Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Έκπτωτοι φύλακες, της Γεωργίας Κακαλοπούλου. Μία ξεχωριστή συγγραφέας.

Όταν σταματάς να διαβάζεις βιβλία παύεις να σκέφτεσαι, λέει ο Ντοστογιέφσκι.
Κι έχει δίκιο. Το βιβλίο δεν είναι ασπρόμαυρες σελίδες όπου καταγράφεται απλά μια ιστορία, ένα συμβάν ή μια περιπέτεια. Το βιβλίο είναι σελίδες γεμάτες πόνο ψυχικό και σωματικό του συγγραφέα, για αυτό και ονομάζεται πόνημα. Ένα πόνημα που αποσκοπεί, μέσω της ανάγνωσης, να ανάψει τον σπινθήρα της δικής μας σκέψης Ο συγγραφέας καταπονείται κατά τη συγγραφή, σωματικά και ψυχικά. Καταθέτει κομμάτια της ψυχής του σε μια κόλλα χαρτί. Ο συγγραφέας καταπονείται σωματικά. Η συγγραφή προϋποθέτει για τον συγγραφέα να έχει χρόνο, δύναμη και συναίσθημα. Προϋποθέτει κλείσιμο ψυχής προς κάθε παράγοντα που μπορεί να αποσπάσει την προσοχή του. Την ίδια στιγμή προϋποθέτει άνοιγμα ψυχής, ώστε να γίνουν τα συναισθήματα λέξεις. Σκέψεις και συναισθήματα οδηγούν τον συγγραφέα, ώστε να δώσει μορφή με λέξεις σε αυτό που εκείνη τη στιγμή αναβλύζει από μέσα του, σαν λάβα από ένα ενεργό ηφαίστειο που κατακλύζει τα πάντα.

Ένα τόσο μεγάλο έργο, όπως αυτό το βιβλίο, εμπεριέχει τα συναισθήματα, βιώματα και σκέψεις ενός αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος, ίσως δύο ή περισσότερων διαφορετικών εποχών. Και είναι η διαφορετικότητα της κάθε μέρας ή και το αντίθετο, η ρουτίνα των ημερών, που οδηγούν την πλοκή, που κατευθύνουν τη σκέψη. Το καλοκαιρινό φως οδηγεί σε φωτεινά σημεία το έργο, η αναπόληση του φθινοπώρου δίνει έναν ρομαντικό τόνο, ο παγερός χειμώνας σκληραίνει τη γραφή, την κάνει πιο σκοτεινή και η άνοιξη την οδηγεί σε άνθηση του έρωτα μέσα στη φύση. Η Γεωργία επηρεάζεται από όλες αυτές τις εποχές. Μέσα από την ηρωίδα την Πανδώρα η συγγραφέας μάς ταξιδεύει στον χρόνο…
Χειμώνας: Δυνατό αέρα να μου ραπίζει το πρόσωπο και να μου ανακατεύει τα μαλλιά, τη βροχή να με ποτίζει με δροσιά και την άγρια θάλασσα να ανταριάζει τη ματιά μου
Άνοιξη: έκλεισα τα μάτια και άφησα το δροσερό αεράκι να μ αγγίξει φέρνοντάς μου μυρωδιές της άνοιξης: θυμάρι και αγριολούλουδο και ροζ πέταλα από κουτσουπιές, λευκά από αμυγδαλιές που αιωρούνταν σε έναν τρελό χορό ολόγυρα,
Η γραφή της Γεωργίας είναι ζωντανή, γλαφυρή, παραστατική.
Οι περιγραφές της φύσης, της ανατολής και της δύσης καθηλώνουν τον αναγνώστη. Γράφει η συγγραφέας για την ανατολή:
Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα, και ο ουρανός βρισκόταν σε ένα μυστηριακό μεταίχμιο, ένα ερωτικό συνταίριασμα της νύχτας με το ξημέρωμα που γεννούσε λάμψεις και αστέρια όπου το γαλάζιο μπλεκόταν με το ροζ
Για τη δύση η συγγραφέας μας δίνει εξίσου περίτεχνες περιγραφές:
Ουρανός καθαρός που ετοιμαζόταν να υποδεχτεί το βράδυ στολίζοντας τον εαυτό του με ασημένιες καρφίτσες και πέρα μακριά καταπράσινη γη.

Η Γεωργία Κακαλοπούλου είναι πληθωρική στη γραφή της. Οι περιγραφές της πλούσιες, σαν ένα κέντημα μιας έμπειρης κεντήτριας. Έχει έναν μοναδικό, δικό της τρόπο να περιγράφει φαινόμενα φυσικά που ένας επιστήμονας θα κατέγραφε απλώς μιλώντας για την ένταση του ανέμου με μονάδα μέτρησης τα μποφόρ.
Η συγγραφέας μας ταξιδεύει. Μας τοποθετεί στην Σκωτία, σε ένα τοπίο σκοτεινό, ομιχλώδες. Κι από την Σκοτία βρισκόμαστε στον μυθικό Όλυμπο: οι κορυφές του σκεπασμένες ακόμη από λευκό απάτητο χιόνι έλαμπαν σαν ασήμι κάτω από το δυνατό ήλιο και προσπαθούσαν να τρυπήσουν το γαλάζιο μετάξι του ουρανού για να γευτούν λίγο από το σύμπαν.
Η καταγραφή ιστορικών σημείων, γεγονότων και προσώπων υφαίνεται με περιγραφές προσώπων και τοπίων, με πηγαία συναισθήματα που ξεπηδούν και αναδεικνύουν την ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος στο βιβλίο είναι τοποθετημένος στο κέντρο ενός κύκλου. Γύρω του περιστρέφεται η σχέση του με το θείο, η αμαρτία και η καλοσύνη,  το πάθος κι ο έρωτας, η φιλία, οι σχέση με τους προγόνους του, η αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού του. ο κύκλος αρχίζει και κλείνει με τον έρωτα, την πηγή ζωής. Ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη του βιβλίου. Ο έρωτας κινεί την ιστορία, τους ήρωες, οι οποίοι είναι θύματα των παθών τους.

Στο βιβλίο διακρίνει κανείς μια διαρκή πάλη, του καλού με το κακό, της θνησιμότητας με την αθανασία, της εκούσιας εξέλιξης της ζωής με τη μοιραία εξέλιξη των πραγμάτων, όπως ακριβώς συμβαίνει στην αληθινή ζωή.
Ποικίλοι είναι οι Χαρακτήρες των ηρώων του βιβλίου, ταξινομημένοι σε ομάδες αλλά και αυτόνομοι. Σπήλαιοι, φύλακες, άγγελοι, κλειδοκράτορες, Νύμφες. Ήρωες απόγονοι των αρχαίων Θεών, ήρωες που υποπίπτουν σε αμαρτήματα, που σπέρνουν τον θάνατο, τη διχόνοια, άπληστοι, που ορίζουν τις ζωές των κοινών θνητών αλλά και ήρωες που προστατεύουν, που αγκαλιάζουν, που ζουν αιώνια μέσα από ανθρώπινα κορμιά. 

Οι ήρωες του βιβλίου είναι πάνω από όλα τραγικοί. Η τραγικότητα για τη Γεωργία είναι απαραίτητο εργαλείο για να αποδώσει με δύναμη και ένταση την ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων, αλλά ταυτόχρονα να δώσει και την απαραίτητη αντίθεση και να τονίσει τη διαφορετικότητά τους.
Η γεωργία γράφει ενστικτωδώς, ορμώμενη από το πιο έντονο συναίσθημα της ανθρώπινης φύσης, το συναίσθημα που ενώνει τον άνδρα με τη γυναίκα, αυτό που δίνει ζωή, τον έρωτα.
Κι από τον έρωτα μεταβαίνουμε στην ώριμη αγάπη. Ως υπέρτατο συναίσθημα η αγάπη είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο, ακόμη και εκεί όπου το μίσος δείχνει να νικά και να καθυποτάσσει την ανθρώπινη φύση.

Η συγγραφέας αγαπάει την ηρωίδα του βιβλίου, την Πανδώρα, με όλα τα προτερήματα και τα ελαττώματα της ανθρώπινης ύπαρξής της. Αυτή είναι και η υποχρέωση του συγγραφέα. Να υπερασπιστεί τον ήρωά του ακόμη και να του δώσει την ύψιστη θέση στο βιβλίο. Αυτό κάνει και η Γεωργία. Η Πανδώρα είναι κλειδοκράτορας, επιλεγμένη για μια ιερή αποστολή, να βρει την Αμβροσία, κρατώντας στο στήθος της ένα ταλισμάν. Την ίδια υποχρέωση είχαν και κάποιοι πρόγονοί της, πιστοί στην εντολή να διαφυλάξουν το μυστικό. Μετά από το κλείσιμο του κύκλου της ιστορίας, της αποκατάστασης του καλού και του δίκαιου, η Πανδώρα, έχοντας επιστρέψει στο πατρικό της, μετά από μια περιπέτεια που στο μυαλό της μοιάζει σαν ένα ταξίδι της φαντασίας, κρατά στα χέρια της το γράμμα ενός προγόνου κλειδοκράτορα

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί στο βιβλίο αυτό μια έξυπνη τεχνική: μεταπηδά από το τρίτο στο πρώτο πρόσωπο. Μπαίνει στην σκέψη της Πανδώρας και μιλά σε πρώτο πρόσωπο, δίνοντας το βάθος των συναισθημάτων της, την αμεσότητα της σκέψης της. Τους φόβους και την αγωνία της, τον έρωτα και την αγάπη.

Κι έπειτα ξεπηδά από τη Πανδώρα και κρύβεται σε μια γωνιά του σκηνικού, για να ξετυλίξει σε τρίτο πρόσωπο την ιστορία.
Η Γεωργία δεν είναι συνεπώς η παντογνώστης συγγραφέας. Αφήνει στην ηρωίδα, την Πανδώρα, να ξετυλίξει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, να ορίσει την πλοκή, να πάθει και να παρασυρθεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Σαν να της το ζήτησε η ηρωίδα, σαν να έγινε μια μυστική συμφωνία μεταξύ τους, η συγγραφέας δίνει στην Πανδώρα, την κλειδοκράτορα, τον κλειδί του βιβλίου ώστε αυτή να ηγείται και όχι η ίδια η συγγραφέας. Γιατί η Πανδώρα βιώνει μια τόσο έντονη εμπειρία, αισθάνεται τόσο βαθιά, που μόνο η ίδια μπορεί να αποδώσει αυτά τα συναισθήματα, κι έτσι αρπάζει το χέρι της συγγραφέα και γράφει σε πρώτο πρόσωπο τις λεπτομέρειες που αυτή θέλει να αναδείξει και αποδώσει καλύτερα.
Ωστόσο η Γεωργία γνωρίζοντας πως το τρίτο πρόσωπο αναδεικνύει τη δεινότητα του συγγραφέα, παίρνει τη σκυτάλη από την Πανδώρα και κινεί την ιστορία εκεί όπου αυτή θέλει, έχοντας και πάλι συνοδηγό την ηρωίδα της. Θεωρώ πως οι εναλλαγές αυτές είναι καθαρά αυθόρμητες και ενστικτώδεις, κινούμενες λιγότερο από τη λογική και περισσότερο από το συναίσθημα, καθώς η συγγραφέας και η Πανδώρα μοιάζουν στον τρόπο που βιώνουν τα συναισθήματα. Εξάλλου είναι δεδομένο πως ο συγγραφέας πλάθει τον ήρωά του εμφυσώντας σε αυτόν δικά του χαρακτηριστικά, κάνοντάς τον σχεδόν καθ’ εικόνα και ομοίωση, τοποθετώντας τον όμως σε ανώτερη θέση από τον ίδιο.
Μια ακόμη τεχνική που χρησιμοποιεί η συγγραφέας είναι η επιβράδυνση, με παύσεις και επιμηκύνσεις. Με την τεχνική αυτή δίνει έμφαση και αναλύει τις σκηνές της, αναδεικνύει την τραγικότητα των ηρώων της, αποκαλύπτει τις αρετές ή τις αδυναμίες και τις αμαρτίες τους.
Η συγγραφέας δείχνει να θέλει να συμμετέχει και η ίδια στο δράμα, να βιώσει κι αυτή δίπλα στην ηρωίδα της, την Πανδώρα, το φανταστικό, το εξωπραγματικό ακόμη και τον δυνατό έρωτα. Έχοντας η ίδια μια ισορροπημένη φύση, μια θηλυκή και θελκτική παρουσία, ψυχή γεμάτη συναισθήματα, μια ολοκληρωμένη ζωή δεν μπορεί παρά να επιθυμεί έντονα να ζήσει το παράτολμο της ιστορίας της. Η τεχνική της επιβράδυνσης διευκολύνει και πραγματοποιεί αυτή της την επιθυμία. Όσο περισσότερο γράφει και αναλύει, τόσο περισσότερο μπαίνει και η ίδια μέσα στην ιστορία.
Αυτή είναι φίλοι του βιβλίου και η μαγεία της συγγραφής για αυτούς που συγγράφουν. Μαγεία που έχουν το προνόμιο να βιώνουν μόνο όσοι συγγράφουν. Το χρονικό διάστημα που κρατάει η συγγραφή του πρωτόλειου είναι για τον συγγραφέα μια ιδιαίτερη περίοδος της ζωής του, όπου ο ίδιος φεύγει από την πραγματικότητα, διεισδύει στον φανταστικό κόσμο της ιστορίας του, οι σκέψεις του και τα συναισθήματά του είναι δοσμένα σε αυτήν, αποκόπτεται, στο μέτρο του δυνατού, από την πραγματικότητα και ζει μέσα στην ιστορία του. Ακόμη κι όταν υποχρεώνεται να μπαινοβγαίνει στην πραγματικότητα της ζωής του, η σκέψη του καταφεύγει στους ήρωες του βιβλίου του. Όλα αυτά τον καθιστούν ελαφρώς αφηρημένο, καθώς η πραγματικότητά του κατά το χρονικό διάστημα της συγγραφής δεν είναι η αληθινή ζωή αλλά η φανταστική ζωή της ιστορίας. Όσο καλύτερα μπορεί να το καταφέρει τόσο πιο δυνατό είναι το έργο του. Όσο πιο πολύ δηλαδή πονέσει τόσο πιο αριστουργηματικό το πόνημά του.
Κι όταν η συγγραφή τελειώνει, ο συγγραφέας κρατά το πρωτόλειο στα χέρια του. Τότε είναι που βγαίνει από το φανταστικό και επανέρχεται στην αληθινή ζωή, και οι ζωές αντιστρέφονται, έτσι ώστε να βλέπει από άλλη οπτική γωνία πλέον το έργο του. Αναλογίζεται πολλές φορές, είμαι εγώ αυτή ή αυτός που έχω γράψει όλο αυτό το κείμενο, που όρισα την ιστορία, από την αρχή έως το τέλος της ή ήταν κάποιος άλλος, μια άλλη ανώτερη δύναμη που οδήγησε τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο ή στο μολύβι, που φώτισε και οδήγησε την σκέψη μου;
Αναπάντητο είναι το ερώτημα για τον συγγραφέα. Βλέπει τη δύναμη της σκέψης του, διαβάζει ξανά και ξανά το κείμενό του, θυμάται ξανά και ξανά ακόμη και τη μέρα που έγραψε την κάθε σελίδα, αναπολεί τα συναισθήματα που ένιωσε, τα βιώματα που τον οδήγησαν στην έμπνευση. Και τότε με σεμνότητα υποκλίνεται σε αυτό το θείο δώρο που έχει στην ψυχή του, να μπορεί να αφήνεται στη ροή της σκέψης του και στις συναισθηματικές ηφαιστειακές εκρήξεις της καρδιάς του, να μπορεί να εκφράζεται λεκτικά, να μπορεί να αποδώσει με λέξεις αυτό που άλλοι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε καν να ξεστομίζουν στον ίδιο τον εαυτό τους. Ο συγγραφέας εκτεθειμένος έχει δώσει όλο του το βάθος και το περιεχόμενο της ψυχής του στον αναγνώστη, ώστε να τον βοηθήσει να καταφέρει και ο ίδιος να ξεκουμπωθεί, να αναδείξει τα δικά του συναισθήματα, να αγγίξει τις δικές του χορδές και να βγάλει τη δική του μελωδία των συναισθημάτων. Λειτουργεί σαν ένας απορροφητικός φακός των ηλιαχτίδων. Δέχεται τη δύναμη του φωτός και τη θαλπωρή τους, τη μετουσιώνει σε κείμενο και ανακλά το ίδιο φωτεινές και δυνατές ηλιαχτίδες μέσα από το βιβλίο του, ελπίζοντας ο αναγνώστης να τις δεχτεί με χαρά και με ανοιχτή ψυχή. Ελπίζοντας οι ηλιαχτίδες της γραφής του να μετουσιώσουν τον αναγνώστη σε έναν άνθρωπο διαφορετικό, σε έναν καλύτερο άνθρωπο.
Είναι απίστευτο τι μπορεί να κάνει μια αχτίδα του ήλιου στην ψυχή σου, είπε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου