοκρατηθεί στο άκουσμα της λέξης κορονοϊού. Τουναντίον, χαμογέλασε.
-Σε ποιον γιατρό θα σας πάω;
Δύσκολη ερώτηση κι αυτός ο ταξιτζής. Η Άμυ δεν είχε συγκρατήσει ποτέ το αληθινό όνομα του γιατρού. Φταίει που η μητέρα της πάντα της έκλεινε ραντεβού ή γιατί ποτέ δεν ενδιαφερόταν η ίδια να μάθει. Θυμόταν μόνο το όνομα, «Θρασύβουλος», αλλά ακόμη κι αν είναι σπάνιο το όνομα, σε μια μεγάλη πόλη σαν την Αθήνα, γιατροί με όνομα «Θρασύβουλος» υπάρχουν πολλοί. Ο ταξιτζής παρακολουθούσε από τον καθρέφτη την πελάτισσά του, που την έβρισκε καθόλα φυσιολογική.
-Κι αν δεν θυμάστε το επίθετο, είμαι σίγουρος πως θα τον βρούμε. Η διαδρομή θα σας βοηθήσει να θυμηθείτε, είπε και με ένα χαμόγελο στα χείλη συνέχισε να οδηγεί.
Η Άμυ δεν έκανε καμία προσπάθεια να θυμηθεί. Η μόνη της ελπίδα ήταν να θυμηθεί τη διαδρομή, αλλά κι αυτήν ποτέ της δεν την είχε προσέξει. Όταν ήταν σε ταξί ή με το αυτοκίνητο της Μεταξίας  έπαιζε με το κινητό της κι έπειτα στον γιατρό πήγαινε πάντα με ιδιωτικό μέσο μεταφοράς, περισσότερο για να φτάσει πιο γρήγορα, παρά από σεβασμό στους συνεπιβάτες.

Μήπως να έπαιρνε τηλέφωνο τη μάνα της να τη ρωτήσει; Μα δεν ήθελε να της πει τίποτα. Ήταν τόσο φοβιτσιάρα που θα πίστευε πως θα κολλούσε μέσω της τηλεφωνικής συνδιάλεξης και το βράδυ θα της πήγαινε κοτόσουπα να φάει και πορτοκάλια για να στύψει. Κι Άμυ δεν ήθελε ούτε κοτόσουπα ούτε πορτοκάλια. Τον όμορφο άντρα, τον Αστέρη, που έλαμπε σαν τα αστέρια ήθελε να ονειρευτεί κάτω από το πάπλωμά της, μετά που θα επέστρεφε από τον γιατρό. Όχι να ακούει εξάψαλμο. Έτσι έμεινε με την απορία πώς λένε τον γιατρό στο επίθετο.
-Ξέρετε, το να αρρωσταίνουμε δεν είναι και τόσο κακό πολλές φορές. Μπορεί να μας κουράζει, αλλά έχει και τα θετικά του.
Η Άμυ χαμογέλασε.
-Αν εννοείτε την κοτόσουπα, την απεχθάνομαι.
Ο ταξιτζής γέλασε δυνατά.
-Όχι, δεν εννοούσα αυτό, εννοούσα πως αρρωσταίνοντας αποκτούμε ανοσία, παράγονται αντισώματα από τον οργανισμό μας, κι έτσι την επόμενη φορά που ο ιός μάς προσβάλει τα συμπτώματα θα είναι πιο ήπια.
Η Άμυ έμεινε άναυδη. Ταξιτζής επιστήμονας! Σκέφτηκε.
-Λέτε δηλαδή πως πρέπει να χαίρομαι; Κι αν κόλλησα κορονοϊό; Κι αυτό καλό;
-Καλύτερο δεν υπάρχει, και αν είναι εύκολο θα ήθελα παρακαλώ να με κολλήσετε!
Παράξενος αυτός ο ταξιτζής, μα είναι δυνατόν να επιθυμεί να κολλήσει κιόλας; Τι ήταν; Τα μικρά παιδάκια του δημοτικού να κολλήσει το ένα το άλλο την ανεμοβλογιά; Η Άμυ δεν ένιωθε καλά. Από τη μια καιγόταν στον πυρετό από την άλλη δεν θα έβρισκε με τίποτα το ιατρείο. Αδιέξοδο. Κι ο ταξιτζής να της λέει τα πιο παράξενα πράγματα που έχει ακούσει ποτέ της.
-Είστε γιατρός; Ρώτησε αυθόρμητα, για να της φύγει η απορία για τις τόσες γνώσεις του ταξιτζή.
-Την αλήθεια θα την μάθετε μόνο από έναν άνεργο γεωπόνο, ποτέ από έναν γιατρό.
Ώστε είναι γεωπόνος! μονολόγησε η Άμυ. Δεν ήξερε πώς να συνεχίσει τη συζήτηση, δεν ήξερε καν αν ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση. Ήθελε να θυμηθεί το χειροφίλημα και τον Αστέρη. Αφέθηκε στη φαντασία της, στο πρωινό αυτό που της επιφύλαξε η μοίρα, στον όμορφο άντρα στο φανάρι, στο φιλί που της έδωσε στο χέρι, ο μοναδικός άνδρας στη ζωή της που την είχε φιλήσει στο χέρι. Κι η σκέψη της διακόπηκε ξαφνικά, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του ταξιτζή.
-Παρακαλώ, ναι, είμαι ο Αγιάννης, τι θα θέλατε;
Με ένα «ευχαριστώ δεν με ενδιαφέρει» ο Αγιάννης -ή Γιάννης;- άφησε το κινητό στη θέση του συνοδηγού.
-Αγιάννης ή Γιάννης είναι το όνομά σας; Είπε η Άμυ κι απόρησε με το θάρρος που πήρε από το πουθενά. Από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο πέρασε στον Βίκτωρα Ουγκώ.
-Τι Αγιάννης, τι Γιάννης; Έχει καμία σημασία; Κι ο ταξιτζής γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια.
Τα μάτια τους συναντήθηκαν κάτω από τον ουρανό του αυτοκινήτου κι ήταν σαν να φωτίστηκε από το εσωτερικό φωτάκι η ατμόσφαιρα. Μόνο που ήταν μια ηλιαχτίδα που εισέβαλε από το μισάνοιχτο παράθυρο και τους αγκάλιασε ζεστά. Τα μάτια του ήταν χαμογελαστά, σπιρτόζικα, καμία σχέση με τα λάγνα μάτια του Αστέρη.
-Το επίθετο του γιατρού δεν το θυμάστε, σίγουρα όμως θυμάστε το όνομά σας.
Και τώρα η δύσκολη ώρα. Ποιο από τα δυο να πει; Και τα δυο; Το βαφτιστικό ή το υποκοριστικό; Ένιωσε πως είχε μεγαλώσει, η Άμυ είχε ενηλικιωθεί έστω και κάπως καθυστερημένα. 
-Αμυγδαλιά.
-Ωραίο δένδρο, ναι συμφωνώ, έχω καμιά εκατοσταριά. Κάθε μία ξεχωριστή.
-Αμυγδαλιά είναι το όνομά μου, είπε αποφασιστικά και χωρίς δισταγμό η Άμυ.
Κι ο Αγιάννης χαμογέλασε ευχάριστα.
-Δεν έχω ξανακούσει πιο όμορφο γυναικείο όνομα! Αμυγδαλιά με το όμορφα άνθη! Τη λατρεύω!
Γεωπόνος είναι, δένδρα θα λατρεύει, σκέφτηκε η Άμυ και χαμογέλασε κι αυτή. Κι ο πυρετός δεν έλεγε να την αφήσει.
-Αμυγδαλιά, λοιπόν, θεωρώ πως κάπου πρέπει να σας «παραδώσω». Στον γιατρό πάντως δεν σας παραδίδω.
-Φαρμάκης
-Θρασύβουλος Φαρμάκης, επανέλαβε η Άμυ.
-Και θέλετε να μου πείτε πως επιθυμείτε να σας πάω σε έναν γιατρό που τον λένε Θρασύβουλο και Φαρμάκη, να σας ακροαστεί, να σας δώσει φάρμακα, να σας πονάει το στομάχι, να μελαγχολήσετε! Εγώ, ένας Γιάννης Αγιάννης δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
Η Άμυ δεν πίστευε αυτό που ζούσε εκείνη την ημέρα, και δεν είχε μεσημεριάσει ακόμη. Ένα ερωτοχτύπημα με έναν λυγερό άνδρα που ονομάζεται Κορονοϊός και Αστέρης μαζί, τις υποδείξεις της φίλης της πως μάλλον έπεσε σε λάθος πρόσωπο κι αυτή τη φορά, και τώρα βρίσκεται σε ένα ταξί με έναν επιστήμονα ταξιτζή και δεν ξέρει πού να πάει.
-Έχει όμορφη μέρα, και δούλευα βραδυνός. Θα πάω στον αμυγδαλεώνα μου, έρχεστε; Εκεί θα βρείτε τις συνονόματες αμυγδαλιές.
-Συνονόματες αμυγδαλιές, επανέλαβε η Άμυ και κοίταξε έξω από το παράθυρο να χαμογελάσει στα δένδρα που την χαιρετούσαν χαρωπά από το πεζοδρόμιο. 



Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων.Δεύτερο Κεφάλαιο, η Μεταξία

Η Μεταξία


10:31 π.μ.


-Άμυ, δεν μας μιλάς σήμερα; Πολύ αφηρημάδα!
Άκουσε τη φωνή της Μεταξίας, που μόλις την είχε προσπεράσει και δεν το είχε αντιληφθεί. 
-Μεταξία μου, πού να στα λέω, είπε η Άμυ και της ξέφυγε ένα δυνατό φτάρνισμα. 
Όλα τα σωματίδια εκτοξεύτηκαν στο πρόσωπο της Μεταξίας. Δυσανασχέτησε λιγάκι, δεν είναι εποχή αυτή για φταρνίσματα κατά πρόσωπον. 
-Τι έπαθες κι είσαι έτσι κόκκινη σήμερα; Βρε, μπας κι έχεις πυρετό; 
-Πυρετό κι έρωτα, Μεταξία μου, πού να στα λέω!
-Να μου τα πεις, όχι όμως στο πόδι, τσιγάρο και καφές. Άμεσα. 
-Άμεσα; 
-Πες το αφεντικό πως πας νοσοκομείο, μαρή, πες πως κόλλησες τον κορονοϊό. Σε περιμένω στο καφέ μας, τώρα! 
Η Άμυ σαν υπνωτισμένη υπάκουσε τις εντολές της φίλης της. Της είχε εμπιστοσύνη. Άλλωστε ήταν τόσο μπερδεμένη που το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπακούει κάποιον έμπιστο, και τι πιο έμπιστο από την Μεταξία; Η κρίση της ήταν πάντοτε σωστή, μετρημένη, ζυγιασμένη. Ποτέ δεν έπραττε επιπόλαια, ποτέ δεν έκανε τολμηρά ανοίγματα. Συνεπώς η εντολή της ήταν λογική. Θα πίνανε καφέ να της τα πει με το νι και με το σίγμα. Το αφεντικό μόλις άκουσε για κορονοϊό δεν χρειάστηκε να ακούσει δεύτερη κουβέντα. Έβγαλε δέκα ευρώ για το ταξί και την ξεπροβόδισε κιόλας. 
-Πάρε με τηλέφωνο, όταν διαγνωστεί η ασθένεια, της είπε και μπήκε βιαστικός στο ανθοπωλείο. 
Δεν πρόλαβε να τον ευχαριστήσει η Άμυ. Κοιτούσε τα δέκα ευρώ και σκεφτόταν αν θα ήταν σωστό να κεράσει την Μεταξία καφέ με τα λεφτά, μιας κι ακόμη δεν είχε πληρωθεί το μηνιάτικο. Σαν την ένοχη, περπάτησε με χαμηλωμένο βλέμμα. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν, μοναχά να φτάσει στην καφετέρια και να εξομολογηθεί τον έρωτά της. Ένα αψιού ακόμη της ήρθε, όμως το συγκράτησε. Αυτός ο ξαφνικός ρατσισμός των ανθρώπων, να περιθωριοποιούν με ένα φτάρνισμα τους συνανθρώπους τους, την ενοχλούσε. Και δεν ήθελε να νιώθει περιθωριοποιημένη. 
Με γρήγορο βηματισμό δεν άργησε να φτάσει στον προορισμό της. Η Μεταξία είχε ήδη παραγγείλει τους καφέδες, εξάλλου ήξερε καλά τη φίλη της. Διπλό σκέτο ελληνικό για την Άμυ, καπουτσίνο για την ίδια. 
-Βάλε μια μάσκα και ξεκίνα! Της είπε για να διαφυλάξει το αναπνευστικό της σύστημα. 
-Ωχου, παράξενη που είσαι, δεν θα αλλάξεις ποτέ! 
-Λέγε! 
Η Άμυ πήγε να φταρνιστεί, μα συγκρατήθηκε και πάλι. Δεν ήθελε να διώξει τους θαμώνες του μαγαζιού κι είχε μια σιγουριά πως αυτή θα ήταν η κατάληξη ενός φταρνίσματός της. 
-Από πού να αρχίσω; Είπε μέσα στην ανακατωσούρα της που δεν έλεγε να φύγει. 
-Ο κόσμος ξεκινάει συνήθως από την αρχή, εσύ αν θες ξεκίνα από τη μέση, δώσε μια media res αφήγηση. 
-Εσύ και τα φιλολογικά σου, γέλασε η Άμυ. 
-Μωρέ θα ξεκινήσεις ή θα με σκάσεις; 
-Έχει καταπράσινα μάτια, είναι ψηλός, λυγερός, είναι τόσο ρομαντικός!
-Και; Στο δια ταύτα, Άμυ!
-Τι και; Και όπως τον πλησίαζα, δεν ξέρω τι του 'φεξε μέσα του και ενώ ήταν στο φανάρι να περάσει απέναντι, αυτός έστριψε, δυο μέτρα απόσταση, σου λέω, παγώσαμε κι οι δυο. 
-Περίμενε τώρα, άρα εσύ, κυρία μου, πλησιάζοντάς τον είχες εντοπίσει πολύ πιο πριν πως ήταν στο φανάρι. 
Δαγκώθηκε η Άμυ. «Έξυπνη που είσαι βρε Μεταξία κι εσύ», σκέφτηκε. 
-Η αλήθεια είναι πως έτυχε, ειλικρινά έτυχε, να κοιτάζω στο βάθος, και απλά εντόπισα έναν λυγερό άντρα. Κακό είναι; 
-Καθόλου! Επιβεβαίωσε η Μεταξία με θαυμασμό. Και; 
-Και με φίλησε στο χέρι, σαν να ήμουν ηρωίδα του Ξενόπουλου, με καπελαδούρα και παρασόλι, με άσπρο φόρεμα δαντελένιο, με την ντροπή στα μάτια!
-Όχι πως δεν είσαι δηλαδή κάπως έτσι! Ξερόβηξε η Μεταξία και γέλασε δυνατά. 
-Στο καλό σου, άτιμη! Όλο να με πειράζεις. 
-Και; 
-Ε, πια, αυτά τα «και» και «και»!
-Λέγε και με έσκασες! 
-Ε, και με το που φίλησε το χέρι μου, αν σου πω δεν θυμάμαι τίποτα μετά από αυτό, θα με πιστέψεις; 
Την πίστεψε η Μεταξία. Αφού πάντα έχανε τη μνήμη της, όχι μόνο όταν την κοιτούσε άνδρας και μετά, αλλά κι όταν της έλεγες κάτι, αυτή σπάνια θυμόταν ή όταν πήγαινε σούπερ μάρκετ, σπάνια θυμόταν τι ήθελε να αγοράσει. 
-Δεν ανταλλάξατε τηλέφωνα; Κάτι τέλος πάντων! 
-Του είπα πως δουλεύω στο ανθοπωλείο, του το έδειξα κιόλας μην μπερδευτεί. 
-Και με ποιο όνομα του συστήθηκες, μαρή; Με το Άμυ ή με το Αμυγδαλιά; 
-Και με τα δυο! 
-Και πώς αντέδρασε με το Αμυγδαλιά; Θυμάσαι ή το ξέχασες κι αυτό; 
Η Άμυ συνοφρυώθηκε. 
-Α, κατάλαβα, χαζογέλασε; 
-Ναι, είπε με μια δόση πικρίας. 
-Αν χαζογέλασε, παράτα τον. Αν απλά χαμογέλασε, τότε αποδεκτός. 
-Χαμογέλασε, ναι, χαμογέλασε, είπε η Άμυ, κι ας ήξερε πως ήταν λίγο ψεματάκι. Εξάλλου ήθελε να δημιουργήσει τη δική της πραγματικότητα. 
-Οπότε, δεκτός. Αδέρφια έχει; 
-Γιατί ρωτάς; 
Η Μεταξία γέλασε και πάλι. Αυτή η αφέλεια της φίλης της!
-Εμείς, δηλαδή, στον ήλιο μοίρα δεν έχουμε; Αν είναι όμορφος ένας γιός, γιατί να μην είναι κι ο άλλος; 
Γελάσανε με την καρδιά τους. 
-Όνομα έχει ο Κορονοϊός; Πώς τον λένε Γρίπο;  
Σκάσανε ξανά στα γέλια κι οι διπλανές τους τις λοξοκοιτάξανε. Ώρα τώρα ενοχλούνταν από τα χαχανητά τους, αλλά τώρα είχε παραγίνει το κακό. 
-Ξέρω, ξέρω, πάλι το ξέχασες; Έχεις μια μανία όταν σου συστήνονται να μην θυμάσαι ποτέ τα ονόματα. 
Η αλήθεια είναι πως είχε δίκιο η Μεταξία. Σπάνια συγκρατούσε ονόματα η Άμυ, ιδίως αν τα πρόσωπα που της συστήνονταν ήταν περισσότερα των δύο. 
-Κάτι από το σύμπαν, είχε το όνομά του. 
-Δηλαδή; Δίας; Κρόνος; Άρης; 
-Όχι, όχι, κάτι άλλο. 
-Ερμής!
-Όχι, όχι, κάτι άλλο, όχι πλανήτης. 
-Δορυφόρους ξέρω μόνο τη Σελήνη, κι αυτός δεν είναι γυναίκα! 
-Κάτι φωτεινό! 
-Αστέριος.
-Αστέρης! 
-Όχι Γιάννης, Γιαννάκης! Συμπλήρωσε η Μεταξία. 
-Ε όχι και Γιάννης, κοινότυπο όνομα, Αστέρης, όπως τα αστέρια, λαμπερός!

Η Μεταξία έμεινε άφωνη. Δεν συμπλήρωσε ούτε σχολίασε. Την ήξερε τη φίλη της από την καλή κι από την ανάποδη. Όταν ερωτευόταν, ερωτευόταν. Το μυαλό της πετούσε. Κι άντε να προσγειωθεί τώρα η Άμυ. Ήταν κι αυτό το ειρωνικό χαμόγελο του λεγάμενου που της στάθηκε σαν πικραμυγδαλάκι της Μεταξίας. Πάλι θα την πατήσει με αυτόν τον έρωτα, σκέφτηκε και αναστέναξε. 
-Γιατί αναστενάζεις, Μεταξία;
Η Μεταξία δαγκώθηκε. Τι να της έλεγε; Πως πάλι ερωτεύτηκε λάθος άντρα; Δεν θα την καταλάβαινε. Το έβλεπε στο χαμόγελο της φίλης της, έλαμπε σαν αστέρι!
-Τι να μην αναστενάζω, Άμυ. Ξέρω 'γω; Μήπως έχει κανέναν αδερφό ο λεγάμενος; Όμορφος αυτός, όμορφος θα είναι κι ο αδερφός του, αν έχει, που το εύχομαι δηλαδή. 
-Θα το μάθουμε, όταν με το καλό μιλήσουμε. Να είσαι σίγουρη θα είναι το πρώτο που θα τον ρωτήσω. 
Συννέφιασε το πρόσωπο της Άμυ ξαφνικά. Ένιωθε να καίει το μέτωπό της. Ένιωθε πως ανέβαζε πυρετό. 
-Τι έχεις καλέ; Εσύ μέχρι πριν λίγο ήσουν σαν πεταλούδα, τώρα τι σε έπιασε; Αγχώθηκες; 
Η Άμυ έτρεμε. Ένιωθε το κορμί της να αναρριγεί. 
-Δεν είμαι καλά, Μεταξία. 
-Αυτό το ξέρουμε, δεν είναι κάτι νέο. 
-Σταμάτα να είσαι συνεχώς ένα πειραχτήρι. Δεν είμαι καλά σου λέω, έχω την εντύπωση πως έχω γρίπη. Μην κόλλησα κορονοϊό;
-Ε, αφού σε φίλησε ο Κορονοϊός, σίγουρα κόλλησες. 
-Ανοησίες, είπε η Άμυ και άφησε ένα φτάρνισμα, που τούτη τη φορά δεν πρόλαβε να συγκρατήσει. 
-Δεν υποφέρεσαι, φιλενάδα. Πάμε!
Η Μεταξία, ενοχλημένη, φώναξε τον σερβιτόρο. Βγήκαν από το μαγαζί κι ο ήλιος έκανε τα μάτια τους να κλείσουν. 
-Ωραίο καιρό έχει σήμερα κι έχει μια ζέστη παράξενη, είπε η Μεταξία. Σαν να ζεσταίνομαι κι εγώ τώρα. 
Φταρνίστηκαν ταυτόχρονα κάνοντας τους περαστικούς να τρομάξουν. 
-Ε, μα δεν υποφέρεσαι, θέλησες τον αδερφό, θέλησες και τον ιό! Γέλασε η Άμυ. 
-Τρέχω, νιώθω τα πόδια μου να μην με βαστούν, Άμυ, νιώθω ρίγος. Στο καλό σου δεν πρόλαβες να φταρνιστείς και με κόλλησες. 
Έτσι ήταν η Μεταξία. Υπερβολική κι απόλυτη. Ιδίως σε θέματα υγείας. Έπαιρνε κάθε χειμώνα όλα τα μέτρα προφύλαξης και θερμομετρούνταν κάθε πρωί. Πίστευε στον ρομαντικό έρωτα πιο πολύ από όλες τις φίλες της Άμυ. Για αυτήν ο έρωτας είχε αυτό το μαγικό πριγκιπικό στοιχείο. Σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες πτυχές της ζωής της, που ήταν απόλυτα ορθολογίστρια, η Μεταξία πίστευε στο θαύμα του έρωτα. Πίστευε επίσης πως αν το ζήσεις μια φορά, δεν γίνεται να το ξαναζήσεις. Κι όταν η Άμυ την πείραζε πως αυτό δεν είναι δυνατόν, ας δοκιμάσει να ερωτευτεί ξανά, η Μεταξία ήταν κατηγορηματική. 
-Μια φορά ερωτεύτηκα τον Πάρη, τώρα δεν ερωτεύομαι, ξανά. 
-Και δηλαδή θα μείνεις μόνη; Τη ρωτούσε όλο περιέργεια η άμυ. 
-Όχι, απλά δεν θα ερωτευτώ ξανά, απαντούσε η Μεταξία κι έκλεινε κάθε σχετική συζήτηση. 
Η οποία Μεταξία, Βαρβάρα είχε βαφτιστεί, αλλά στα δεκαπέντε της έκανε επανάσταση, γιατί την κοροϊδεύανε μια ζωή «βάρα παιδί μου, βάρα» κι αυτή δεν ήθελε να βαράει κανέναν, τόσο καλή ήταν. Κι αποφάσισε κι επέβαλε με το έτσι θέλω το νέο της όνομα, Μεταξία, καθώς το μετάξι ήταν τόσο απαλό, όπως ήθελε η ίδια να είναι. 

Την υπόσχεση λοιπόν την τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια η Μεταξία. Το είπε και το έκανε. Είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε που χώρισε με τον Πάρη, μια σχέση που είχε κρατήσει δύο υπέροχα για αυτήν χρόνια, που όμως τέλειωσε άδοξα όταν ο Πάρης της δήλωσε πως οι σπουδές του σε τόσο μακρινή πόλη δεν γίνεται να συνδυαστούν με τη σχέση τους. Αθήνα αυτή, Θεσσαλονίκη αυτός. Ένα δρομολόγιο τρένου τους χώριζε, κι ας είχε τις καθυστερήσεις του, ήταν όμως ρομαντικό να τον συναντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, να παίρνουν τον ηλεκτρικό, να κατεβαίνουν Πειραιά, να περπατούν αγκαλιασμένοι στο λιμάνι και τα καράβια να τους σφυρίζουν πειραχτικά με τα φουγάρα τους κι οι γλάροι να πετούν πάνω από τα κεφάλια τους. 
Πόσο άρεσε στη Μεταξία αυτό το ταξιδιάρικο στυλ που είχε η σχέση της με τον Πάρη! Ετοίμαζε τελετουργικά τη βαλίτσα της, όταν ήταν η σειρά της να ανεβεί Θεσσαλονίκη, αγόραζε πάντα σοκολατάκια από το αγαπημένο της ζαχαροπλαστείο στη Πανεπιστημίου για να τα πάει στον καλό της, να τα λιώνουν μαζί στο στόμα τους, κάτω από τον Λευκό Πύργο ή στα κάστρα, την άνω Πόλη. Για αυτά ζούσε η Μεταξία, για την αναμονή, για να γράφει ποιήματα και να του τα στέλνει με γράμματα, για να καρδιοχτυπά έξι ώρες στο τρένο, για να την αγκαλιάζει σφιχτά μετά από ένα μήνα στέρησης της παρουσίας της. 
Μόνο που μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, κι αυτό συνέβη στην περίπτωσή τους.  «Δικαιολογίες» της είχε πει η Άμυ, αλλά η Μεταξία δεν το εξέλαβε έτσι. Είχε εμπιστοσύνη σε κάθε λέξη του Πάρη, και ας ήξερε πως ο Πάρης ήταν αυτός που είχε κλέψει την Ελένη για να την μεταφέρει στην Τροία. «Το 'χει το όνομα, δεν το καταλαβαίνεις βρε, Μεταξία μου; Προαιώνιο το αμάρτημα του Πάρη, κι αυτός κάτι θα έχει σκαρώσει με καμιά τσούπρα» επέμενε η Αμυ, τότε που ήταν ακόμη στο Πανεπιστήμιο. Κι όμως η Μεταξία τον πίστευε. Ήταν η απόσταση που τους χώρισε κι όχι μια άγνωστη ωραία Ελένη. Εξάλλου ο Πάρης την αγαπούσε, της έλεγε πως σαν αυτή όμορφη δεν είναι καμιά στον κόσμο, πως Ελένη έπρεπε να τη λένε κι όχι Μεταξία. 
Κι έτσι η Μεταξία δεν ερωτεύτηκε ποτέ ξανά κανέναν άντρα. Το πώς κατάφερνε και συγκρατιόταν η Μεταξία, ένας θεός το ξέρει. Ήταν δυσνόητο –παρόλα αυτά όχι ακατανόητο- στην Άμυ, γιατί για αυτήν ο έρωτας χτυπούσε την πόρτα της καρδιάς κάθε τρεις και λίγο. Πολλοί άνδρες ενδιαφέρθηκαν για αυτό το κορίτσι, που παρέμενε κορίτσι ακόμη και μετά τα τριάντα, με το χαριτωμένο προσωπάκι, με το σκέρτσο και την τσαχπινιά της κοπελίτσας. Η Μεταξία τους απέρριπτε. Βέβαια όχι όλους, καθώς κάποιοι που ξεχώριζαν κινούσαν την περιέργειά της και προθυμοποιούνταν να τους γνωρίσει κάπως παραπάνω. Αλλά μετά από λίγο ξεφυσούσε, αναστέναζε, θυμόταν ξανά τον Πάρη, έκλαιγε στα κρυφά, κάπνιζε κανένα τσιγάρο να της φύγει η πίκρα, αλλά η απόφασή της τελεσίδικη. Δεν θα ερωτευόταν ποτέ ξανά και δεν δεχόταν κουβέντα στο σπαθί της.
Παράπονο βέβαια δεν είχε από τη ζωή της, τη γέμιζε με τόσα πολλά που θα έλεγε κανείς πως δεν της έλειπε τίποτα. Τι θέατρα, τι ταξίδια, τι εκμάθηση χορών, τι εργασία και χαρά. Βέβαια τώρα που η Άμυ συνάντησε τον Κορονοϊό Αστέρη, σαν να φωτίστηκε το πρόσωπο της Μεταξίας. Αυτή η ερώτηση που έκανε -αν έχει αδερφό ο Αστέρης- έδειχνε πως μάλλον η Μεταξία άρχισε να βάζει νερό στο κρασί της. Είχε χρόνια να λάμψει για κάποιον άντρα το πρόσωπό της. Συνήθως ήταν απλώς χαμογελαστό και στις καλύτερες των περιπτώσεων τα μάτια της έλαμπαν λιγάκι. Αλλά τέτοια λάμψη η Άμυ δεν είχε ξαναδεί και χάρηκε για τη φίλη της. Καιρός ήταν να αναθεωρήσει την άποψή της για έναν πιθανό επερχόμενο έρωτα. Δεν της είπε τίποτα η Άμυ βέβαια μην τυχόν και καταλάβει η Μεταξία τι συνέβη στο είναι της, όταν ρώτησε για την πιθανή ύπαρξη ενός όμορφου αδερφού. Μην την επαναφέρει στην πρότερη κατάστασή της, τώρα που έκανε μια μικρή ρωγμή στην κοσμοθεωρία της. Το άφησε να αιωρείται και ίσα που πρόλαβε να την αποχαιρετίσει, έτσι όπως βιαστικά αποχώρησε, με το ρίγος και τα κομμένα πόδια, από τον ζαβολιάρη κορονοϊό, που πίστευε πως ήδη είχε κολλήσει. 

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

ΆΜΥ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Κεφάλαιο Πρώτο "Η Άμυ"


Η Άμυ


Η Άμυ είχε κλείσει τα 39 πριν έντεκα μήνες και τριάντα ημέρες κι ένιωθε πως σε αυτό το κατώφλι του χρόνου έπρεπε να αλλάξει η ζωή της. Λίγο η πίεση της μητέρας της, που δεν έλεγε να σταματήσει να ρίχνει το δηλητήριο σε καθη­μερινές δόσεις του ενός μίλιγκραμ, λίγο η πίεση της κοινωνίας, με τα καθημερινά γιατί και πως, λίγο ο λιγοστός χρόνος και οι λιγοστές ευκαιρίες, όλα από λίγο. Κι η Άμυ δυσφορούσε. Ένιωθε αποπνιχτικά με όλες αυτές τις ατμοσφαιρικές πιέσεις. Πνιγόταν, της ερχόταν άπνοια, έπαιρνε βαθιές ανάσες, μετρούσε έως το δέκα κι έπειτα ηρεμούσε.
Κι ήταν κι αυτό το υποκοριστικό της, Άμυ. Υποκοριστικό που απαρνιόταν, αλλά τι να το κάνεις, όταν όλοι σε φωνάζουν Άμυ από μικρή; Πώς να επιβάλεις το όνομά σου μετά από 39 χρόνια ακούσματος του υποκοριστικού ονόματος; Αμυγδαλιά ήταν το βαφτιστικό της. Μικρή ντρεπόταν να το αποκαλύπτει, όμως τώρα που μεγάλωσε και πρέπει να ξεπεράσει αυτό το δυσκολοχώνευτο κατώφλι των σαράντα της χρόνων, άρχισε να αγαπάει αυτό το όνομα που παραπέμπει σε δένδρο, το πιο επιπόλαιο από όλα τα δένδρα, μα και το πιο όμορφο, κυρίως όταν ανθίζει. Έτσι ένιωθε κι η ίδια, πως είναι στο άνθος της ηλικίας της, κι ας λέγανε οι κακόγλωσσες πως είναι στη μάρανση. Όμορφη και φρέσκια, τίναζε τα μακριά μαλλιά της κι ένιωθε σαν την αμυγδαλιά που τινάζει τα κλαδιά της.
Και παρά το ότι ήξερε πως είναι επιπόλαια, συνέχιζε να συμπεριφέρεται έτσι, γιατί αυτό το επίμονο χαρακτηριστικό τής επιπολαιότητας ήταν γραμμένο στο γονίδιό της κι όχι στη μοίρα της. Η Άμυ δεν ήταν μοιρολατρική, ήταν οπαδός της γενετικής, επηρεασμένη άμεσα από τη βιολόγο μητέρα της. «Με την γενετική δεν μπορείς να τα βάλεις», επαναλάμβανε η μητέρα της κι ήξερε καλά πόσο εγωιστικό είναι το γονίδιο. Εξάλλου το έλεγε η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.


Κι έτσι, η Άμυ, που αγαπούσε τη γενετική και μισούσε το μοιραίο και το πεπρωμένο, δεν δεχόταν πως το γραφτό της για το κατώφλι των σαράντα ήταν κάπου κρυμμένο που δεν είχε δικαίωμα να το ξέρει. «Εμείς καθορίζουμε τη ζωή με τις επιλογές μας», έλεγε και ξανάλεγε στις φίλες της κι αυτές γελούσαν. Κι όταν τις ρωτούσε «γιατί γελάτε» αυτές απαντούσαν: «Τίποτα, τίποτα, κάτι θυμηθήκαμε!».





10:30 π.μ.

Περπατούσε λοιπόν σκεφτική, ήταν χαρά Θεού εκείνη η μέρα, μα στο μυαλό της στροβίλιζε ο εφιάλτης του κορονοϊού. Θα κολλήσει, δεν θα κολλήσει, να πάει στη συγκέντρωση των γυναικών, ή να μην πάει, να φιλήσει το μικρούλη γειτονόπουλο ή να μην το φιλήσει, να ερωτευτεί ή να μην ερωτευτεί. Κι όπως βάδιζε, πνιγμένη στις σκέψεις της, κοιτούσε αφηρημένα μπροστά της. Διέκρινε τη φιγούρα ενός ψηλού κι αδύνατου άνδρα. Στεκόταν στα φανάρια, περιμένοντας να διασχίσει τον δρόμο. Τον είδε σε προφίλ, όμορφο παράστημα, μα τι να το κάνεις; Ένας περαστικός άνδρας κι αυτός. Τον κοιτάς, τον θαυμάζεις κι έπειτα συνεχίζεις την πορεία σου.
Πλησιάζοντας κι αυτή στο φανάρι, για να περιμένει τον «Γρηγόρη», ο άνδρας, αυτός με το ωραίο παράστημα, ως δια μαγείας, γύρισε και στράφηκε προς το μέρος της. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, δυο βήματα τους χώριζαν. Μα γιατί πάγωσαν κι οι δυο στη θέση τους, κανείς δεν το ξέρει. Βυθίστηκε η Άμυ στο βλέμμα του. Κι ως δια μαγείας, επίσης, της πήρε το χέρι και το φίλησε τρυφερά. Η Άμυ κόντεψε να λιποθυμήσει. Ωστόσο στηρίχτηκε στα πόδια της. Ένιωσε να κοκκινίζει. Χειροφίλημα μόνο στα μυθιστορήματα είχε διαβάσει πως δίνονται. Στον Ξενόπουλο, συγκεκριμένα, τον οποίο είχε ξεκοκαλίσει στα φοιτητικά της χρόνια. Ο γοητευτικός κύριος συστήθηκε.
-Ονομάζομαι Κορονοϊός Αστέρης.
Αυτό ήταν. Κορονοϊός. Ούτε που σκέφτηκε για πιθανή συνωνυμία. Ένιωσε πως είχε ήδη πυρετό. Δεν φανταζόμουν πως θα είναι τόσο όμορφος, είπε μέσα της. Τι να του έλεγε τώρα; Πως τον ερωτεύτηκε ακαριαία ή πως φοβάται μη νοσήσει; Μήπως είχε ήδη νοσήσει; Την έβγαλε από την αμήχανη θέση.
-Είμαι ταξιδιωτικός πράκτορας. Ομολογώ πως έχετε την όψη της ταξιδιάρας ψυχής.
Η Άμυ ταράχτηκε. Ενοχοποιητικό στοιχείο. Αν ταξίδεψε σε Ιταλία ή Κίνα, τότε σίγουρα είναι ο υιός του κορονοϊού ιού. Τι να έλεγε πάλι; Ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία. Κι η ομορφιά του δεν έλεγε να υποχωρήσει, μα ούτε ο πυρετός που ένιωθε μέσα της. Την έβγαλε πάλι από την αμήχανη θέση.
-Το όνομά σας;
Τώρα ήταν που δεν θα έβγαινε από τη θέση της ούτε με το πιο δυνατό ταρακούνημα. Άμυ ή Αμυγδαλιά; Ποιο να πω;
-Αμυγδαλιά, είπε χωρίς να το πολυσκεφτεί.
Ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Δαγκώθηκε η Άμυ. Την περιγέλασε αυτός ο όμορφος που έχει επίθετο ιού. Μα η ομορφιά του έσβησε τις σκέψεις της. Χαμογέλασε κι αυτή, αληθινά όμως.
-Οι φίλοι όμως με φωνάζουν Άμυ, Άμυ Γουάινχαουζ!
Τώρα πώς της ήρθε να αναφέρει το όνομα της μακαρίτισσας, δεν το κατάλαβε. Ο χρόνος περνούσε, έπρεπε κάτι να αλλάξει στη ζωή της. Ήταν το κατώφλι που δεν ήθελε να σκοντάψει κι ο Κορονοϊός, με την τόσο γοητευτική όψη, φαινόταν το καλύτερο αντίδοτο για το δηλητήριο της μητέρας της και το φαρμάκι της κοινωνίας.
-Δουλεύω εκεί, απέναντι, στο ανθοπωλείο, είπε βιαστικά κι έφυγε αναψοκοκκινισμένη.
Ο Αστέρης την κοιτούσε όπως απομακρυνόταν. Χαμογέλασε μέσα του. «Πλάκα έχουν οι γυναίκες», συλλογίστηκε. Η Άμυ συνέχισε να περπατά μέσα στην αναστάτωση της ημέρας. Μα μια αναστάτωση αναζητούσε τόσον καιρό και τώρα που συνέβη, της κακοφαινόταν που ήταν στο όριο να ξεβολευτεί από τη μονοτονία της.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

1η Ιστορία, Η αποκατάσταση της αλήθειας για τον τζίτζικα

Αποτέλεσμα εικόνας για τζίτζικας και μέρμηγκας

Το μυρμήγκι, μέσα στην αχανή φωλιά του, απολάμβανε τους λαχταριστούς μεζέδες, αυτούς τους υπέροχους σπόρους που με τόση υπομονή μάζευε όλο το καλοκαίρι. Κι ο τζίτζικας, όπως είχε κουρνιάσει σε ένα κλαδάκι από τα πιο ψηλά με την πιο ωραία θέα, σκεφτόταν το ξεχωριστό καλοκαίρι που πέρασε με χορούς και τραγούδια και αναλογίζονταν αν τελικά έκανε κάτι κακό. Ένιωθε άσχημα με αυτό το παραμύθι που είχε γραφτεί εις βάρος του, μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα και τον κατηγορούσε άδικα. Σκέφτονταν τι γνώμη θα είχαν σχηματίσει τα παιδάκια για αυτόν. Μάλιστα, αν δεν φρόντιζε να αποκαλύψει την αλήθεια, το κακό θα παραπήγαινε και όλα τα παιδάκια θα πείθονταν πως ο τζίτζικας ήταν ένας μεγάλος τεμπέλης.
Ένιωσε την αδικία να τον πλημμυρίζει. Θυμήθηκε πως όσο αυτός τραγουδούσε και τζιτζίκιζε όλο το καλοκαίρι, τα υπόλοιπα έντομα και ζώα του δάσους απολάμβαναν τη μουσική του. Τον χειροκροτούσαν και τον ενθάρρυναν να παίζει συνεχώς. Οι παραγγελίες έδιναν και έπαιρναν. Σταματημό δεν είχε ο τζίτζικας για να εκπληρώνει του καθενός την επιθυμία. Και όχι μόνο αυτός, όλοι οι τζίτζικες. Ήταν οι τραγουδοποιοί του δάσους. Όλοι τους θαύμαζαν και ζητούσαν αυτόγραφα και αφιερώσεις γραμμένες σε φύλλα. Τα δε μυρμήγκια, όσο κουβαλούσαν τα σποράκια και τα ψίχουλά τους, όλο και ζητούσαν βοήθεια από τα τζιτζίκια που ήταν πιο σωματώδη. Τα φιλότιμα αυτά έντομα, κατέβαιναν πρόθυμα από τα δένδρα για να δώσουν ένα χεράκι βοήθειας στα μικροσκοπικά μυρμήγκια.
Και το συγκεκριμένο μυρμήγκι του παραμυθιού ήταν το πιο μικρόσωμο από όλα. Αυτό κι αν ζητούσε τη βοήθεια του τζίτζικα κάθε φορά που έπρεπε να κουβαλήσει έναν βαρύ σπόρο. Κι ο τζίτζικας ποτέ δεν του έλεγε όχι. Του χάριζε κι από ένα τραγούδι.  Κι ήταν αυτό το μυρμήγκι που δεν ήθελε να ανοίξει την πόρτα, όταν έξω χιόνιζε και το τζιτζίκι πάγωνε. Τα υπόλοιπα μυρμήγκια της φωλιάς είχαν αντίθετη άποψη, αλλά αυτό το παρέβλεψε ο συγγραφέας του παραμυθιού. Πολλές οι ανακρίβειες λοιπόν και πολλές οι παραλείψεις.
Αυτά θυμήθηκε ο τζίτζικας και ήθελε πει την αλήθεια. Ήταν ένα περήφανο έντομο και πίστευε πως άξιζε τον σεβασμό όλων.
Έτσι συγκέντρωσε όλες τις σκέψεις του, τις κατέγραψε σε μια κόλλα χαρτί κι ενημέρωσε όλα τα υπόλοιπα ζώα και έντομα του δάσους, με μια ανακοίνωση που κρέμασε στον κορμό μια μεγάλης βελανιδιάς. Η ανακοίνωση βράχηκε από μια ξαφνική βροχή. Όσοι πρόλαβαν να τη διαβάσουν, τη διάβασαν.
Πάντως ένα είναι το σίγουρο. Ότι τη διάβασε ο λαγός και φρόντισε και αυτός να πει τη δική του αλήθεια, μιας που είχε άχτι τη χελώνα. Πώς; Είπε θα με ενημερώσει σύντομα….