Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

ΆΜΥ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Κεφάλαιο Πρώτο "Η Άμυ"


Η Άμυ


Η Άμυ είχε κλείσει τα 39 πριν έντεκα μήνες και τριάντα ημέρες κι ένιωθε πως σε αυτό το κατώφλι του χρόνου έπρεπε να αλλάξει η ζωή της. Λίγο η πίεση της μητέρας της, που δεν έλεγε να σταματήσει να ρίχνει το δηλητήριο σε καθη­μερινές δόσεις του ενός μίλιγκραμ, λίγο η πίεση της κοινωνίας, με τα καθημερινά γιατί και πως, λίγο ο λιγοστός χρόνος και οι λιγοστές ευκαιρίες, όλα από λίγο. Κι η Άμυ δυσφορούσε. Ένιωθε αποπνιχτικά με όλες αυτές τις ατμοσφαιρικές πιέσεις. Πνιγόταν, της ερχόταν άπνοια, έπαιρνε βαθιές ανάσες, μετρούσε έως το δέκα κι έπειτα ηρεμούσε.
Κι ήταν κι αυτό το υποκοριστικό της, Άμυ. Υποκοριστικό που απαρνιόταν, αλλά τι να το κάνεις, όταν όλοι σε φωνάζουν Άμυ από μικρή; Πώς να επιβάλεις το όνομά σου μετά από 39 χρόνια ακούσματος του υποκοριστικού ονόματος; Αμυγδαλιά ήταν το βαφτιστικό της. Μικρή ντρεπόταν να το αποκαλύπτει, όμως τώρα που μεγάλωσε και πρέπει να ξεπεράσει αυτό το δυσκολοχώνευτο κατώφλι των σαράντα της χρόνων, άρχισε να αγαπάει αυτό το όνομα που παραπέμπει σε δένδρο, το πιο επιπόλαιο από όλα τα δένδρα, μα και το πιο όμορφο, κυρίως όταν ανθίζει. Έτσι ένιωθε κι η ίδια, πως είναι στο άνθος της ηλικίας της, κι ας λέγανε οι κακόγλωσσες πως είναι στη μάρανση. Όμορφη και φρέσκια, τίναζε τα μακριά μαλλιά της κι ένιωθε σαν την αμυγδαλιά που τινάζει τα κλαδιά της.
Και παρά το ότι ήξερε πως είναι επιπόλαια, συνέχιζε να συμπεριφέρεται έτσι, γιατί αυτό το επίμονο χαρακτηριστικό τής επιπολαιότητας ήταν γραμμένο στο γονίδιό της κι όχι στη μοίρα της. Η Άμυ δεν ήταν μοιρολατρική, ήταν οπαδός της γενετικής, επηρεασμένη άμεσα από τη βιολόγο μητέρα της. «Με την γενετική δεν μπορείς να τα βάλεις», επαναλάμβανε η μητέρα της κι ήξερε καλά πόσο εγωιστικό είναι το γονίδιο. Εξάλλου το έλεγε η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.


Κι έτσι, η Άμυ, που αγαπούσε τη γενετική και μισούσε το μοιραίο και το πεπρωμένο, δεν δεχόταν πως το γραφτό της για το κατώφλι των σαράντα ήταν κάπου κρυμμένο που δεν είχε δικαίωμα να το ξέρει. «Εμείς καθορίζουμε τη ζωή με τις επιλογές μας», έλεγε και ξανάλεγε στις φίλες της κι αυτές γελούσαν. Κι όταν τις ρωτούσε «γιατί γελάτε» αυτές απαντούσαν: «Τίποτα, τίποτα, κάτι θυμηθήκαμε!».





10:30 π.μ.

Περπατούσε λοιπόν σκεφτική, ήταν χαρά Θεού εκείνη η μέρα, μα στο μυαλό της στροβίλιζε ο εφιάλτης του κορονοϊού. Θα κολλήσει, δεν θα κολλήσει, να πάει στη συγκέντρωση των γυναικών, ή να μην πάει, να φιλήσει το μικρούλη γειτονόπουλο ή να μην το φιλήσει, να ερωτευτεί ή να μην ερωτευτεί. Κι όπως βάδιζε, πνιγμένη στις σκέψεις της, κοιτούσε αφηρημένα μπροστά της. Διέκρινε τη φιγούρα ενός ψηλού κι αδύνατου άνδρα. Στεκόταν στα φανάρια, περιμένοντας να διασχίσει τον δρόμο. Τον είδε σε προφίλ, όμορφο παράστημα, μα τι να το κάνεις; Ένας περαστικός άνδρας κι αυτός. Τον κοιτάς, τον θαυμάζεις κι έπειτα συνεχίζεις την πορεία σου.
Πλησιάζοντας κι αυτή στο φανάρι, για να περιμένει τον «Γρηγόρη», ο άνδρας, αυτός με το ωραίο παράστημα, ως δια μαγείας, γύρισε και στράφηκε προς το μέρος της. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, δυο βήματα τους χώριζαν. Μα γιατί πάγωσαν κι οι δυο στη θέση τους, κανείς δεν το ξέρει. Βυθίστηκε η Άμυ στο βλέμμα του. Κι ως δια μαγείας, επίσης, της πήρε το χέρι και το φίλησε τρυφερά. Η Άμυ κόντεψε να λιποθυμήσει. Ωστόσο στηρίχτηκε στα πόδια της. Ένιωσε να κοκκινίζει. Χειροφίλημα μόνο στα μυθιστορήματα είχε διαβάσει πως δίνονται. Στον Ξενόπουλο, συγκεκριμένα, τον οποίο είχε ξεκοκαλίσει στα φοιτητικά της χρόνια. Ο γοητευτικός κύριος συστήθηκε.
-Ονομάζομαι Κορονοϊός Αστέρης.
Αυτό ήταν. Κορονοϊός. Ούτε που σκέφτηκε για πιθανή συνωνυμία. Ένιωσε πως είχε ήδη πυρετό. Δεν φανταζόμουν πως θα είναι τόσο όμορφος, είπε μέσα της. Τι να του έλεγε τώρα; Πως τον ερωτεύτηκε ακαριαία ή πως φοβάται μη νοσήσει; Μήπως είχε ήδη νοσήσει; Την έβγαλε από την αμήχανη θέση.
-Είμαι ταξιδιωτικός πράκτορας. Ομολογώ πως έχετε την όψη της ταξιδιάρας ψυχής.
Η Άμυ ταράχτηκε. Ενοχοποιητικό στοιχείο. Αν ταξίδεψε σε Ιταλία ή Κίνα, τότε σίγουρα είναι ο υιός του κορονοϊού ιού. Τι να έλεγε πάλι; Ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία. Κι η ομορφιά του δεν έλεγε να υποχωρήσει, μα ούτε ο πυρετός που ένιωθε μέσα της. Την έβγαλε πάλι από την αμήχανη θέση.
-Το όνομά σας;
Τώρα ήταν που δεν θα έβγαινε από τη θέση της ούτε με το πιο δυνατό ταρακούνημα. Άμυ ή Αμυγδαλιά; Ποιο να πω;
-Αμυγδαλιά, είπε χωρίς να το πολυσκεφτεί.
Ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Δαγκώθηκε η Άμυ. Την περιγέλασε αυτός ο όμορφος που έχει επίθετο ιού. Μα η ομορφιά του έσβησε τις σκέψεις της. Χαμογέλασε κι αυτή, αληθινά όμως.
-Οι φίλοι όμως με φωνάζουν Άμυ, Άμυ Γουάινχαουζ!
Τώρα πώς της ήρθε να αναφέρει το όνομα της μακαρίτισσας, δεν το κατάλαβε. Ο χρόνος περνούσε, έπρεπε κάτι να αλλάξει στη ζωή της. Ήταν το κατώφλι που δεν ήθελε να σκοντάψει κι ο Κορονοϊός, με την τόσο γοητευτική όψη, φαινόταν το καλύτερο αντίδοτο για το δηλητήριο της μητέρας της και το φαρμάκι της κοινωνίας.
-Δουλεύω εκεί, απέναντι, στο ανθοπωλείο, είπε βιαστικά κι έφυγε αναψοκοκκινισμένη.
Ο Αστέρης την κοιτούσε όπως απομακρυνόταν. Χαμογέλασε μέσα του. «Πλάκα έχουν οι γυναίκες», συλλογίστηκε. Η Άμυ συνέχισε να περπατά μέσα στην αναστάτωση της ημέρας. Μα μια αναστάτωση αναζητούσε τόσον καιρό και τώρα που συνέβη, της κακοφαινόταν που ήταν στο όριο να ξεβολευτεί από τη μονοτονία της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου