Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Η ιστορία μιας κάμπιας

Στο κεντρικό πάρκο, στο μεγάλο πεύκο κατοικούσε ένα στράτευμα από 1000 και μία κάμπιες. Τέσσερα άσπρα σακουλάκια φιλοξενούσαν από 250 κάμπιες, το πέμπτο είχε την 1001-κάμπια μόνη, εξορισμένη, λόγω χαμηλότερης νοημοσύνης, όπως την χαρακτήρισαν. Χαμηλή νοημοσύνη, έκριναν στο τεστ, γιατί άκουγε μόνο δύο προστάγματα και κανένα άλλο. Ο Στρατηγός ξεκουραζόταν στο πιο ψηλό κλαδί και μόλις είχε τελειώσει το γεύμα του.
-Συνταγματάρχη! Ε, Συνταγματάρχη, δώσε διαταγή στο στράτευμα, κατεβαίνουμε απόψε στο έδαφος, είπε ο στρατηγός.
-Απόψε; Γιατί απόψε; ρώτησε απορημένος ο Συνταγματάρχης.
-Τολμάς να ρωτάς τον Στρατηγό; Γιατί το λέει ο Στρατηγός. Γρήγορα, δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, απόψε θα έχει ωραία βραδιά, είπε ο Στρατηγός και τεντώθηκε να ξεμουδιάσει.
-Μάλιστα Στρατηγέ, απάντησε ο Συνταγματάρχης και έτρεξε να οργανώσει το στράτευμα.
Οι κάμπιες παρατάχθηκαν στη γραμμή τους, αλαφιασμένες, μουδιασμένες, απορημένες, ενοχλημένες, βαριεστημένες και φανερά κατσούφες με την ξαφνική απόφαση του Στρατηγού. Είχαν μάθει όμως να είναι υπάκουες στις εντολές του.
-Προσοχή! Έδωσε την εντολή ο Συνταγματάρχης.
Τέντωσαν με μιας όλες οι κάμπιες το σώμα τους, τέντωσε το κορμί της η 1001-κάμπια.
-Ανάπαυσις! Έδωσε την επόμενη εντολή ο Συνταγματάρχης.
Καμπούριασαν το σώμα τους οι κάμπιες, καμπούριασε το σώμα της και η 1001-κάμπια.
-Απόψε θα κατεβούμε στο έδαφος, θα επιτεθούμε σε ανθρώπους και ζώα, ακούσατε; πρόσταξε αυταρχικά ο Συνταγματάρχης, έχοντας στο πλευρό του τον Λοχαγό και τον Λοχία.
-Για αυτό τον λόγο θα παραταχτείτε σε μία γραμμή και θα περπατάτε με ενωμένα το κεφάλι με την ουρά της μπροστινής. Καταλάβατε; Έδωσε την περιγραφή ο Λοχίας.
Οι κάμπιες κατάλαβαν, θα περπατούσαν η μία μετά την άλλη, ενωμένα κεφάλια με ουρά της μπροστινής. Η 1001-κάμπια δεν κατάλαβε. Αυτή εξάλλου άκουγε μόνο στην προσοχή και την ανάπαυση. Και συνέχιζε να τεντώνει και να κυρτώνει το σώμα της. Οι άλλες κάμπιες αδιαφορούσαν με τα καμώματά της, γνώριζαν την περιορισμένη σκέψη της και δεν έδιναν σημασία στην μικρή αντίληψή της.
-Εμπρός, μαρς! Ξεκινάμε!
Ο Συνταγματάρχης μπροστά, Λοχίας και Λοχαγός πιο πίσω και χίλιες και μία κάμπιες περπατούσαν στην κάθοδο για το έδαφος. Ο κορμός του μεγάλου πεύκου ήταν μεγάλος, είχε αυλακιές, που καμία κάμπια δεν είχε προσέξει μέχρι τώρα. Ο Στρατηγός παρέμεινε στο ψηλότερο κλαδί του πεύκου. Αγνάντευε τα πλατάνια και τα έλατα και λαχταρούσε να έρθει το βράδυ να ανάψουν τα φώτα στο πάρκο, να δει τις κάμπιες να φωσφορίζουν το έδαφος.
Η στρατιά συνέχιζε να κατεβαίνει, με τις κάμπιες να κυρτώνουν και να τεντώνουν το κορμί τους και τη 1001-κάμπια να επαναλαμβάνει στο μυαλό της τις δυο διαταγές, προσοχή, ανάπαυσις. Κάποια στιγμή ο Συνταγματάρχης φώναξε:
-Λευκή αυτοκόλλητη κορδέλα μπροστά μας! Περιμένουμε νέα διαταγή από Στρατηγό.
Και όλες μαζί οι κάμπιες κοκάλωσαν. Η 1001-κάμπια όμως δεν κατάλαβε το πρόσταγμα και συνέχιζε να περπατάει και να επαναλαμβάνει στο μυαλό της τις δυο διαταγές, προσοχή, ανάπαυσις, προσοχή, ανάπαυσις. Για να μη πέσει στις χίλιες μπροστινές της κάμπιες, έπεσε στο διπλανό λούκι του κορμού και συνέχιζε να καμπουρώνει και να ισιώνει το κορμί της. Προσπέρασε την 1000-κάμπια, την 999-κάμπια, την 998-κάμπια, μέχρι που έφτασε στην 1-κάμπια. Συνέχισε, προσοχή, ανάπαυσις και κοίταξε ψηλά. Είδε την άσπρη κορδέλα και συνέχισε να έρπει, καθώς τίποτα δεν  εμπόδιζε την πορεία της. Ο Συνταγματάρχης τη ρώτησε:
-Πού πας εσύ; Γιατί δεν είσαι στη σειρά σου;
Μα η 1001-κάμπια δεν αποκρίθηκε. Όλες οι κάμπιες την κοιτούσαν. Μα τι κάνει, η άμυαλη, η χαζούλα, αυτή που δεν καταλαβαίνει παρά δύο εντολές; έλεγαν η μια στην άλλη.
-Άμυαλη, εγώ; Απάντησε η 1001-κάμπια. Εγώ μπορεί να ακούω και να καταλαβαίνω μόνο δύο διαταγές, προσοχή και ανάπαυσις, αλλά όμως είμαι παρατηρητική. Καμιά σας δεν πρόσεξε πως το μεγάλο πεύκο έχει έναν κορμό γεμάτο λούκια και αν βρούμε ένα εμπόδιο στο δρόμο μας, όπως αυτή η άσπρη, γυαλιστερή κορδέλα, μπορούμε να αλλάξουμε πορεία και να ακολουθήσουμε ένα άλλο λούκι.
Οι κάμπιες από την 1 έως την 1000 την κοιτούσαν άναυδες. Αλήθεια, αυτό δεν το είχαν σκεφτεί. Η 1001-κάμπια δεν είπε τίποτα άλλο. Συνέχισε την πορεία της, προσπέρασε και τον Συνταγματάρχη, τον Λοχαγό και τον Λοχία. Όταν η 1001-κάμπια ακούμπησε στο έδαφος, οι υπόλοιπες κάμπιες περίμεναν ακόμη να ακούσουν την εντολή του Συβνταγματάρχη που θα έπαιρνε εντολή από τον Στρατηγό για να αλλάξουν λούκι. Και αυτός κοιτούσε ψηλά, τον Στρατηγό που αγνάντευε και δεν είχε χρόνο να σκεφτεί και να αποφασίσει. Περίμενε να δει τα φώτα να φωτίσουν τα πλατάνια και τους κέδρους, είχε χαθεί στις σκέψεις του και την αναμονή να δει το στράτευμα να επιτίθεται σε ζώα και ανθρώπους. Και ο Συνταγματάρχης είχε εντολή από τον Στρατηγό ποτέ να μην τον ενοχλεί αυτές τις στιγμές χαλάρωσης. Κι έτσι οι χίλιες κάμπιες, ο συνταγματάρχης κι ο λοχίας έμειναν ακίνητοι να περιμένουν το πρόσταγμα του αφηρημένου Στρατηγού κι η 1001 κάμπια απολάμβανε την έξοδό της στο έδαφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου