Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκεπάρνι

Όλη μέρα, μέσα στο δάσος, έκοβε ξύλα, αφαιρούσε κλαδιά, δούλευε χωρίς σταματημό. Στο χωριό γυρνούσε αργά το απόγευμα. Ούτως ή άλλως δεν τον περίμενε κανένας στο σπίτι του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει στη γέννα του παιδιού που με τόση λαχτάρα περιμένανε. Το σκεπάρνι από τότε είχε γίνει η προέκταση του χεριού του. Το είχε αγοράσει, από έναν πλανόδιο γύφτο, λίγο πριν γεννήσει η γυναίκα του, για να μην τους λείψουν τα κούτσουρα και να ζεσταίνεται το μωρό τους. Όμως η γυναίκα του πέθανε λίγο πριν τον τοκετό από μια επιπλοκή και το μωρό δεν γεννήθηκε ποτέ. Έτσι, ο άτυχος ξυλοκόπος δεν είχε λόγο να βρίσκεται στο σπίτι του. Βέβαια δεν είχε και λόγο να κόβει όλη μέρα ξύλα. Όμως αυτό δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ήθελε να βρίσκεται εκεί, στο δάσος, ανάμεσα στα δένδρα, ανάμεσα στα κούτσουρα. Έκοβε μέτριου πάχους κορμούς, τους τεμάχιζε σε κούτσουρα και τα στοίβαζε στην άκρη. Ύστερα προχωρούσε παραπέρα. Συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο, μέχρι να περάσει η ώρα, να πάει αργά το απόγευμα και να γυρίσει στο σπίτι του. Έβαζε το σκεπάρνι του στον ώμο και έπαιρνε τον κατήφορο. Αρνιόταν πεισματικά να κουβαλήσει έστω και ένα κούτσουρο σπίτι του για να ζεσταθεί. Τον χειμώνα τον έβγαζε με πολλές φλοκάτες και με ζεστό τραχανά. Δεν τον ένοιαζε το κρύο. Ούτε που καταλάβαινε πως κρύωναν οι πατούσες του, το βράδυ όταν κοιμόταν.
Οι χωρικοί ήξεραν τη στεναχώρια του. Φόρτωναν τα κούτσουρα στα γαϊδούρια και τα μετέφεραν στα σπίτια τους. Αυτά καίγονταν στα τζάκια, αργά αργά, δίνοντας ζέστη και θαλπωρή, με τα παιδάκια τους να ψήνουν κάστανα στην άκρη. Ο ξυλοκόπος είχε γίνει ο ήρωάς τους. Ήταν ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκερπάνι, έτσι τον φώναζαν, ή καλύτερα τον σχολίαζαν αναμεταξύ τους. Έκοβε ξύλα για όλο το χωριό και οι χωρικοί είχαν κάθε μέρα έτοιμα κούτσουρα για καύση. 
Κάποια στιγμή ένας χωρικός σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ανταποδώσουν την καλοσύνη στον ξυλοκόπο. Μάζεψε και άλλους χωρικούς και όλοι μαζί συζητήσανε τι θα μπορούσαν να κάνουν. Σκέφτονταν, σκέφτονταν, αλλά δεν μπορούσαν να αποφασίσουν. Ο ξυλοκόπος ήταν αρκετά παράξενος και ιδιόρρυθμος μετά το χαμό της γυναίκας και του αγέννητου παιδιού του.
Ο πιο γέρος από τους χωρικούς σκέφτηκε να του προτείνανε να γίνει ο άρχοντας του χωριού τους. Αφού είναι τόσο πονόψυχος, θα έκανε πολλά έργα ως άρχοντας, σκέφτηκε. Οι υπόλοιποι δέχτηκαν και αποφασίσανε να τον επισκεφτούν ένα βράδυ, όταν θα γύριζε από το βουνό. Έτσι και έγινε. Τον επισκέφθηκαν την ώρα που έτρωγε τον συνηθισμένο του γλυκό τραχανά. Το σπίτι ήταν παγωμένο. Πρώτος ο πιο γέρος, αυτός που είχε την ιδέα, μίλησε στον ξυλοκόπο. Του είπε πόσο τον εκτιμούν όλοι στο χωριό, πόσο μεγάλη είναι η προσφορά του στους κατοίκους με τα ξύλα που κόβει και πως τα παιδάκια δεν υποφέρουν από το κρύο, καθώς τα τζάκια είναι πάντα αναμμένα. 
Ο ξυλοκόπος ήταν αρκετά σαστισμένος. Δεν είχε συνηθίσει να υποδέχεται κόσμο στο σπίτι του. Έπειτα δεν ένιωθε πως έκανε κάτι παραπάνω από έναν συνηθισμένο άνθρωπο. Έκανε αυτό που τον ευχαριστούσε. Το να είναι άρχοντας δεν τον συγκινούσε. Δεν ήξερε γράμματα και δεν ήξερε πώς να φερθεί ως άρχοντας. Ωστόσο η επιτροπή του χωριού ήταν αρκετά πιεστική και αναγκάστηκε να δεχτεί. Ξεπροβόδισε τους χωρικούς έως την πόρτα και έπειτα χώθηκε κάτω από τη φλοκάτη του να ζεσταθεί.
Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Στριφογυρνούσε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν και στριφογυρνούσε. Είχε δώσει την υπόσχεσή του και δε γινόταν να πάρει το λόγο του πίσω. Το πρωί θα τον περίμεναν στο αρχοντικό του χωριού. Τα δένδρα του δάσους θα τον περίμεναν και αυτά. Δεν ήξερε ποιον να προδώσει. Τους κατοίκους του χωριού ή τα δένδρα. Τους κατοίκους που τόσα χρόνια δεν τον έδιναν ιδιαίτερη σημασία ή τα δένδρα που τα μιλούσε και  έλεγε τον πόνο του, που ακόμη και αν τα πλήγωνε, όταν τα έκοβε, αυτά συνέχιζαν να τον αγαπούν. Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Μέχρι που χάραξε. 
Σηκώθηκε και με αργά βήματα πήρε το σκεπάρνι του. Βγήκε από το σπίτι. Το σκεπάρνι το είχε στον ώμο του, όπως πάντα. Αν έστριβε από την αυλόπορτα αριστερά, ο δρόμος θα τον έβγαζε στο αρχοντικό. Αν έστριβε δεξιά, ο δρόμος θα τον έβγαζε στο δάσος. Κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Ξανακοντοστάθηκε. Ξανασκέφτηκε. Διόρθωσε το σκεπάρνι στον ώμο του. Το στήριξε καλύτερα. Και έγειρε το σώμα του προς τα δεξιά. Η ανηφόρα τον περίμενε. Το δάσος ήταν εκεί. Ξεκίνησε με λαχτάρα να φτάσει στα αγαπημένα του δέντρα. Όταν έφτασε στο μέρος που είχε αφήσει την προηγουμένη μέρα τα κούτσουρα και από εκεί θα συνέχιζε το κόψιμο, δεν σταμάτησε. Συνέχιζε να βαδίζει. Βάδιζε, ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα, ανάμεσα σε ακανθώδεις θάμνους. Τα πόδια του δεν σταμάτησαν να βαδίζουν παρά μόνο όταν έφτασε σε ένα ξέφωτο…
Οι χωρικοί από την πλευρά τους περίμεναν τον ξυλοκόπο να έρθει στο αρχοντικό, αλλά ο ξυλοκόπος δεν εμφανίστηκε. Όταν πέρασε η μέρα και έφτασε το απόβραδο, όλοι κατάλαβαν ότι ο ξυλοκόπος αθέτησε την υπόσχεσή του. Οι μέρες κύλησαν και ο ξυλοκόπος ήταν άφαντος. Οι μήνες ξανακύλησαν και ο ξυλοκόπος ήταν ακόμη άφαντος. Όλοι απορούσαν τί απέγινε. Το καλοκαίρι, σε μια εκδήλωση του νέου άρχοντα στο δάσος, σε ένα ξέφωτο, ένα παιδάκι εκεί όπου έπαιζε, βρήκε ένα ξυλόγλυπτο. Φώναξε τη μαμά του και τους υπόλοιπους να δουν τον κορμό του δέντρου που παρίστανε μια γυναικεία φιγούρα. Όλοι έτρεξαν και αντίκρισαν το ξυλόγλυπτο. Ήταν μια μάνα που κρατούσε ένα βρέφος στην αγκαλιά της. Όλοι δάκρυσαν. Κατάλαβαν. Δεν χρειάστηκε να σχολιάσουν τίποτα.
Το επόμενο καλοκαίρι, ο νέος άρχοντας του χωριού εγκαινίασε στο ξέφωτο του δάσους ένα άγαλμα που παρίστανε έναν ξυλοκόπο με ένα σκεπάρνι στον ώμο. Το άγαλμα έστεκε δίπλα στο ξυλόγλυπτο, που παρίστανε τη μάνα με το βρέφος και που είχε σκαλίσει με τόση αγάπη ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκεπάρνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου