Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων. Τρίτο Κεφάλαιο, H γνωριμία με τον άνεργο γεωπόνο


  
H γνωριμία με τον άνεργο γεωπόνο


11:59 π.μ.



Έφυγε η Μεταξία με ένα πλατύ χαμόγελο χαράς. Κι η Άμυ έμεινε να την κοιτάζει και να κρυφογελά. Έκανε ένα βήμα να διασχίσει το δρόμο, μα τότε θυμήθηκε πως το αφεντικό της της είχε δώσει το δεκάευρω να πάρει ταξί και να πάει στον γιατρό. Προτίμησε να στερηθεί τις υπηρεσίες της ως εργαζόμενή του. Φοβόταν μην του αρρωστήσουν τα φυτά, μην μαραθούν οι εισαγόμενες τουλίπες. Ο κύριος Κώστας ήταν καλός με τα φυτά του, κάθε μέρα παρών στο ανθοπωλείο, ήθελε να τα μιλάει, να τα συντροφεύει. Δεν είχε άλλη παρέα στη ζωή του, μόνο τα άνθη και τα φυτά στις γλάστρες. Κι αν τον ρωτούσες αν είναι ευτυχισμένος κοιτούσε τις ζέρμπερες και τα ανθούρια κι απαντούσε: με τόση ομορφιά στη ζωή μου, θα ήμουν αχάριστος αν δεν ένιωθα ευτυχισμένος. Είχε τη δική του φιλοσοφία, τον δικό του χώρο, τους δικούς του φίλους, τα φυτά. Κι αυτό του αρκούσε. Είχε βρει τις ισορροπίες του, καθώς με τις γυναίκες υπήρξε άτυχος.





Έτσι λοιπόν η Άμυ πήρε πίσω το ξανοιγόμενο προς τα εμπρός βήμα. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να πάει στον γιατρό ή να πάει σπίτι της να χωθεί κάτω από τα πάπλωμά της. Προτίμησε το πρώτο. Οι οδηγίες στην τηλεόραση έλεγαν πως αν νιώσεις πυρετό πρέπει να πας στον γιατρό. Ή μήπως έλεγε μετά από μερικές μέρες; Αυτό δεν το θυμόταν η Άμυ με την μικρή αμνησία που διέθετε, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αφηρημάδα.

-Ταξί, ταξί! Φώναξε, μα το ταξί συνέχισε την πορεία του.
-Ταξί, ταξί! Επανέλαβε στο επόμενο, και πάλι μάταια. Επίτηδες το κάνουν και δεν σταματούν; Αναρωτήθηκε. Τι κακό κι αυτό. Και μέχρι να κοιτάξει το κινητό που χτυπούσε μανιωδώς, ένα ταξί σταμάτησε στα πόδια της. Ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο κι έσκυψε να τη ρωτήσει.
-Φωνάξατε ταξί, δεσποινίς;
Η Άμυ κοίταξε όλο απορία. Αυτό δεν το περίμενε. Όταν φώναξε ταξί, κανένα δεν σταμάτησε και τώρα που κρατούσε το τηλέφωνο κι απαντούσε με το «εμπρός», έπρεπε ταυτόχρονα να απαντήσει και στον ταξιτζή.
-Ναι, είπε διστακτικά.
Κι η μητέρα της, μέσα από την τηλεφωνική γραμμή:
-Άμυ, θα φέρεις κορίτσι μου, το μεσημέρι όπως θα έρχεσαι από το σούπερ μάρκετ γάλα;
-Ναι, απάντησε η Άμυ, κι ούτε που συγκράτησε τι της παρήγγειλε η μητέρα της.
Κι ο ταξιτζής περίμενε υπομονετικά πότε η πελάτισσα, που είπε μόλις δύο «ναι», θα επιβιβαζόταν στο αυτοκίνητο. Κι άφησε την υπομονή του, βγήκε από το ταξί, της άνοιξε την πόρτα και υποκλινόμενος, της έδειξε τα πίσω καθίσματα. Τόση αντρική ευγένεια η Άμυ δεν είχε ξαναβιώσει. Μια το χειροφίλημα, μια η πόρτα του ταξί. Τι να έπαθαν ξαφνικά οι άνδρες; Μήπως είχαν ξεκοκαλίσει κι αυτοί τον Γρηγόριο Ξενόπουλο; Του χαμογέλασε, είπε ευχαριστώ και μπήκε στο ταξί. Κι όπως τακτοποιούνταν, ο ταξιτζής έκανε την καθιερωμένη ερώτηση:
-Πού πάμε;
-Στον γιατρό, απάντησε η Άμυ σαν μικρό παιδί.
-Αρρωστήσατε;
-Ναι, έχω κολλήσει τον κορονοϊό, νομίζω δηλαδή, ή τέλος πάντων έχω γρίπη, έχω πυρετό και ..
Ξερόβηξε ο ταξιτζής και δεν έδειξε καμία κίνηση να έχει τρομοκρατηθεί στο άκουσμα της λέξης κορονοϊού. Τουναντίον, χαμογέλασε.
-Σε ποιον γιατρό θα σας πάω;
Δύσκολη ερώτηση κι αυτός ο ταξιτζής. Η Άμυ δεν είχε συγκρατήσει ποτέ το αληθινό όνομα του γιατρού. Φταίει που η μητέρα της πάντα της έκλεινε ραντεβού ή γιατί ποτέ δεν ενδιαφερόταν η ίδια να μάθει. Θυμόταν μόνο το όνομα, «Θρασύβουλος», αλλά ακόμη κι αν είναι σπάνιο το όνομα, σε μια μεγάλη πόλη σαν την Αθήνα, γιατροί με όνομα «Θρασύβουλος» υπάρχουν πολλοί. Ο ταξιτζής παρακολουθούσε από τον καθρέφτη την πελάτισσά του, που την έβρισκε καθόλα φυσιολογική.
-Κι αν δεν θυμάστε το επίθετο, είμαι σίγουρος πως θα τον βρούμε. Η διαδρομή θα σας βοηθήσει να θυμηθείτε, είπε και με ένα χαμόγελο στα χείλη συνέχισε να οδηγεί.
Η Άμυ δεν έκανε καμία προσπάθεια να θυμηθεί. Η μόνη της ελπίδα ήταν να θυμηθεί τη διαδρομή, αλλά κι αυτήν ποτέ της δεν την είχε προσέξει. Όταν ήταν σε ταξί ή με το αυτοκίνητο της Μεταξίας  έπαιζε με το κινητό της κι έπειτα στον γιατρό πήγαινε πάντα με ιδιωτικό μέσο μεταφοράς, περισσότερο για να φτάσει πιο γρήγορα, παρά από σεβασμό στους συνεπιβάτες.

Μήπως να έπαιρνε τηλέφωνο τη μάνα της να τη ρωτήσει; Μα δεν ήθελε να της πει τίποτα. Ήταν τόσο φοβιτσιάρα που θα πίστευε πως θα κολλούσε μέσω της τηλεφωνικής συνδιάλεξης και το βράδυ θα της πήγαινε κοτόσουπα να φάει και πορτοκάλια για να στύψει. Κι Άμυ δεν ήθελε ούτε κοτόσουπα ούτε πορτοκάλια. Τον όμορφο άντρα, τον Αστέρη, που έλαμπε σαν τα αστέρια ήθελε να ονειρευτεί κάτω από το πάπλωμά της, μετά που θα επέστρεφε από τον γιατρό. Όχι να ακούει εξάψαλμο. Έτσι έμεινε με την απορία πώς λένε τον γιατρό στο επίθετο.
-Ξέρετε, το να αρρωσταίνουμε δεν είναι και τόσο κακό πολλές φορές. Μπορεί να μας κουράζει, αλλά έχει και τα θετικά του.
Η Άμυ χαμογέλασε.
-Αν εννοείτε την κοτόσουπα, την απεχθάνομαι.
Ο ταξιτζής γέλασε δυνατά.
-Όχι, δεν εννοούσα αυτό, εννοούσα πως αρρωσταίνοντας αποκτούμε ανοσία, παράγονται αντισώματα από τον οργανισμό μας, κι έτσι την επόμενη φορά που ο ιός μάς προσβάλει τα συμπτώματα θα είναι πιο ήπια.
Η Άμυ έμεινε άναυδη. Ταξιτζής επιστήμονας! Σκέφτηκε.
-Λέτε δηλαδή πως πρέπει να χαίρομαι; Κι αν κόλλησα κορονοϊό; Κι αυτό καλό;
-Καλύτερο δεν υπάρχει, και αν είναι εύκολο θα ήθελα παρακαλώ να με κολλήσετε!
Παράξενος αυτός ο ταξιτζής, μα είναι δυνατόν να επιθυμεί να κολλήσει κιόλας; Τι ήταν; Τα μικρά παιδάκια του δημοτικού να κολλήσει το ένα το άλλο την ανεμοβλογιά; Η Άμυ δεν ένιωθε καλά. Από τη μια καιγόταν στον πυρετό από την άλλη δεν θα έβρισκε με τίποτα το ιατρείο. Αδιέξοδο. Κι ο ταξιτζής να της λέει τα πιο παράξενα πράγματα που έχει ακούσει ποτέ της.
-Είστε γιατρός; Ρώτησε αυθόρμητα, για να της φύγει η απορία για τις τόσες γνώσεις του ταξιτζή.
-Την αλήθεια θα την μάθετε μόνο από έναν άνεργο γεωπόνο, ποτέ από έναν γιατρό.
Ώστε είναι γεωπόνος! μονολόγησε η Άμυ. Δεν ήξερε πώς να συνεχίσει τη συζήτηση, δεν ήξερε καν αν ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση. Ήθελε να θυμηθεί το χειροφίλημα και τον Αστέρη. Αφέθηκε στη φαντασία της, στο πρωινό αυτό που της επιφύλαξε η μοίρα, στον όμορφο άντρα στο φανάρι, στο φιλί που της έδωσε στο χέρι, ο μοναδικός άνδρας στη ζωή της που την είχε φιλήσει στο χέρι. Κι η σκέψη της διακόπηκε ξαφνικά, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του ταξιτζή.
-Παρακαλώ, ναι, είμαι ο Αγιάννης, τι θα θέλατε;
Με ένα «ευχαριστώ δεν με ενδιαφέρει» ο Αγιάννης -ή Γιάννης;- άφησε το κινητό στη θέση του συνοδηγού.
-Αγιάννης ή Γιάννης είναι το όνομά σας; Είπε η Άμυ κι απόρησε με το θάρρος που πήρε από το πουθενά. Από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο πέρασε στον Βίκτωρα Ουγκώ.
-Τι Αγιάννης, τι Γιάννης; Έχει καμία σημασία; Κι ο ταξιτζής γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια.
Τα μάτια τους συναντήθηκαν κάτω από τον ουρανό του αυτοκινήτου κι ήταν σαν να φωτίστηκε από το εσωτερικό φωτάκι η ατμόσφαιρα. Μόνο που ήταν μια ηλιαχτίδα που εισέβαλε από το μισάνοιχτο παράθυρο και τους αγκάλιασε ζεστά. Τα μάτια του ήταν χαμογελαστά, σπιρτόζικα, καμία σχέση με τα λάγνα μάτια του Αστέρη.
-Το επίθετο του γιατρού δεν το θυμάστε, σίγουρα όμως θυμάστε το όνομά σας.
Και τώρα η δύσκολη ώρα. Ποιο από τα δυο να πει; Και τα δυο; Το βαφτιστικό ή το υποκοριστικό; Ένιωσε πως είχε μεγαλώσει, η Άμυ είχε ενηλικιωθεί έστω και κάπως καθυστερημένα. 
-Αμυγδαλιά.
-Ωραίο δένδρο, ναι συμφωνώ, έχω καμιά εκατοσταριά. Κάθε μία ξεχωριστή.
-Αμυγδαλιά είναι το όνομά μου, είπε αποφασιστικά και χωρίς δισταγμό η Άμυ.
Κι ο Αγιάννης χαμογέλασε ευχάριστα.
-Δεν έχω ξανακούσει πιο όμορφο γυναικείο όνομα! Αμυγδαλιά με το όμορφα άνθη! Τη λατρεύω!
Γεωπόνος είναι, δένδρα θα λατρεύει, σκέφτηκε η Άμυ και χαμογέλασε κι αυτή. Κι ο πυρετός δεν έλεγε να την αφήσει.
-Αμυγδαλιά, λοιπόν, θεωρώ πως κάπου πρέπει να σας «παραδώσω». Στον γιατρό πάντως δεν σας παραδίδω.
-Φαρμάκης
-Θρασύβουλος Φαρμάκης, επανέλαβε η Άμυ.
-Και θέλετε να μου πείτε πως επιθυμείτε να σας πάω σε έναν γιατρό που τον λένε Θρασύβουλο και Φαρμάκη, να σας ακροαστεί, να σας δώσει φάρμακα, να σας πονάει το στομάχι, να μελαγχολήσετε! Εγώ, ένας Γιάννης Αγιάννης δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
Η Άμυ δεν πίστευε αυτό που ζούσε εκείνη την ημέρα, και δεν είχε μεσημεριάσει ακόμη. Ένα ερωτοχτύπημα με έναν λυγερό άνδρα που ονομάζεται Κορονοϊός και Αστέρης μαζί, τις υποδείξεις της φίλης της πως μάλλον έπεσε σε λάθος πρόσωπο κι αυτή τη φορά, και τώρα βρίσκεται σε ένα ταξί με έναν επιστήμονα ταξιτζή και δεν ξέρει πού να πάει.
-Έχει όμορφη μέρα, και δούλευα βραδυνός. Θα πάω στον αμυγδαλεώνα μου, έρχεστε; Εκεί θα βρείτε τις συνονόματες αμυγδαλιές.
-Συνονόματες αμυγδαλιές, επανέλαβε η Άμυ και κοίταξε έξω από το παράθυρο να χαμογελάσει στα δένδρα που την χαιρετούσαν χαρωπά από το πεζοδρόμιο. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου