Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Έβδομο κεφάλαιο, η Κέιτ


Η Κέιτ


3:30 μ.μ.

Όταν η πόρτα έκλεισε, η Άμυ έμεινε μόνη στην ησυχία της. Ξάπλωσε φαρδιά πλατιά στο κρεβάτι της και κοίταξε έξω από την μπαλκονόπορτα αυτή τη φορά. Ο ήλιος πλημμύριζε το μεσημβρινό της δωμάτιο κι άρχισε να παίζει με τις σκιές των χεριών της, όπως τότε που ήταν μικρή. Το αγαπημένο της παιχνίδι όταν ξάπλωνε και δεν είχε με ποιον να μιλήσει. Έφτιαχνε φιγούρες στον τοίχο, σκυλάκια, παπάκια, γατούλες και πουλιά, κυρίως πουλιά, και μιλούσε με τους σκιώδεις φίλους της. Τώρα σχημάτισε δυο σκυλάκια που φιλιόντουσαν. Στην αρχή γαύγιζαν το ένα το άλλο κι έπειτα πλησίασαν τις μουσούδες τους και φιλήθηκαν. Φιλιόντουσαν πολλή ώρα, μέχρι που τα χέρια της κουράστηκαν. Τα άφησε να πέσουν κάτω χωρίς βάρος. Τα καστανά μάτια του Αγιάννη  ξανά μπροστά της. Το άγγιγμα των δαχτύλων του γαργάλισαν την παλάμη της.
«Δεν κάνει να τον σκέφτομαι συνέχεια», συλλογίστηκε, «δεν πρέπει να παρασυρθώ και πάλι. Πρέπει να γίνω λιγάκι λογική». Και τότε είδε ξανά αυτό το κατώφλι των σαράντα της χρόνων που πλησίαζε απειλητικό. Είδε και τα βλέμματα της μαμάς της, του μπαμπά της, των φιλενάδων της, της θείας Ελένης και του θείου Δημήτρη, της γειτονιάς, μια λίστα ατελείωτη. Τι βάρος κι αυτό! Να περιμένουν από εσένα, να ελπίζουν από εσένα, να κατασκοπεύουν εσένα, να κρέμονται από εσένα! «Εγώ φταίω, που τους το επέτρεψα. Εγώ φταίω που τους επέτρεψα να επεμβαίνουν στη ζωή μου».
Η Κέιτ, για παράδειγμα, ήταν ένα ανεξάρτητο κορίτσι, ζούσε αυτό που η ίδια είχε επιλέξει. Ήταν κιθαρίστρια σε ροκ συγκρότημα και τώρα απολάμβανε, μετά την επιτυχία στην Ελλάδα, περιοδείες στο εξωτερικό. Βερολίνο πρέπει να βρίσκεται τώρα και να τριγυρνάει στους δρόμους και τις λεωφόρους, να κάνει πρόβες ατελείωτες, να πίνει τις μπύρες της στις underground pub, να φοράει τα στενά δερμάτινα και να βάφει έντονα τα μάτια της. Πόσο θα ήθελε κι ίδια κάτι τέτοιο. Όμως αυτή δεν ήταν Κέιτ, να την αφήσει η μητέρα της να αλλάξει το βαφτιστικό της Κατερίνα σε Κέιτ, να κάνει παρέα με underground τύπους, να γίνει καλλιτέχνιδα, γιατί από μικρή έδειχνε την κλίση της στην κλασική κιθάρα. Ένα πρωί η Κατερίνα έγινε Κέιτ, η κλασική κιθάρα καταχωνιάστηκε στην ντουλάπα –αν κι η Κέιτ ήθελε να την πουλήσει- μια ηλεκτρική κιθάρα συνδέθηκε στην πρίζα κι η Κέιτ πρωί, μεσημέρι, βράδυ γρατζουνούσε την κιθάρα της. Κι έπειτα το ένα έφερε το άλλο, κι η Κέιτ επιβλήθηκε, όχι μόνο στους γονείς της, αλλά και στο καλλιτεχνικό στερέωμα της Αθήνας, περιόδευσε ανά την Ελλάδα, κυρίως με εμφανίσεις της στη Θεσσαλονίκη, έδινε συνεντεύξεις σε περιοδικά του χώρου και στο τέλος ερωτεύτηκε τον Τζον, τον τραγουδιστή του συγκροτήματος, στο οποίο συμμετείχε κι έφυγαν μαζί στην Ευρώπη –για περιοδείες κυρίως, όχι για μόνιμη εγκατάσταση- να ζουν τον έρωτά τους, να ηχογραφούν σε στούντιο του Βερολίνου και να μην δίνουν αναφορά σε κανέναν. Καθαρά πράματα.
Της έγραψε μήνυμα. Ένα απλό «τι κάνεις». Δεν θα της έλεγε τίποτα δικό της, μόνο ήθελε να μάθει τα νέα της Κέιτ, να ενθαρρυνθεί. Από κοντά θα της τα έλεγε όλα, αυτά δεν αναλύονται στο messenger, αλλά πώς και πότε από κοντά, αφού η Κέιτ δεν ζούσε πλέον στην Ελλάδα. Η Κέιτ, που άλλοτε αργούσε να απαντήσει, αυτή τη φορά λες και κοιτούσε το κινητό, της απάντησε «Χάλια». Πρώτη φορά η Κέιτ να γράψει «χάλια». Μωρέ μήπως εννοεί «χαλιά», μήπως αγόρασε καμιά μπουχάρα; Αλλά τι να την κάνει την μπουχάρα στο Βερολίνο, να στρώσει το πάτωμα του ξενοδοχείου; Μπα, «χάλια» εννοεί σίγουρα. Γιατί όμως χάλια; Να καυγάδισαν με τον Τζον; Να ακυρώθηκε κάποιο λάιβ; Να στέρεψε από λεφτά; Ή να πάχυνε και να μην της χωράει το δερμάτινο παντελόνι, το αγαπημένο της;
Μονολεκτική η μία, μονολεκτική η άλλη, είπε να στείλει ένα μήνυμα με δύο λέξεις, μπας και ξεδιπλωθεί το χαλί.
«Τι εννοείς;»
«Δε βαριέσαι»
Τώρα τρεις τέσσερις λέξεις για περισσότερο ξεδίπλωμα.
«Μην σε παίρνει από κάτω»
«Χώρισα, Άμυ!»
«Και δεν χαίρεσαι;»
«Μα προχθές με ζήτησε σε γάμο και τώρα παριστάνει τον κινέζο»
«Έχει κορονοϊό μήπως;»
«Πάψε, βλαμμένη»
«Αλήθεια λέω, μήπως είναι άρρωστος, καλέ»
«Και τι θέλει να χωρίσουμε για να μην με κολλήσει;»
«Ποτέ δεν ξέρεις, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!»
«Μήπως τα έφτιαξε με κινέζα σκέφτομαι, γιατί μια θαυμάστρια από Πεκίνο τον κλωθογυρνούσε τελευταία»
«Ε, τότε συμβαίνουν και τα δύο, ερωτεύτηκε την Κινέζα, κόλλησε κορονοϊό και θέλει να σε προστατέψει»
«Επιστρέφω τα μεσάνυχτα, αν μπορείς πίνουμε μια μπύρα και το αναλύουμε»
«Οκ, πιστεύω θα μπορώ»
«Όχι πιστεύεις, μπορείς»
«Μπορώ»
«Φιλιά»
«Φιλιά»
Αυτό σήκωνε ταβάνι τώρα. Όλες της τις σκέψεις έχει διαβάσει το δόλιο, μια ακόμη δεν θα το βαρύνει παραπάνω. Εξάλλου στέκεται στο ύψος του πάντα. Κι όπως το κοιτούσε, είδε τον Αγιάννη  να της χαμογελά. Του χαμογέλασε κι αυτή. Έκλεισε τα μάτια της κι αφέθηκε σε έναν χαλαρωτικό ύπνο. Άφησε τις σκέψεις για άλλη ώρα. Είχε ανάγκη από έναν καλό ύπνο. Είδε κι όνειρο. Πως κοιμόταν κάτω από μια αμυγδαλιά κι αυτή σκορπούσε τα πέταλά της πάνω της, σιγοτραγουδώντας της νανουρίσματα. Όταν ξύπνησε, ένιωσε πως από το ταβάνι έπεφταν πέταλα αμυγδαλιάς! Τόσο μέσα στο όνειρο είχε βυθιστεί.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου