Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Ο παππούς-Μπότας στο Τσαγκαράδικο




Ο παππούς-Μπότας ένιωθε τις φθαρμένες σόλες του να πονάνε, του ήταν αδύνατον να περπατήσει. Ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία και όπως και να είχε επιβάλλονταν να επισκεφθεί τον Τσαγκάρη. Πήρε λοιπόν τη γενναία απόφαση. Ο Τσαγκάρης με μεγάλη του χαρά τον περιποιήθηκε και του έκανε όλες τις απαραίτητες εργασίες. Δύο μήνες ο παππούς-Μπότας έπρεπε να παραμένει παντελώς ακίνητος, για να κολλήσει η κόλλα στη σόλα, για να δέσουν τα ράμματα στα μπαλώματα και για να απορροφηθεί το λούστρο στο δέρμα του. Ο Τσαγκάρης τον έβαλε να καθήσει στο πιο ψηλό ράφι και από εκεί ο παππούς-Μπότας επιθεωρούσε ό,τι συνέβαινε στο νοσοκομείο, όπως έλεγε χαριτολογώντας ο Τσαγκάρης το μαγαζί του. Ήθελε να γίνει γιατρός όταν ήταν μικρός, αλλά επειδή προτιμούσε να λιώνει τις σόλες του στις αλάνες, σκέφτηκε πως θα γινόταν ένας πολύ καλός τσαγκάρης αντί για γιατρός, καθώς θα γιάτρευε τις σόλες των παπουτσιών, που τόσο αγαπούσε.  
Το τσαγκαράδικο ήταν ένα υπόγειο κατάστημα και είχε ένα και μοναδικό παράθυρο, ψηλά στον τοίχο που κοιτούσε στο δρόμο. Από τη θέση του ο παππούς-Μπότας αγνάντευε το δρόμο. Παρατηρούσε τα παπούτσια που περνούσαν, σιγοσφύριζε τα ψηλά τακούνια και γελούσε με τα τρύπια αθλητικά των παιδιών. Μια μέρα, όπως λαγοκοιμόταν το μεσημέρι, άκουσε το σπαραχτικό κλάμα ενός παπουτσιού. Άνοιξε τα μάτια του και είδε ένα μικρό, καταπράσινο αρβυλάκι, που έκλαιγε μοναχό του στην άκρη του πεζοδρομίου, κοντά στο παράθυρο.
-Ψιτ, ψιτ, αρβυλάκι, γιατί κλαις; του είπε σιγανά.
Το Αρβυλάκι όμως συνέχιζε να κλαίει ακόμη πιο σπαρακτικά.
-Θα με σκάσεις πια, του είπε ο παππούς-Μπότας. Πες μου, μικρό μου, τι σε κάνει τόσο δυστυχισμένο;
Το Αρβυλάκι γύρισε και τον κοίταξε. Τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμια, από τις πάνω τρύπες έως κάτω τη σόλα. Τα κορδόνια είχαν μουλιάσει και το δέρμα του είχε σκουρύνει από την υγρασία.
-Και να σας πω δεν θα με καταλάβετε, απάντησε επιτέλους το Αρβυλάκι. Είμαι, βλέπετε, τόσο μα τόσο ανεπιθύμητος, τόσο μα τόσο πράσινος, που δεν θα με καταλάβετε.
Ο παππούς-Μπότας χαμογέλασε, αλλά προσπάθησε να μη δείξει το χαμόγελό του, για να μην παρεξηγηθεί το Αρβυλάκι.
-Κατάλαβα, μάλλον δεν κατάλαβα, αλλά είτε κατάλαβα είτε δεν κατάλαβα, προτείνω να κάνεις ένα σαλταπήδο και να έρθεις εδώ, κοντά μου. Θα σε βοηθήσω εγώ να ξεπεράσεις το πρόβλημά σου.
Το Αρβυλάκι σταμάτησε το γοερό του κλάμα. Σαν να χαμογέλασε το σολάκι του. Με ένα σάλτο βρέθηκε στο πάνω ράφι, δίπλα στον παππού-Μπότα. Δεν πρόλαβε να τον κοιτάξει και άρχισε πάλι τα κλάματα.
-Και τώρα τι κλαις; του είπε λίγο αυστηρά αυτή τη φορά ο παππούς-Μπότας.
Το Αρβυλάκι κοίταξε προς τα κάτω και με το βλέμμα του έδειξε τα παπούτσια της κάτω σειράς.
-Εκείνο εκεί το παπούτσι, το καφέ Μποτάκι, εκείνο τα φταίει όλα, εκείνο είναι υπεύθυνο για τη δυστυχία μου, αλλά και τα διπλανά, εκείνο το μαύρο Μποτάκι και το κανελί. Αυτά με κορόιδευαν πως έχω το πιο σαχλό, πράσινο χρώμα, πως μοιάζω με παπούτσι βατράχου και πως μόνο ένα πράσινο σκουλήκι θα συγκρινόταν μαζί μου σε ασχήμια.
Ο παππούς-Μπότας συνοφρυώθηκε. Τα γνώριζε αυτά τα μποτάκια της κάτω σειράς, άκουγε το βράδυ που περιγελούσαν τα υπόλοιπα παπούτσια του τσαγκαράδικου, μόνο τον ίδιο δεν τολμούσαν να ενοχλήσουν.
-Άκου, Αρβυλάκι, αυτά τα μποτάκια εκεί κάτω το έχουν το κακό συνήθειο να κοροϊδεύουν όλα τα παπούτσια. Όμως, εσύ μην ανησυχείς, δεν θα τολμήσουν να σε κοροϊδέψουν ξανά. Και τώρα, σε  παρακαλώ, σταμάτα να κλαις, γιατί θα μουλιάσεις για τα καλά και θα ζαρώσει το δέρμα σου.
Το Αρβυλάκι χαμογέλασε. Ένιωθε ασφάλεια δίπλα στον παππού-Μπότα και μια πρωτόγνωρη θαλπωρή.
-Αλήθεια, κύριε, πώς ήρθαν εδώ τα μποτάκια αυτά; Ποιος τα έφερε;
-Πρώτον θα με φωνάζεις παππού-Μπότα, όπως τα εγγόνια μου και δεύτερον δεν τα έφερε κανείς, μόνοι τους ήρθαν πριν τρεις μέρες.
Ο παππούς-Μπότας αγκάλιασε το μικρό Αρβυλάκι, ή τουλάχιστον προσπάθησε να το αγκαλιάσει, προσεκτικά, με μια πολύ μικρή κίνηση, γιατί του είχε απαγορευτεί να κινείται.
-Μοιάζεις τόσο πολύ με τον δεύτερο εγγονό μου! Είναι και αυτός καταπράσινος και πανέμορφος, σαν εσένα! του είπε τρυφερά.
Το Αρβυλάκι πρώτη φορά άκουγε τόσο όμορφα λόγια, αλλά δεν του είπε πόσο συγκινήθηκε. Έκλεισε τα μάτια του να ξεκουραστεί. Ήταν αποκαμωμένο από το πολύ περπάτημα και το τρεχαλητό των τελευταίων ημερών. Κούρνιασε στην αγκαλιά του παππού-Μπότα και κοιμήθηκε αμέσως. Την επομένη τα μποτάκια τον είδαν και του φώναξαν.
-Σκουληκοπάπουτσο, τι έγινε; Πώς και από τα μέρη μας;
Ο Τσαγκάρης μόλις είχε μπει στο τσαγκαράδικο και άκουσε τα μποτάκια να γελάνε ειρωνικά. Δεν του άρεσε καθόλου η συμπεριφορά τους.
-Για ελάτε εδώ, τους είπε. Χρειάζεστε μια καλή επισκευή, από ό,τι βλέπω.
Τα Μποτάκια, το καφέ, το μαύρο και το κανελί, αντέδρασαν.
-Ωχ, όχι, εμείς δεν ήρθαμε για επισκευή εδώ, ήρθαμε…
-Όποιος μπαίνει στο τσαγκαράδικο γιατρεύεται, απάντησε ο τσαγκάρης.
-Μα εμείς κάναμε μια βόλτα στη γειτονιά και είπαμε να μπούμε και να γελάσουμε, είπε το κανελί Μποτάκι.
-Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος και από ό,τι βλέπω εσείς είστε οι πρώτοι που γελάτε, απάντησε ο Τσαγκάρης και τα πήρε με μία κίνηση στον πάγκο εργασίας του.
Τα Μποτάκια κοίταξαν τα εργαλεία του και άρχισαν να τρέμουν.
-Να δείτε που βρήκαμε τον μπελά μας, ψέλλισε το μαύρο Μποτάκι.
Ο Τσαγκάρης τα έβαλε στο καλαπόδι και άρχισε τις χειρουργικές του εργασίες. Τα Μποτάκια βογκούσαν, τσίριζαν, φώναζαν. Στην αλήθεια δεν πονούσαν, και πάλι κορόιδευαν για να τους λυπηθούν τα υπόλοιπα παπούτσια. Όταν τέλειωσε και με τα τρία μποτάκια, τα άφησε προσεκτικά στο κάτω ράφι.
-Και τώρα ησυχία, δεν θα μιλήσετε ούτε θα γελάσετε για έναν μήνα, το καταλάβατε; Και μέχρι να περάσει ο καιρός, θα σκέφτεστε όσα έχετε κάνει στα υπόλοιπα παπούτσια που τόσον καιρό κοροϊδεύατε.
Τα Μποτάκια σώπασαν. Κοιτάχτηκαν μοναχά το ένα με το άλλο. Κατέβασαν τα μούτρα τους και άφησαν τον χρόνο να κυλάει. Το Αρβυλάκι με τον παππού-Μπότα αγκαλιάστηκαν.
-Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα από όσα σου έκαναν αυτά τα μποτάκια. Είναι ανώφελο να αναβιώνεις τις άσχημες εμπειρίες σου. Άκου τι σκέφθηκα το βράδυ, που κοιμόσουν. Θα σε επισκευάσει ο Τσαγκάρης, θα αναρρώσεις πλάι μου και όταν έρθει η ώρα να φύγουμε από εδώ, θα πάμε να σου γνωρίσω τα εγγονάκια μου, συμφωνείς;
Το Αρβυλάκι έμεινε με ανοιχτή τη σόλα. Έγιναν τόσα πολλά σε μία μόνο νύχτα. Το προηγούμενο απόγευμα όπως έκλαιγε στο πεζοδρόμιο, άκουσε τη φωνή του παππού-Μπότα και σήμερα τα μποτάκια, που τον έκαναν δυστυχισμένο, είχαν φυλακιστεί στο τσαγκαράδικο και το ίδιο είχε βρει μια ζεστή αγκαλιά. Ένιωθε απέραντη ευτυχία!
-Παππού-Μπότα, σου είμαι αληθινά ευγνώμων, χωρίς εσένα ακόμη θα έκλαιγα.
Απέφυγε να απαντήσει, αν θα ακολουθούσε τον παππού-Μπότα, δεν ήθελε να του αποκαλύψει πως δεν είχε οικογένεια να τον περιμένει. Ίσως να του το έλεγε πιο μετά, προς το παρόν το μόνο που ήθελε ήταν να νιώσει ασφάλεια και θαλπωρή.
-Αλήθεια, θα πονέσω παππού-Μπότα, όταν έρθει η σειρά μου να με γιατρέψει ο Τσαγκάρης;
Ο παππούς-Μπότας γέλασε.
-Όχι, βέβαια, ο Τσαγκάρης είναι ο καλύτερος από όλους τους τσαγκάρηδες του κόσμου, θα σε γιατρέψει και θα γίνεις το πιο όμορφο αρβυλάκι!
Ο παππούς-Μπότας και το Αρβυλάκι αγκαλιάστηκαν ξάνα και προσεκτικά, μη χαλάσει η συγκόλληση της σόλας του παππού. Τα μποτάκια τους λοξοκοίταξαν. Τώρα πια δεν μπορούσαν να κοροϊδέψουν ούτε να περιγελάσουν. Η αλήθεια είναι πως ζήλεψαν την αγάπη του παππού-Μπότα για το Αρβυλάκι και θα ήθελαν και αυτοί να έχουν πλάι τους έναν παππού να τους λέει παραμύθια το βράδυ πριν αποκοιμηθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου