Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Το κόκκινο φουρφούρι


Κατερίνη, Μάρτιος 2009

Ψάχνω το κόκκινο φουρφούρι, μα δεν το βλέπω πουθενά. Της είχα πει της Μαίρης να μου φέρει το τελευταίο που είχα φτιάξει, πριν με φέρουν σε τούτο το ψυχιατρείο, αλλά δεν θυμάμαι αν τελικά το έφερε. Θέλω να το κρατήσω στα χέρια μου. Ήταν το καλύτερο μου. Ήταν κόκκινο και το πιο γρήγορο από όλα τα φουρφούρια. Όπως τότε που ήμουν μικρός και έτρεχα με ένα κόκκινο φουρφούρι στο χέρι, μαζί με τους φίλους μου δίπλα στον καταρράκτη. Καθόμασταν όλα μαζί τα παιδιά και τα φτιάχναμε από σκληρό χαρτί. Τα χρωματίζαμε μόνοι μας, ζωγραφίζαμε ό,τι παραστάσεις θέλαμε και έτσι όπως στροβίλιζαν, δημιουργούσαν ένα υπέροχο μίγμα χρωμάτων.
Εκείνο το ξεχωριστό κόκκινο φουρφούρι, το είχα φτιάξει με όλη την τέχνη μου. Είχα την ατυχία όμως να μην προσέξω και έπεσε στο ποτάμι. Έκλαιγα όλη την υπόλοιπη μέρα. Η μητέρα μου με παρηγόρησε, λέγοντάς μου πως ακόμη κι αν έπεσε στο ποτάμι, ακόμη και αν καταλήξει στον καταρράκτη, ακόμη κι αν τσακιστεί, θα έχει κάνει το ταξίδι του. Ήμουν όμως μικρός και δεν καταλάβαινα καλά καλά το νόημα των λόγων της. Η σκέψη μου ήταν στο κόκκινο φουρφούρι, που δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά. Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναέφτιαξα φουρφούρια, παρά μόνο τώρα, που γέρασα. Δηλαδή μέχρι πριν λίγους μήνες, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν νιώθω πως έχω πολλές ακόμη μέρες ζωής.
Η Μαίρη, η μικρή μου κόρη, όπως και κανένας άλλος, δεν το γνωρίζει αυτό. Ίσως για αυτό δεν με κατανοούσε πέρυσι που έφτιαχνα τόσα πολλά φουρφούρια. Ήθελα να γίνω πάλι παιδί. Να κάνω τόσα φουρφούρια, όσα δεν έκανα από τότε που έχασα το καλύτερό μου στο ποτάμι. Και κατάφερα και έφτιαξα πολλά κι ας κουραζόμουν. Άντεχα. Η Μαίρη διαμαρτυρόταν ότι πρέπει να κοιμάμαι, όμως εμένα δεν με ένοιαζε. Εκείνες τις ώρες ήμουν μόνο εγώ, τα φουρφούρια μου, οι παιδικοί μου φίλοι, η Έδεσσα, οι καταρράκτες, η μητέρα μου. Τώρα όλα τα φουρφούρια μου θα είναι τοποθετημένα στο μπαλκόνι της Μαίρης. Θα σβουρίζουν με τον αέρα και η Μαίρη με το Χρήστο θα τα χαζεύουν. Και ο κόσμος που περνάει τα θαυμάζει, μου το είπε μια μέρα η Μαίρη. Κάποιος είπε ότι είναι το μπαλκόνι με τα φουρφούρια. Χαίρομαι για αυτό. Γιατί ακόμη και αν σταματήσω να αναπνέω, αυτά θα στροβιλίζουν.

Ο παππούς γύρισε προς το παράθυρο. Κοίταξε προς τα έξω και είδε τον εαυτό του μικρό, να τρέχει δίπλα στο ποτάμι, να πέφτει στο νερό μαζί με το κόκκινο φουρφούρι του. Κάποια στιγμή ένιωσε πιο ανάλαφρος, σαν να έπεφτε με τα νερά του καταρράκτη στο κενό. Αφέθηκε. Τί και αν τσακιζόταν; Είχε κάνει το ταξίδι του. Άφησε την τελευταία του εκπνοή. Και ήταν η εκπνοή αυτή, ίδια με εκείνη που είχε δώσει στο κόκκινο φουρφούρι του λίγο πριν του πέσει στο ποτάμι, τότε που ήταν μικρός. Ένα απαλό φύσημα για να γυρίσουν τα πτερύγιά του.
Τα φουρφούρια στο μπαλκόνι της Μαίρης συνέχιζαν να σβουρίζουν. Ένα μόνο σταμάτησε, το κόκκινο, το πιο γρήγορο. Σταμάτησε για λίγο, είπε "αντίο" στον παππού και μετά ξεκίνησε να σβουρίζει και πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου