Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Γκρι-καφέ ρίγες



Όταν η καφέ-ριγέ έφθασε στην ακτή με τα πράσινα βότσαλα, έπιασε μια γωνιά στην άμμο και έκλεισε τα μάτια της. Κοιμήθηκε για ώρες, ούτε και η ίδια θυμάται πόσες. Ο ήλιος τη στέγνωσε, θάμπωσε το γυαλιστερό, ζεστό, καφέ της χρώμα. Οι ρίγες της ίσα που διαγράφονταν. Κάποια στιγμή άνοιξε τα βλέφαρα και κοίταξε τριγύρω της. Δεν είχε δει ποτέ της τόσο όμορφα, καταπράσινα βότσαλα, άλλα με μαύρες κηλίδες και άλλα με μαύρες σταυρωτές γραμμές. Ήταν πανέμορφα. Έμεινε ασάλευτη. Το βλέμμα της αναζήτησε τη θάλασσα. Διψούσε. Ήθελε να γλιστρήσει, να την αρπάξει ένα δυνατό κύμα, να την ανακατέψει με τη θάλασσα, να δροσιστεί, να συνέλθει από το μακρύ ταξίδι της. Είχε φύγει από τον τόπο της. Δεν ήθελε να ζει άλλο εκεί. Τα λευκό-ροζ βότσαλα του νησιού της την είχαν οδηγήσει σε αυτή της την απόφαση, να αφήσει το αγαπημένο της νησί, την Σκύρο. Δεν δέχονταν τη διαφορετικότητά της. Αυτή ήταν καφέ με ρίγες, σπάνιο βότσαλο στον τόπο της. Δε γνώριζε την καταγωγή της, το μητρικό της πέτρωμα, το βουνό που τη γέννησε.
-Δεν χωράς στην ακτή μας, της είχαν πει και η καφέ-ριγέ κατάπιε ένα πικραμυγδαλάκι. Αυτή η φράση ηχούσε στα μόρια της, τα έκανε να δονούνται.
-Βότσαλο σαν εσένα δεν έχει γεννήσει η γη μας, είπαν την επομένη. Δεν ταιριάζει το χρώμα σου με το δικό μας, δήλωσαν κατηγορηματικά.
Και η καφέ-γκρι κατάλαβε. Έπρεπε να φύγει, δεν θα ανεχόταν κι άλλες προσβολές. Ένα βράδυ που τα υπόλοιπα βότσαλα κοιμόντουσαν, ένα κύμα την παρέσυρε στα βαθιά. Έκανε ανάλαφρο το σώμα της και ταξίδεψε. Δεν ήξερε πού θα την πήγαινε το θαλάσσιο ρεύμα. Αρκεί να την έπαιρνε από την Σκύρο. Αρκεί, όταν θα ξυπνούσαν τα λευκό-ροζ βότσαλα να μην την έβλεπαν ξανά μπροστά τους.
Μετά από πέντε ημέρες περιπλάνηση η θάλασσα την ξέβρασε σε εκείνη την ακτή του Αιγαίου, εκεί όπου το Πήλιο συναντά τον Αγιόκαμπο. Μα και τα πράσινα βότσαλα δεν ήταν περισσότερο φιλόξενα. «Γιατί να συμβαίνει αυτό;» αναρωτιόταν η καφέ-γκρι, «γιατί να μην δέχονται στην ομάδα τους ένα βότσαλο διαφορετικό;». Ένας γκρι-ριγέ την πλησίασε.
-Γιατί η ομοιομορφία βολεύει, της απάντησε.
Ντράπηκε που πρόδωσε την σκέψη της σε έναν άγνωστο.
-Την ίδια σκέψη έκανα όταν ήρθα σε τούτη την ακτή, συνέχισε ο γκρι-ριγέ. Μόνο που, μικρή μου, δεν άφησα να ακουστεί η σκέψη μου. Αν θέλεις να επιβιώσεις στη σκληρή αυτή κοινωνία των πράσινων βοτσάλων, πρέπει να μάθεις να κρύβεις τις σκέψεις σου, την προειδοποίησε.
Η καφέ-ριγέ κατέβασε το βλέμμα της. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, πώς να μάθει να μην προδίδει τις σκέψεις, τα συναισθήματά της. Δεν μίλησε. Μόνο προσπάθησε να κρυφτεί κάτω από την άμμο.
-Είναι άσκοπο αυτό που κάνεις, συνέχισε να της απευθύνεται ο γκρι-ριγέ. Όσο και αν κρύβεσαι, τα πράσινα βότσαλα θα σε ανακαλύψουν, θα σε ξεχωρίσουν, θα σε αποπέμψουν. Μην κοιτάς εμένα, εγώ επιβλήθηκα γιατί δεν άφησα να εισχωρήσει στις ρωγμές μου το φαρμάκι τους. Είμαι πιο σκληρός από εσένα.
Η καφέ-γκρι συνέχισε να σωπαίνει. Τα μόρια της έτρεμαν. Προσπαθούσε εξωτερικά να δείχνει ψύχραιμη και σκληρή.
-Είσαι περίεργα όμορφη, άκουσε να της λέει ο γκρι-ριγέ. Σου το είπε κάποιος λευκό-ροζ στα μέρη σου;
Η καφέ-ριγέ χαμογέλασε. Όχι, κανένα βότσαλο δεν της το είχε πει, κι ας ήταν όμορφη, ήταν καφέ και όσο και να την θαύμαζαν τα αρσενικά βότσαλα, κανένα δεν τολμούσε να το ομολογήσει. Υποταγμένα όλα στην ομοιομορφία της δομής τους. Κοίταξε τον γκρι-ριγέ. Παράξενο το σχήμα του, είχε βαθιές ουλές η επιφάνειά του, ίσως από χτυπήματα της θάλασσας σε βράχια κοφτερά. Οι ρίγες του ακανόνιστες, ίσως να αποτύπωναν νευρώδη χαρακτήρα.
-Μην πληγωθείς αν σου φερθούν χυδαία, την προστάτεψε. Εδώ τα βότσαλα είναι επιθετικά, μεγάλα, βαριά, πίσω από την ομορφιά τους κρύβουν ...
Πριν καν προλάβει να ακούσει όλη τη φράση, ένα μεγάλο κύμα, ίσως από κάποιο καράβι που ταξίδευε στα ανοιχτά, ήρθε και τα τράβηξε στη βαθιά θάλασσα. Βρέθηκαν να κολυμπούν τόσο κοντά, σχεδόν κολλητά το ένα στο άλλο. Ένιωσαν το πέτρωμά τους να αγγίζεται, τις ρίγες τους να ψάχνουν να βρουν κοινές γραμμές. Φιλήθηκαν κάτω από το φως του φεγγαριού που φώτιζε τον δρόμο τους. Τα σώματά τους, ανάλαφρα, παρασέρνονταν από θαλάσσια κύματα, από θαλάσσια ρεύματα. Δυο βότσαλα ξεχωριστά, χωρίς να γνωρίζουν αν θα βρουν φιλόξενη ακτή. Μέχρι που ο γκρι-ριγέ την έπεισε να βγούνε στην ακτή. Μαζί θα αντιμετώπιζαν τις όποιες δυσκολίες.
Ξεβράστηκαν σε μιαν ακτή της Μήλου, με βότσαλα πολύχρωμα, εκεί όπου κανένα βότσαλο δεν έμοιαζε με άλλο. Κουρασμένα και τα δύο, ξάπλωσαν με τα πετρώματά τους ενωμένα, με τις ρίγες τους αγκαλιασμένες. Κι ο έρωτάς τους, καλοδεχούμενος, ήταν γιορτή για την ακτή. Τα χρόνια πέρασαν και ο γκρι-ριγέ με την καφέ-ριγέ απέκτησαν ένα μικρό βότσαλο, με υπέροχες γκρι-καφέ ρίγες. «Σπάνιο βότσαλο», ομολογούσαν όλα τα βότσαλα, «όσο σπάνια και η αγάπη των γονιών τους!».
Λένε πως τα τρία αυτά βότσαλα υπάρχουν ακόμα στη Μήλο, πως είναι τα μοναδικά βότσαλα που κολυμπούν το βράδυ, όταν έχει φεγγάρι. Λένε, επίσης, πως τα λευκό-ροζ βότσαλα της Σκύρου και τα καταπράσινα με τις μαύρες πινελιές του Αγιόκαμπου δεν είναι πια σκληρά και αφιλόξενα. Λένε πως, μετανιωμένα, προσμένουν να ξαναδούν τα παράξενα εκείνα βότσαλα με τις μοναδικές τους ρίγες.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου