Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Ο σπόρος και το σποράκι





Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας σπόρος σιταριού, λαμπερός, με υπέροχο κίτρινο χρώμα και άψογο, οβάλ σχήμα, με καταγωγή αριστοκρατική. Η μαμά του και ο μπαμπάς του ήταν δύο πολύ καλές και διάσημες ποικιλίες σιταριού. Ο σπόρος αυτός όταν θα φύτρωνε, θα έδινε ένα δυνατό, ψηλό και περήφανο φυτό σιταριού. 
Όπως το έσπειρε ο γεωργός, με την ειδική σπαρτική μηχανή, ο λαμπερός, με υπέροχο κίτρινο χρώμα και άψογο, οβάλ σχήμα σπόρος έπεσε δίπλα σε ένα σποράκι, μικρούλι και άσημο. Το χρώμα του ήταν ξεφτισμένο γκρι και το σχήμα του ήταν τόσο, μα τόσο παράξενο! Δεν μπορούσες να το πεις ούτε στρογγυλό, ούτε οβάλ, ούτε κυλινδρικό, αλλά ούτε και πυραμίδα. Ο σπόρος σαν το είδε στην αρχή αδιαφόρησε και δεν του έδωσε καθόλου προσοχή. Εξάλλου δεν έπρεπε να χάνει το χρόνο του για να μιλάει σε άγνωστα και άσημα σποράκια. Σκοπός της ζωής του ήταν να κρατήσει δυνάμεις και να φυτρώσει μαζί με τους άλλους συνομήλικους σπόρους. Ένα πρωί όμως ο σπόρος δεν άντεξε και του είπε:
-Εσύ σποράκι μικρό από πού ήρθες; Ποια είναι η καταγωγή σου; Ποια είναι η μαμά σου και ο μπαμπάς σου;
Το μικρό σποράκι δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν θυμόταν καλά καλά τη μαμά του ούτε τον μπαμπά του κι έτσι του απάντησε στεναχωρημένο:
-Δεν θυμάμαι ποιος είναι ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου, το μόνο που θυμάμαι είναι πως η μαμά μου, όπως φυσούσε ο άνεμος και με έπαιρνε μακριά της, με συμβούλεψε: «Σποράκι μου μικρό, να ταξιδέψεις σε μέρη μακρινά και να φυτρώσεις εκεί όπου εσύ θα επιλέξεις, μόνο να φροντίσεις στο μακρινό σου ταξίδι να κάνεις φίλους, φίλους αληθινούς που θα σε αγαπάνε».
-Φίλος; Τι θα πει φίλος; Εμένα κανένας δε μου μίλησε για φίλους. Δεν ξέρω τι σημαίνει φίλος, απάντησε ο λαμπερός, με υπέροχο κίτρινο χρώμα και άψογο οβάλ σχήμα σπόρος.
Το μικρό και άσημο σποράκι έμεινε άφωνο. Πρώτη φορά στη ζωή του είχε συναντήσει κάποιον που δεν είχε κάνει φίλους, που δεν ήξερε τι σημαίνει να έχεις φίλους.
-Δεν ξέρεις τι σημαίνει φίλος; Εγώ το μόνο που έχω σε αυτή τη ζωή είναι πολλοί και καλοί φίλοι. Από τότε που έφυγα από τη μαμά μου και με παρέσυρε ο άνεμος, έπεσα στο έδαφος. Από εκεί με πήρε ένα πουλί στο στόμα του και ταξιδεύαμε μαζί. Πετούσαμε ψηλά στον ουρανό και βλέπαμε βουνά, κοιλάδες, πεδιάδες, ποτάμια. Γίναμε φίλοι, φίλοι παντοτινοί. Όταν με άφησε στο χώμα, γνώρισα ένα σκιουράκι. Κόλλησα στο τρίχωμά του και μαζί πηδούσαμε από δένδρο σε δένδρο και από κλαδί σε κλαδί. Γίναμε φίλοι, φίλοι παντοτινοί. Έπειτα, όταν αποκολλήθηκα από το τρίχωμά του, το αποχαιρέτησα και γνώρισα ένα σκαθάρι, που με μετέφερε στη φωλιά του. Εκεί παίξαμε μαζί ώρες ατελείωτες. Γίναμε φίλοι, φίλοι παντοτινοί. Έφυγα όμως και από εκεί, όπως φύσηξε μια μέρα ένας αέρας δυνατός και παρέα με ένα ξερό φυλλαράκι πετούσαμε μια ψηλά και μια χαμηλά. Γίναμε αμέσως φίλοι, φίλοι παντοτινοί και στο τέλος έπεσα σε αυτό το σημείο δίπλα σε εσένα. Το φυλλαράκι συνέχισε το ταξίδι του, εγώ όμως έπρεπε να ξεκουραστώ για να φυτρώσω.
-Φίλος δηλαδή είναι αυτός που ταξιδεύεις μαζί του, που παίζεις, που έχεις κοινές εμπειρίες…, είπε δειλά ο σπόρος.
-Ακριβώς! 
-Εγώ όμως δεν έχω περιθώρια να γίνω φίλος με κανέναν. Οι εντολές που μας δώσανε είναι να κρατήσουμε όλη την ενέργειά μας για να φυτρώσουμε και να δώσουμε δυνατά φυτά σιταριού.
-Το να κάνεις κάποιον φίλο σου δεν σημαίνει πως θα κουραστείς. Το μόνο που χρειάζεται είναι να δώσεις αγάπη.  
-Αγάπη; Άλλο πάλι και τούτο. Τι σημαίνει αγάπη; ρώτησε ο σπόρος.
-Αγάπη σημαίνει να νοιάζεσαι και να φροντίζεις, να γελάς και να παίζεις με τον φίλο σου και να δακρύζεις όταν είναι λυπημένος.
-Μπορούμε λοιπόν να γίνουμε φίλοι; Θα ήθελα πριν φυτρώσω να έχω κάνει έστω και έναν φίλο, απάντησε ο σπόρος και αμέσως ένιωσε να φτεροκοπά η καρδιά του από αγάπη για το μικρό  κι άσημο σποράκι.
Οι σπόροι αγκαλιάστηκαν. Μίλησαν για τη ζωή τους πριν βρεθούν στον αγρό. Ο σπόρος είπε στο σποράκι πως οι επιστήμονες, έπειτα από πολλές πολλές προσπάθειες, δημιούργησαν τη βελτιωμένη ποικιλία σιταριού. Πως μαζί με αυτό βγήκαν πολλοί άλλοι σπόροι, πως οι άνθρωποι τους βάλανε σε σακούλες ειδικές, τις πουλήσανε στους αγρότες και αυτοί με τη σειρά τους μια μέρα τους ρίξανε όλους μαζί σε μια μεγάλη μηχανή, σπαρτική μηχανή την αποκαλούν οι άνθρωποι, και τους έσπειραν στον αγρό.
Στο σποράκι φάνηκαν πολύ παράξενα και πρωτόγνωρα όλα αυτά που άκουγε. Η ζωή του ήταν πιο απλή. Αφηγήθηκε στον σπόρο πως γεννήθηκε μετά τη γονιμοποίηση του άνθους της μαμάς του από τη γύρη του μπαμπά του, με τη βοήθεια του ανέμου. Δεν μεσολάβησαν επιστήμονες, εργοστάσια και μηχανές. Όλη τη ζωή του την πέρασε μέσα στη φύση, παρέα με τα ζώα και τα φυτά.
Τα σποράκια είπαν κι άλλα πολλά, είχαν γίνει πλέον φίλοι. Είχαν μοιραστεί τις αναμνήσεις τους και είχαν προσφέρει το ένα στο άλλο λίγη ζεστασιά. Κι αυτή η ζεστασιά έκανε τις κοτυληδόνες τους να ξεπροβάλλουν. Τα μικρά φυτάρια δεν άργησαν να ξεπροβάλλουν από το έδαφος. Ο λαμπερός, με άψογο οβάλ σχήμα και υπέροχο κίτρινο χρώμα σπόρος έδωσε ένα φυτό σιταριού όμοιο με πολλά άλλα. 
Το μικρό και άσημο σποράκι έδωσε ένα φυτό, από αυτά που οι αγρότες αποκαλούν ζιζάνια. Το φυτό αυτό δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Δεν ήταν ούτε μεγάλο ούτε μικρό, ούτε όμορφο ούτε άσχημο, δεν είχε ούτε μεγάλα φύλλα ούτε μακρύ βλαστό. Ήταν όμως ο φίλος του σιταριού. Τα άλλα σιταράκια το περιγελούσαν που δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Το σιτάρι όμως ήταν ο φίλος του και έτσι το ζιζάνιο δε στενοχωριόταν, είχε έναν φίλο να του συμπαραστέκεται και να το αγαπάει. 
Ο καιρός πέρασε και ήρθε η εποχή της ανθοφορίας. Τα μπουμπούκια φούσκωσαν και με τη ζεστασιά των ηλιαχτίδων άνοιξαν. Το άνθος του ζιζανίου ήταν μεγάλο και εντυπωσιακό, με ένα υπέροχο κόκκινο χρώμα και πέταλα αέρινα, διάφανα, που το έκανε να ξεχωρίζει στον σιταγρό. Το σιτάρι έδωσε το στάχυ του, ίδιο με το στάχυ των άλλων σιταριών.
Ο αγρότης που επισκεπτόταν καθημερινά τον αγρό του, διέκρινε το κόκκινο λουλούδι του ζιζανίου.
-Τι όμορφη παπαρούνα! θαύμασε.
Η  παπαρούνα παρέμεινε στον αγρό, με το σιτάρι να στέκει περήφανο δίπλα του. Ο άνεμος κουνούσε τα φύλλα τους και τα δύο φυτά χορεύανε στο ρυθμό του. Οι βλαστοί τους αγκαλιάζονταν και τα φυλλαράκια τους αγγίζονταν. Ο καιρός πέρασε γρήγορα και τα φυτά έδωσαν σπόρους. Η παπαρούνα και το σιτάρι, οι δύο φίλοι παντοτινοί, συμβούλεψαν με μια φωνή τα σποράκια τους:
-Σποράκια, να ταξιδέψετε σε μέρη μακρινά και να φυτρώσετε εκεί που θα επιλέξετε εσείς, μόνο να φροντίσετε στο μακρινό σας ταξίδι να κάνετε φίλους, φίλους αληθινούς. 
Κι ο αέρας τούς πήρε μακριά και τους ταξίδεψε σε άλλα μέρη, άγνωστα, όπου με τη σειρά τους θα φύτρωναν κι αυτά, για να δώσουν με τη σειρά τους ένα στάχυ και μία πανέμορφη, κατακόκκινη παπαρούνα. 






Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Άρνι, ένας μικρός Εσκιμώος



Μια φορά και έναν παγωμένο καιρό, σε μια χώρα μακρινή και παγωμένη, εκεί όπου οι πάγοι δεν λιώνουν ποτέ, ζούσε ένας μικρός Εσκιμώος, ο Άρνι, με τους γονείς του και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Στη χώρα του, τη Γροιλανδία, η ζωή ήταν σκληρή και δύσκολη. Κατοικούσε σε ένα ιγκλού, λιτό, με προβιές στο πάτωμα, λίγα κουζινικά σκεύη και τα παιχνίδια του Άρνι, φτιαγμένα από κόκκαλα ψαριών και φαλαινών. Έπαιζε ώρες ατελείωτες ο μικρός δίπλα στη μαμά του, που έραβε ρούχα από δέρματα ζώων. Το βράδυ, όταν γυρνούσε ο μπαμπάς του με τον αδελφό του, κούρνιαζε στην αγκαλιά τους και άκουγε με γουρλωμένα μάτια τις ιστορίες που έλεγε ο αδελφός του από το κυνήγι της φώκιας. Οι ιστορίες ζωντάνευαν στο μυαλό του και φανταζόταν τον μεγάλο του αδελφό, δυνατό και γενναίο, να παλεύει και να βγαίνει νικητής. Αγωνιούσε να μεγαλώσει και αυτός και να  τους ακολουθήσει στο κυνήγι.

Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα και ο Άρνι μεγάλωσε. Ο μπαμπάς του του ανακοίνωσε πως την επομένη θα τους συνόδευε στο κυνήγι. Ενθουσιάστηκε ο μικρός. Έβαλε στην άκρη τα παιχνίδια του, έτριψε τη μυτούλα του στη μύτη της μαμάς του και ξάπλωσε στην αγκαλιά της. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Φανταζόταν πως θα άνοιγε μια μεγάλη τρύπα στον πάγο, πως μια φώκια θα εμφανιζόταν με τα μεγάλα μουστάκια της και τα αμυγδαλωτά μάτια και μετά αυτός… μετά αυτός τι; Η σκέψη του σταματούσε εκεί. Το πρωί, αφού έφαγε ένα κομμάτι κρέας, φόρεσε το καινούριο πανωφόρι του και όλο καμάρι, ανέβηκε στο έλκηθρο. Τα χάσκι έτρεχαν γρήγορα, ο μπαμπάς με τον αδελφό του κοιτούσαν μπροστά, στον ορίζοντα. Για τον Άρνι ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Πρώτη φορά έφευγε από το ιγκλού και τη μαμά του. Παράξενη η αίσθηση της ελευθερίας. Ένιωθε να κατακτά τους πάγους, να διασχίζει την παγωμένη έρημο, να  ζει μια μεγάλη περιπέτεια.

Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει μακριά και παρατήρησε μια πολική αρκούδα με τα δυο μικρά της. Έψαχνε και αυτή τροφή, μια τρύπα στον πάγο που θα είχαν αφήσει οι Εσκιμώοι. Όπως πλησίαζαν, αυτή άρχισε να τρέχει μαζί με τα μικρά της. Και τότε ο Άρνι σκέφτηκε πως και η δική του μαμά θα τον προστάτευε αν βρισκόταν κίνδυνο. «Οι άνθρωποι όμως δεν κινδυνεύουν από τίποτα» σκέφτηκε και άφησε το μυαλό του να τρέξει στις φάλαινες και τις φώκιες που σύντομα θα κυνηγούσαν.

Σύντομα το έλκηθρο σταμάτησε. Κατέβηκαν και οι τρεις και ο μπαμπάς με τον αδελφό του άρχισαν να χτυπάνε τον πάγο. Ο Άρνι παρατηρούσε. Άνοιξαν μια τρύπα και περίμεναν αμίλητοι. Μετά από λίγο εμφανίστηκε μια φώκια. Έβγαλε το κεφάλι της και ανέπνευσε αέρα. Τους κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της και ο Άρνι ενθουσιάστηκε.

-Πόσο όμορφη είναι μπαμπά! Θαύμασε.

Η φωνή του έσπασε την σιωπή και η φώκια βούτηξε στο νερό.

-Δεν θα το ξανακάνεις αυτό, του είπε αυστηρά ο πατέρας του. Θα μπορούσα να την είχα σκοτώσει, συνέχισε. Θα είσαι σιωπηλός, εντάξει;

Ο Άρνι κατέβασε το κεφάλι του. «Αυτή την όμορφη φώκια θα σκότωνε ο μπαμπάς μου;» αναρωτήθηκε. Δεν είπε τίποτα. Η διάθεσή του άλλαξε, δεν ήθελε να παραμείνει στο κυνήγι. Ήθελε να φύγει, να τρέξει, να φωνάξει. Όμως παρέμεινε εκεί, ασάλευτος. Ο πατέρας του με τον αδελφό του έστεκαν με τα όπλα τους σε ετοιμότητα. Πρώτη φορά ο Άρνι έβλεπε τον πατέρα του και τον αδελφό τους να έχουν τόσο ψυχρό βλέμμα. Όταν γυρνούσαν τα βράδια στο ιγκλού η όψη τους ήταν γλυκιά, ζεστή, τώρα ήταν σοβαροί, αυστηροί, σκληροί. Ο Άρνι προσευχόταν να μην εμφανιστεί η φώκια ξανά. Μόνο που επικράτησε η προσευχή των μεγάλων και το ίδιο όμορφο καστανό πρόσωπο, με τα αμυγδαλωτά μάτια και τα μεγάλα μουστάκια έκανε την εμφάνισή του στην τρύπα του πάγου. Και λογικό ήταν. Η φώκια ήθελε να αναπνεύσει. Αν θα μπορούσε θα έβγαινε με τα μικρά της να παίξει μαζί τους. Για μια στιγμή ο Άρνι την κοίταξε. Έκλεισε τα μάτια, δεν ήθελε να είναι θεατής σε ό,τι θα συνέβαινε. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια και άκουσε ένα μπαμ. Η καρδιά του αναρρίγησε. Άραγε την πέτυχε το βόλι; Δεν ακούστηκε κραυγή. Ούτε όμως και το σφύριγμα της φώκιας. Συνέχιζε να κρατάει σφαλιστά τα μάτια του. Ήθελε να κλείσει και τα αυτιά του, να μην ακούει τίποτα και κανέναν. Άκουσε όμως τον αδελφό του που τον κάλεσε να τον βοηθήσει.  

-Μεγάλωσες Άρνι, έλα να φας το συκώτι, μην κάνεις σαν μωρό.

Ο Άρνι δεν πλησίασε, ούτε άνοιξε τα μάτια, ούτε έφαγε.

Το θήραμα φορτώθηκε στο έλκηθρο και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Ο Άρνι κοιτούσε τώρα το τοπίο και όλα του φαίνονταν διαφορετικά. Έψαχνε με το βλέμμα του την πολική αρκούδα όμως δεν την βρήκε πουθενά. «Θα βρήκε άραγε τροφή να ταϊσει τα μικρά της;» αναρωτήθηκε. Κοιτούσε τον πατέρα του και τον αδελφό του που κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα. Δικαιολόγησε την σκληρότητά τους γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν την επιβίωση τη δική του και της οικογένειας. Γιατί να μην υπήρχε ένας άλλος τρόπος να επιβιώσουν; Διέκρινε το ιγκλού στο βάθος. Μια πολική αρκούδα πλησίαζε μαζί με τα δυο μικρά της. Άκουσε τον πατέρα του που απευθύνθηκε στον αδελφό του. Ένιωσε μια αγωνία να κυριαρχεί και στους δυο. Τα χάσκι έτρεχαν πιο γρήγορα τώρα. Έπρεπε να προλάβουν. Η αρκούδα ήταν πεινασμένη, πλησίαζε επικίνδυνα το σπίτι τους. Μέσα θα ήταν η μητέρα του που θα έραβε αμέριμνη τα δέρματα ή θα ξάπλωνε να ξεκουραστεί. Ο πατέρας του φώναζε τα σκυλιά να τρέξουν ακόμη πιο γρήγορα. Διαισθάνθηκαν και αυτά τον κίνδυνο στη φωνή του αφεντικού τους και τρέχανε με όλες τους τις δυνάμεις. Η αρκούδα είχε μπει σχεδόν η μισή στο ιγκλού. Ήταν αδυνατισμένη από τη μακρόχρονη πείνα και μπορούσε να περάσει από το στενό άνοιγμα. Το έλκηθρο γλιστρούσε στον πάγο. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά αργά. Η απόσταση έμοιαζε τεράστια. Η αγωνία πάγωσε τα πρόσωπα και των τριών.

-Μαμά! Ακούστηκε η φωνή του μικρού Άρνι. Όχι τη μαμά μου, φώναξε δυνατά.

Το έλκηθρο έφτασε έξω από το ιγκλού. Ο πατέρας του κατέβηκε, ο μεγάλος αδελφός και ο Άρνι έμειναν αγκαλιασμένοι στο έλκηθρο. Πλησίασε με το όπλο οπλισμένο, μπήκε στο ιγκλού και μετά την εκπυρσοκρότηση η πολική αρκούδα κείτονταν νεκρή. Και η μαμά τους; είχε προλάβει να σωθεί από τα δόντια της πολικής αρκούδας;

-Άρνι, όπως βλέπεις η επιβίωσή μας είναι σκληρή. Αν αργούσαμε έστω και μισό λεπτό θα ήμασταν τώρα εμείς ορφανά, όχι αυτά τα δύο αρκουδάκια. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό.  Και εγώ μικρός δεν ήμουν θαρραλέος, αναγκάστηκα όμως Άρνι, αναγκάστηκα να γίνω όπως θα αναγκαστείς και εσύ, του είπε ο αδελφός του και τον έσφιξε στην αγκαλιά του.

Ο Άρνι άκουγε σιωπηλός. Το καταλάβαινε, απλά ήταν ακόμη μικρός για να το δεχτεί. Κατέβηκαν και οι δυο από το έλκηθρο. Τα δυο μικρά αρκουδάκια τους κοιτούσαν στα μάτια. Δεν πρόλαβαν να φωνάξουν κάποιον να σώσει τη μαμά τους. Ο πατέρας τους έσυρε το πτώμα της μαμάς αρκούδας έξω από το ιγκλού. Την κοίταξαν τα μικρά της και έσκουξαν. Έμειναν δίπλα της κλαίγοντας σαν άνθρωποι. Τα κοιτούσε ο Άρνι και έκλαιγε και αυτός. Η μητέρα του Άρνι βγήκε και αγκάλιασε τα δυο παιδιά της.

-Άρνι, γλυκέ μου Άρνι, μην κλαις, τα δυο αρκουδάκια θα τα φροντίσουμε εμείς, τι λες;

Ο Άρνι συμφώνησε. Έτρεξε στο ιγκλού και έφερε κρέας φώκιας, όπως θα τους το έδινε η μητέρα τους. Τα χάιδεψε μάλιστα για λίγο, τα μίλησε, λόγια παιδικά, τρυφερά, γεμάτα αγάπη και μετά τα οδήγησε με τον αδελφό του μακριά. Θα συνέχιζαν μόνα τους πλέον. Η ζωή τους, όπως και του Άρνι είχε αλλάξει μια για πάντα.