Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Η γριά, η Βουτυρού κι η Μαρμελίτα

 


Της Δομνίκης Καράντζιου

Σε ένα ξύλινο καλύβι, που βρισκόταν σε ένα λιβάδι καταμεσής του δάσους, ζούσε μια γριά με την προβατίνα και την κατσικούλα της. Ο γέρος την είχε αφήσει χρόνους τώρα Είχε αρρωστήσει βαριά ένα βράδυ κι όπως ξημέρωσε η επομένη, φόρεσε την τραγιάσκα του, πήρε το μπόγο με το ψωμοτύρι και κίνησε για το δάσος να φέρει ξύλα. Ούτε καν την αποχαιρέτησε, γιατί ήξερε πως θα του φώναζε πως είναι άρρωστος. Κι από τότε δεν τον ξανάδε. Το πήρε απόφαση πως θα ζει μονάχη με τα ζωντανά της.

Ήταν καταχείμωνο, το χιόνι έπεφτε πυκνό κι η γριά ήταν αποκλεισμένη στο καλύβι της. Η προβατίνα, η Βουτυρού, κι η κατσικούλα, η Μαρμελίτα, βελάζανε όλη μέρα από τη παγωνιά. Βγήκε η γριά το πρωί, μάζεψε χιόνι, το λιωσε και το πήγε στις ποτίστρες. Μα το κρύο ήταν τσουχτερό και τις λυπήθηκε.

-Ελάτε στο σπιτικό μου, να ζεσταθείτε. Θα ξεπαγιάσετε εδώ χάμου.

Η Βουτυρού με τη Μαρμελίτα την ακολούθησαν χαρούμενες. Κάθισαν κοντά στο τζάκι κι η γριά πήρε τον κουβά με τις πέτσες που χε κρατημένο κι άρχισε να το κοπανάει για να φτιάξει βούτυρο. Κι όσο κοπανούσε, τόσο μιλούσε.

-Αχ, τι να σας κάμω, άμοιρες. Λείπει κι ο γέρος και μείναμε από ξύλα, πού ναι τος να μας βοηθήσει. Αχ, κακομοίρες, θα πεινάσουμε ούλες εδώ μέσα.

Αναστέναζε η γριά, βελάζανε τα ζωντανά. Μπε και μπε,η Βουτυρού, μιε και μιε, η Μαρμελίτα. Κι οι κοιλίτσες τους γουργούριζαν από την πείνα. Ήδη τις τελευταίες μέρες το σανό λιγόστευε. Σώθηκε και το αλεύρι κι η γριά ούτε ψωμί δεν θα είχε να ζυμώσει.

-Ελάτε, θα σας αλείψω μπαγιάτικο ψωμάκι με βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρο, σήμερα μου τέλειωσε το σανό κι έξω χορτάρι δεν υπάρχει να βοσκήσετε. Αχ, τι θα κάνουμε, κακομοίρες μου, ποιος θα μας λυπηθεί;

Η προβατίνα κι η κατσικούλα την κοιτούσαν κατάματα. Κούρνιασαν στο χαλί και αποκοιμήθηκαν στο πλάι της. Τα χνώτα τους την ζέσταιναν κι η γριά αφέθηκε σε έναν ύπνο βαθύ. Είδε στο όνειρό της πως είχε έρθει η άνοιξη και χορτάριασε ο κήπος. Είδε τη Βουτυρού και τη Μαρμελίτα να βόσκουν, να πίνουν το νεράκι τους και να φουσκώνει η κοιλίτσα τους. Είδε και τον εαυτό της να τις αρμέγει, να φτιάχνει βούτυρο, γιαούρτι και μυτζήθρα.

Η μέρα χάραξε κι οι ηλιαχτίδες γλίστρησαν από το μικρό της παραθύρι, φώτισαν το σπιτικό. Άνοιξε τα μάτια κι είδε τα ζωντανά της να κοιμούνται. Σηκώθηκε με βήμα αργό και πλησίασε το τζάμι. Έκπληκτη κοιτούσε και ξανακοιτούσε και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια από τα ρυτιδιασμένα μάτια της. Ο κήπος ήταν καταπράσινος, το χορταράκι είχε ψηλώσει, ενώ έξω από τον ξύλινο φράχτη το χιόνι ήταν για τα καλά στρωμένο σε όλο το λιβάδι. Στην άκρη του κήπου διέκρινε ένα σακί με αλεύρι κι ένα ψάθινο καλάθι γεμάτο βατόμουρα. Παραξενεύτηκε η γριά. Βγήκε τρέχοντας. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και θαμπώθηκε από το φως. Ο ήλιος ζέσταινε μοναχά το καλύβι και τον κήπο της.

-Βουτυρού, Μαρμελίτα, φώναζε η γριά. Ελάτε που σας λέω!

Στριμώχτηκαν στην πόρτα, όπως πήγαν να βγουν μαζί.

-Να που τελικά κάποιος μας λυπήθηκε, τις είπε και τις αγκάλιασε.

Κυλιόταν σαν μικρό παιδί. Η Βουτυρού κι η Μαρμελίτα φάγανε χορτάρι τρυφερό και κάθισαν να μηρυκάσουν. Η γριά πήρε τις βελόνες και το νήμα της κι άρχισε να πλέκει.

-Θα σας πλέξω κασκολάκια, ένα κόκκινο για σένα, Βουτυρού μου κι ένα μοβ για σένα, Μαρμελίτα μου! Θα κάνω κι άλλο ένα και θα το κρεμάσουμε στην αυλόπορτα, να το πάρει αυτός που μας βοήθησε. Θα του αφήνουμε κάθε μέρα από μια φετούλα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρο, μέχρι να λιώσουν τα χιόνια. Ποιος ξέρει μπορεί κι ο ίδιος να πεινάει.

Δάκρυσε από συγκίνηση η γριά για το καλό που την βρήκε. Κατά βάθος ήξερε πως ο καλοσυνάτος άνθρωπος ποτέ δεν μένει μόνος κι αβοήθητος. Η Βουτυρού κι η Μαρμελίτα κοιτούσαν τη γριά και βέλαζαν χαρωπά. Είχαν νιώσει τη χαρά της.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Ο ανθοφόρος οφθαλμός σκάει μύτη, παραμύθι

 Έσκασε μύτη μια ηλιόλουστη μέρα. Ήταν αυτή η άτιμη ηλιαχτίδα, που τον ζέστανε τόσο πολύ, φώτισε τα μάτια του τόσο δυνατά, ώστε δεν άντεξε και άρχισε να ξεπροβάλλει. Μουδιασμένος καθώς ήταν από το χειμερινό ύπνο και διστακτικός, καθώς δεν ήξερε τι θα αντικρύσει, τεντώθηκε, απλώθηκε, κούνησε αμυδρά τα σέπαλα κι άρχισε σιγά σιγά να ξεδιπλώνεται.

-Ήταν ασφυκτικά μέσα στον βλαστό, συλλογίστηκε, μόνο που...σαν να έχει λιγουλάκι κρύο εδώ έξω.
Γύρισε δεξιά, γύρισε αριστερά κι είδε το άσπρο πέπλο του χιονιού.
-Χιόνι! αναφώνησε, καλά το λένε ότι παραείμαστε παρορμητικοί και ενθουσιώδεις με τις πρώτες χειμωνιάτικες ηλιαχτίδες του Φεβρουαρίου. Κι αν κρυώσω;
-Καλώς ήρθες ανθοφόρε οφθαλμέ. Γιατί να κρυώσεις, δε σε ζεσταίνω αρκετά; είπε η ηλιαχτίδα.
-Καλημέρα ηλιαχτίδα μου! Ζέστανε λίγο τη μυτούλα μου, μη κρυώσω.
-Μην ανησυχείς, οφθαλμέ μου, θα σε αγκαλιάζω όλη μέρα κι αύριο που ο ήλιος θα ανατείλει και πάλι, θα είμαι εδώ για σένα, θα σε περιμένω!
-Θα είσαι δηλαδή η δική μου ηλιαχτίδα; 
-Φυσικά, θα είμαι κάθε μέρα εδώ να σε βοηθάω να αναπτυχθείς, να σε επισκεφτούν οι πιο εργατικές μέλισσες.  
Ο οφθαλμός χαμογέλασε και άρχισε να ανοίγει τα πέταλά του. Είχαν όλα ένα απαλό, υπέροχο ροζ χρώμα.
-Είσαι πολύ όμορφος, του είπε η ηλιαχτίδα.
-Ευχαριστώ ηλιαχτίδα μου, ανταπέδωσε ντροπαλά ο ανθοφόρος οφθαλμός. 

Ευθύς αμέσως ο παρορμητικός και ενθουσιώδης ανθοφόρος οφθαλμός άρχισε να δίνει με τις ορμόνες του σήμα, που κυκλοφόρησε με τους χυμούς του δένδρου, στα υπόλοιπα κλαδιά και κλαράκια. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί, ένας ένας, άρχισαν να ξυπνούν, να τεντώνονται και σιγά σιγά άρχισαν να ξεμυτίζουν. Σύντομα είχαν ξεπροβάλλει όλοι, ανοίγοντας τα πανέμορφα, ροζ πέταλά τους. Γύρω από το δένδρο ακούγονταν οι συζητήσεις και τα καλημερίσματά τους. Συζητήσεις που τις ακούν μόνο τα δένδρα, οι ηλιαχτίδες και οι μέλισσες. Και τότε ακούστηκε ένα "κλικ".
-Τι ήταν αυτό το κλικ, είπε ξαφνιασμένος ο οφθαλμός.
Μπροστά του έστεκε ένα κοριτσάκι, με ένα ασημί, τετράγωνο κουτί. Το κοριτσάκι κοιτούσε τον οφθαλμό με ορθάνοιχτα, γεμάτα έκπληξη ματάκια.
-Σε έβγαλα φωτογραφία! είπε το κοριτσάκι. 
-Είσαι τόσο όμορφος, σε περίμενα όλο το χειμώνα!
Το κοριτσάκι δεν άκουσε τι του απάντησε ο οφθαλμός, ούτε ο οφθαλμός τι του απάντησε το κοριτσάκι. Στέκονταν μοναχά ο ένας απέναντι στον άλλον, με την ηλιαχτίδα να τους ζεσταίνει. 
Ήταν μία αμυγδαλιά, που είχε ανθίσει, πρώτη από όλες και ξεχώριζε μέσα στον αγρό με τα υπέροχα, ροζ άνθη της, θυμίζοντας σε όλους πως ήρθε η άνοιξη. 

Δομνίκη Καράντζιου 

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Ο Πέτρος κι ο Αχυρένιος

Τα κοχύλια κι οι αστερίες ήταν ακόμη αραδιασμένα στην αυλή, όταν είχε ξημερώσει η μέρα να πάει ο μικρός Πέτρος στο σχολείο. Ήταν τα λάφυρα από το βυθό της θάλασσας, στις ατελείωτες βουτιές με τους δύο αγαπημένους φίλους του, τον Κωστή και το Δημήτρη.


Ξεκίνησε με μια δανεική τσάντα στον ώμο. Περπάτησε αρκετά μέχρι να φτάσει στη Χώρα της Ερεικούσας. Όσο πλησίαζε στο σχολείο, παρατηρούσε πως δεν άκουγε παιδικές φωνές. Με τα μάτια του έψαχνε να βρει τον Κωστή και το Δημήτρη. Τότε θυμήθηκε κάτι που είχε ακούσει τελευταία για το σχολείο σε συζητήσεις των μεγάλων, πως δε θα υπήρχαν αρκετά παιδιά αυτή τη σχολική χρονιά, αλλά δεν έδινε και τόση σημασία. Ήξερε πως η οικονομική κρίση στη χώρα δυσκόλευε τη ζωή των ανθρώπων, όμως ήταν αρκετά μικρός για να τα καταλάβει όλα αυτά. Στην αυλή τον περίμεναν μία άγνωστη κυρία και ο παπάς του νησιού.

-Η άγνωστη κυρία θα πρέπει να είναι η δασκάλα, σκέφτηκε, αλλά τα υπόλοιπα παιδιά πού να είναι; Μήπως να αρρώστησαν τελευταία στιγμή; Μήπως να ξέχασαν να ξυπνήσουν; Αναρωτήθηκε.

-Γεια σου Πέτρο, είμαι η κυρία Αλκμήνη, του συστήθηκε η δασκάλα.

 -Ωραίο όνομα, σκέφτηκε από μέσα του.

Ο παπάς έκανε τον καθιερωμένο αγιασμό, δίνοντας την ευχή του και έφυγε αφήνοντας τη δασκάλα και τον Πέτρο μόνους.

- Πού είναι οι συμμαθητές μου, κυρία Αλκμήνη;

-Οι συμμαθητές σου Πέτρο βρίσκονται εδώ μέσα, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.

-Μέσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή; Πώς γίνεται αυτό;

-Οι φίλοι σου έφυγαν με τους γονείς τους από την Ερεικούσα, Πέτρο. Παρέμεινε μόνο η οικογένειά σου, καθώς και λίγες ακόμη. Ακόμη και εγώ, μόλις σου δείξω τον τρόπο διδασκαλίας θα φύγω, πρέπει να παρουσιαστώ σε ένα σχολείο της Κέρκυρας.  

Ο Πέτρος κατέβασε το κεφαλάκι του.

-Έφυγε και ο Κωστής με το Δημήτρη… μονολόγησε.

Κοιτούσε τη δασκάλα και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή προσπαθώντας να καταλάβει. Του φαίνονταν όλα τόσο παράξενα! Ήθελε να ξαναδεί τους φίλους του, να παίξει στην αυλή μαζί τους, αλλά τώρα χάθηκαν τα πάντα για αυτόν.

Η δασκάλα αντιλήφθηκε την ανησυχία του και άνοιξε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η οθόνη από μαύρη έγινε χρωματιστή κι η αίθουσα του σχολείου από βουβή γέμισε φωνές. Η σύνδεση με μια τάξη της πρώτης δημοτικού έφερε τον Πέτρο ανάμεσα σε είκοσι συνομήλικα παιδιά. Ο Πέτρος σάστισε, δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει, δεν ήξερε τι να πει.

Ένας κύριος τον καλωσόρισε στην τάξη.

-Πέτρο καλώς ήρθες στην τάξη μας, είμαι ο δάσκαλος σου, όπως και των είκοσι αυτών μικρών μαθητών. Κάθε μέρα θα παρακολουθείς μαζί μας τα μαθήματα. Δεν θα είσαι μόνος. Έχεις όλους εμάς κοντά σου, έστω μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή. Έτσι δεν είναι παιδιά;

-Ναι! απάντησαν όλα μαζί.

Ο Πέτρος άκουγε, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στα προσωπάκια των συμμαθητών του, ψάχνοντας να βρει τους δύο αγαπημένους του φίλους. Ένα ένα συστήθηκαν:

-Ανδρέας, Κώστας, Ελένη, Μαρία, Πόπη, Γιώργος…

Με του που έφυγε η αρχική αμηχανία, η γλώσσα του Πέτρου λύθηκε.

-Με λένε Πέτρο, όλοι οι φίλοι μου έχουν φύγει… ο Κωστής κι ο Δημήτρης… μόνο ο φίλος μου, το σκιάχτρο, έμεινε στον αμπελώνα μας, ο Αχυρένιος. 
Μετά από λίγο χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα.
 -Είσαι ελεύθερος να παίξεις τώρα, του είπε ο δάσκαλος, θα τα πούμε ξανά αύριο, για σήμερα σχολάσατε.

-Γεια σου Πέτρο, αύριο πάλι, χαιρετισμούς στον Αχυρένιο… φώναξαν οι συμμαθητές του και ξεχύθηκαν έξω από την τάξη.

Ο Πέτρος απέμεινε να κοιτάζει την οθόνη.

-Να παίξω…μα με ποιον να παίξω; Είπε σιωπηλά και παρέμεινε καθιστός να παρατηρεί την αίθουσα του άλλου σχολείου. Δεν διέφερε και πολύ από τη δική του, ήταν και οι δύο ωραίες, στολισμένες με ζωγραφιές παιδιών. Μόνο που στη δική του τάξη τα θρανία ήταν αδειανά, χωρίς κασετίνες και τσάντες. Άπλωσε το χεράκι του και άγγιξε την οθόνη.

Η κυρία Αλκμήνη, που τόσην ώρα έστεκε υπομονετικά δίπλα του, τον  αγκάλιασε τρυφερά και του εξήγησε ότι δε θα χρειάζεται να ταλαιπωρείται κάθε μέρα και να μετακινείται από το σπίτι του στο σχολείο της Χώρας. Θα μπορούσε να παρακολουθεί το διαδικτυακό σχολείο από το σπίτι του.

-Θα τα καταφέρεις Πέτρο, είσαι έξυπνο αγόρι, να πιστεύεις στις δυνάμεις σου, τ
ου είπε, δίνοντάς του τα σχολικά βιβλία και συνέχισε:
-Θα είμαι κοντά σου για ότι με χρειαστείς.
Όπως έφευγαν μαζί από το σχολείο, ο Πέτρος, με τη βαριά, γύρισε και κοίταξε για μια ακόμη φορά την τάξη του.
-Ίσως και να ξαναγυρίσω του χρόνου, σκέφτηκε.  
Πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του. Όταν πλησίασε στον αμπελώνα, κοντοστάθηκε.
-Η αυλή του σπιτιού θα είναι η αυλή του σχολείου μου και εσύ, Αχυρένιε, θα είσαι ο συμμαθητής μου, είπε φωναχτά κι έκανε ένα σάλτο μπροστά στον Αχυρένιο.  
-Όταν θα χτυπάω την κουδούνα, θα βγαίνουμε για διάλειμμα. Θα σου γνωρίσω και τους υπόλοιπους συμμαθητές μου. Θα δεις, θα περάσουμε ωραία. Θα μάθουμε να γράφουμε και να μετράμε! Μόνο να κάθεσαι φρόνιμα στην τάξη, να μην κάνεις φασαρία!
Ο Αχυρένιος παρέμεινε ακίνητος να τον κοιτάζει, το ίδιο και ο Πέτρος. Μπορεί να του έλλειπε ο Κωστής και ο Δημήτρης, όπως και ένα αληθινό σχολείο, μπορεί να τον στεναχωρούσε η κρίση που συζητούσαν οι μεγάλοι, μπορεί να του φαίνονταν λίγο παράξενο να πηγαίνει σε «διαδικτυακό» σχολείο με «διαδικτυακούς» συμμαθητές, αλλά βρήκε μια ανεξήγητη χαρά μέσα από όλα αυτά. Πήγε στην αυλή, έβαλε στην άκρη τα κοχύλια και τους αστερίες κι άνοιξε τα σχολικά του βιβλία. Ένας καινούργιος κόσμος ανοίγονταν μπροστά του. 
 

 

Δομνίκη Καράντζιου

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Το κόκκινο κρασί


Κάθε χαραυγή ο ήλιος φλόγιζε τον ορίζοντα, ανυπομονώντας να αγκαλιάσει τις ψυχές των κατοίκων του Τρικώμου, ψυχές παγωμένες από τις κλαγγές των βαλκανικών πολέμων, ματωμένες από τον πόνο των χαμένων συγγενών. Χτισμένο στη ραχοκοκαλιά ενός χαμηλού βουνού της Πίνδου, με λίγα σπίτια να σκαρφαλώνουν στην πλαγιά, με πετρόχτιστα σπιτικά, σκεπές από σχιστόλιθο, παραθύρια μικρά, αυλές με παρτέρια που οδηγούν στη στάνη, κελάρια με κρασιά που ωριμάζουν σιωπηλά. Αμπέλια γύρω από τον οικισμό, μια πελώρια αγκαλιά από μοσχάτα σταφύλια, φουντωτές καρυδιές, χαριτωμένες φιρικιές, διάσπαρτες βελανιδιές, κρανιές φορτωμένες τον κόκκινο, γλυκόξινο καρπό τους. Ο Βενέτικος κυλά αέναα στην κοιλάδα, μια μπλε, υδάτινη κορδέλα που λειαίνει κροκάλες, ξεδιψά τα αγώγια. Κι ο Γεροπλάτανος της πλατείας, αγέρωχος, φυλάει τη μοναδική βρύση του χωριού, ακούει τους ψιθύρους των χωρικών, γνωρίζει τον πόνο, τους έρωτες, τη χαρά τους.
-Μαρία, αύριο ξεκινάει ο τρύγος, θα σε δω στον Κάμπο; πρόλαβε να ρωτήσει ο Κωνσταντής, σαν γέμισε το γκιούμι του.
-Θα 'ρθώ, ψέλλισε η Μαρία, σκύβοντας να γεμίσει το δικό της.
Ήταν ένα δροσερό πρωινό του Οκτώβρη. Στη βρύση της πλατείας είχαν καταφθάσει οι χωριανοί, να προμηθευτούν φρέσκο νερό. Ο Κωνσταντής έφυγε ευθύς αμέσως, δεν έδωσε δικαίωμα σε κανέναν να αντιληφθεί τη στιχομυθία τους. Η καρδιά του φτεροκοπούσε, όπως πήρε το δρόμο για το σπίτι. Το μυαλό του πετούσε στη Μαρία του, τη Μαρία που γνώριζε από μικρός, το πιο όμορφο κορίτσι, ψηλό και λυγερό, με φεγγαρένιο πρόσωπο και δυο μεγάλα, καταπράσινα μάτια. Το γέλιο της γέμιζε την ψυχή του, αντηχούσε στο μυαλό του τα χαράματα, τον νανούριζε τις ξάστερες νύχτες. Τα σπίτια τους, στον πάνω μαχαλά, ήταν γειτονικά. Σαν ήταν μικρά, ανέβαιναν με τα παιδιά της γειτονιάς στο Καταφύγι, πάνω από τη δεξαμενή και από εκεί αγνάντευαν έως πέρα, στο απέναντι βουνό με τον μεγάλο βράχο που έμοιαζε με πυραμίδα. Άλλες φορές κολάτσιζαν, ψωμί με ανεβατό κι άλλες κουτρουβαλούσαν στον κατήφορο.
Ήταν έφηβος. Εδώ και τρία χρόνια είχε τελειώσει το δημοτικό. Ο πατέρας του τον έπαιρνε στα χωράφια. «Τα αμπέλια θέλουν δουλειά, Κωνσταντή», του έλεγε. Ο Κωνσταντής αγαπούσε τα αμπέλια, ήταν δυνατό αγόρι. Τα περιποιούνταν, όπως θα περιποιούνταν έναν άνθρωπο. Τους έλεγε ιστορίες, για να ευθυμούν και να καρποφορούν κι αυτά έπαιρναν τα πάνω τους. Ήταν εύρωστα, δυνατά, γόνιμα. Έδιναν το καλύτερο σταφύλι, το καλύτερο κόκκινο κρασί. Κάθε Οκτώβρη, που ξεκινούσε ο τρύγος, ήταν γιορτή για τον Κωνσταντή. Φέτος θα τρυγούσε το δικό του αμπελάκι, αυτό στον Κάμπο. Θα έφτιαχνε το δικό του κρασί, που θα ωρίμαζε στο βαένι και θα γευόταν με τη Μαρία του! Δεν ήξερε πώς θα το κατάφερνε, μόνο το ονειρευόταν. Ήξερε πως κάποιος τρόπος θα υπήρχε, μια ανώτερη δύναμη θα τον καθοδηγούσε.
Το απόγευμα κατέβηκε ξανά στη βρύση της πλατείας. Ο Γεροπλάτανος κούνησε τη φυλλωσιά του και του έστειλε ένα κίτρινο φύλλο. Πρόλαβε και το έπιασε ο Κωνσταντής, πριν πέσει. Το άγγιξε. Ήταν βελούδινο. Ένιωσε πως άγγιζε το πρόσωπο της Μαρίας του. Το φύλαξε στον κόρφο του, στη ζεστή αγκαλιά του στήθους του. Έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Το βράδυ, καθώς άρμεγε τις κατσίκες, σιγοτραγουδούσε. Κι αυτές, σαν μυρίστηκαν τον έρωτά του, βέλαζαν μελωδικά. Μια χορωδία, κατσίκες και Κωνσταντής ξεσήκωσαν τη στάνη. Η Γκέσα, το μουλάρι, δεμένη στην άκρη της αυλής, κουνούσε την ουρά της. «Δεν είναι η χαρά από τον τρύγο που αρχινά», σκέφτηκε, «κάτι έχει ο Κωνσταντής, μια πιο μεγάλη ευτυχία κρύβει η καρδιά του».
Την επομένη χαράματα ξεκίνησε με τη Γκέσα για το αμπελάκι του. Περπατούσε σφυρίζοντας. Πλησίασε και θαύμασε τους βαθυκόκκινους καρπούς, τον πλούτο του! Τα τσαμπιά, έτοιμα να παραδοθούν στα ικανά του χέρια. Έδεσε τη Γκέσα και άρχισε να τα κόβει ένα ένα. Οι κινήσεις του γρήγορες, επιδέξιες. Ο νους του στη Μαρία του, θα την αντίκριζε στο αγώγι για το σπίτι. Το χωράφι του πατέρα της ήταν στην ανηφοριά, στον ίδιο δρόμο. Τέλειωσε το πρώτο χέρι, φόρτωσε τα τελάρα στη Γκέσα και πήρε τον ανήφορο. Από μακριά διέκρινε τη φιγούρα της. Φορούσε ένα απλό, μακρύ φόρεμα και ένα κόκκινο μαντήλι στα μαλλιά. Οι πλεξούδες μακριές, έφταναν ίσα με τη μέση της. Σαν πέρασε από το χωράφι μπροστά, καλημέρισε τους γονείς της. Η Μαρία γύρισε και του χαμογέλασε. Αρκούσε του Κωνσταντή ένα της χαμόγελο. Ήταν για αυτόν το μήνυμά της. «Μαρία μου, σε λίγους μήνες θα πιούμε το πιο γλυκό κρασί, θα ωριμάσει και θα το γευτούμε μαζί», σκέφτηκε και συνέχισε τον δρόμο του.
Οι μέρες πέρασαν και ο τρύγος τέλειωσε. Την Κυριακή ήταν η μεγάλη γιορτή του πατητηριού, στην αυλή του σχολείου. Φέτος θα συμμετείχε και η Μαρία στο πατητήρι, καθώς είχε μεγαλώσει, είχε γίνει κοπέλα. Αν ήταν τυχερός, θα κατάφερνε να την αγγίξει στη μέση και να πατήσουν πλάι πλάι τα σταφύλια. Το βράδυ της παραμονής, αφού πλύθηκε και ξυρίστηκε προσεκτικά, πήρε το πλατανόφυλλο, που είχε κρύψει κάτω από το μαξιλάρι και το άγγιξε τρυφερά. Παρατηρούσε τις νευρώσεις. Ξεκίνησε από το κεντρικό νεύρο και περιπλανήθηκε σε όλες τις διακλαδώσεις. «Θα περπατήσουμε μαζί, Μαρία μου, θα διασχίσουμε μαζί τη χώρα του πλατανόφυλλου», ονειρευόταν. Το βλέμμα του φρέναρε απότομα, ένα κομμάτι από το φύλλο έλλειπε. Δεν έδωσε σημασία, το προσπέρασε.
Το χάραμα τον βρήκε με το πλατανόφυλλο αγκαλιά. Το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι και πετάχτηκε φουριόζος να ετοιμαστεί για τη γιορτή. Ήπιε το γάλα του και ξεχύθηκε στον δρόμο. Ούτε τη Γκέσα του δεν πρόλαβε να καλημερίσει. Αυτή τον κάλεσε, όπως τον είδε με τα αμυγδαλωτά της μάτια να κλείνει την αυλόπορτα, και έβγαλε ένα μουγκανητό γεμάτο παράπονο. Ο Κωνσταντής το άκουσε και της σφύριξε. Κατέβαινε στην πλατεία, η σκέψη στη Μαρία του. Είχε αγωνία. Όταν μαζεύτηκαν όλοι οι νέοι στο καφενείο, πήραν τον κατήφορο για το σχολείο. Οι κοπέλες είχαν ήδη καταφθάσει, σιγομιλώντας η μια στην άλλη και κρυφοκοιτάζοντας τα αγόρια. Ξεχώρισε τη Μαρία ο Κωνσταντής. Ήταν δίπλα στη μεγάλη της αδελφή, την Ολυμπία. Δεν τόλμησε να πλησιάσει. Άφησε τη Μοίρα να οδηγήσει τα βήματά τους. Κι η Μοίρα ένιωσε το καρδιοχτύπι τους, όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και φρόντισε να τους φέρει δίπλα δίπλα στο πατητήρι.
Ο Κωνσταντής πέρασε αυθόρμητα το χέρι του στη μέση της Μαρίας. Πατούσαν τα σταφύλια με πόδια γυμνά έως το γόνατο. Δεν τολμούσαν να κοιταχτούν στα μάτια. Η Μαρία ένιωθε το άγγιγμά του κι ο Κωνσταντής αναριγούσε από το λίκνισμα του κορμιού της. Δυο έφηβοι ερωτευμένοι, με μια καρδιά που ξεκίνησε να χτυπά με τον ίδιο παλμό από τη μέρα εκείνη. «Σε αγαπάω, Μαρία», ψιθύρισε ο Κωνσταντής. Το χαμόγελό της ήταν η απάντηση που περίμενε. Τα δάχτυλα των ποδιών τους αγγίχτηκαν ξαφνικά, κρυμμένα μες στα σταφύλια. Ο Κωνσταντής αισθανόταν την υγρή πατούσα της, τη ζέσταινε με τη δική του. Ήταν τώρα αντικριστά. Μεμιάς, σαν να χάθηκε ο κόσμος από μπροστά του, έσκυψε και φίλησε τα χείλη της, κόκκινα σαν το κρασί. Ένιωσε την ανάσα της, ζεστή σαν τη δική του. Ένα φιλί, μια ανάσα ζωής. Άνοιξε τα μάτια. Δεν κατάλαβε αν ήταν οπτασία ή πραγματικότητα. Το πράσινο των ματιών της γαλήνεψε την ψυχή του. Τα πιο όμορφα μάτια! Συνέχισαν να πατάνε τα σταφύλια, να αφήνουν τις πατούσες τους να αγγίζονται κρυφά και ο χτύπος της καρδιάς τους να έχει συγχρονιστεί για πάντα. «Μαζί θα ζήσουμε, Μαρία μου», πρόλαβε και της ψιθύρισε, πριν τα πόδια τους αποχωριστούν. «Σ’ αγαπάω», άκουσε από τα χείλη της τη μαγική λέξη, που αντήχησε στα αυτιά του, χάθηκε στον λαβύρινθό τους, κάνοντας τον να ζαλιστεί. Ο απόηχος έσβησε στις κουφάλες του Γεροπλάτανου. «Μαζί και θα αποθάνουν», είπε η Μοίρα στον Γεροπλάτανο, με την υπόσχεση να μην το μάθει κανείς. Κι αυτός έκρυψε το μυστικό στον μεγάλο του κορμό.
Λίγους μήνες μετά το κρασί του Κωνσταντή ωρίμασε. Ήταν άνοιξη. Πήρε ένα κερί και κατέβηκε στο υπόγειο. Δοκίμασε το πρώτο του κρασί. Ονειρεύτηκε τη Μαρία του. Να της υγραίνει τα χείλη με το κρασί, να τα φιλάει και να παίρνει την ανάσα της. Να την αγκαλιάζει και να μεθάει από το άρωμα του κορμιού της. Έμεινε ώρα πολλή στο κελάρι. Κάθησε κατάχαμα και έπινε το κρασί του. Ζούσε στο όνειρό του. Έξω η φύση είχε ξυπνήσει, γιόρταζε τον έρωτά του, είχε χρωματίσει τους αγρούς, είχε γεμίσει αρώματα τον αέρα. Άφησε και πάλι τη Μοίρα να ορίσει τη συνέχεια. Την επομένη κατέβηκε στη βρύση. Ήταν εκεί η Μαρία του. Την πλησίασε. «Αύριο στο γεφύρι», ψέλλισε και η Μαρία κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Αύριο στο γεφύρι», έλεγε μέσα του, όπως περπατούσε για το σπιτικό του. Δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερναν. Θα τα κατάφερναν, αυτό πίστευε μόνο.
Και τα κατάφεραν. Ο Κωνσταντής είχε πάει τη Γκέσα για βοσκή. Πήρε μια μέρα άδεια από το αμπελάκι του. Κάθησε στην όχθη και πετούσε πολύχρωμα βότσαλα στον Βενέτικο. Κάθε βότσαλο και μιαν ακόμη ευχή να δει τη Μαρία του. Πέταξε πολλά. Περίμενε. Άκουσε τα βήματά της. «Η Μαρία μου, η λυγερή, έρχεται!», αναφώνησε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Η αγαπημένη του έτρεχε προς το μέρος του. Ήταν ήδη όρθιος, την έβλεπε που πηδούσε από πέτρα σε πέτρα, κρατώντας το φουστάνι της να μη βραχεί, τα μαλλιά της ανέμιζαν, τα μάτια της λαμπύριζαν, το χαμόγελό της είχε φωτίσει το φεγγαρένιο της πρόσωπο. Την αγκάλιασε! Η ανάσα της λαχανιασμένη, έβγαζε τη θέρμη της ψυχής της. Κράτησε το πρόσωπό της στις χούφτες του και το φίλησε. Το φίλησε τρυφερά κι έπειτα το φίλησε με πάθος. Φίλησε τα μάτια, τα δροσερά της μάγουλα, τα κόκκινα χείλη της, ζέστανε το λαιμό της. Κάθησαν στην όχθη αγκαλιασμένοι. Ήπιαν με πόθο και το κρασί χύθηκε στα χείλη τους, έσταξε στα ρούχα τους. Γεύονταν μαζί το πρώτο του κρασί. «Φύγε, φύγε μη μας δουν» της είπε, «είσαι πια δικιά μου, ολόδικιά μου». Η Μαρία έτρεχε, γυρίζοντας πού και πού, για να τον βλέπει. Η καρδιά της κάλπαζε στον αγαπημένο της, το κόκκινο κρασί τούς είχε ενώσει για πάντα. Επέστρεψε αναψοκοκκινισμένη, πριν γυρίσουν οι γονείς της από τα χωράφια. Την είδε ο Γεροπλάτανος. Κράτησε το μυστικό του, όπως το είχε υποσχεθεί.
Από κείνη τη μέρα, η ζωή του Κωνσταντή και της Μαρίας πλέχτηκε σαν το πιο όμορφο υφαντό. Κεντήθηκε με τέσσερις, χρυσές κλωστές, όσες και τα παιδιά τους. Τις νύχτες αγκαλιάζονταν κάτω από τη φλοκάτη κι ένιωθαν τον χτύπο της καρδιάς τους. Ο Κωνσταντής ψιθύριζε ιστορίες και η Μαρία τού χαμογελούσε. Ο Γρεβενιώτικος ουρανός τούς αγαπούσε, μάζευε ακόμη και τα πιο μακρινά αστέρια να φωτίζουν τα όνειρά τους. Οι μέρες κυλούσαν μοιρασμένες στα αμπέλια, τις καρυδιές και τις φιρικιές. Τα χρόνια περνούσαν γοργά και το κόκκινο κρασί ωρίμαζε κάθε χρόνο στο κελάρι. Το γεύονταν οι δυο τους, όπως τότε στο γεφύρι.
Ένα βράδυ, λίγο πριν αποκοιμηθεί, ήλθε στο μυαλό του η εικόνα του κίτρινου, βελούδινου πλατανόφυλλου. Θυμήθηκε πως έλλειπε ένα κομμάτι. Τι ήταν αυτό που του έφερε την ανάμνηση του πλατανόφυλλου; Αναρίγησε. Αγκάλιασε σφιχτά τη Μαρία και κοιμήθηκαν σαν δυο έφηβοι, τότε που ο έρωτας μεθούσε κάθε νύχτα τα κορμιά τους. Την επομένη, ο Κωνσταντής κατέβηκε στο υπόγειο, να δει αν ωρίμασε το κρασί της χρονιάς. Βιαστικός, δεν πήρε το κερί μαζί του, το κερί που θα του έδειχνε το όριο της ζωής και του θανάτου. Το 'ψαξε στη σάλα, μα δεν το βρήκε κι άφησε τη Μοίρα να τον οδηγήσει. Δε νοιάστηκε αν ο μούστος θα του είχε αφήσει περίσσευμα οξυγόνου στον αέρα για να αναπνεύσει ή αν το χρειάστηκε όλο, για να του δώσει το κόκκινο κρασί. Κατέβηκε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Όμως η ανάσα δεν του 'φτασε και θέλησε να πάρει κι άλλη. Ένιωθε να πνίγεται. Φώναξε τη Μαρία του, φώναξε δυνατά και η Μαρία έφθασε σιμά του και του 'δωσε την ανάσα της. Ούτε κι αυτή σκέφτηκε πως δεν κρατούσε κερί. Έμεινε μαρμαρωμένο το βλέμμα του Κωνσταντή να τη κοιτάζει. Η Μαρία έβγαλε μια κραυγή, μόνο μια κραυγή πρόλαβε να βγάλει και το βλέμμα της μαρμάρωσε. Ένα δάκρυ κυλούσε στο ζεστό, ακόμη, μάγουλό της. Έσβησαν, όπως θα έσβηνε το κερί στην έλλειψη του ζωτικού οξυγόνου. Σωριασμένοι κι οι δυο κατάχαμα, αγκαλιασμένοι.
Ο Γεροπλάτανος βόγκηξε. Ένιωσε ένοχος που υποτάχθηκε στο θέλημα της Μοίρας και δεν είχε στείλει ένα αρτιμελές πλατανόφυλλο στον Κωνσταντή. Δεν άντεξε τον πόνο. «Μαζί ζήσατε, μαζί και αποθάνατε», σπάραξε και έστειλε κίτρινα, βελούδινα πλατανόφυλλα, να συνοδεύσουν τις ψυχές τους, όπως πετούσαν στον ουρανό του Τρικώμου. Πέρασαν πάνω από τα αμπέλια, χαιρέτησαν το γεφύρι, εκεί όπου έδωσαν το πρώτο τους φιλί με το κόκκινο κρασί στα χείλη, και ταξίδεψαν μαζί, όπως μαζί ζήσανε με το δικό τους καρδιοχτύπι.



Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, η επιστροφή της Κέιτ κι η επόμενη μέρα.



11:59 μ.μ.

-Πρέπει να φύγουμε! Η Κέιτ έρχεται και δεν θα με βρει στο σπίτι! Λάθος υπολόγισα πάλι. Δώδεκα τα μεσάνυχτα θα με περίμενε στο σπίτι, κι εγώ είμαι εδώ, στο Μικρολίμανο, δέκα χιλιόμετρα μακριά!
Ο Αγιάννης της χαμογέλασε.
-Μην αγχώνεσαι! Θα προλάβουμε. Το πολύ πολύ να έχει καθυστερήσει κι αυτή και να συναντηθείτε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Η Άμυ συμφώνησε. Έπρεπε άλλωστε να έχει το νου στα κλαδιά της! Έβγαλε το κινητό από την τσάντα και είδε όλες τις κλήσεις και τα μηνύματα.
-Η Κέιτ έχει μισή ώρα καθυστέρηση, μου έγραψε, οπότε έχεις δίκιο, μάλλον θα συναντηθούμε στην είσοδο.
Στον γυρισμό πιο πολύ αγγίζονταν, παρά μιλούσαν. Ήταν η στιγμή της τρυφερότητας των ερωτευμένων, αυτή η στιγμή που δεν θέλεις να μιλάς, παρά να νιώθεις. Να κοιτάζεις μακριά και να αφουγκράζεσαι το δέρμα του άλλου, σαν να αγγίζει την ψυχή σου κι εσύ τη δική του. Κι η μηχανή του χρόνου ταξίδευε σε μια ταχύτητα που δεν μπορούσαν οι ίδιοι να ελέγξουν. Ο Αγιάννης την οδηγούσε αργά, αυτή έτρεχε γρήγορα, η Άμυ έλεγε μην τρέχεις, κι αυτή επιτάχυνε. Μέχρι που έφτασαν κάτω από την πολυκατοικία της Άμυ. Η Kέιτ με μια μεγάλη βαλίτσα, καθόταν στο πεζοδρόμιο παίζοντας με το κινητό της.




12:30


-Κέιτ!
-Άμυ!
Κι ο Αγιάννης να κοιτάζει τις δυο φίλες να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, να θέλει να φύγει, αλλά χωρίς φιλί, χωρίς αγκαλιά δεν μπορεί.
-Αγιάννη, συγνώμη! Είπε η Άμυ μόλις επανήλθε στα λογικά της.
-Ήταν υπέροχα όλα! Σε ευχαριστώ, Γιάννη μου, και με ένα φιλί στο στόμα αυτή τη φορά, αποχαιρετίστηκαν.
Μα το φιλί στο στόμα το λογάριαζαν να το δώσουν στο Μικρολίμανο! Έτσι έλεγε το σενάριο της ταινίας που είχε σκηνοθετήσει ο καθένας στο μυαλό του. Όμως τα αυθόρμητα είναι πάντα πιο όμορφα. Ο Αγιάννης με το φιλί στο στόμα έφυγε κι η Άμυ έμεινε να κοιτάζει το αυτοκίνητο να απομακρύνεται. «Τα κλαδιά μου και τα μάτια μου», σκέφτηκε και επέστρεψε στην Κέιτ, κι ήταν τα μάτια της μαύρα από τη ξεβαμμένη μάσκαρα και λυπημένα, από τον πόνο της ψυχής της, να τη βλέπεις και να λυγίζει η καρδιά σου.
Αφού τακτοποιήθηκαν στα γρήγορα, η Κέιτ έκανε ένα χαλαρωτικό ντους κι έβαλε τις φόρμες της. Η Άμυ έφερε δυο μπύρες.
-Λέγε!
-Από πού να ξεκινήσω;
-Από τον κορονοϊό!
-Α, ναι! Στο Βερολίνο γίνεται χαμός. Γερμανία, ξέρεις τώρα, οργανωμένη, όχι αυτό το μπάχαλο της Ελλάδας.
-Κι η Κινέζα;
Κι η Κέιτ τής τα αφηγήθηκε όλα. Πως τη γνώρισε σε μία συναυλία, πως αυτή του ζήτησε αυτόγραφο στο στήθος της, είδε κι ο Τζον στήθος ασιάτισσας και εντυπωσιάστηκε που είναι κάτασπρο και στητό -ε όχι όμως να είχε και σχιστές θηλές!- κι αυτό ήταν. Κοιμήθηκε κι ονειρευόταν την άγνωστη θαυμάστρια με το κάτασπρο στήθος. Κι όταν ξύπνησε μιλούσε κινέζικα, τον ρωτούσε τι εννοεί, και δεν έλεγε να της δώσει να καταλάβει. Ασυναρτησίες κι αερόλογα. Έφυγε χωρίς να πει πού πάει, χωρίς να πει πότε θα γυρίσει. Κι εκείνη έμεινε σύξυλη να περιμένει τον Τζον. Τον περίμενε όλη μέρα, όλη νύχτα, κι όταν γύρισε ήταν άρρωστος, φοβόταν πως είχε κολλήσει τον κορονοϊό, κι όταν τον ρώτησε γιατί να φοβάται, αυτός απάντησε στα αληθινά κινέζικα, «μπιενγκουάν».
Ψάξανε στο τρανλέιτ και βρήκανε πως σημαίνει «παράτα με». Αυτό δεν το είχε σκεφτεί η Κέιτ, πως το τρανσλέιτ είναι μάνα στις μεταφράσεις.
-Παράτα με, σημαίνει; Ε όχι και παρατά με, κύριε Τζον! Εσύ παράτα μας με την Κινέζα θαυμάστριά σου με το κάτασπρο στητό στήθος!
Πιο καλή παρηγορήτρα δεν θα μπορούσε να είναι η Άμ. Έδωσε τον καλύτερο εαυτό της.
-Κέιτ, δεν αξίζεις τέτοια μεταχείριση. Αξίζεις πολλά περισσότερα. Μην αφήνεις τον Τζον να σου στραπατσαρίζει τα κλαδιά.
-Τι λες, Άμυ; Ποια κλαδιά και ποια στραπατσαρίσματα μου λες;
-Καλά, πάρτο αλλιώς, μην του αφήνεις να σου σπάει τις χορδές σου. Έξι δεν έχει η κιθάρα σου; Αν σπάσει μια από τις έξι δεν θα βγάζεις σωστό ήχο. Κάθε χορδή δική σου, όχι των άλλων.
Σαν να το κατάλαβε το νόημα με τη μουσική προσέγγιση. Χορδές, κιθάρα, ήχος.
-Τις θέλω ακέραιες και τις έξι, είπε αποφασιστικά η Κέιτ.
-Τότε, πάμε να ξαπλώσουμε να κοιμηθούνε οι χορδές και τα κλαδιά μας, συμπλήρωσε η Άμυ κι έπεσαν και οι δυο ξερές, η μία στο κρεβάτι, η άλλη στον καναπέ.


Η επομένη
7:31 π.μ.



Πρωί Πέμπτης και η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας έχει ήδη αρχίζει να διογκώνεται. Η Άμυ έχει ξυπνήσει κι ετοιμάζεται για τη δουλειά της, η Κέιτ κοιμάται και φταρνίζεται κατά διαστήματα. Κάποιες δυνατές ηλιαχτίδες έχουν εισχωρήσει από τις γρίλιες των παντζουριών δίνοντας μια αισθησιακή ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα. Και το καναρίνι της γειτόνισσας έχει αρχίσει ήδη τα κελαηδίσματά του από τις πέντε τα χαράματα. Μα τώρα είναι πιο έντονα, σαν να θέλει να ξυπνήσει τους ένοικους της πολυκατοικίας. Κι αφού κόκορας δεν υπάρχει πλέον στην περιοχή, όπως παλιά όπου τα κοκόρια λαλούσαν στις γειτονιές των Αθηνών, ανέλαβαν τον ρόλο του ξυπνητηριού τα καναρίνια.
Κι η Κέιτ, που έχει τη μουσική στο αίμα της και στο πετσί της, άνοιξε τα αυτιά, όχι όμως και τα μάτια της και απόλαυσε το μελωδικό κελάηδισμα του καναρινιού. Το άφησε να γαργαλάει τον κοχλία του αυτιού της για ώρα, ακούραστο κι αυτό το καναρίνι, ούτε για να πιει νερό δεν σταματούσε. Κι όσο έβλεπε παντζούρια κλειστά, τόσο πιο δυνατά κελαηδούσε. Δεν το ενοχλούσε η σκλαβιά στο κλουβί, μόνο να ξυπνήσει τους ανθρώπους ήθελε. Μάλλον είχε συμβιβαστεί με τη σκλαβιά του κι αφιερώθηκε στον ρόλο που ανέθεσε το ίδιο στον εαυτό του. Νερό και καναβούρι είχε διαθέσιμο συνεχώς, άρα το φιλότιμο τού επέβαλλε να είναι κι αυτό συνεπές. Άλλωστε δεν θα ρίσκαρε να βγει ελεύθερο στον έξω κόσμο.

Μια φορά είχε δει την αρπαγή ενός σπουργιτιού από μια αδέσποτη γάτα, είδε την άσχημη αυτή εικόνα από τον δεύτερο όροφο, κι αν κι ήταν κάπως μακριά, άκουσε καλά την σπαραχτική κραυγή του σπουργιτιού κι καρδούλα του πόνεσε το ελεύθερο αυτό πουλί που είχε τόσο άδοξο τέλος. Κι όταν έβλεπε τον χειμώνα τα σπουργίτια να εκλιπαρούν για λίγα ψίχουλα και το καλοκαίρι να ξεροσταλιάζουν κάτω από τον καυτό ήλιο και να ψάχνουν λίγες σταγόνες νερού να πιούν να ξεδιψάσουν, τότε σπάραζε και πάλι η καρδούλα τού καναρινιού για τα άμοιρα σπουργίτια. Ένιωθε σαν πρίγκιπας στο κάστρο του. Είχε πριγκιπική περιποίηση και σίγουρη επιβίωση, έστω στο απόρθητο κάστρο του. Έτσι αποφάσισε εφ’ όρου ζωής να κελαηδάει τον καημό της σκλαβιάς, τον πόνο των σπουργιτιών, τον σκληρό αγώνα επιβίωσης των ελεύθερων ζώων.

Η Άμυ ετοιμάστηκε για τη δουλειά της. Θα έφευγε και θα άφηνε την Κέιτ να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Βάζοντας τα παπούτσια της, άκουσε το τηλέφωνο να κουδουνίζει. Το σήκωσε γρήγορα, μην τυχόν και ξυπνήσει η Κέιτ.
-Καλημέρα, Μεταξία! Όλα καλά; Είπε ψιθυριστά.
-Είμαι στο νοσοκομείο, Άμυ, μπορείς να έρθεις να με δεις; Πεθαίνω σου λέω!
-Νοσοκομείο; Ευαγγελισμό;
-Τι ψιθυρίζεις καλέ; Ναι στον Ευαγγελισμό.
Τι να της έλεγε τώρα της Μεταξίας ; Πως είναι υπερβολική; Τι πήγε να κάνει στο νοσοκομείο; Να κολλήσει κι άλλες αρρώστιες; Την καθησύχασε.
-Θα έρθω, Μεταξία μου, αλλά πιο μετά. Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στο ανθοπωλείο. Το μεσημέρι σχολώντας…
Η Μεταξία το έκλεισε. Η Μεταξία ήθελε εδώ και τώρα την Άμυ στο πλάι της. Η Μεταξία πέθαινε, δεν θα άφηνε την τελευταία της πνοή μονάχη! Η Άμυ ήξερε πως η φίλη της δεν κινδύνευε, απλά την ήθελε κοντά της, μα θα πήγαινε μετά τη δουλειά. «Τα κλαδιά σου πρόσεχε», η φωνή του Αγιάννη. Έβαλε το κλειδί να ξεκλειδώσει και ήρθε μήνυμα στο κινητό. Η Σίρλει!
«Χάθηκες! Κάτι σκαρώνεις εσύ!»
Άντε τώρα να εξηγήσεις στην Σίρλει, που ναι μεν έχει ανοιχτό μυαλό να χωνέψει γρήγορες καταστάσεις κι έρωτες με την πρώτη ματιά, αλλά εσύ βιάζεσαι να μην αργήσεις στην δουλειά.
«Σκαρώνω ναι! Αλλά μην ανησυχείς, ο Αγιάννης είπε πως τέρμα τα κλαδέματα»
«Χαχχαχαχα» απαντά η Σίρλεϊ κι η Άμυ:
«Τα κλαδιά μου και τα μάτια μου!»
Κι ό,τι κατάλαβε, κατάλαβε. Η Σίρλεϊ καταλαβαίνει και τα ψιλά γράμματα, σίγουρα θα έπιασε το υπονοούμενο.
«Βλέπω άρχισες να λειτουργείς όπως πρέπει».
Κατάλαβε η Σίρλεϊ. Κι ακόμη κι αν έγραψε αυτό το «πρέπει», δεν ήταν από τα καθωσπρέπει, αλλά από τα απαραίτητα για την επιβίωση «πρέπει».

Ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε σιγά σιγά. Δόνηση και πάλι. Μα με τόσα μηνύματα θα αργήσει στη δουλειά της.
«Ο μικρός μου είναι χάλια. Όμως αυτό που μετράει είναι πως εσύ πέρασες ανεπανάληπτα!». Ήταν η Νίκη.
«Αχ, Νίκη μου. Μόνο ανεπανάληπτα! Ό,τι χρειαστείς για τον μικρούλη εδώ είμαι εγώ!» και βγήκε από το διαμέρισμα.
Το χρονικό διάστημα που περίμενε τον ανελκυστήρα να σταματήσει στον δεύτερο όροφο ήταν αρκετό για να έρθουν κι άλλα μηνύματα. Όμως δεν κοίταξε το κινητό της. «Δεν γίνεται», σκέφτηκε, «θα αργήσω στη δουλειά». Μπήκε στο ανσανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Το πρώτο ραντεβού

Το πρώτο ραντεβού

8:30



Μόλις τέλειωσε το ντους κι ετοιμάζεται για το ραντεβού. Ευτυχώς η μητέρα της δεν την ενόχλησε, ούτε η Μεταξία έστειλε μήνυμα, η Κέιτ θα είναι καταρρακωμένη στο αεροδρόμιο, η Σίρλεϊ θα βλέπει κάποια αγγλική σειρά στον υπολογιστή κι η Νίκη έχει άρρωστο τον μικρό της, το σφουγγαράκι της. Όλα τακτοποιημένα στο μυαλό της. Ο Αστέρης; Αυτόν τον είχε κιόλας ξεχάσει. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό της κι όλα αυτά που της είχε αποκαλύψει η Μεταξία τη στεναχώρησαν, γιατί η αλήθεια είναι πως της φάνηκε τόσο αληθοφανές το χειροφίλημα και τόσο αληθινή η ματιά του.
Από την άλλη χάρηκε, γιατί, χωρίς να το καταλάβει, -τι κι αν δεν το κατάλαβε δηλαδή, ίσως να είχε διορθώσει λίγο το κραγιόν στα χείλη- είχε γίνει διάσημη για λίγα δευτερόλεπτα, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που, όπως λένε, κάθε άνθρωπος κάποια απρόβλεπτη στιγμή γίνεται διάσημος. «Κι αν τώρα που θα βγω με αναγνωρίσουν στον δρόμο;» σκέφτηκε. Τελικά ο Αστέρης μπορεί να μην είναι ο κορωνοϊός ζωγραφιστός, μπορεί να τη χειροφίλησε για τις ανάγκες των γυρισμάτων, αλλά της έκανε ένα καλό. Της έδωσε τη δυνατότητα να βγει στην οθόνη της τηλεόρασης σε αυτό το διαφημιστικό σποτ του Υπουργείου Υγείας για τον κορονοϊό. Και μόλις συνειδητοποίησε πως η διασημότητά της θα διαρκούσε τόσο, όσο θα ήταν στην επικαιρότητα ο ιός αυτός. Το σποτ θα παίζει σε όλα τα τηλεοπτικά κανάλια κι όλοι θα την βλέπουν να χαμογελά, να τον κοιτάζει στα μάτια, να τη χειροφιλεί. Μεγαλεία! Άρα, μέρα με τη μέρα θα γίνει και πιο αναγνωρίσιμη.
Βάφτηκε, παρφουμαρίστηκε κι έβαλε το πιο ωραίο τζιν που είχε με μια απλή μπλούζα. Ούτε φούστα ήθελε να φορέσει, ούτε φόρεμα. Ήθελε να νιώθει άνετα στα ρούχα της και το τζιν ήταν για αυτήν το αγαπημένο της ρούχο. Αν έλεγε στις φίλες της πως θα έβγαινε με το αγαπημένο της Replay στο πρώτο ραντεβού, θα την κατσάδιαζαν. Επιβάλλονταν, κατά την άποψη τους, να φορέσει φόρεμα. Αλλά η Άμυ ήθελε να είναι πάνω από όλα σεμνή. Το φόρεμα θα διέγραφε το κορμί της, θα άφηνε γυμνά τα πόδια της μπρος στα αδηφάγα ή διακριτικά μάτια του Αγιάννη, να τα κοιτάζει και αυτή θα ντρεπόταν. Ή πάλι τα «ποδαράκια» της θα τον έφερναν σε δύσκολη θέση, να θέλει να τα κοιτάξει και να μην μπορεί, να λοξοκοιτάζει κι η Άμυ δεν ήθελε να τον αποσπά από την προσοχή της οδήγησης! Προτιμούσε το ευθύ βλέμμα στον οδηγό και στον άντρα.
Ο Αγιάννης ήταν απλός στο γούστο του άλλωστε, έτσι τουλάχιστον συμπέρανε η Άμυ, από το λίγο που τον ήξερε. Σίγουρα ένας γεωπόνος θα εκτιμούσε το στυλ του τζιν και της απλής μπλούζας. Μα κυρίως η Άμυ ήθελε την άνεσή της, μην έχει την αγωνία του ρούχου και την εμφανή αμηχανία που της προκαλούσε η εσωτερική συστολή της. Αυτή η αμηχανία πάντα την συνόδευε, κι δεν αφορούσε μόνο τα αγόρια. Είχε αμηχανία όταν βρισκόταν σε πολύ κόσμο κι έπρεπε να μιλήσει, είχε αμηχανία όταν βρισκόταν σε πάρτυ όπου δεν ήξερε τους υπόλοιπους. Μόνο σε οικείο περιβάλλον ένιωθε χαλαρή, οπουδήποτε αλλού είχε μια εσωτερική ανησυχία. Για αυτό και παραξενεύτηκε που στο ταξί του Αγιάννη ένιωσε πως ήταν σε αυτοκίνητο ενός από χρόνια φίλου, παρά σε ένα απρόσωπο ταξί. «Παράξενα που είναι κάποια πράγματα σε τούτη τη ζωή», συλλογιζόταν και κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη να δει αν είναι όμορφη ή απλά συμπαθητική.
«Εμένα μου αρέσεις» άκουσε τον καθρέφτη να απαντά και χτύπησε το θυροτηλέφωνο.




9:01 μ.μ.


Το κορνάρισμα δεν άργησε να ακουστεί κι η Άμυ εκσφενδονίστηκε στο ισόγειο, ούτε καν περίμενε τον ανελκυστήρα. Όταν βγήκε στο πεζοδρόμιο, ο Αγιάννης την περίμενε και της άνοιξε την πόρτα. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε κι αυτή. Χαμήλωσε το βλέμμα και χώθηκε στο ζεστό κάθισμα.
Η διαδρομή μέχρι το Μικρολίμανο ήταν η πιο ευχάριστη που είχε κάνει η Άμυ στη ζωή της. Συζητούσαν, σχολίαζαν την επικαιρότητα του κορονοϊού, γελούσαν με τον παροξυσμό που είχαν πάθει οι περισσότεροι. Και συμφωνούσαν σε όλα, χωρίς όμως να το κάνουν εσκεμμένα. Η Άμυ πολλές φορές στο παρελθόν συμφωνούσε με τον εκκολαπτόμενο έρωτά της, γιατί ήθελε να είναι αρεστή. Κι αυτό της το ελάττωμα ήταν πολύ χειρότερο από την επιπολαιότητά της. Γιατί ο άλλος θεωρούσε πως της Άμυς τα χνώτα ταιριάζουν με τα δικά του, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία συμβατότητα με αυτά. Κι όταν στην πορεία η Άμυ δεν άντεχε κι έλεγε την άποψή της για το σύμπαν και για την πολιτική, την κοινωνία και τη θρησκεία, ο άλλος την κατηγορούσε πως το κάνει επίτηδες για να δημιουργεί καταστάσεις και καυγάδες. Κι Άμυ έμενε άναυδη έχοντας προσωπική ευθύνη για την κατάληξη αυτή.
Ο Αγιάννης της έβγαζε τον αληθινό εαυτό της από την αρχή. Αβίαστες συζητήσεις επί παντός επιστητού, μιλούσε χωρίς να θέλει να εξωραΐσει την εικόνα της, χωρίς να ανησυχεί αν το κραγιόν έχει φύγει από τα χείλη. Δεν άργησαν να φτάσουν στο Μικρολίμανο, παρά την κίνηση στο δρόμο. Μάλλον ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων ηχούσαν, ακόμη κι αυτά, μελωδικά στα αυτιά της.
«Μη βιαστείς να βγεις», της είπε ο Αγιάννης, μόλις πάρκαρε το αυτοκίνητο. Της άνοιξε την πόρτα κι είχε το αριστερό χέρι πίσω από το σώμα του, σαν να κρατούσε κάτι κρυφό. Με το που βγήκε η Άμυ, ο Αγιάννης τής πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο. Μπορεί να ήταν μια σκηνή σαν από μια συνηθισμένη αμερικάνικη κομεντί, αλλά η Άμυ το βρήκε ξεχωριστό. Ο Αγιάννης δεν το έκανε για να επιδείξει κάποιον ρομαντισμό και να της ρίξει στάχτη στα μάτια, ούτε να ρίξει την πλάτη του καθίσματος στον γυρισμό. Το έκανε γιατί ήταν γεωπόνος κι αγαπούσε τα λουλούδια, το έκανε γιατί όπως βγήκε από την πολυκατοικία του, το κατακόκκινο τριαντάφυλλο της αυλής τράβηξε το βλέμμα του, όπως τον τράβηξε κι η Άμυ, όπως περίμενε στο πεζοδρόμιο ψάχνοντας ταξί. Έτσι απλά της το πρόσφερε, χωρίς καμία επιτήδευση. Έτσι απλά. 




9:45 μ.μ.



Περπατούσαν αγκαλιασμένοι πλέον, δεν άντεχαν τα κορμιά τους μακριά το ένα από το άλλο. Την έσφιγγε δυνατά κι αυτή αναρριγούσε.
-Σήμερα είπαν στις ειδήσεις πως απαγορεύονται τα φιλιά, είπε και τη φίλησε στο μάγουλο.
-Καλώ την αστυνομία, τώρα!
Γέλασαν. Τα φωτάκια λαμπύριζαν, η θάλασσα αντανακλούσε το φως τους, ο ουρανός ήταν ξάστερος με άπειρα αστέρια να τρεμοπαίζουν τσέλο, μα να μην ακούγεται ο κλαψουριάρικος ήχος τους, μια σκηνή όπως ακριβώς την είχε ονειρευτεί. Κάποια στιγμή τσίμπησε το μάγουλό της, μήπως κι ήταν όνειρο, άλλωστε βράδυ ήταν, μην είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, σκέφτηκε.
Περπατούσαν και περπατούσαν, και τα χέρια τους ήταν πλεγμένα στα κορμιά τους και πού και πού σταματούσαν και κοιτιόντουσαν και φιλιόντουσαν. Κι Άμυ ήθελε να κλάψει κι ο Αγιάννης ήθελε να της χαμογελάσει, κι η Άμυ ήθελε να μην έρθει ο ήλιος και διώξει τούτη τη μαγεία κι ο Αγιάννης ήθελε να την κοιτάζει και τα αστέρια να ακούν τα ψιθυρίσματά τους.

Εν τω μεταξύ το κινητό της δονούνταν συνεχώς από εισερχόμενα μηνύματα και κλήσεις. Ούτε που την ένοιαζε. Ήξερε βέβαια ποιες την καλούσαν, τι θα ήθελαν να της πουν. Αδιαφορούσε πλήρως. Κι αν ήταν κάτι επείγον; Γιατί να δονείται συνεχώς το κινητό της; Ο Αγιάννης κατάλαβε την ανησυχία της.
-Έχεις κάτι, Αμυγδαλιά;
-Όχι, δηλαδή ναι, θέλω να πω, όχι, δεν έχω κάτι, το κινητό μου κάτι έπαθε και συνεχώς δονείται.
-Λες να έχει σπασμούς από υψηλό πυρετό;
-Λες;
Γέλασαν και πάλι.
-Θέλεις να φύγουμε; Μήπως έχεις υποχρεώσεις;
-Όχι, Αγιάννη, οι υποχρεώσεις μου ξεκινούν μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα.
Και συνέχισαν την βόλτα τους. Ο Αγιάννης της μιλούσε για τη ζωή του, για τα ταξίδια του, την απόφασή του να δουλέψει το ταξί του πατέρα του, αφού κουράστηκε να δουλεύει ως γεωπόνος σε μεγάλη εταιρεία. Ήθελε για ένα διάστημα να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Και την πρώτη μέρα που πήρε το ταξί στα χέρια, γνώρισε μια κοπέλα που ήταν ίδια η αμυγδαλιά!
-Δεν ήξερα πως έχω κλαδιά!
-Έχεις! Έχεις κορμό και πολλά κλαδιά. Ο κορμός είσαι εσύ, τα κλαδιά σου είναι οι σχέσεις σου με τον έξω κόσμο. Με τα κλαδιά σου αγγίζεις τους ανθρώπους, στα κλαδιά σου είναι η ομορφιά σου όταν ανθίζεις. Ο κορμός σου όμως σε στηρίζει, αυτός τρέφεται από τις ρίζες, αυτός κινεί τα πάντα. Αν ο κορμός σου ασθενήσει, θα ασθενήσουν και τα κλαδιά και το αντίστροφο. 
Άκουγε η Άμυ και πρώτη φορά στη ζωή της άκουσε κάτι το τόσο γεωπονικά φιλοσοφημένο. Ο κορμός και τα κλαδιά! Ποτέ της δεν είχε κάνει τέτοια προσέγγιση στο είναι της.
-Ξέρεις, Άμυ, οι άνθρωποι κόβουν τα κλαδιά, όταν τα βλέπουν όμορφα, θέλουν να τα βάλουν στο βάζο, να τα θαυμάζουν σπίτι τους, νομίζουν πως θα ριζοβολήσουν στο νερό. Άλλοι τα κόβουν γιατί τους ενοχλούν, για παράδειγμα τα δένδρα στα πεζοδρόμια που ενοχλούν τους πεζούς, άλλοι τα κλαδεύουν γιατί θέλουν να διαμορφώσουν την κόμη του δένδρου, να του δώσουν το σχήμα που θέλουν αυτοί. Είναι στο χέρι σου, δηλαδή στον κορμό σου, να αποφασίσει αν θέλει να έχει ακέραια όλα τα κλαδιά, να θέλει να έχει, σαν δένδρο, το σχήμα που επιθυμεί. Μην επιτρέπεις να σου κόβουν τα κλαδιά, ούτε να στα κλαδεύουν.
Η Άμυ έμεινε άφωνη με αυτή την τελευταία φράση, «μην επιτρέπεις». Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τόσα χρόνια επέτρεπε. Τώρα έπρεπε να επιβληθεί στους κλαδευτές της ζωής της. Και πρώτα από όλα στη μητέρα της. Βέβαια μετά τη σημερινή μέρα είχε διαισθανθεί πως η μητέρα της έλαβε το μήνυμα της αμυγδαλιάς της. Έπειτα έπρεπε να απομακρύνει τους υπόλοιπους θείους, θείες, ξαδέρφια, να τους αγγίζει με τα κλαδιά της κι έπειτα να τα μαζεύει γύρω από τον κορμό της. Στην ανάγκη να έβγαζε και λίγα αγκάθια, δεν ήταν τόσο μεγάλο κακό.
Στη συνέχεια οι γείτονες! Αυτοί ήταν που ενοχλούνταν περισσότερο, γιατί όταν διασταυρώνονταν στον δρόμο με τα κλαδιά της, αυτά ήταν ανοιχτά κι όμορφα και ζήλευαν την τόση ομορφιά. Τις φίλες της της αγαπούσε, όχι, αυτές δεν ήταν κλαδεύτριες, αυτές ήταν τα ποτιστήρια της, αυτές ήταν το λίπασμά της. Της έδιναν ζωή και χαρά. Οι ερωτικές της σχέσεις; Αυτό είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο κλαδέματος της προσωπικότητάς της. Κάθε ένας κοιτούσε να αρπάξει λάφυρο ένα κλαδί της, να το βάλει σε βάζο στο σπίτι του, να θαυμάζει την ομορφιά του. Κι όταν αυτό μαραίνονταν, έκοβε κι άλλο κι άλλο, με τέτοιο θράσος που την κουτσούρευαν στο τέλος. Ένας μάλιστα προσπάθησε να τσεκουρώσει τον κορμό της, έφτασε η τσεκουριά μέχρι το μαλακότερο ξύλο, μέχρι το εσωτερικό του κορμού της, κι έκανε χρόνο πολύ να επουλωθεί η πληγή, να σταματήσει να βγάζει μελίτωμα.
Αυτά σκεφτόταν η Άμυ. Μα αυτή δεν ήταν βόλτα στο Μικρολίμανο, ήταν η γεωπονική φιλοσοφική σε υπαίθρια διδασκαλία. Κι ο Αγιάννης την αγκάλιασε πιο ζεστά από πριν, να νιώσει πως με έναν γεωπόνο είναι σε καλά χέρια, πως ακόμη κι αν τις αμυγδαλιές του τις κλαδεύει, αυτή είναι ανθρώπινη αμυγδαλιά και την σέβεται απόλυτα.
-Στριμώχνεις τα κλαδιά μου, του είπε περιπαιχτικά.
-Τα στριμώχνω να δω πόσο όμορφα κι ελαστικά είναι, της απάντησε και μύρισε τα μαλλιά της.
Είχε μεθύσει από την αμυγδαλιά του και ήθελε ο χρόνος να σταματήσει. Έλα όμως που με αυτά και με τα άλλα, είχε χτυπήσει το ρολόι μεσάνυχτα.

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Η Νίκη




Η Νίκη


6:12 μ.μ.



Κι ο χρόνος περνούσε κι ήρθε το μήνυμα της Νίκης. «κανόνισες κάτι για τα γενέθλιά σου;». Κεραυνός εν αιθρία για την Άμυ η ερώτηση. Από τώρα; Μα σε δύο μέρες έχω γενέθλια, σκέφτηκε. Πάλι αυτό το κατώφλι τής έφερε ανησυχία. Δεν ήξερε αν ήθελε να κανονίσει κάτι, όμως έπρεπε, τα σαράντα χρόνια θα έκλεινε αυτή τη χρονιά. Και πάλι αυτό το ρημάδι το «έπρεπε». Να πάρει το τρένο και να εξαφανιστεί έπρεπε. Να πάρει το αεροπλάνο και να πετάξει έπρεπε. Να πάρει τηλέφωνο τον Αγιάννη και να του μιλήσει έπρεπε. Κι αυτό έκανε. Κι όταν το τηλέφωνο καλούσε, αντιλήφθηκε πως ήταν πολύ επιπόλαια πάλι, πως θα χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο πάλι, πως πρέπει να το κλείσει.
«Όχι δεν πρέπει» είπε φωναχτά κι ο Αγιάννης, που εν τω μεταξύ είχε σηκώσει το κινητό του, το άκουσε.
«Είναι απρέπεια να πρέπει να επιβληθεί το πρέπει με το έτσι πρέπει» της είπε και γέλασε.
Γέλασε κι η Άμυ. Πόσο όμορφα την χαλάρωνε αυτός ο άντρας! Πρώτη της φορά ένιωθε απελευθερωμένη από τους καθωσπρεπισμούς της, από τις επιβολές των άλλων στη ζωή της. «Ήθελες κάτι;» τη ρώτησε και αυτή δεν ήξερε τι να απαντήσει. Αμέσως όμως τη χαλάρωσε με ένα ακόμη γέλιο «μην αναστατώνεσαι, πλάκα σου κάνω, σε σκεφτόμουν κι εγώ κι έλεγα αν έχεις κάτι άλλο να κάνεις το βράδυ, αλλιώς θα σου πρότεινα να πάμε για περπάτημα στο Μικρολίμανο».
Η εικόνα είχε ήδη ζωγραφιστεί στο μάτια της Άμυ. Να περπατάνε δίπλα δίπλα, ίσως με τα χέρια ενωμένα, να κοιτάζουν τα φωτάκια στα γιοτ, να φωτίζονται από τις αντανακλάσεις τους στη θάλασσα και αυτός να της μιλάει θέματα της φύσης. Η Άμυ απάντησε αυθόρμητα ένα «Μέσα!». Κι έπειτα, αφού θυμήθηκε, συμπλήρωσε, «μόνο που πρέπει, αλήθεια πρέπει να γυρίσω μέχρι τα μεσάνυχτα στο σπίτι». Γέλασε και πάλι ο Αγιάννης.
«Μήπως είσαι η Σταχτοπούτα;»
«όχι, όχι, θα γυρίσει μια κολλητή μου από Βερολίνο και θέλει οπωσδήποτε να με δει».
Κανονίστηκε το ραντεβού κι η Άμυ έκλεισε το κινητό με μια πρωτόγνωρη χαρά. Με μια βουτιά βρέθηκε στον καναπέ της να ονειροπολεί τον Αγιάννη.
«Κανόνισες; Λέγε!» επέμενε με νέο μήνυμα η Νίκη κι η Άμυ επανήλθε στην πραγματικότητα.
«Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ καν» απάντησε η Άμυ κι ένιωσε τόσο ανίκανη μπροστά στη φίλη της, που από το πρωί έως το βράδυ σκέφτεται και πράττει πολλά περισσότερα από αυτήν, που στο κάτω κάτω της γραφής δεν έχει να συντηρήσει δυο παιδιά κι ένα σπίτι. «Καλά άστο, θα το σκεφτώ εγώ για σένα, μικρή μου, έχω τον μικρό μου άρρωστο, αλλά κάτι θα κάνω για σένα!» της έγραψε και την καληνύχτισε.

Παιδική φίλης της, λάτρης της ιστορίας, η Νίκη ήταν για την Άμυ αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ της η ίδια να είναι. Το πιο γλυκό κορίτσι. Σε σκλάβωνε το βλέμμα της με τα καταγάλανα μάτια, το χαμόγελό της, ο γλυκός τρόπος που αγαπούσε τους ανθρώπους. Όταν πήγαιναν στο σχολείο, η Νίκη την βοηθούσε στην ιστορία κι η Άμυ στα μαθηματικά. Κι όταν στη γεωγραφία τα αγόρια γελούσαν με τη Νίκη, γιατί το βαφτιστικό της όνομα ήταν Θεσσαλονίκη, η Άμυ την υπερασπιζόταν αποκαλώντας τους ανιστόρητους, που δεν ήξεραν πως το όνομα της ήταν αρχαίο και μάλιστα ήταν ετεροθαλής αδερφή του Μέγα Αλεξάνδρου.

Η Νίκη είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τα γενέθλια, είτε τα δικά της είτε των ανθρώπων που αγαπούσε. Θεωρούσε πως ήταν η μοναδική ημέρα του χρόνου όπου ο καθένας μας γιορτάζει εκείνη την ιερή στιγμή που βλέπει πρώτη φορά το φως του ήλιου, άσχετα αν ουσιαστικά έβλεπε το φως της αίθουσας τοκετών. Είναι η επέτειος της πρώτης εκείνης ημέρας που αγκάλιασε τη μανούλα του. Τη μανούλα του! Γιατί η Νίκη είχε χάσει από πολύ μικρή τη μανούλα της και δεν είχε καμία μνήμη της ζεστής αγκαλιάς της, της ανάσας της, του αγγίγματός της. Η Νίκη ήταν ορφανή από μάνα, και θεωρούσε πως της έλειπε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της. Το αναζητούσε μικρή στις κούκλες της, που τις μιλούσε σαν να ήταν αυτή η μανούλα, η μανούλα που ζούσε και αγκάλιαζε τα μωρά της. Το αναζητούσε στην αγκαλιά της γιαγιάς της, αλλά κι εκεί ήταν άτυχη, γιατί η μία και μοναδική γιαγιά που γνώρισε πέθανε, όταν ήταν πάλι ακόμη μικρή. Δύο χρόνια ουσιαστικά χάρηκε την αγκαλιά και τα παραμύθια της κι έπειτα έμεινε ορφανή κι από γιαγιά.
Ο πατέρας της δεν μπορούσε να αναπληρώσει τη μητρική στοργή, ήταν, όπως οι περισσότεροι πατεράδες, αυστηρός κι απόμακρος. Ένα χάδι αν δεχόταν, ήταν έπειτα από πολλά ικετευτικά παρακάλια των υπέροχων καταγάλανων ματιών της. Έτσι η Νίκη έμεινε σιωπηλή, με ματάκια υγρά, όταν έβλεπε τις μαμάδες να έρχονται στο προαύλιο του σχολείου ή όταν έτρεχαν στη βροχή, να πάνε τα μικρά τους στον γιατρό, κι αυτά να γκρινιάζουν και να κλαίνε πως φοβούνται τον γιατρό και τις ενέσεις του. «Ας είχα κι εγώ μαμά και δεν θα έκλαιγα», έλεγε και ξανάλεγε στην Άμυ, κι έπειτα έκλαιγε αληθινά για τη μανούλα που ποτέ δεν έζησε κοντά της. Κι η Άμυ την αγκάλιαζε και της έλεγε πως μπορεί να έχει τη μαμά της για μαμά, αλλά ήξερε πως όσο και να αγαπούσε την κυρία Μαρία, κι όσο κι αν η κυρία Μαρία την αγαπούσε -όχι μόνο γιατί ήταν ορφανή, αλλά κι επειδή ήταν πολύ φρόνιμο και γλυκό κοριτσάκι, με μάτια που τα γέννησε ο ουρανός- δεν θα ήταν ποτέ δική της μαμά, αλλά μαμά της Άμυς.
Η Νίκη μεγαλώνοντας συνήθισε να ζει χωρίς μητέρα, συνήθισε να ζει σχεδόν μόνη, αφού αδέρφια δεν πρόλαβαν οι γονείς της να της χαρίσουν. Έβαλε την εικόνα της μαμάς της βαθιά στην καρδιά της και την κοιτούσε κάθε βράδυ που άνοιγε την ψυχή της και της τα έλεγε όλα. Μα όλα! Ακόμη και τις σχέσεις με τα αγόρια. Στο γυμνάσιο είχε ερωτευτεί έναν συμμαθητή της, που είχε κι αυτός όμορφα μάτια, κι όλοι τούς αποκαλούσαν «το ζευγάρι με τα πιο όμορφα μάτια».
Όμως το χρώμα ματιών δεν ήταν αρκετό για να τους κρατήσει μαζί, και, πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο, η Νίκη γνώρισε ένα παλικάρι ψηλό και με όλα τα προσόντα που έχουν τα παλικάρια. Είχε δουλειά, ήταν ευγενικός, αγαπούσε τη Νίκη, αλλά ήταν ολιγομίλητος και δεν το εξέφραζε με όμορφες λέξεις, όπως ονειρευόταν η Νίκη. Κι ήταν και αρκετά ψυχρός και με ρηχά συναισθήματα, όχι όπως θα το ήθελε η Νίκη. Και τα χρόνια πέρασαν, και παντρεύτηκαν, κι έκαναν δύο αγόρια, κι έτσι ζούσαν με τον χρόνο να κυλά κι η Νίκη να μη νιώθει αυτή τη σπίθα που θα έπρεπε να κρατάει τη φωτιά στο τζάκι του σπιτιού τους αναμμένη.
Κι όταν χώρισε, μιλούσαν ολημερίς κι ολοβραδίς, γιατί η Νίκη δυσκολευόταν να αποδεχτεί πως ενώ ήταν τόσο γλυκιά με τον σύζυγό της, αυτός την πίκραινε κάθε λίγο και λιγάκι. Κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς για αυτό το γλυκό κορίτσι, η Νίκη ξεσπάθωσε, έβγαλε το σπαθί από τη θήκη και σαν άριστη ξιφομάχος έμπηξε το ξίφος στην καρδιά του γάμου και νίκησε τη μάχη της ζωής της. Κι έπειτα έπρεπε να παλέψει μόνη να αναθρέψει τα δυο γλυκύτατα αγόρια της, όχι πως πριν είχε ουσιαστική συμπαράσταση, θεωρητική θα έλεγε κανείς πως είχε, και να τρέχει από το πρωί έως το βράδυ για να τελειώσει τις υποχρεώσεις της κατάκοπη κι εξαντλημένη

Αυτά σκεφτόταν η Άμυ και παραδέχτηκε: «Θα χει πάλι φούριες, της χρέωσα και τα δικά μου, έχει και τον μικρό της αρρωστούλι». Κι έκλεισε τα μάτια και συνέχισε την όμορφη εικόνα που της πρότεινε πριν λίγο αυτός ο χαλαρωτικός Αγιάννης.