Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Οικογένεια Μπότα




Η οικογένεια Μπότα κατοικούσε σε μια διώροφη παπουτσοθήκη. Ο μπαμπάς Μπότας και η μαμά Μποτίνα ξεκουράζονταν στον δεύτερο όροφο μαζί με τον πρωτότοκο, τον Μποτούλη, το χαϊδεμένο παιδί του μπαμπά και της μαμάς, το καλό μποτάκι που μιλούσε ευγενικά, που έτρωγε όλο του το φαγητό, και παραπάνω κάποιες φορές, η μπότα που όλοι οι γονείς μπότες θα ήθελαν να αποκτήσουν στη ζωή τους. Η μαμά του τον περιποιούνταν με κάμελ διάφανο, τον καθάριζε και έτσι ο Μποτούλης πάντα λαμποκοπούσε. Όταν μάλιστα έβγαιναν βόλτα, όλα τα παπούτσια της γειτονιάς τον θαύμαζαν και του χαμογελούσαν. Ο Μποτούλης μεγάλωσε, λοιπόν, με χάδια και αγάπη. Όσο όμως ο καιρός περνούσε άρχισε να βαριέται και ήθελε αδελφάκι, όπως όλα τα πρωτότοκα παπούτσια άλλωστε.
-Μαμά, πότε θα μου κάνετε ένα αδελφάκι να παίζω και να περπατάω παρέα; Επαναλάμβανε συνεχώς.
Ο μπαμπάς Μπότας άλλο που δεν ήθελε, η μαμά Μποτίνα συμφώνησε και αυτή και ο μικρός του αδελφός γεννήθηκε μια ωραία μέρα που ο ήλιος έλαμπε και έβρεχε πράσινη βροχή.
-Ήλιος με πράσινη βροχή, γεννιούνται οι αρβύλες αυτή την εποχή, είπε ο μπαμπάς Μπότας την ημέρα της γέννησης του δεύτερου παπουτσιού του. Γέλασε η μαμά Μποτίνα, το άκουσε το νεογέννητο μποτάκι και του καρφώθηκε στο μυαλό του.
Από τότε, κάθε φορά πριν κοιμηθεί, εκείνες τις στιγμές που συγκέντρωνε τη σκέψη του και αράδιαζε τους προβληματισμούς στο μυαλό του, αναρωτιόταν για ποιο λόγο είπε τέτοια κουβέντα την ώρα της γέννησής του ο μπαμπάς του, γιατί χασκογέλασε η μαμά του και γιατί ο αδελφός του τον κορόιδευε πως μοιάζει με παπούτσι βατράχου. Η μεγαλύτερή του απορία ήταν γιατί τον ονόμασε ο μπαμπάς του αυθόρμητα Αρβύλα και δεν τον αποκάλεσε Μποτάκη, όπως θα έπρεπε ως δευτερότοκο παπούτσι. Και το όνομα Αρβύλας τελικά του έμεινε για πάντα, καθώς έμοιαζε με στρατιωτική αρβύλα, μιας που ήταν πράσινος με λίγα μαύρα στίγματα, έτσι είπε ο μπαμπάς τους, και όταν μιλούσε ο μπαμπάς κανένας δεν έπρεπε να διαφωνεί.
-Μήπως δεν είμαι δικό τους παπούτσι; Μήπως δεν ανήκω σε αυτή την οικογένεια, αφού δεν έχω άσπρο χρώμα, αφού είμαι όλος πράσινος; Ίσως και να με βρήκαν σε κάποια παλιά παπουτσοθήκη ορφανό και να σκηνοθέτησαν τη γέννησή μου…άρα δεν είναι οι φυσικοί μου γονείς…
Αυτά σκεφτόταν ένα βράδυ ο μικρός Αρβύλας. Δεν άντεξε άλλο να είναι τόσο διαφορετικός από τη μαμά, τον μπαμπά και τον αδελφό του, που τον κορόιδευε πως καλύτερα θα ταίριαζε σε πόδι βατράχου. Θα έφευγε λοιπόν κάποια μέρα, ίσως όχι την επομένη, ίσως όταν θα μεγάλωνε λίγο ακόμη. Θα έφευγε μακριά. Έτσι η ζωή του έγινε στενάχωρη, με σκέψεις και αγωνίες, με σχέδια δραπέτευσης από την παπουτσοθήκη, με ειρωνείες και κοροϊδίες του Μποτούλη, ο οποίος μάλιστα μόνο πίσω από την πλάτη των γονιών του τον πλήγωνε, μπροστά τους ήταν το καλό παιδί. Ο Αρβύλας δεν μπορούσε να βρει το δίκιο του, δεν είχε μάρτυρες, ούτε και αποδείξεις.  
Μια μέρα άκουσε τη μητέρα του να λέει στον Μποτούλη, όπως γυάλιζε το δέρμα του με το διάφανο κάμελ:
-Μποτούλη, σε λίγες μέρες θα έρθει στη ζωή το δεύτερο αδελφάκι σου, ελπίζω εσύ και ο Αρβύλας να χαρείτε με το ευχάριστο αυτό γεγονός!
-Φυσικά, μαμάκα μου καλή, και βέβαια θα χαρούμε και μάλιστα θα ήθελα να είναι κοριτσάκι, να έχει όμορφα κορδόνια και να ακούγονται τα τακουνάκια της, όταν θα περπατάει.
Γέλασε η μαμά του και του ’κλεισε το μάτι, σαν να του ’λεγε, πως ναι κοριτσάκι θα είναι η αδελφή του. Ο Αρβύλας κρυφάκουσε τη συζήτηση και κατσούφιασε. «Βέβαια, τόσο που αγάπησε εμένα, τώρα θέλει και αδελφή, για να την τυραννάει και να της τραβάει τα κορδόνια. Μεγάλος μπελάς με βρήκε! Άσε που ο μπαμπάς και η μαμά θα αγαπάνε τώρα τη μικρή αδελφή και τον Μποτούλη, και εγώ έχασα και την τελευταία ευκαιρία να με αγαπήσουν, γιατί ποτέ δεν με αγάπησαν», σκέφτηκε ο Αρβύλας και κλείστηκε στον εαυτό του. Από εκείνη τη μέρα κατέβηκε στο ισόγειο και εγκαταστάθηκε εκεί.
-Καλύτερα μόνος, δεν θέλω κανέναν, είπε στον μπαμπά του το άλλο πρωί, όταν τον παρακάλεσε να ανέβει να μοιραστεί τον πρώτο όροφο με τον Μποτούλη.
-Αποκλείεται, μου μυρίζει το κάμελ το διάφανο και ζαλίζομαι, θέλω την ησυχία μου σας είπα, τους τόνισε και το θέμα έληξε.
Ο Αρβύλας πλέον καθόταν μοναχός του στο ισόγειο. Εξάλλου από εκεί κάτω ήταν πιο εύκολο να δραπετεύσει. Οι γονείς του δεν ασχολήθηκαν άλλο με το γεγονός, άλλωστε περιμένανε το τρίτο τους παπουτσάκι. Ο Μποτούλης χάρηκε που του άδειασε τη γωνιά και έμεινε μόνος στον όροφό του. Τα βράδια χτυπούσε με τη σόλα του το πάτωμα για να ενοχλήσει τον Αρβύλα.
-Κουάξ, κουάξ, έλεγε κοροϊδευτικά και γελούσε.
Οι γονείς τους δεν άκουγαν τίποτα από όλα αυτά, καθώς στον τελευταίο όροφο δεν έφταναν οι ομιλίες τους. Σύντομα ήρθε και το τρίτο παπουτσάκι στη ζωή. Ήταν να φύγει κρυφά εκείνη την ημέρα ο Αρβύλας, αλλά ανέβαλλε την φυγή του από περιέργεια να δει το μικρό του αδελφάκι. Και ναι, ήταν κοριτσάκι, ένα πανέμορφο μποτάκι, με ασπρο-πράσινο δέρμα και άσπρα κορδόνια.
-Φτυστή ο Μποτούλης είναι, μόνο εγώ είμαι όλος πράσινος, συλλογίστηκε και έμεινε να θαυμάζει τη μικρή του αδελφή.
-Μποτούλα θα την πούμε, συμφωνείς, Μποτούλη; Είπε ο μπαμπάς Μπότας και έριξε μια λοξή ματιά στον Αρβύλα, που τους κοιτούσε από μακριά.
-Εσύ, Αρβύλα, δεν θα πλησιάσεις την μικρή σου αδελφή να την φιλήσεις;
Ο Αρβύλας κοίταξε τον Μποτούλη, δίστασε να πλησιάσει την αδελφή του, φοβήθηκε μήπως με το φιλί του την πρασινίσει και έτσι έμεινε να τους κοιτάζει από μακριά, με μάτια υγρά, έτοιμα να χυθούν ποτάμι τα δάκρυα. Κατέβηκε στο ισόγειο και άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν στο πράσινο σώμα του. Πλημμύρισε το πάτωμα της παπουτσοθήκης, ξεχύλησαν  σαν ορμητικό ποτάκι και ο Αρβύλας έκλαιγε πικραμένος, γιατί δεν κατάφερε να εκδηλώσει τη χαρά του, δεν αγκάλιασε τη νεογέννητη αδελφή του. Την επομένη που ξύπνησε ανέβηκε να τη δει, την μεθεπομένη ξανανέβηκε, το ίδιο και την επόμενη ημέρα. Αλλά κάθε φορά η ίδια εικόνα, η μαμά του κρατούσε την Μποτούλα αγκαλιά, ο Μποτούλης κοντά της να χαϊδεύει τα κορδόνια της και ο μπαμπάς τους αναπαυόταν ευχαριστημένος και ήρεμος, σίγουρος πως όλα τα μέλη της οικογένειάς του ήταν ευτυχισμένα. Ο Αρβύλας όμως δεν ήταν και ποτέ δεν θα ήταν ευτυχισμένος μαζί τους. Το αποφάσισε. Θα έφευγε, δεν τον είχαν ανάγκη πια. Είναι το μεσαίο παιδί της οικογένειας, ένα παράξενο, καταπράσινο παπούτσι που δεν μοιάζει, ούτε τη μαμά ούτε τον μπαμπά. Καιρός να τους αδειάζει τη γωνιά, λοιπόν.
Μόλις χάραξε, ο Αρβύλας άνοιξε την πόρτα της παπουτσοθήκης, προσεκτικά και αθόρυβα, και βγήκε έξω πρώτη φορά μόνος χωρίς τους γονείς του και τον αδελφό του. Στην αρχή φοβήθηκε αρκετά, δεν ήξερε κατά πού να πάει. Άκουγε μέσα του το κοροϊδευτικό γέλιο του αδελφού του και σκέφτηκε πως, ναι, θα μπορούσε να πάει στο έλος, εκεί μακριά από την παπουτσούπολη, στο έλος των βατράχων. Περπάτησε ώρα πολλή μέχρι να φτάσει στην άκρη της πόλης. Γύρισε πίσω του και κοίταξε τις παπουτσοθήκες. Δεν δάκρυσε αυτή τη φορά, ένιωθε πως είχαν στερέψει τα δάκρυα και πως μέσα του είχε δυναμώσει. Συνέχισε να περπατάει μόνος, μέχρι που έφτασε στο έλος των βατράχων. Άκουσε τα αληθινά κουάξ, κουάξ και ένιωσε πως αυτοί οι ήχοι δεν ήταν κοροϊδευτικοί, αλλά ήταν αγνοί ήχοι της φύσης.
Και τότε, όταν πλησίασε αρκετά, είδε έναν βάτραχο που καθόταν στα ρηχά και προσπαθούσε να φάει μία μύγα που πετούσε κοντά του. Τον παρατήρησε. Είδε το πλατύ κεφάλι του, τα μεγάλα, γουρλωτά του μάτια, τη μεγάλη του γλώσσα, τα δυο του μακριά και λεπτά πόδια, το καταπράσινο σώμα του. «Αυτά τα πόδια εννοούσε ο Μποτούλης πως είμαι γεννημένος για να με φορέσουν;» αναρωτήθηκε. Γέλασε ο Αρβύλας με την ψυχή του. Γέλασε γιατί ο αδελφός του τον κορόιδευε χωρίς να ξέρει πώς είναι τα βατράχια. «Είμαι πολύ μεγάλος για τα πόδια των βατράχων!» συλλογίστηκε. Γύρισε και κοίταξε από μακριά την παπουτσούπολη. Ήταν πολύ όμορφη πόλη! Οι παπουτσοθήκες φάνταζαν πολύ όμορφες από μακριά με τα έντονα χρώματα. Το βλέμμα του έπεσε στον φιδίσιο δρόμο που οδηγούσε στο έλος και είδε τον μπαμπά του και τη μαμά του να τρέχουν. Όταν πλησίαζαν κατάλαβε πως τα πρόσωπά τους πρόδιδαν μεγάλη αγωνία. Ο Μποτούλης έτρεχε από πίσω, κρατώντας την Μποτούλα από το κορδόνι, που έτρεχε και αυτή, κάπως ατσούμπαλα, γιατί ήταν μικρούλα.
-Αρβύλα, Αρβύλα!Πού είσαι Αρβύλα, απάντησε μας, άκουγε τις φωνές τους.
Για μια στιγμή κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο. Δεν ήξερε αν ήθελε να παραδοθεί και να γυρίσει πίσω. Ήθελε να τους δει να τον αναζητούν, να διαπιστώσει αν πραγματικά τον αγαπάνε. Να του ζητούσε ο Μποτούλης συγνώμη και τέλος ήθελε να δει την μικρή του αδελφή, σαν να μεγάλωσε μέσα σε μια μέρα και τώρα περπατούσε λίγο άτσαλα αλλά τόσο χαριτωμένα με τα τακουνάκια της να αντηχούν!
Πέρασαν μπροστά από το θάμνο και συνέχισαν προς το έλος. Ένας βάτραχος ξεπήδησε και ο Μποτούλης τρόμαξε.
-Φύγε, φύγε από πάνω μου! ούρλιαξε. Μαμά, μπαμπά, κάντε κάτι! Βοηθήστε με! Γυρίστε πίσω, εγώ είμαι ο πρωτότοκος, όχι ο Αρβύλας! συνέχισε να φωνάζει.
Όμως ο μπαμπάς του και η μαμά του δεν έδιναν σημασία στα κλαψουρίσματά του, στις ζήλιες και τα καμώματα. Έψαχναν να βρουν τον Αρβύλα, έψαχναν παντού, φώναζαν και τον καλούσαν να έρθει κοντά τους. Και τότε ο Αρβύλας αποφάσισε να παραδοθεί στην αγκαλιά τους.
-Μαμά, μπαμπά, εδώ είμαι! Φώναξε και έτρεξε καταπάνω τους.
«Όχι, Αρβύλα, πρέπει να ξεκαθαρίσεις πως σε αγαπάνε», άκουσε την εσωτερική φωνή του και σταμάτησε.
-Θέλω πρώτα να σας πω κάποια πράγματα, να ξαλαφρώσω. Με ονομάσατε Αρβύλα γιατί σας θύμισα τις στρατιωτικές αρβύλες, γιατί δεν είμαι σαν εσάς, είμαι καταπράσινος και διαφορετικός. Ποτέ δεν με αγαπήσατε όπως τον Μποτούλη και την Μποτούλα, πάντα δίκιο στον Μποτούλη δίνατε και ας με κορόιδευε πάντα πως προορίστηκα για πόδια βατράχου…
-Για σταμάτα, διέκοψε ο μπαμπάς Μπότας. Είσαι το παπουτσάκι μας και εμείς δεν ξεχωρίζουμε τα παιδιά μας.
Η μαμά Μποτίνα κοιτούσε το δευτερότοκο παπουτσάκι της, πρώτη φορά με τόση στοργή. Ένιωθε τύψεις που το καταπράσινο μποτάκι της, αυτό το πανέμορφο και ξεχωριστό μποτάκι, αισθάνθηκε τόση μεγάλη απόρριψη από την ίδια. Το πλησίασε και το αγκάλιασε σφιχτά.
-Αρβυλάκι μου γλυκό, του είπε, σου ζητώ συγνώμη για όσα σε πλήγωσαν, κάνουμε και οι γονείς λάθη, μάλλον κάνουμε μόνο οι γονείς λάθη. Και ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος; Πως αφήνουμε το χρόνο να περνάει χωρίς να λέμε «σ’ αγαπώ».
Ο Αρβύλας την κοιτούσε με ανοιχτή τη σόλα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, του φαινόταν όλα σαν όνειρο, η μαμά του τον αγαπούσε αληθινά, το ίδιο και ο μπαμπάς του που δύσκολα εκφράζεται με λόγια. Ο Μποτούλης όμως;
-Αρβύλα, πάντα σε ζήλευα γιατί είχες το πιο ωραίο πράσινο χρώμα! Δεν έμοιαζες κανέναν, γιατί ήσουν μοναδικός, και είσαι! Και όχι μόνο έχεις το πιο ωραίο, γυαλιστερό πράσινο χρώμα, χάρη σε εκείνη τη σπάνια πράσινη βροχή που έπεφτε την σπάνια μέρα που γεννήθηκες, είναι που δεν χρειάζεσαι λουστράρισμα, είναι που έχεις την μεγαλύτερη καρδιά των παπουτσιών, είναι που είσαι και ο καλύτερος αδελφός του κόσμου! Και ξέρεις γιατί; Γιατί ποτέ σου δεν με κορόιδεψες, όπως εγώ εσένα, ποτέ σου δεν με μείωσες στα μάτια των άλλων. Σου ζητώ συγνώμη…
Ο Αρβύλας δεν περίμενε πως ο αδελφός του θα έκανε τέτοια εξομολόγηση. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, πρώτη φορά αγκαλιάζονταν τα δυο αδέλφια.  Τα τακουνάκια της Μποτούλας ακούστηκαν. Άνοιξαν την αγκαλιά τους και την βάλανε στη μέση. Πόσο ευτυχισμένα και αγαπημένα ήταν και τα τρία αδέλφια!
-Πάμε στην παπουτσοθήκη μας; Ή θα βραδιαστούμε με τους ξυπόλητους βρατράχους; Είπε ο μπαμπάς Μπότας και όλοι έσκασαν στα γέλια.
Η οικογένεια Μπότα, ενωμένη για πρώτη φορά, επέστρεψε στην παπουτσούπολη. Το σπιτικό τους τους περίμενε να τους φιλοξενήσει και εκεί να μοιραστούν τις οικογενειακές στιγμές τους. Ο Αρβύλας ήταν πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Είχε δυο υπέροχους γονείς, δυο υπέροχα αδέλφια, και ένα μοναδικό γυαλιστερό πράσινο χρώμα που όλες οι μπότες θα ζήλευαν!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου