Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Ο κυρ-Μιχαλιός και η Μαρίκα

    Ο κυρ-Μιχαλιός, έτσι τον φωνάζανε στο χωριό, είχε γεράσει πια. Μια ζωή ήταν παράξενος και ιδιότροπος. Ιδιόρρυθμος και μοναχικός. Ζούσε σε ένα μικρό σπίτι, με αυλή, που την περιποιούνταν και δεν ήθελε κανένας να την παραβιάζει. Ούτε η βροχή, ούτε τα φύλλα από τα δένδρα των γειτόνων, ούτε φυσικά το εκνευριστικό χιόνι. Όταν έβρεχε, κατέβαζε τις τέντες που είχε γύρω γύρω σε όλο το σπίτι και κάλυπταν όλη την επιφάνεια της αυλής. Όταν φυσούσε ενεργοποιούσε ένα σύστημα αντίθετων αέρηδων, με ειδικά διαμορφωμένες φυσούνες, που έβγαζαν αέρα από τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού του, παρασύροντας τα φύλλα μακριά από την αυλή του. Στη δε σκεπή, είχε θερμαινόμενα κεραμίδια, δική του ευρεσιτεχνία και αυτό. Το χιόνι έλιωνε και το νερό με ειδικά λούκια το έστελνε στο δρόμο.
   Οι γείτονες περιγελούσαν όλες αυτές τις απεγνωσμένες προσπάθειές του. Η Μαρίκα, ωστόσο, ενώ ήξερε το μυστικό του, το μόνο που έκανε ήταν να τον κουτσομπολεύει και να τον σχολιάζει. Είχαν μεγαλώσει μαζί. Η γιαγιά της, η Μαρίκα, ήταν μια πολύ παράξενη γριά. Τον Μιχαλάκη δεν τον συμπαθούσε καθόλου. Για έναν και μόνο λόγο. Γιατί όποτε έβρεχε, έβγαινε στη βροχή και παράσερνε την εγγόνα της. Της σφύριζε από τη γωνία του δρόμου και αυτή το έσκαγε από το σπίτι. Τρέχανε πιασμένοι χέρι, χέρι και μουλιάζανε τα ρουχαλάκια τους. Σταματημό δεν είχαν. Όταν πάλι φυσούσε δυνατά, της σφύριζε πάλι από τη γωνιά του δρόμου και πηγαίνανε στην άκρη του χωριού, εκεί που ο αέρας ξυρίζει και σε παρασύρει να πέσεις στον γκρεμό. Όταν χιόνιζε ήταν η καλύτερή τους. Δε λέγανε να επιστρέψουν στο σπίτι. Τί χιονάνθρωπους, τί χιονοπόλεμους! Πάγωναν τα χεράκια τους, αλλά ούτε που τους ένοιαζε.
    Μια φορά όμως έμεινε σημαδιακή για την υπόλοιπη ζωή τους και τη μεταξύ τους σχέση. Ήταν καταχείμωνο, χιόνιζε συνεχώς και τα δύο παιδάκια είχαν βγει για το καθιερωμένο τους παιχνίδι. Ο Μιχαλάκης έπλασε μία καρδούλα με το χιόνι και την χάρισε στη Μαρίκα. Η Μαρίκα την έκρυψε μέσα στην μπλούζα της και γύρισε γρήγορα στο σπίτι της. Την κράτησε κάτω από το κασκορσέ της. Την επομένη η Μαρίκα είχε πάθει πνευμονία και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο επειγόντως. Βέβαια, το επειγόντως είναι σχετικό, άμα σκεφτεί κανείς ότι εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν αυτοκίνητα παρά μόνο γαϊδούρια και μουλάρια. Οι γονείς ήταν έξαλλοι με την μικρή τους κόρη και τα καμώματά της, όταν τους αποκάλυψε τι έκανε με τον Μιχαλάκη όταν έβρεχε, φυσούσε ή χιόνιζε. Τα βάλανε και με τη γιαγιά της, που δεν ήταν αρκετά υπεύθυνη και δεν πρόσεχε, όσο έπρεπε, την μικρή Μαρίκα που το έσκαγε με τον επικίνδυνο Μιχαλάκη.
    Ο Μιχαλάκης ευθυς αμέσως εκτοπίστηκε από τον κοινωνικό περίγυρο της Μαρίκας. Την αγαπούσε, αλλά πλέον ήταν αδύνατον να την πλησιάσει και να της το πει. Η Μαρίκα, επηρεάστηκε από τους γονείς της και από τότε που γύρισε στο χωριό μετά την ανάρρωσή της, δεν του ξαναμίλησε. Τον αγαπούσε κρυφά, αλλά δεν το έδειχνε ποτέ. Ο Μιχαλάκης, εν τω μεταξύ, έχασε τους γονείς του και ζούσε μοναχός. Του στοίχισε πολύ η απώλεια των γονιών του, καθώς δεν είχε κανέναν να τον στηρίξει. Έτσι έμαθε να ζει μόνος του. Με τον καιρό απέκτησε και τις ιδιορρυθμίες του. Οι οποίες φυσικά, προέκυψαν επειδή το νερό, ο αέρας και το χιόνι του στέρησαν την αγαπημένη του. Ήταν πλέον οι τρεις εχθροί του. Τη Μαρίκα τη συγχώρεσε. Την αγαπούσε πολύ, δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία. Μισούσε όμως το χιόνι, πιο πολύ από όλα. Γιατί αυτό την αρρώστησε και απείλησε τη ζωή της.
    Τα χρόνια πέρασαν, ο Μιχαλάκης έγινε ο τρελός κυρ-Μιχαλιός και η Μαρίκα η Γιώργαινα. Παντρεύτηκε ένα παλικάρι σοβαρό, από αυτά που προξενεύουν στα κορίτσια για να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια. Η Μαρίκα, δεν ήθελε ποτέ να παραδεχτεί τον κρυφό της έρωτα και από αντίδραση το μόνο που έκανε ήταν να τον κοροϊδεύει στο χωριό.
Όταν ο κυρ-Μιχαλιός έφτασε στα βαθιά γεράματα, η Μαρίκα είχε γεράσει και αυτή. Ο Γιώργος, ο άντρας της, είχε πεθάνει. Ένα πρωινό, σαν εκείνα που ήταν μικρά, άρχισε να χιονίζει. Ξεκίνησε να πάει να βρει τον  Μιχάλη της. Να θυμηθούν τα παιδικά τους χρόνια και τον ανεκπλήρωτο έρωτά τους.
     Ο Μιχάλης είχε ξαπλώσει πάνω στο χιόνι. Η Μαρίκα παραξενεύτηκε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Μιχάλης της, ο κρυφά δικός της Μιχάλης, είχε επιτρέψει το χιόνι να παραβιάσει την αυλή του. Ο Μιχάλης ξάπλωνε παγωμένος πάνω στο χιόνι. Είχε τις χούφτες ενωμένες σαν γουβίτσα. Εκεί μέσα έστεκε μια μεγάλη χιονονιφάδα. Δεν είχε λιώσει γιατί τα χέρια του ήταν παγωμένα. Ένα χαμόγελο διακρινόταν στα χείλη του. Όλα όμως ήταν παγωμένα. Δεν κινούνταν τίποτα. Ούτε τα μάτια, ούτε τα χείλη, ούτε τα χέρια του. Η Μαρίκα πήρε την χιονονιφάδα και την έβαλε στον κόρφο της. Όπως τότε, δεν την ένοιαζε αν θα αρρώσταινε, ήθελε να νιώσει την αγάπη του Μιχάλη της, βολεύτηκε στο χιόνι δίπλα του, του έδωσε ένα φιλί και του έκλεισε τα μάτια....

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Ο χωρισμός


Έδωσαν ένα τελευταίο φιλί και χώρισαν. Πήρε ο καθένας το δρόμο του. Αυτή πέρασε το δρόμο απέναντι και αυτός προχώρησε στο πεζοδρόμιο. Τα πόδια τους τα αισθάνονταν βαριά. Τα βήματα ήταν αργά, σαν να μην ήθελαν να απομακρυνθούν. Τα βλέμματα ήταν απλανή, σαν να μην ήθελαν να κοιτάζουν. Οι εικόνες περνούσαν από μπροστά τους, αλλά αυτοί δεν έβλεπαν παρά σκηνές από το παρελθόν. Τότε που περπατούσαν μαζί και δεν τους ένοιαζε παρά να νιώσουν ο ένας τον παλμό του άλλου. Τότε που όταν ο ένας γελούσε, γελούσε και ο άλλος. Προχώρησαν αρκετά. Ήθελαν να σταματήσουν το βηματισμό, αλλά δεν κατάφερναν να επιβληθούν στα πόδια τους. Ήθελαν να κοιταχτούν ξανά, αλλά δεν τολμούσαν να γυρίσουν τα βλέμματα προς τα πίσω.
Συνέχιζαν να απομακρύνονται. Τώρα ο βηματισμός γινόταν πιο γρήγορος, πιο έντονος. Σαν να ήθελαν να φύγουν από κάτι που τους κυνηγούσε. Σαν να ήθελαν να αποβάλλουν, με την ταχύτητα του βαδίσματος, κάτι που τους ενοχλούσε. Λαχάνιασαν.
Όταν αντιλήφθηκαν ότι είχαν απομακρυνθεί, κοντοστάθηκαν, χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω. Ένιωσαν την αίσθηση της απώλειας που είχε αρχίσει να πονάει. Σκέφτηκαν πως θα το άντεχαν όσο και αν τους πονούσε. Κοίταξε ο καθένας αριστερά και δεξιά, όμως δεν υπήρχε κανείς. Έκαναν να πιάσουν ένα χέρι, αλλά το χέρι τους έστεκε μετέωρο στο κενό. Προσπάθησαν να θυμηθούν το άγγιγμα των χεριών τους. Το θυμήθηκαν, μα έδιωξαν τη θύμηση.
Συνέχισαν να βαδίζουν, τώρα πιο ήρεμα. Αισθάνθηκαν όπως τότε, λίγο πριν γνωριστούν. Ήταν και οι δύο μοναχικές υπάρξεις. Περπατούσαν στο δρόμο, μόνοι, ο καθένας με τις σκέψεις του. Περπατούσαν χωρίς προορισμό. Μέχρι που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους και αντιλήφθηκαν ότι βρήκαν τον προορισμό τους. Από τότε δεν είχε αναπνεύσει ο ένας χωρίς τον άλλο. Τώρα ανέπνεαν μόνοι και ο αέρας τούς φαινόταν ψυχρός, ανοίκειος.
Θα συνέχιζαν να περπατάνε. Ίσως τα βλέμματά τους θα ξανασυναντιόνταν σε κάποιον κύκλο της ζωής. Όπως όταν ένας άνθρωπος βαδίσει, με κλειστά τα μάτια, σε μία αχανή έκταση, θα διαγράψει έναν νοητό κύκλο, αριστερόστροφο αν είναι δεξιόχειρας ή δεξιόστροφο αν είναι αριστερόχειρας. Μόνο που αυτοί περπατούσαν με εμπόδια μπροστά τους, με κτίρια, αυτοκίνητα και περαστικούς, που τους άλλαζαν την πορεία. Εμπόδια που θα μπορούσαν να υπερνικήσουν, αν θα άφηναν τον εαυτό τους να αισθανθεί την απεραντοσύνη της έρημης έκτασης, ώστε να διαγράψουν κύκλους που θα μπορούσαν να βρουν ξανά το εφαπτόμενο σημείο εκκίνησης.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Η μαργαρίτα η Μαργαρώ

Η μαργαρίτα η Μαργαρώ, έτσι τη φώναζαν οι φιλενάδες της, ήταν ξεχωριστό πειραχτήρι. Ανήκε σε ένα σπάνιο είδος μαργαρίτας, το αποκαλούμενο από τους επιστήμονες margarita piraxtirius. Οι μαργαρίτες αυτού του είδους έχουν την ικανότητα να παράγουν όσα πέταλα θέλουν, ανάλογα με τις διαθέσεις τους και τα συναισθήματα των ανθρώπων που τις πλησιάζουν. Οι φιλενάδες της γελούσαν με τα καμώματά της και τη διάθεσή της να πειράζει τους ανθρώπους. Η Μαργαρώ πάλι μάταια προσπαθούσε να τις εξηγήσει ότι είναι πολύ διασκεδαστικό να πειράζεις τους ανθρώπους, μιας που οι ίδιοι καθιερώσανε το παιχνίδι «μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά». Βέβαια οι άνθρωποι, που είναι λίγο αφελείς, πιστεύουν στην απάντηση που δίνουν οι μαργαρίτες. Δεν γνωρίζουν όμως ότι αν πέσουν στο σπάνιο είδος μαργαρίτας, margarita piraxtirius, θα βρουν το μπελά τους με τον ή την αγαπημένη τους.
Έτσι λοιπόν, μια ηλιόλουστη μέρα του Μαρτίου, που οι μαργαρίτες όλων των ειδών είχαν ανθίσει, καμάρωνε στο λουλουδιαστό λιβάδι η Μαργαρώ, μαζί με τις τρισχαριτωμένες βιολέτες, τις κατακόκκινες παπαρούνες, τις μοναχικές ανεμώνες και τις μη μου άπτου τουλίπες. Πρόβαλλε την απλή ομορφιά της και περίμενε τους επισκέπτες να έρθουν στο λιβάδι να κάνουν το καθιερωμένο τους πικ νικ. Η διπλανή της μαργαρίτα ήταν μια απλή μαργαρίτα του είδους anthemis chia.
-Τί σκοπό έχεις σήμερα Μαργαρώ; τη ρωτάει όλο περιέργεια.
-Βλέπεις εκείνη την κοπέλα που είναι λίγο σκεπτική; Βλέπεις και τον αγαπημένο της πιο πέρα που μιλάει με τη φίλη της; Να δεις που σε λίγο θα έρθει να με μαδήσει.
-Πρόσεξε μόνο μην τους βάλεις σε μπελάδες, της απάντησε η κοινλη μαργαρίτα.
Η Μαργαρώ δεν πολυάκουσε τη συμβουλή της φίλης της, γιατί είπαμε, ήταν πειραχτήρι αμετανόητο.
Η κοπέλα είχε αρχίσει να τις πλησιάζει. Θαύμασε από μακριά την ομορφιά της Μαργαρώς.
-Τί όμορφη μαργαρίτα, συλλογίστηκε, ξεχωρίζει από τις άλλες.
Η κοπέλα έσκυψε, παρασυρόμενη από το παραδοσιακό παιχνίδι, που ενδόμυχα πίστευε στην απάντηση που θα έπαιρνε, έκοψε τη Μαργαρώ και άρχισε να τη μαδάει.
-Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά……μα τι συμβαίνει, τα πέταλα δεν λένε να τελειώσουν…και συνέχιζε μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά…μέχρι που τα πέταλα τελείωσαν, όταν βέβαια η Μαργαρώ το ήθελε, στο "δεν μ’ αγαπά". 
Στεναχωρημένη η κοπέλα και με υγρά μάτια, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Να γυρίσει στον αγαπημένο της και να του πει πως τελείωσε το παραμύθι ή να μη μιλήσει καθόλου και να δει τις αντιδράσεις του; Κοίταξε ξανά τη μαργαρίτα και είχε προβάλλει ένα ακόμη πέταλο. 
-Μ' αγαπά! αναφώνησε η κοπέλα. 
Και ξάφνου να 'σου ένα ακόμη πέταλο. 
-Δεν μ'αγαπά! είπε απογοητευμένη πάλι. 
Η Μαργαρώ συνέχισε το παιχνίδι της για λίγο ακόμη, μέχρι που η κοπέλα κουράστηκε και δεν άντεχε άλλο τον πόλεμο νεύρων που της έκανε η μαργαρίτα. Ήταν έτοιμη να την πετάξει, αλλά αποφάσισε να πάει να μιλήσει στον αγαπημένο της, κρατώντας σφιχτά στη χούφτα της τη μαργαρίτα.
-Έπαψες να με αγαπάς, του είπε, με τα δάκρυα να κυλούν, σαν το πιο ορμητικό ποτάμι στα ξαναμμένα μάγουλά της.
Ο αγαπημένος της την κοίταξε όλο απορία. Την αγαπούσε τρελά, απλά ήταν λίγο σκεπτικός. Δεν ήξερε πώς να της το εκφράσει.
-Η μαργαρίτα που κρατάς έχει ένα ακόμη πέταλο…είπε δείχνοντας με το βλέμμα του τη μαδημένη μαργαρίτα.
Η κοπέλα έσκυψε και κοίταξε τη μαργαρίτα. Το πειραχτήρι η Μαργαρώ είχε βγάλει ένα τελευταίο πέταλο, όσο η κοπέλα περπατούσε.
-Είχα σταματήσει στο "δε μ’ αγαπά", απάντησε δειλά η κοπέλα.
-Άρα αυτό το τελευταίο πέταλο λέει πως σε αγαπώ, της είπε ο νέος και της έδωσε ένα γλυκό φιλί στα υγραμένα μάγουλά της.
Το ζευγάρι αγκαλιάστηκε και η Μαργαρώ έπεσε στο γρασίδι. Όπως έπεφτε χαμογελούσε. Μπορεί να είχε βάλει σε μπελάδες άλλους αγαπημένους και αγαπημένες αλλά η κοπέλα και ο νέος είχαν αγνά αισθήματα ο ένας για τον άλλο και άξιζε να τους βοηθήσει να αποκαλύψουν την αγάπη τους.