Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων.Δεύτερο Κεφάλαιο, η Μεταξία

Η Μεταξία


10:31 π.μ.


-Άμυ, δεν μας μιλάς σήμερα; Πολύ αφηρημάδα!
Άκουσε τη φωνή της Μεταξίας, που μόλις την είχε προσπεράσει και δεν το είχε αντιληφθεί. 
-Μεταξία μου, πού να στα λέω, είπε η Άμυ και της ξέφυγε ένα δυνατό φτάρνισμα. 
Όλα τα σωματίδια εκτοξεύτηκαν στο πρόσωπο της Μεταξίας. Δυσανασχέτησε λιγάκι, δεν είναι εποχή αυτή για φταρνίσματα κατά πρόσωπον. 
-Τι έπαθες κι είσαι έτσι κόκκινη σήμερα; Βρε, μπας κι έχεις πυρετό; 
-Πυρετό κι έρωτα, Μεταξία μου, πού να στα λέω!
-Να μου τα πεις, όχι όμως στο πόδι, τσιγάρο και καφές. Άμεσα. 
-Άμεσα; 
-Πες το αφεντικό πως πας νοσοκομείο, μαρή, πες πως κόλλησες τον κορονοϊό. Σε περιμένω στο καφέ μας, τώρα! 
Η Άμυ σαν υπνωτισμένη υπάκουσε τις εντολές της φίλης της. Της είχε εμπιστοσύνη. Άλλωστε ήταν τόσο μπερδεμένη που το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπακούει κάποιον έμπιστο, και τι πιο έμπιστο από την Μεταξία; Η κρίση της ήταν πάντοτε σωστή, μετρημένη, ζυγιασμένη. Ποτέ δεν έπραττε επιπόλαια, ποτέ δεν έκανε τολμηρά ανοίγματα. Συνεπώς η εντολή της ήταν λογική. Θα πίνανε καφέ να της τα πει με το νι και με το σίγμα. Το αφεντικό μόλις άκουσε για κορονοϊό δεν χρειάστηκε να ακούσει δεύτερη κουβέντα. Έβγαλε δέκα ευρώ για το ταξί και την ξεπροβόδισε κιόλας. 
-Πάρε με τηλέφωνο, όταν διαγνωστεί η ασθένεια, της είπε και μπήκε βιαστικός στο ανθοπωλείο. 
Δεν πρόλαβε να τον ευχαριστήσει η Άμυ. Κοιτούσε τα δέκα ευρώ και σκεφτόταν αν θα ήταν σωστό να κεράσει την Μεταξία καφέ με τα λεφτά, μιας κι ακόμη δεν είχε πληρωθεί το μηνιάτικο. Σαν την ένοχη, περπάτησε με χαμηλωμένο βλέμμα. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν, μοναχά να φτάσει στην καφετέρια και να εξομολογηθεί τον έρωτά της. Ένα αψιού ακόμη της ήρθε, όμως το συγκράτησε. Αυτός ο ξαφνικός ρατσισμός των ανθρώπων, να περιθωριοποιούν με ένα φτάρνισμα τους συνανθρώπους τους, την ενοχλούσε. Και δεν ήθελε να νιώθει περιθωριοποιημένη. 
Με γρήγορο βηματισμό δεν άργησε να φτάσει στον προορισμό της. Η Μεταξία είχε ήδη παραγγείλει τους καφέδες, εξάλλου ήξερε καλά τη φίλη της. Διπλό σκέτο ελληνικό για την Άμυ, καπουτσίνο για την ίδια. 
-Βάλε μια μάσκα και ξεκίνα! Της είπε για να διαφυλάξει το αναπνευστικό της σύστημα. 
-Ωχου, παράξενη που είσαι, δεν θα αλλάξεις ποτέ! 
-Λέγε! 
Η Άμυ πήγε να φταρνιστεί, μα συγκρατήθηκε και πάλι. Δεν ήθελε να διώξει τους θαμώνες του μαγαζιού κι είχε μια σιγουριά πως αυτή θα ήταν η κατάληξη ενός φταρνίσματός της. 
-Από πού να αρχίσω; Είπε μέσα στην ανακατωσούρα της που δεν έλεγε να φύγει. 
-Ο κόσμος ξεκινάει συνήθως από την αρχή, εσύ αν θες ξεκίνα από τη μέση, δώσε μια media res αφήγηση. 
-Εσύ και τα φιλολογικά σου, γέλασε η Άμυ. 
-Μωρέ θα ξεκινήσεις ή θα με σκάσεις; 
-Έχει καταπράσινα μάτια, είναι ψηλός, λυγερός, είναι τόσο ρομαντικός!
-Και; Στο δια ταύτα, Άμυ!
-Τι και; Και όπως τον πλησίαζα, δεν ξέρω τι του 'φεξε μέσα του και ενώ ήταν στο φανάρι να περάσει απέναντι, αυτός έστριψε, δυο μέτρα απόσταση, σου λέω, παγώσαμε κι οι δυο. 
-Περίμενε τώρα, άρα εσύ, κυρία μου, πλησιάζοντάς τον είχες εντοπίσει πολύ πιο πριν πως ήταν στο φανάρι. 
Δαγκώθηκε η Άμυ. «Έξυπνη που είσαι βρε Μεταξία κι εσύ», σκέφτηκε. 
-Η αλήθεια είναι πως έτυχε, ειλικρινά έτυχε, να κοιτάζω στο βάθος, και απλά εντόπισα έναν λυγερό άντρα. Κακό είναι; 
-Καθόλου! Επιβεβαίωσε η Μεταξία με θαυμασμό. Και; 
-Και με φίλησε στο χέρι, σαν να ήμουν ηρωίδα του Ξενόπουλου, με καπελαδούρα και παρασόλι, με άσπρο φόρεμα δαντελένιο, με την ντροπή στα μάτια!
-Όχι πως δεν είσαι δηλαδή κάπως έτσι! Ξερόβηξε η Μεταξία και γέλασε δυνατά. 
-Στο καλό σου, άτιμη! Όλο να με πειράζεις. 
-Και; 
-Ε, πια, αυτά τα «και» και «και»!
-Λέγε και με έσκασες! 
-Ε, και με το που φίλησε το χέρι μου, αν σου πω δεν θυμάμαι τίποτα μετά από αυτό, θα με πιστέψεις; 
Την πίστεψε η Μεταξία. Αφού πάντα έχανε τη μνήμη της, όχι μόνο όταν την κοιτούσε άνδρας και μετά, αλλά κι όταν της έλεγες κάτι, αυτή σπάνια θυμόταν ή όταν πήγαινε σούπερ μάρκετ, σπάνια θυμόταν τι ήθελε να αγοράσει. 
-Δεν ανταλλάξατε τηλέφωνα; Κάτι τέλος πάντων! 
-Του είπα πως δουλεύω στο ανθοπωλείο, του το έδειξα κιόλας μην μπερδευτεί. 
-Και με ποιο όνομα του συστήθηκες, μαρή; Με το Άμυ ή με το Αμυγδαλιά; 
-Και με τα δυο! 
-Και πώς αντέδρασε με το Αμυγδαλιά; Θυμάσαι ή το ξέχασες κι αυτό; 
Η Άμυ συνοφρυώθηκε. 
-Α, κατάλαβα, χαζογέλασε; 
-Ναι, είπε με μια δόση πικρίας. 
-Αν χαζογέλασε, παράτα τον. Αν απλά χαμογέλασε, τότε αποδεκτός. 
-Χαμογέλασε, ναι, χαμογέλασε, είπε η Άμυ, κι ας ήξερε πως ήταν λίγο ψεματάκι. Εξάλλου ήθελε να δημιουργήσει τη δική της πραγματικότητα. 
-Οπότε, δεκτός. Αδέρφια έχει; 
-Γιατί ρωτάς; 
Η Μεταξία γέλασε και πάλι. Αυτή η αφέλεια της φίλης της!
-Εμείς, δηλαδή, στον ήλιο μοίρα δεν έχουμε; Αν είναι όμορφος ένας γιός, γιατί να μην είναι κι ο άλλος; 
Γελάσανε με την καρδιά τους. 
-Όνομα έχει ο Κορονοϊός; Πώς τον λένε Γρίπο;  
Σκάσανε ξανά στα γέλια κι οι διπλανές τους τις λοξοκοιτάξανε. Ώρα τώρα ενοχλούνταν από τα χαχανητά τους, αλλά τώρα είχε παραγίνει το κακό. 
-Ξέρω, ξέρω, πάλι το ξέχασες; Έχεις μια μανία όταν σου συστήνονται να μην θυμάσαι ποτέ τα ονόματα. 
Η αλήθεια είναι πως είχε δίκιο η Μεταξία. Σπάνια συγκρατούσε ονόματα η Άμυ, ιδίως αν τα πρόσωπα που της συστήνονταν ήταν περισσότερα των δύο. 
-Κάτι από το σύμπαν, είχε το όνομά του. 
-Δηλαδή; Δίας; Κρόνος; Άρης; 
-Όχι, όχι, κάτι άλλο. 
-Ερμής!
-Όχι, όχι, κάτι άλλο, όχι πλανήτης. 
-Δορυφόρους ξέρω μόνο τη Σελήνη, κι αυτός δεν είναι γυναίκα! 
-Κάτι φωτεινό! 
-Αστέριος.
-Αστέρης! 
-Όχι Γιάννης, Γιαννάκης! Συμπλήρωσε η Μεταξία. 
-Ε όχι και Γιάννης, κοινότυπο όνομα, Αστέρης, όπως τα αστέρια, λαμπερός!

Η Μεταξία έμεινε άφωνη. Δεν συμπλήρωσε ούτε σχολίασε. Την ήξερε τη φίλη της από την καλή κι από την ανάποδη. Όταν ερωτευόταν, ερωτευόταν. Το μυαλό της πετούσε. Κι άντε να προσγειωθεί τώρα η Άμυ. Ήταν κι αυτό το ειρωνικό χαμόγελο του λεγάμενου που της στάθηκε σαν πικραμυγδαλάκι της Μεταξίας. Πάλι θα την πατήσει με αυτόν τον έρωτα, σκέφτηκε και αναστέναξε. 
-Γιατί αναστενάζεις, Μεταξία;
Η Μεταξία δαγκώθηκε. Τι να της έλεγε; Πως πάλι ερωτεύτηκε λάθος άντρα; Δεν θα την καταλάβαινε. Το έβλεπε στο χαμόγελο της φίλης της, έλαμπε σαν αστέρι!
-Τι να μην αναστενάζω, Άμυ. Ξέρω 'γω; Μήπως έχει κανέναν αδερφό ο λεγάμενος; Όμορφος αυτός, όμορφος θα είναι κι ο αδερφός του, αν έχει, που το εύχομαι δηλαδή. 
-Θα το μάθουμε, όταν με το καλό μιλήσουμε. Να είσαι σίγουρη θα είναι το πρώτο που θα τον ρωτήσω. 
Συννέφιασε το πρόσωπο της Άμυ ξαφνικά. Ένιωθε να καίει το μέτωπό της. Ένιωθε πως ανέβαζε πυρετό. 
-Τι έχεις καλέ; Εσύ μέχρι πριν λίγο ήσουν σαν πεταλούδα, τώρα τι σε έπιασε; Αγχώθηκες; 
Η Άμυ έτρεμε. Ένιωθε το κορμί της να αναρριγεί. 
-Δεν είμαι καλά, Μεταξία. 
-Αυτό το ξέρουμε, δεν είναι κάτι νέο. 
-Σταμάτα να είσαι συνεχώς ένα πειραχτήρι. Δεν είμαι καλά σου λέω, έχω την εντύπωση πως έχω γρίπη. Μην κόλλησα κορονοϊό;
-Ε, αφού σε φίλησε ο Κορονοϊός, σίγουρα κόλλησες. 
-Ανοησίες, είπε η Άμυ και άφησε ένα φτάρνισμα, που τούτη τη φορά δεν πρόλαβε να συγκρατήσει. 
-Δεν υποφέρεσαι, φιλενάδα. Πάμε!
Η Μεταξία, ενοχλημένη, φώναξε τον σερβιτόρο. Βγήκαν από το μαγαζί κι ο ήλιος έκανε τα μάτια τους να κλείσουν. 
-Ωραίο καιρό έχει σήμερα κι έχει μια ζέστη παράξενη, είπε η Μεταξία. Σαν να ζεσταίνομαι κι εγώ τώρα. 
Φταρνίστηκαν ταυτόχρονα κάνοντας τους περαστικούς να τρομάξουν. 
-Ε, μα δεν υποφέρεσαι, θέλησες τον αδερφό, θέλησες και τον ιό! Γέλασε η Άμυ. 
-Τρέχω, νιώθω τα πόδια μου να μην με βαστούν, Άμυ, νιώθω ρίγος. Στο καλό σου δεν πρόλαβες να φταρνιστείς και με κόλλησες. 
Έτσι ήταν η Μεταξία. Υπερβολική κι απόλυτη. Ιδίως σε θέματα υγείας. Έπαιρνε κάθε χειμώνα όλα τα μέτρα προφύλαξης και θερμομετρούνταν κάθε πρωί. Πίστευε στον ρομαντικό έρωτα πιο πολύ από όλες τις φίλες της Άμυ. Για αυτήν ο έρωτας είχε αυτό το μαγικό πριγκιπικό στοιχείο. Σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες πτυχές της ζωής της, που ήταν απόλυτα ορθολογίστρια, η Μεταξία πίστευε στο θαύμα του έρωτα. Πίστευε επίσης πως αν το ζήσεις μια φορά, δεν γίνεται να το ξαναζήσεις. Κι όταν η Άμυ την πείραζε πως αυτό δεν είναι δυνατόν, ας δοκιμάσει να ερωτευτεί ξανά, η Μεταξία ήταν κατηγορηματική. 
-Μια φορά ερωτεύτηκα τον Πάρη, τώρα δεν ερωτεύομαι, ξανά. 
-Και δηλαδή θα μείνεις μόνη; Τη ρωτούσε όλο περιέργεια η άμυ. 
-Όχι, απλά δεν θα ερωτευτώ ξανά, απαντούσε η Μεταξία κι έκλεινε κάθε σχετική συζήτηση. 
Η οποία Μεταξία, Βαρβάρα είχε βαφτιστεί, αλλά στα δεκαπέντε της έκανε επανάσταση, γιατί την κοροϊδεύανε μια ζωή «βάρα παιδί μου, βάρα» κι αυτή δεν ήθελε να βαράει κανέναν, τόσο καλή ήταν. Κι αποφάσισε κι επέβαλε με το έτσι θέλω το νέο της όνομα, Μεταξία, καθώς το μετάξι ήταν τόσο απαλό, όπως ήθελε η ίδια να είναι. 

Την υπόσχεση λοιπόν την τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια η Μεταξία. Το είπε και το έκανε. Είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε που χώρισε με τον Πάρη, μια σχέση που είχε κρατήσει δύο υπέροχα για αυτήν χρόνια, που όμως τέλειωσε άδοξα όταν ο Πάρης της δήλωσε πως οι σπουδές του σε τόσο μακρινή πόλη δεν γίνεται να συνδυαστούν με τη σχέση τους. Αθήνα αυτή, Θεσσαλονίκη αυτός. Ένα δρομολόγιο τρένου τους χώριζε, κι ας είχε τις καθυστερήσεις του, ήταν όμως ρομαντικό να τον συναντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, να παίρνουν τον ηλεκτρικό, να κατεβαίνουν Πειραιά, να περπατούν αγκαλιασμένοι στο λιμάνι και τα καράβια να τους σφυρίζουν πειραχτικά με τα φουγάρα τους κι οι γλάροι να πετούν πάνω από τα κεφάλια τους. 
Πόσο άρεσε στη Μεταξία αυτό το ταξιδιάρικο στυλ που είχε η σχέση της με τον Πάρη! Ετοίμαζε τελετουργικά τη βαλίτσα της, όταν ήταν η σειρά της να ανεβεί Θεσσαλονίκη, αγόραζε πάντα σοκολατάκια από το αγαπημένο της ζαχαροπλαστείο στη Πανεπιστημίου για να τα πάει στον καλό της, να τα λιώνουν μαζί στο στόμα τους, κάτω από τον Λευκό Πύργο ή στα κάστρα, την άνω Πόλη. Για αυτά ζούσε η Μεταξία, για την αναμονή, για να γράφει ποιήματα και να του τα στέλνει με γράμματα, για να καρδιοχτυπά έξι ώρες στο τρένο, για να την αγκαλιάζει σφιχτά μετά από ένα μήνα στέρησης της παρουσίας της. 
Μόνο που μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, κι αυτό συνέβη στην περίπτωσή τους.  «Δικαιολογίες» της είχε πει η Άμυ, αλλά η Μεταξία δεν το εξέλαβε έτσι. Είχε εμπιστοσύνη σε κάθε λέξη του Πάρη, και ας ήξερε πως ο Πάρης ήταν αυτός που είχε κλέψει την Ελένη για να την μεταφέρει στην Τροία. «Το 'χει το όνομα, δεν το καταλαβαίνεις βρε, Μεταξία μου; Προαιώνιο το αμάρτημα του Πάρη, κι αυτός κάτι θα έχει σκαρώσει με καμιά τσούπρα» επέμενε η Αμυ, τότε που ήταν ακόμη στο Πανεπιστήμιο. Κι όμως η Μεταξία τον πίστευε. Ήταν η απόσταση που τους χώρισε κι όχι μια άγνωστη ωραία Ελένη. Εξάλλου ο Πάρης την αγαπούσε, της έλεγε πως σαν αυτή όμορφη δεν είναι καμιά στον κόσμο, πως Ελένη έπρεπε να τη λένε κι όχι Μεταξία. 
Κι έτσι η Μεταξία δεν ερωτεύτηκε ποτέ ξανά κανέναν άντρα. Το πώς κατάφερνε και συγκρατιόταν η Μεταξία, ένας θεός το ξέρει. Ήταν δυσνόητο –παρόλα αυτά όχι ακατανόητο- στην Άμυ, γιατί για αυτήν ο έρωτας χτυπούσε την πόρτα της καρδιάς κάθε τρεις και λίγο. Πολλοί άνδρες ενδιαφέρθηκαν για αυτό το κορίτσι, που παρέμενε κορίτσι ακόμη και μετά τα τριάντα, με το χαριτωμένο προσωπάκι, με το σκέρτσο και την τσαχπινιά της κοπελίτσας. Η Μεταξία τους απέρριπτε. Βέβαια όχι όλους, καθώς κάποιοι που ξεχώριζαν κινούσαν την περιέργειά της και προθυμοποιούνταν να τους γνωρίσει κάπως παραπάνω. Αλλά μετά από λίγο ξεφυσούσε, αναστέναζε, θυμόταν ξανά τον Πάρη, έκλαιγε στα κρυφά, κάπνιζε κανένα τσιγάρο να της φύγει η πίκρα, αλλά η απόφασή της τελεσίδικη. Δεν θα ερωτευόταν ποτέ ξανά και δεν δεχόταν κουβέντα στο σπαθί της.
Παράπονο βέβαια δεν είχε από τη ζωή της, τη γέμιζε με τόσα πολλά που θα έλεγε κανείς πως δεν της έλειπε τίποτα. Τι θέατρα, τι ταξίδια, τι εκμάθηση χορών, τι εργασία και χαρά. Βέβαια τώρα που η Άμυ συνάντησε τον Κορονοϊό Αστέρη, σαν να φωτίστηκε το πρόσωπο της Μεταξίας. Αυτή η ερώτηση που έκανε -αν έχει αδερφό ο Αστέρης- έδειχνε πως μάλλον η Μεταξία άρχισε να βάζει νερό στο κρασί της. Είχε χρόνια να λάμψει για κάποιον άντρα το πρόσωπό της. Συνήθως ήταν απλώς χαμογελαστό και στις καλύτερες των περιπτώσεων τα μάτια της έλαμπαν λιγάκι. Αλλά τέτοια λάμψη η Άμυ δεν είχε ξαναδεί και χάρηκε για τη φίλη της. Καιρός ήταν να αναθεωρήσει την άποψή της για έναν πιθανό επερχόμενο έρωτα. Δεν της είπε τίποτα η Άμυ βέβαια μην τυχόν και καταλάβει η Μεταξία τι συνέβη στο είναι της, όταν ρώτησε για την πιθανή ύπαρξη ενός όμορφου αδερφού. Μην την επαναφέρει στην πρότερη κατάστασή της, τώρα που έκανε μια μικρή ρωγμή στην κοσμοθεωρία της. Το άφησε να αιωρείται και ίσα που πρόλαβε να την αποχαιρετίσει, έτσι όπως βιαστικά αποχώρησε, με το ρίγος και τα κομμένα πόδια, από τον ζαβολιάρη κορονοϊό, που πίστευε πως ήδη είχε κολλήσει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου