Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Τα τούνελ



Ήταν όμορφα τότε που έτρεχα στους σιταγρούς και κρυβόμουν στα πράσινα στάχυα. Τότε, που, ελεύθερος, αφηνόμουν στον χρόνο και κούρνιαζα μέσα στο κρησφύγετό μου, την κρυψώνα μου. Το πράσινο σκουλήκι με περίμενε κάθε φορά στο ίδιο στάχυ, να του μιλήσω, να το χαϊδέψω, να του πω τα μυστικά μου. Μασουλούσε το φυλλαράκι που του πρόσφερα, λίγο μαρούλι από τον κήπο της γιαγιάς, και παρακολουθούσε με τεντωμένες τις κεραίες του, σαν να μην ήθελε να χάσει τις λεπτομέρειες της αφήγησης. Όταν έφευγα, του έδινα την υπόσχεση ότι θα το επισκεπτόμουν ξανά, την επόμενη Κυριακή. «Θα δεις, ο χρόνος θα κυλήσει γρήγορα και θα ξανάρθω να σε βρω!» του ’λεγα και του ξανά ’λεγα κάθε φορά που το αποχαιρετούσα και έπειτα πάγωνε για μένα ο χρόνος, όταν επέστρεφα στο σπίτι μου.

Το τοπίο έκλεβε τη ματιά του και τον οδηγούσε σε αναμνήσεις που πεισματικά αρνιόταν, χρόνια τώρα, να φέρει στο μυαλό του. Το τρένο έτρεχε πάνω στις ράγες βιαστικό, στον δικό του αγώνα να φτάσει στον προορισμό του χωρίς καθυστερήσεις. Οι επιβάτες έψαχναν εναγωνίως τη θέση τους να τακτοποιηθούν και έπειτα μετρούσαν αντίστροφα τον χρόνο, μέχρι τη στάση όπου θα κατέβαιναν, το ίδιο αγχωμένοι, με τις τσάντες σφιχτά κρατημένες. Ένα σφύριγμα συνθηματικό ακούστηκε από τη μηχανή του τρένου και οι ηλιαχτίδες υπακούοντας την προσταγή, εξαφανίστηκαν μεμιάς.

Πρώτο τούνελ. Το τζάμι αντανακλούσε σαν καθρέφτης το είδωλό του. Το βλέμμα, στραμμένο προς το παράθυρο, ήρθε αντιμέτωπο με το πρόσωπό του. Προσπάθησε να κοιτάξει πέρα από το τζάμι και να δει πίσω από αυτό, όπως πριν που απολάμβανε το γνώριμο τοπίο. Ήταν αδύνατον. Δεν του επιτρεπόταν τίποτε πέρα από την αντανάκλαση του ειδώλου του. Η ματιά του πάλευε μάταια να διαπεράσει το τζάμι, να δει πιο πίσω, τον μαύρο τοίχο της στενής σήραγγας. Ένιωσε τα χέρια του να παγώνουν και τον χρόνο να έχει σταματήσει, αρνούμενο πεισματικά να συνεχίσει το αέναο ταξίδι του. Αναζητούσε απεγνωσμένα το προηγούμενο, οικείο τοπίο. Ήθελε να συνομιλήσει με το σκουλήκι του. Ένα συνθηματικό σφύριγμα ξανά και οι ηλιαχτίδες κατέκλυσαν και πάλι το βαγόνι.

Τα στάχυα. Αυτά μονάχα θέλω να βλέπω. Ομοιότητα στην μορφή, στην ανάπτυξη, στους στόχους. Ως και οι έγνοιες τους είναι ίδιες: να βρέξει για να ξεδιψάσουν, να ψηλώσουν, να γεμίσουν οι κόκκοι τους. Δεν έχουν τίποτε να σκεφτούν, τίποτε να τους βασανίζει. Ούτε τα σκουλήκια τούς φοβίζουν. Δεν αποκαρδιώνονται, όταν αυτά πεινασμένα ορμάνε στα φύλλα τους να τα γεμίσουν τρύπες ασύμμετρες. Ούτε που νιώθουν ορφανά. Δεν έχουν γονείς να τα φροντίζουν ούτε αδέλφια. Όλα αγνώστου πατρός, μεγαλώνουν με τη φροντίδα του γεωργού και την αγάπη του Θεού. Παρέα με τα σκουλήκια, τον άνεμο, τη βροχή.

 Δεύτερο τούνελ. Οι ηλιαχτίδες αποσύρθηκαν και πάλι στην προσταγή του σφυρίγματος. Προσπάθησε ν’ απομακρύνει το βλέμμα του από το παράθυρο για ν’ αποφύγει το είδωλό του, αλλά τ’ αντανακλαστικά του τον πρόδωσαν. Σαν μαγνήτης το τζάμι τράβηξε τη ματιά του. Αναζητούσε απεγνωσμένα λίγο φυσικό φως. Ασφυκτιούσε. Έτρεμε. Ένιωθε να φτάνει στα όριά του, ένιωθε το είδωλο του προσώπου να μεταμορφώνεται σε δύο μορφές που τον κυρίευαν και δεν του αφήναν οξυγόνο ν’ ανασάνει. Αναγνώρισε τα μάτια του πατέρα του. Μεγάλα, εκφραστικά, αυστηρά. Κοίταξε πιο χαμηλά και αναγνώρισε τα χείλη της μητέρας του. Σφιχτά, ερμητικά κλειστά. Μάτια και χείλη. Μάτια πατρικά που ποτέ δεν τον κοίταξαν τρυφερά, χείλη που ποτέ δεν τον χόρτασαν μητρική αγάπη. Το βλέμμα του προτίμησε να εστιάσει στα χείλη. Η θύμηση της μάνας του απάλυνε την καρδιά του. Η τρυφεράδα που είχε μέσα της εκφραζόταν μοναχά με ένα φιλί που του ’δινε, πριν ξεκινήσει για το σχολείο. Αυτό όμως δεν του αρκούσε. Ήθελε κι άλλα, ήθελε πολλά. Το περισσότερο χάδι ήταν απαγορευμένο από τον πατέρα του. «Είναι παιδί» έλεγε και ξανάλεγε «όχι κορίτσι». Τα χείλη στο τζάμι μειδίασαν και του ’παν λόγια αγάπης, χρόνια ναυαγισμένα στον βαθύ ωκεανό που τους χώριζε. Ευφράνθηκε η ψυχή του κι αυθόρμητα της χαμογέλασε. Ξανοίχτηκε για πρώτη φορά η ψυχή της, του χαμογέλασε κι εκείνη. Πρόλαβε να φυλάξει στον κόρφο του το χαμόγελό της, λίγο πριν το έντονο φως του ήλιου την διώξει από μπροστά του.

«Αν είχαν τα στάχυα γονείς, θα ήταν διαφορετική η ζωή τους; Θα τους έκαναν ποτέ οι γονείς τους να κλάψουν; Θα τους τραβούσαν τα φύλλα να πονέσουν;» Το πράσινο σκουλήκι ποτέ δεν μου αποκρίθηκε. Όσο και αν επέμενα να του πάρω μιαν απάντηση, αυτό μονάχα μασουλούσε. Και τότε, ίσως για να το βοηθήσω να καταλάβει, του έδειξα τους μώλωπες στην πλάτη μου. Τρόμαξε. Έμεινε αποσβολωμένο, με το μαρούλι στο στόμα, το μαλακό του σώμα, όλο και όλο ένας κύκλος, να με κοιτάζει. Σίγουρα θα είχε στενοχωρηθεί, γι’ αυτό αποφάσισα να μην του ξαναδείξω τα σημάδια μου. Βέβαια την άλλη Κυριακή που το επισκέφθηκα και το δεξί μου μάτι είχε μια μεγάλη μελανιά, δεν μπορούσα να του κρυφτώ. Εκείνη την Κυριακή δεν έφαγε καθόλου μαρούλι.

Τρίτο τούνελ. Σκοτάδι ξανά. Αναζήτησε τη μητέρα του, τα χαμογελαστά χείλη και τα ζεστά της λόγια. Όμως οι ηλιαχτίδες διέρρηξαν τον κόρφο του, άρπαξαν το μητρικό χαμόγελο που δεν πρόλαβε να γευθεί και δραπέτευσαν από τα παράθυρα. Κοίταξε τα χείλη της και τα ’δε πάλι σφραγισμένα. Ανησύχησε. Και τότε άκουσε έναν ψίθυρο να του λέει «φύγε». Πρόσεξε τα χείλη και τα είδε να κινούνται: «φύγε, φύγε, φύγε». Του το ’χε πει το τελευταίο βράδυ, με μάτια μελανά και πρόσωπο κλαμένο. «Φύγε να σωθείς» του ψιθύρισε και βγήκε από την κάμαρά του. Ακολούθησε ο πατέρας του. Τράβηξε τη ματιά του πάνω του. Τράβηξε και το λουρί από το παντελόνι. Και για να υπομείνει τον πόνο, φώναζε μέσα του «φύγε να σωθείς». Το φώναζε για τη μάνα του που ’θελε να τη σώσει από τον βασανιστή της, όμως αυτή δεν τον άκουσε ποτέ της. Ακόμη και αν τον άκουγε όμως, δεν θα ’φευγε. Κι αυτός το ’ξερε. Αποδέχθηκε μέσα του τη μητρική προτροπή από ’κείνη κιόλας τη βραδιά. Θα ’φευγε για πάντα. Χωρίς επιστροφή. Κλείδωσε την εικόνα της μέσα του για να την προστατέψει από την απότομη εισβολή του φωτός.

«Θα φύγω, το καταλαβαίνεις; Θέλεις να έρθεις μαζί μου; Να, κοίτα, θα σε βάλω σ’ αυτό το σπιρτόκουτο και θα πάμε στην Αυστραλία. Όχι, στην Αμερική δεν πάμε. Στην Αυστραλία είναι πιο μακριά, το ταξίδι είναι πιο μεγάλο, δεν θα μας βρούνε ποτέ. Είναι όμορφα εκεί, θα δεις. Θα έχει και εξωτικά σκουλήκια να κάνεις παρέα! Έλα, πες μου το ναι!» Ποτέ δεν μου το είπε και ποτέ δεν ξανάφαγε μαρούλι. Από ’κείνη την Κυριακή που με είδε με πρησμένο μάτι κι έπειτα, με τα δυσάρεστα νέα της αναχώρησής μου, στενοχωρήθηκε, μέχρι που του κόπηκε η όρεξη για πάντα. Έτσι θεωρούσα τουλάχιστον. Ήθελα κάποιος να υποφέρει για μένα. Το πήρα στη χούφτα μου. Το σήκωσα ψηλά να δει τον κόσμο, τα βουνά απέναντι, το τρένο, που γέμιζε καπνούς τον αέρα κι ύστερα σφύριζε και χανόταν μέσα στο τούνελ. Αυτό όμως δεν ήθελε να κοιτάξει. Ήθελε να μείνει στη γη, στο χώμα. Δεν ήθελε να αλλάξει τη ζωή του όπως εγώ. «Δεν μπορώ να σε περιμένω, θα φύγω. Εσύ είσαι ένα σκουλήκι της γης, εγώ δεν ξέρω τί είμαι. Θέλω να δω τί κρύβεται πίσω από το τούνελ, ποιος κόσμος ξεπροβάλλει πίσω από αυτό. Θα μου λείψεις».

Τέταρτο τούνελ. Είχε μόλις επιστρέψει από το σχολείο και στο άνοιγμα της πόρτας πόνεσε αντικρίζοντας, γι’ άλλη μια φορά, τα σφιγμένα της χείλη, τα μελανά της μάτια, την ωχρή της όψη. Προφασίστηκε ότι ξέχασε την πλάκα της ορθογραφίας στο σχολείο. Ο χρόνος σταμάτησε. Πριν λίγες μέρες τον παρότρυνε να φύγει, κι όμως, δεν περίμενε πως ο «διωγμός» που σιγοψιθύρισε στο παιδί της θα λάβαινε χώρα τόσο σύντομα. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ο πατέρας του απουσίαζε. Έκλεισε την πόρτα και έφυγε τρέχοντας, φορώντας, τη μία πάνω στην άλλη, δύο αλλαξιές ρούχα, κρατώντας στο χέρι ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έχοντας τον χρόνο αντίπαλό του, σε έναν αγώνα δρόμου το οποίον έπρεπε να κερδίσει ώστε να βρεθεί πιο μπροστά από τα γεγονότα που θ’ ακολουθούσαν. Η κουρτίνα της κουζίνας κουνήθηκε για δευτερόλεπτα και πήρε την ανάσα και τα δάκρυα της μητέρας του. Στη στροφή γύρισε και είδε τη φιγούρα της, που απέμεινε να τον κοιτάζει να χάνεται στο δρόμο και η εικόνα του να μικραίνει συνεχώς. Έτρεχε και τα λόγια της μητέρας του, που βγήκαν με όλη την αγάπη που του είχε, τον ακολουθούσαν στο μακρινό ταξίδι του: «η Παναγιά μαζί σου». Οι εξόριστες ηλιαχτίδες, μετανιωμένες για την προηγούμενη αρπαγή, επανήλθαν ως προστάτιδες δυνάμεις πλημμυρίζοντας το βαγόνι φως. Χαλάρωσε.

Πέρασα μια τελευταία φορά από τα στάχυα. Δε θα ’φευγα χωρίς να αποχαιρετήσω το σκουλήκι μου. Το ’ψαξα παντού, αλλά δεν το βρήκα πουθενά. Αναρωτιόμουν πού θα μπορούσε να ’χε πάει. Ήταν Τετάρτη και μάλλον δε θα με περίμενε. Μια παράξενη μυρωδιά φαρμάκου απλώθηκε στον αέρα, φέρνοντάς μου αδιαθεσία στο στομάχι. Άφησα καταγής ένα μαρουλάκι που είχα στην τσέπη μου. Ήταν μαραμένο, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα ευχαριστιόταν αν το έβλεπε. Του άφησα και το ψωμί με το τυρί. Δεν είχα άλλο χρόνο. Ένιωθα τον πόνο από το βαρύ χέρι του πατέρα μου όπως θα χειροδικούσε πάνω μου αν μ’ έβρισκε ξαπλωμένο στα στάχυα. Έφυγα τρέχοντας, χωρίς να κοιτάζω προς τα κάτω, χωρίς να κοιτάζω προς τα πίσω. Δεν μ’ ένοιαζε αν πατούσα τα στάχυα, τ’ αγριόχορτα, τ’ άλλα σκουλήκια. Δεν ήθελα να κοιτάξω ξανά το χωριό. Έτρεχα κι έβλεπα το τρένο που σφύριζε, δηλώνοντας την άμεση αναχώρηση από τον σταθμό. Οι ατσαλένιες ρόδες του τρένου είχαν αρχίσει να διαγράφουν τους πρώτους κύκλους. Ο χρόνος στάθηκε πάλι αντίπαλός μου. Έπρεπε να κυλήσει αργά για να προλάβω να ανέβω, ως λαθρεπιβάτης, στο μέσο που θα μ’ έπαιρνε μακριά από τους δικούς μου. Πήδηξα μ’ όση δύναμη μου ’χε απομείνει και γραπώθηκα από την πόρτα.

Πέμπτο τούνελ. Οι ηλιαχτίδες εξοστρακίστηκαν και πάλι. Το σφύριγμα αυτή τη φορά ήταν μακρύ, προμηνύοντας το μεγάλο μήκος της σκοτεινής σήραγγας. Κοίταξε πιο πάνω, τα μάτια του πατέρα του. Πρώτη φορά τολμούσε να σταθεί απέναντί τους. Πρώτη φορά που έστεκε μπροστά τους χωρίς να τα φοβάται. Εκείνο το μητρικό χαμόγελο στο τζάμι τα είχε κάνει όλα, του ’δωσε δύναμη. Σαν τον άντρα προστάτη των αδικημένων, ύψωσε το κορμί του. Αναρωτιόταν, αν τότε που ήταν μικρός ενθαρρυνόταν από ένα χαμόγελο της μητέρας του και ανόρθωνε το ανάστημά του, θα ’ταν άραγε τώρα διαφορετική η ζωή του; Ίσως, αν μεγάλωνε λίγο ακόμη, αν το μπόι του έφτανε αυτό του πατέρα του, ν’ άλλαζαν τα πράγματα στο σπίτι. Το πατρικό βλέμμα γλύκανε, λες και αφουγκράστηκε τις σκέψεις του παιδιού που άσπλαχνα χτυπούσε. Γραμμές ακτινωτές πλαισίωσαν τα μάτια του. Φωτίστηκε το πρόσωπο από χαρά και ζήτησε να του πει το πώς και το γιατί της ξαφνικής φυγής του. 

Κρυμμένος στο τελευταίο βαγόνι, με το πρόσωπο κολλημένο στη χαραμάδα που άφηνε η πόρτα, προσπαθούσε να δει τον έξω κόσμο, αυτόν που άφηνε πίσω του και αυτόν που τον περίμενε. Τα τούνελ διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο. Το φως με το σκοτάδι εναλλάσσονταν και αυτός μετρούσε υπομονετικά τις εναλλαγές. Όμως το σκουλήκι που δεν αποχαιρέτησε, η μάνα του που δεν τον φίλησε, ο πατέρας του που θα γυρνούσε το βράδυ και θα μάθαινε για την εξαφάνισή του, εικόνες και σκέψεις ανάκατες, δεν τον επέτρεψαν να συγκεντρωθεί στο μέτρημα. Οι στάσεις του τρένου ήταν πολλές όπως και η αγωνία μην τον ανακαλύψουν και ανατρέψουν το σχέδιο της Αυστραλίας. Μέχρι τότε ο κόσμος του όλος ήταν το ’να βουνό ίσαμε τ’ άλλο. Τώρα, ξεπρόβαλλε στα μάτια του ένας κόσμος με πολλά βουνά, λαγκαδιές, κοιλάδες, ποτάμια ορμητικά και στο τέλος μια απέραντη πεδιάδα. Στην τελευταία στάση το ξεφύσημα το τρένου και ο ήχος των φρένων, του ’δωσαν να καταλάβει πως είχε φτάσει στην Αθήνα. Από ’κει και πέρα θ’ άφηνε το ένστικτο να τον οδηγήσει. Το ταξίδι με το πλοίο του φάνηκε πιο μικρό από όσο αυτό με το τρένο. Κατέστρωνε σχέδια ζωής, ανακουφισμένος πως ήταν αρκετά μακριά από τους δικούς του και βέβαιος πως κανένας δεν θα τον αναζητούσε, όπως το είχε διαβεβαιώσει στο πράσινο σκουλήκι του.

Μικρός γυρνούσε το κεφάλι του μόνο στα τρένα που έφευγαν και έμπαιναν μέσα στο τούνελ. Τ’ άλλα, αυτά που έβγαιναν από τη σήραγγα και κατευθύνονταν έξω από το χωριό του, για να το προσπεράσουν και να συνεχίσουν προς το βορρά, δεν τα ’δινε σημασία. Η περιέργειά του ήταν τι κρύβεται πίσω από το τούνελ. Ποιος κόσμος ξεπροβάλλει, αν είναι άδικος ή δίκαιος, όμορφος ή σκληρός. Έκανε όνειρα, με την παιδική του φαντασία, πως όλα θα ήταν εύκολα, πως θα τον αγκάλιαζαν οι άνθρωποι και θα του ’διναν όσα δεν του ’δωσε κανείς ως τότε. Δεν άργησε όμως να συνειδητοποιήσει πως ένα τούνελ δεν είναι δυνατόν να χωρίζει δύο κόσμους τόσο διαφορετικούς. Χρειάζεται να ταξιδέψεις πολύ, ίσως στην άκρη του κόσμου για να βρεις δικαιοσύνη και αγάπη.

Το τρένο σφύριξε και η επόμενη στάση ανακοινώθηκε. Ήταν η δική του στάση. «Θα σου τα πω από κοντά» του είπε και έκανε να σηκωθεί. Λίγα δευτερόλεπτα του απέμεναν και το τρένο θα έβγαινε από το δικό του τούνελ, αυτό που νόμιζε πως ήταν το μοναδικό στον κόσμο. Συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, κοίταξε το τζάμι. Τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό του. Έκλαιγαν τα μάτια του πατέρα του, κυλούσαν και ύγραιναν τα ξεραμένα χείλη της μητέρας του. Άγγιξε το παράθυρο. Παγωμένο, νότισε μεμιάς από τη θέρμη του ιδρωμένου χεριού του. Με την άκρη του μανικιού, σκούπισε το θολωμένο τζάμι, τα δάκρυα των γονιών του. Συγχώρεσε τον πόνο από το λουρί στην πλάτη, τ’ ανείπωτα λόγια της μητέρας του. Γλύκανε για πρώτη φορά το μέσα του και σηκώθηκε.

Το τρένο πλημμύρισε φως, όπως και η ψυχή του. Αδημονούσε να κατεβεί. Να προλάβει πριν οι ατσαλένιες ρόδες διαγράψουν ξανά τους πρώτους κύκλους της αναχώρησης, ν’ αφήσει το πόμολο της πόρτας και να πηδήξει έξω από το τρένο. Να γυρίσει και να το δει να χάνεται προς το βορά, πίσω από το απέναντι βουνό, εκεί όπου δεν γύρισε ποτέ του να κοιτάξει. Τα τούνελ ήταν πίσω του, το ίδιο και η ζωή του.
Περπάτησε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Οι διαστάσεις, μετά από τόσα χρόνια, είχαν αλλάξει. Το κτίριο του σταθμού ήταν μικρό, τα σοκάκια στενά, τα σπίτια χαμηλά. Ήταν άνοιξη και τα στάχυα είχαν ψηλώσει αρκετά. Προτίμησε πριν πάει στο πατρικό του να ψάξει το σκουλήκι του. Άφησε τη βαλίτσα στην άκρη του δρόμου και έτρεξε στον γειτονικό αγρό. Για μια στιγμή του φάνηκε πως τα στάρια χόρευαν από τη χαρά τους με την επιστροφή του. Ξάπλωσε, απαλλαγμένος από τον φόβο μην τον βρει ο πατέρας του. Αγνάντευε τον ουρανό, που φρόντισε εκείνη την ημέρα τίποτε να μη σκιάζει τον αγαπημένο του ήλιο. Γύρισε στο πλάι και το βλέμμα του ξεχώρισε ένα στάχυ. Στην κορυφή του, σαν τον πειρατή που κοιτάζει από το πιο ψηλό κατάρτι τη θάλασσα, ένα πράσινο σκουλήκι, κουλουριασμένο για να μην πέσει, αφηνόταν στο λίκνισμα και έστρεφε το κεφαλάκι του δεξιά και αριστερά. Το άφησε εκεί, να παρατηρεί τον κόσμο και να ονειρεύεται καταπράσινα πελάγη σιταγρών. Ένιωσε έτοιμος να βγει από την κρυψώνα του, το κρησφύγετο του. Σηκώθηκε. Περπατώντας προσεκτικά μην τσακίσει τα λεπτόκορμα σιτάρια, μη στερήσει πολύτιμη ζωή σε κάποιο ταπεινό πλάσμα της φύσης, έφτασε στην άκρη του δρόμου. Πήρε την μοναδική του αποσκευή και αφέθηκε στον γρήγορο ρυθμό των βημάτων του. Το πατρικό του βρισκόταν στην επόμενη στροφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου