Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων. Τέταρτο Κεφάλαιο, η Σίρλεϊ



Η Σίρλεϊ


12:15 μ.μ.

Και τότε η Άμυ θυμήθηκε πως η Σίρλει, η κολλητή της που ήταν γιατρός θα μπορούσε να τη συμβουλεύσει τι να κάνει. Γράφει στα γρήγορα:
«Έχω την εντύπωση πως νοσώ από τον κορονοϊό, να πάω στον παθολόγο μου; απάντησέ μου όσο πιο γρήγορα μπορείς».
Κι η Σίρλεϊ που εκείνη την ώρα επειγόταν, γιατί είχε τον ασθενή ημίγυμνο, απάντησε:
«Πάνε καμιά βόλτα να σε χτυπήσει καθαρός αέρας καλύτερα»
«σε αμυγδαλεώνα αγνώστων λοιπών στοιχείων να πάω;»
«να βγάλεις φωτογραφίες, είναι στην άνθηση»
«οκ».
Αυτό ήταν, την πήρε την έγκριση από την Σίρλεϊ. Ναι, αλλά δεν της είχε πει πως το «αγνώστων λοιπών στοιχείων» σήμαινε πως θα πήγαινε με άγνωστο άντρα που έδειχνε να την συμπαθεί. Ε, αν το ήξερε σίγουρα θα της έλεγε όχι μόνο να βγάλει φωτογραφίες αλλά να ανοίξει και τα μάτια της. Οπότε είπε στον ξεχωριστό αυτό ταξιτζή άνεργο γεωπόνο:
-Πάμε, και δεν το είπε τόσο διστακτικά όσο υπολόγιζε.
«Αχ, Σίρλεϊ, τι μου κάνεις! Ας ελπίσουμε να μου βγει σε καλό όλο αυτό», συλλογίστηκε και απλά αφέθηκε στην ομορφιά της διαδρομής.

Τέτοια ήταν η φίλη της η Ευπραξία, Σίρλεϊ όμως τη φώναζε. Όταν ήταν μικρή έμοιαζε τη γνωστή αμερικάνα μικρούλα ηθοποιό με το γλυκό προσωπάκι και τις υπέροχες μπούκλες κι από τότε η Άμυ τη φώναζε Σίρλεϊ. Το Ευπραξία δεν άρεσε καθόλου στην Σίρλεϊ, σε κανέναν βασικά δεν άρεσε παρά μόνο στη γιαγιά της Ευπραξία. Και τότε οι μανάδες δεν είχαν πυγμή, όπως οι σημερινές, ήταν παραδοσιακές κι έλεγαν πάντα ναι ή όχι, ανάλογα αν έλεγε η πεθερά ναι ή όχι. Έτσι όταν η γιαγιά Ευπραξία πήγε στο μαιευτήριο να δει το νεογέννητο κοριτσάκι, ήταν φουσκωμένη σαν παγώνι και ξεστόμισε την κλασική ατάκα: Ευπραξούλα μου, γλυκό μου εγγονάκι και την πήρε αγκαλιά. Τι να έλεγε η μητέρα της; Ναι, τι άλλο; Ευπραξία, είπε κι η μητέρα της ψιθυριστά. «Θα κάνει ίσως καλές πράξεις στη ζωή της, αν μου μοιάσει», σκέφτηκε κι έτσι αποδέχτηκε αυτό το όχι και τόσο κολακευτικό όνομα για γυναίκα. Κι η Ευπραξία μεγάλωσε, κι έγινε ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι, που μόνο καλοσύνη σκορπούσε κι είχε ένα γλυκό χαμόγελο για όλο τον κόσμο, ακόμη και για τα αγόρια στο σχολείο που τη φώναζαν χοντρούλα.
Κι όταν άρχισε να παίζει στην ασπρόμαυρη τηλεόραση εκείνο το σίριαλ με την μικρή Σίρλεϊ Μακ Τεμπλ, όλα τα αγόρια άρχισαν να την κυνηγάνε στο διάλειμμα και αυτή έτρεχε. Έμοιαζε τόσο με τη μικρή αμερικάνα σταρ, που αν δεν την έβλεπες στη γειτονιά της Αθήνας και την συναντούσες σε κάποια αμερικανική λεωφόρο, θα την σταματούσες να της ζητήσεις αυτόγραφο.
Κι όταν πέρασαν κι άλλα χρόνια κι η Σίρλεϊ έπρεπε να αποφασίσει τι κλάδο θα διαλέξει αυτή επέλεξε την ιατρική. Η μητέρα της είπε πως το είχε διαισθανθεί, γιατί μια Ευπραξία μόνο καλές πράξεις κάνει, άρα ήταν σχεδόν μοιραίο να ακολουθήσει την ιατρική. Την ένιωθε στο αίμα της την επιστήμη αυτή. Όχι μόνο επειδή ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι από μικρή –ξάπλωνε τις φίλες της και παρίστανε τη σοβαρή γιατρό με το παιχνίδι στηθοσκόπιο και το θερμόμετρο κι έλεγε τη διάγνωση της ασθένειας με υποκριτική σοβαρότητα μεγάλης γιατρού.
Όταν πέρασε στην Ιατρική σχολή, μιλούσε με πάθος στους συμφοιτητές της για την ολιστική θεώρηση του ανθρώπινου οργανισμού. Έψαχνε συγγράμματα, διάβαζε, μελετούσε. Έμαθε πολλά, μελετούσε τα βιβλία της σχολής, αλλά ήθελε και το παραπάνω. Όμως οι συμφοιτητές της δεν συμφωνούσαν. Η κλασσική ιατρική, της έλεγαν, θεραπεύει την ανθρωπότητα, όλα αυτά που μας λες είναι για τους αφελείς. Μα η Σίρλεϊ δεν τους παρεξηγούσε. Συνέχιζε να ψάχνει και να διαβάζει. Κι οι παρέες από την σχολή την εξοστράκιζαν κι αυτή δεν αισθάνθηκε απόρριψη, παρά πως ήταν ανίκανοι να αντιληφθούν το διαφορετικό. Κι ίσως της έκαναν καλό, γιατί η Σίρλεϊ ήταν αγαπητό κορίτσι, κι όμορφο και ζουμερό. Κι αν δεν ήταν αρεστή στις φοιτήτριες και τους φοιτητές της Ιατρικής, αυτό δεν πτόησε το ηθικό της, η Σίρλεϊ σύντομα γνώρισε νέους από άλλες σχολές και δικτυώθηκε τόσο πολύ που είχε αρχίσει να γλεντάει περισσότερο από το να μελετά. Βέβαια κι αυτό ήταν ένα είδους μελέτης κοινωνιολογικής, γιατί ο γιατρός δεν πρέπει να είναι ξεκομμένος από την κοινωνία, αλλά να ζει μέσα σε αυτήν.
Το χυμώδες κορμί της, οι αέρινες κινήσεις της, τα μακριά σγουρά μαλλιά της, σαν από πίνακα της αναγέννησης βγαλμένη, με την ομορφιά της λευκής σάρκας και τα ρόδινα μάγουλα, με τα γλυκά μάτια και το αθώο ύφος, η Σίρλεϊ γοήτευε τους άνδρες. Το παιχνίδι της γοητείας ήταν για μια κοπέλα σαν τη Σίρλει, ένα αθώο παιχνίδι χωρίς σύνδρομα ανασφάλειας ούτε επιτήδευσης. Ήταν απλά ένα παιχνίδι που της άρεσε να παίζει, χωρίς ίχνος φιλαρέσκειας και ναρκισσισμού. Και αυτό κάποιοι άνδρες το εκτιμούσαν. Αυτούς τους άνδρες η Σίρλεϊ τους αγάπησε βαθιά.
Κι έπειτα που άρχισε να ασκεί την ιατρική η Σίρλεϊ κοιτούσε τους αρρώστους βαθιά στα μάτια, αφουγκραζόταν τον πόνο τους, έψαχνε την ψυχή τους, να δει αν φοβούνται την αρρώστια, άγγιζε τα χέρια τους και τους έδινε δύναμη μέσα από το άγγιγμα. Μιλούσε με την ήρεμη φωνή της και ο ασθενής ένιωθε πως είχε μπροστά του την προσωποποίηση της ίασης και της γαλήνης.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου