Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Χριστούγεννα στο Χριστουγεννιάτικο χωριό του κόσμου




Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό που τα Χριστούγεννα στολίζεται και φωτίζεται για να αγκαλιάσει όλα τα παιδιά του κόσμου και που σαν αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο όλο, συνέβη κάτι το μοναδικό. Έγινε ένα θαύμα σε ένα ταπεινό πλάσμα της γης, που ούτε από θαύματα γνώριζε, ούτε από γράμματα, ούτε από αριθμούς, όπως οι άνθρωποι. Το μόνο που ήξερε ήταν να αγαπάει.

Όλα άρχισαν πριν κάποιους μήνες, την προηγούμενη άνοιξη, όταν μια όμορφη, κανελί γάτα, με σχιστά, καταπράσινα μάτια, ήσυχη και χαδιάρα, έψαχνε έναν νέο τόπο για να ζήσει και να μεγαλώσει τα μικρά γατάκια, που είχε γεννήσει πριν λίγες μέρες. Έψαξε παντού στην γύρω περιοχή. Ήταν εκείνη η αυλή με την υπέροχη μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού, οι φωνές ανθρώπων χαμογελαστών, οι ψηλές σκεπές με τα δυο φουγάρα των δυο δίδυμων σπιτιών που της κέντρισαν την προσοχή. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν βρέθηκε σε εκείνη την αυλή, καθώς ήταν κυνηγημένη από την περιοχή της από μια συμμορία σκληρών και άκαρδων γατών. Αποφάσισε πως εκεί θα έκανε τη νέα της φωλιά, πως εκείνη η αυλή θα γινόταν ο τόπος της. Επέστρεψε στα μικρά της, όμως, για κακή της τύχη, όσο έλειπε, ένας μεγάλος αρσενικός γάτος πλησίασε τη φωλιά, πήρε τα γατάκια της και τα μετέφερε μακριά -έτσι τουλάχιστον πίστευε η κανελί γάτα, γιατί δεν ήθελε να πιστεύει πως ο αρσενικός έπνιξε τα σπλάχνα της.

Έφυγε, λοιπόν, με την εικόνα των μικρών στα μάτια της και με ένα πικραμυγδαλάκι στο λαιμό της και έτρεξε για το χωριό. Μπήκε, συρτά συρτά, στην αυλή και κρύφτηκε πίσω από το πρώτο μακρόστενο κτίριο. Ήταν τόσο όμορφα! Ανέβηκε στην σκεπή και βολεύτηκε στη γωνία, για να χαζεύει τους ανθρώπους. Τους συμπάθησε από την πρώτη στιγμή. Και από εκείνη την ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη ημέρα έμεινε εκεί και απολάμβανε κάθε μέρα τις φροντίδες τους, μια κούπα γάλα και ένα μπολ ψαροκόκκαλα. Η μεγάλη της λαχτάρα όμως ήταν να έρθουν τα μικρά της, να ακολουθήσουν το αλάνθαστο ένστικτό τους, να τη βρουν και αυτή να τα γλείφει ατελείωτα, να τα καθαρίζει και να τα ζεσταίνει με τα χνώτα της.

Ο καιρός όμως περνούσε και τα μικρά της δεν έλεγαν να φανούν. Και η κανελί γάτα στεναχωριόταν, ανησυχούσε, έκλαιγε τα βράδια, όταν ξάπλωνε στα κεραμίδια και κοιτούσε τ’ άστρα. Νιαούριζε δυνατά μήπως τα γατιά της καταφέρουν να την ακούσουν. Πέρασε το ζεστό καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και γνώρισε έναν αρσενικό γάτο. Είχε και αυτός κανελί χρώμα με μπεζ ρίγες. Αγαπήθηκαν και η γάτα έμεινε και πάλι έγκυος. «Αυτή τη φορά δεν θα μου πάρει κανένας τα μικρά μου, θα τα φυλάω νύχτα-μέρα» σκέφτηκε και κούρνιασε στα κεραμίδια, εκείνο το πρώτο βράδυ που ένιωσε τις γνωστές κλωτσιές στην κοιλιά της, που δήλωναν πως μέσα της μεγαλώνουν και πάλι μικρά γατάκια.

Οι άνθρωποι του χωριού είδαν την κοιλιά της που άρχισε να φουσκώνει και έγιναν ακόμη πιο περιποιητικοί μαζί της. Η Γιολάντα και η Γιάννα της έφερναν νερό χλιαρό να πίνει, η Ελένη της έφερνε λιχουδιές, η Κατερίνα, η Εύα, η Έλενα και η κυρία Βάσω της έδιναν τυρί και κρεατάκι από το σπίτι τους. Ο Ηλίας, η Όλγα, η Άννα, η Βούλα, ο Λάζαρος και ο Νίκος της κουβαλούσαν ό,τι καλό υπήρχε στην κουζίνα τους και ο Παναγιώτης με τον Μπεν, ένα αγόρι που είχε έρθει τελευταία και μιλούσε μία γλώσσα που δεν γνώριζε, τη χάιδευαν, λέγοντάς της πως σε τούτο το χωριό δεν κινδυνεύει από κανέναν, πως είναι ασφαλής και όλοι την αγαπάνε. Η κανελί γάτα ήταν ευχαριστημένη, πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε θαλπωρή.

Ήρθε ο Δεκέμβρης και η εγκυμοσύνη της ήταν προχωρημένη. Από την σκεπή απολάμβανε τον χειμωνιάτικο ήλιο. Όταν έβρεχε, κατέβαινε και έβρισκε ζεστασιά κοντά στον στρογγυλό, χτιστό φούρνο, εκεί όπου έψηνε η κυρία Γλυκερία το νόστιμο ψωμί και της έδινε να φάει λίγη κόρα. Παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους φίλους της, τους ανθρώπους του χωριού, να στήνουν μικρά, ξύλινα σπιτάκια, να μεταφέρουν ολόκληρα έλατα από το δάσος, κούτσουρα για τη φωτιά, τρόφιμα, φάρμακα, κασόνια, άχυρα, στολίδια, λαμπιόνια και δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο γίνονταν όλα αυτά. Ο Παναγιώτης έσκαβε λάκκους, μετρούσε αποστάσεις, λογάριαζε, αλλά και πάλι αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που ετοιμάζανε όλοι τους. Μετά από αρκετές ημέρες και πολλές ώρες δουλειάς των ανθρώπων του χωριού, ξύπνησε ένα απόγευμα από έναν βαθύ, μεσημεριανό ύπνο, μόλις είχε σκοτεινιάσει και ένα υπέροχο θέαμα εμφανίστηκε στα σχιστά, καταπράσινα, γατίσια μάτια της. Το χωριό είχε φωτιστεί με άπειρα μικρά λαμπάκια, πέντε φωτιές φώτιζαν και ζέσταιναν την αυλή, ένα έλκηθρο με φωτεινά ποδήλατα είχε στηθεί και έμοιαζε σαν να πετούσε, ένα κάρο ήταν γεμάτο λουλούδια και το πιο ψηλό έλατο είχε άπειρα μικρά λαμπάκια. «Όμορφο που είναι!» θαύμασε και έμεινε να το κοιτάζει με ολάνοιχτα μάτια. Ποτέ της δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο χωριό.

Την επομένη άρχισαν να καταφθάνουν πολλοί άνθρωποι μαζί με παιδάκια. Η κανελί γάτα ανησύχησε. «Γιατί επέτρεψαν να έρθουν τόσοι άνθρωποι;» αναρωτήθηκε και συνέχιζε να παρατηρεί με αγωνία. Πρόσεξε πως οι επισκέπτες έφερναν σακούλες με τρόφιμα και σκέφτηκε «μήπως είναι τρόφιμα για τα μικρά μου που θα γεννηθούν;». Η αγωνία της έδωσε θέση στη χαρά, όταν είδε πως τα παιδάκια έπαιζαν ανέμελα και οι μεγάλοι κάθονταν στις φωτιές να ζεσταθούν. «Κάπως έτσι θα παίζουν και τα δικά μου μεγαλύτερα γατάκια τώρα, θα κάνουν κωλοτούμπες, θα δαγκώνονται, θα γλείφονται» σκέφτηκε και η θύμησή τους έφερε ξανά το ίδιο πικραμυγδαλάκι στον λαιμό της. Έβλεπε τις μαμάδες που φρόντιζαν τα μικρά τους και φανταζόταν τον εαυτό της με τα νεογέννητα γατάκια της να τα γλείφει και να τα θηλάζει.

Όμως η μεγαλύτερή της έγνοια ήταν να βρει ένα προφυλαγμένο μέρος να γεννήσει, ένα μέρος όπου δεν θα πλησίαζε κανείς, ούτε οι φίλοι της, οι άνθρωποι, ούτε οι αρσενικοί γάτοι. Τα παιδιά και οι μεγάλοι συνέχιζαν να επισκέπτονται κάθε μέρα το χωριό, έπαιζαν στα ξύλινα σπιτάκια, γεύονταν λιχουδιές. Μόνο σε ένα σπιτάκι δεν έπαιζαν, ούτε έτρωγαν, παρά μόνο το θαύμαζαν και το κοιτούσαν στοργικά. Την έφαγε η περιέργεια. Τι συνέβαινε στο σπιτάκι αυτό; Κατέβηκε διακριτικά από την κεραμοσκεπή και το πλησίασε. Ήταν πράγματι διαφορετικό! Είχε μπόλικο άχυρο και μέσα κατοικούσαν ένα ζευγάρι ανθρώπων, ένα μωρό που κοιμόταν σε ένα φτωχικό κρεβατάκι και είχε τρεις επισκέπτες με μακριά, πολύχρωμα ρούχα, που κάτι κρατούσαν στα χέρια τους. Υπήρχαν και τρία αλογάκια και ένα αρνάκι, που κοιτούσαν με αγάπη το μωρό που κοιμόταν. Πλησίασε να τους μυρίσει, να νιώσει την ανάσα τους, αλλά διαπίστωσε πως δεν ήταν αληθινοί οι άνθρωποι, ούτε τα ζώα αληθινά. «Καλύτερα που δεν έχουν ανάσα» σκέφτηκε, «δεν θα κινδυνεύω από κανέναν». Πλησίασε το βρέφος που κοιμόταν. «Κάπως έτσι θα κοιμούνται τα γατάκια μου, θα τα έχω όλα στην αγκαλιά μου, όπως εκείνα που είχα πέρυσι» σκέφτηκε τρυφερά και δάκρυσε και για τα γατάκια που είχε χάσει την προηγούμενη άνοιξη και για αυτά που θα γεννούσε σε λίγες ημέρες.

Η φωτιά έξω από το ξύλινο σπιτάκι έκαιγε και η ζεστασιά απλωνόταν παντού. Ξαφνικά, δύο παιδάκια ήρθαν τρέχοντας και στάθηκαν έξω από τον φράχτη του σπιτιού.

-Έλα να δούμε τη φάτνη με τον Χριστούλη και τους τρεις μάγους, άκουσε η κανελί γάτα να λέει το μεγαλύτερο παιδάκι και με ένα σαλταπήδο κρύφτηκε πίσω από το αρνάκι.

Από εκείνο το βράδυ η κανελί γάτα εγκαταστάθηκε στη φάτνη. Δεν ξανανέβηκε στις αγαπημένες της κεραμοσκεπές. Ξάπλωνε στο άχυρο και κοιτούσε το μωράκι που κοιμόταν, ηρεμούσε με τη γαλήνια όψη της μαμάς του, του μπαμπά του και θαύμαζε τους τρεις μάγους με τα δώρα. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα, το πρωί έρχονταν πολλά παιδιά και αυτή χαιρόταν με τα ξεφωνητά και τα γέλια τους. Πόσο θα ήθελε να μπορεί να βγει από την κρυψώνα της, να τα πλησιάσει και να παίξει μαζί τους! Να μπερδεύεται στα πόδια τους και αυτά να τη χαϊδεύουν! Να άκουγε και αυτή παραμύθια στην παραμυθούπολη! Όμως έπρεπε να είναι προσεκτική. Δεν έπρεπε να αντιληφθεί κανένας αρσενικός γάτος την παρουσία της. Τις επόμενες ημέρες είδε παιδάκια διαφορετικά, με πιο σκούρα πρόσωπα, με ρούχα τριμμένα, με χεράκια που άπλωναν δειλά να πάρουν κάτι να φάνε, με χαμόγελο σφιγμένο. Το πρόσωπό τους είχε μια παράξενη θλίψη και σκέφτηκε πως και τα γατάκια που έχασε θα είχαν θλιμμένο πρόσωπο, γιατί θα την αναζητούσαν σε κάθε γωνιά, σε κάθε σκεπή.

Η εγκυμοσύνη της προχωρούσε και ένιωθε πως οι μέρες πλησίαζαν. Το κρύο είχε γίνει τσουχτερό και η φωτιά δεν αρκούσε για να τη ζεστάνει. Κόσμος πολύς ερχόταν και έφευγε, πλησίαζε τη φάτνη -έτσι το έλεγαν οι άνθρωποι το σπίτι της- και κοιτούσαν τους ανθρώπους και τα ζωάκια που δεν είχαν ανάσα. «Μάλλον θα είναι σημαντικοί κι ας μην αναπνέουν» σκέφτηκε η γάτα, «ίσως κάποτε να ζούσαν και να αγάπησαν τους ανθρώπους, ίσως αυτό το μωρό να μεγάλωσε και να πρόσφερε στους ανθρώπους πολλή αγάπη» συλλογιζόταν και τους αγάπησε και η ίδια αυτούς τους αμίλητους, ακίνητους ανθρώπους της φάτνης χωρίς ανάσα και τα ζώα που κοιτούσαν το μωρό που κοιμόταν. Κάθε βράδυ οι άνθρωποι του χωριού γέμιζαν με ζεστό αέρα ένα χάρτινο αερόστατο και αυτό ταξίδευε ψηλά στον ουρανό και γινόταν ένα με τα αστέρια. Κάθε φορά που έβλεπε η κανελί γάτα το φωτεινό αερόστατο να πετάει έκανε μια ευχή: «Μακάρι τα μεγαλύτερα γατάκια μου, που θα ’χουν μεγαλώσει και θα καταλαβαίνουν, να δουν το αερόστατο και να τους οδηγήσει με τη λάμψη του σε τούτο το χριστουγεννιάτικο χωριό!».

Ήρθε ένα βράδυ που κατάλαβε πως θα γεννήσει. Ο κόσμος είχε φύγει, μόνο οι άνθρωποι του χωριού, οι φίλοι της, ήταν ακόμη εκεί. Είχαν συγκεντρωθεί στο μακρόστενο κτίριο -Αράνι είχε ακούσει πως το έλεγαν- μιλούσαν και γελούσαν. Η ίδια πονούσε, όμως δεν νιαούριζε. Έπρεπε να παραμένει βουβή, μην την ακούσουν οι αρσενικοί γάτοι. Ξάπλωσε δίπλα στο μωρό που κοιμόταν χωρίς ανάσα, δίπλα στη μάνα του που το πρόσεχε με το μητρικό της βλέμμα. Σε λίγη ώρα κατάφερε και έφερε στη ζωή, χωρίς καμία βοήθεια, έξι μικρά γατάκια. Νιαούριζαν δυνατά από τον κρύο αέρα που πάγωνε τα πνευμόνια τους και η χαρά της πνιγόταν από την αγωνία μην ακουστούν στους αρσενικούς γάτους. Όταν οι φίλοι της βγήκαν από το Αράνι, άκουσαν νιαουρίσματα που έμοιαζαν με κλάματα μωρών και την πλησίασαν διακριτικά. Η κανελί γάτα αγκάλιασε ενστικτωδώς τα έξι μικρά της και τους κοιτούσε με το βλέμμα της γεμάτο αγάπη, για αυτούς που τόσο την προστάτεψαν και τη φιλοξένησαν όλον αυτόν τον καιρό.

Οι άνθρωποι του χωριού αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Ήταν Χριστούγεννα και η αγαπημένη τους γάτα είχε γεννήσει έξι χαριτωμένα γατάκια. Της έφεραν καλούδια να φάει, άναψαν τη φωτιά και την κράτησαν αναμμένη όλο το βράδυ. Ο Λεωνίδας με τον Μπεν παρέμειναν εκεί και φρόντιζαν να βάζουν κούτσουρα στη φωτιά για να μην σβήσει. Έφυγαν χαράματα, κουρασμένοι και ξενυχτισμένοι. Την επομένη, ανήμερα Χριστούγεννα, η κανελί γάτα ήταν πολύ ευτυχισμένη. Θήλαζε τα μικρά της και τα ζέσταινε με το ζεστό κορμί της. Όμως η εικόνα των έξι μεγαλύτερων παιδιών της τη βασάνιζε. Τα ήθελε και αυτά κοντά της.

Το βράδυ που άρχισε να καταφθάνει ο κόσμος και έφερνε σακούλες, περίμενε μήπως της φέρουν και της ίδιας κάτι. Είδε ξανά το αερόστατο που έφυγε ψηλά στον ουρανό και έκανε την ίδια ευχή που έλεγε μέσα της τόσες φορές, μέρες τώρα. Και πριν προλάβει να χαμηλώσει το βλέμμα της, άκουσε νιαουρίσματα. Ήταν γνωστά νιαουρίσματα, γεμάτα χαρά και ανυπομονησία. Δεν μπορούσε όμως να σηκωθεί. Είχε τα μικρά της που τα θήλαζε, που είχαν κολλημένα τα στοματάκια τους στις ρώγες της, ρουφώντας λαίμαργα το γάλα τους. «Ήρθαν τα γατάκια μου!», αναφώνησε με ένα δυνατό νιαούρισμα. Και τα γατάκια της, που τώρα είχαν μεγαλώσει και είχαν γίνει πανέμορφες κανελί και μπεζ γάτες, την άκουσαν και την πλησίασαν. Άνοιξε την αγκαλιά της και τα δέχθηκε με απροσδόκητη χαρά. Τα έγλειφε, τα φιλούσε και αυτά χαϊδεύονταν, νιαούριζαν γλυκά, κολλούσαν τη μουσούδα τους στη δική της, μπερδεύονταν με τα νεογέννητα. Όλη η ομάδα του χωριού πλησίασε τη φάτνη. Δεν είχαν δει πιο όμορφο θέαμα! Η γάτα τους, η αγαπημένη κανελί γάτα, με έξι νεογέννητα γατάκια και άλλα έξι μεγαλύτερα να τα φιλάει και να τα γλείφει όλα, ένα προς ένα, με την ίδια αγάπη.

Αυτό συνέβη εκείνα τα Χριστούγεννα στο Χριστουγεννιάτικο χωριό του κόσμου. Αλλά όχι μόνο αυτό. Παιδιά από σχολεία, προσφυγόπουλα, μεγάλοι και μικροί πέρασαν από το Χριστουγεννιάτικο χωριό του κόσμου και έζησε ο καθένας τις δικές του μαγικές στιγμές. Γιατί σε εκείνο το χωριό, όπου οι κάτοικοί του πρόσφεραν απλόχερα αγάπη και θαλπωρή, τα θαύματα γίνονταν όχι μια φορά στα χίλια χρόνια, αλλά κάθε χρόνο, κάθε Χριστούγεννα.








Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

ο μικρός Νεύτωνας

Σήμερα θα σας πω την καινούργια μου ανακάλυψη. Πήγα βόλτα με τον μπαμπά στο πάρκο και κάποια στιγμή ο μπαμπάς μου κάθησε στο παγκάκι να ξεκουραστεί. Μου έδωσε ένα μπαλάκι να κρατάω και έκατσε αναπαυτικά για να απολαύσει τη δροσιά του πεύκου. Το συγκεκριμένο μπαλάκι έχω βαρεθεί να το παίζω και έτσι αποφάσισα να μην ασχοληθώ με αυτό, αλλά να κοιτάζω ένα άλλο παιδάκι που καθόταν κάπως ανήσυχα στο καρότσι του και πετούσε με θυμό ό,τι του έδινε η μαμά του. Και τότε σκέφτηκα: "Γιατί τα πράγματα που πετάμε πέφτουν, αντί να παραμένουν στο σημείο όπου τα αφήνουμε;". Αποφάσισα λοιπόν να αφήσω ξανά στον αέρα το μπαλάκι μου για να διαπιστώσω αν θα έπεφτε. Και τελικά έπεσε. "Ω τί κρίμα!' σκέφτηκα μέσα μου "δεν μπορεί να κρατηθεί στη θέση του, να παραμείνει στον αέρα". Μετά σκέφτηκα να ξαναπροσπαθήσω. Ο μπαμπάς μου έδωσε το μπαλάκι πρόθυμα και εγώ το άφησα ξανά, χωρίς θυμό, έτσι απαλά. Και πάλι έπεσε. Ο μπαμπάς μου έδωσε ξανά το μπαλάκι, λιγότερο πρόθυμα αυτή τη φορά. Το ξαναάφησα πάλι απαλά. Και πάλι τα ίδια, το μπαλάκι έπεσε στο πλακόστρωτο. "Την επόμενη φορά θα το πετάξω προς τα πάνω να δω αν θα κρατηθεί εκεί ψηλά" σκέφτηκα. Ο μπαμπάς μού έδωσε το μπαλάκι κοιτάζοντάς με απειλητικά. Αδιαφόρησα για αυτό, "παιδί του είμαι και οφείλει να μου κάνει τα χατήρια" σκέφτηκα και συνέχισα τους πειραματισμούς μου. Το πέταξα όσο πιο ψηλά μπορούσα και παρακολούθησα την πορεία. Το μπαλάκι πήγε ψηλά ως τα πρώτα κλαδιά του πεύκου. Εκεί, συνάντησε μία πευκοβελόνα που έπεφτε και μετά, ενώ βρίσκονταν μπαλάκι και πευκοβελόνα στο ίδιο σημείο, το μπαλάκι έπεσε πιο γρήγορα από την πευκοβελόνα. Και όπως έπεσε το μπαλάκι, χτύπησε ένα παιδάκι στο κεφάλι. Εγώ συνέχιζα να κοιτάζω την πευκοβελόνα που έπεφτε αργά, αργά. Ο μπαμπάς μου αγριεμένος αυτή τη φορά πήρε το μπαλάκι, πήρε και το καρότσι και συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Του χαμογέλασα και μου χαμογέλασε και αυτός "Τί χαμογελάς μπαγάσα;" μου είπε. "Εσύ παίζεις και το παιδάκι χτύπησε, σπίτι τώρα, τιμωρία". "Δεν χάρηκα που χτύπησε το παιδάκι μπαμπά, αλλά μόλις έμαθα πως όταν πετάμε τα πράγματα είτε προς τα πάνω είτε τα αφήνουμε στον αέρα αυτά πάντα πέφτουν κάτω. Μάλλον κάτι τα τραβάει προς τη γη. Όταν μεγαλώσω θα μάθω και θα σου εξηγήσω τί είναι αυτό που τραβάει τα μπαλάκια και τις πευκοβελόνες προς τη γη!" σκέφτηκα και κατσούφιασα. Όχι γιατί πηγαίναμε σπίτι, αλλά γιατί ο μπαμπάς μου έδειχνε να μην με καταλαβαίνει και μου έλεγε πως μοιάζω με τον Νεύτωνα. "Δεν ξέρω ποιο παιδάκι της γειτονιάς είναι ο Νεύτωνας, αλλά αν και αυτός σκέφτεται με την ίδια βαρύτητα τα ίδια πράγματα με εμένα, τότε σίγουρα του μοιάζω!" συλλογίστηκα και κούρνιασα στο καροτσάκι μου.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

ο μικρός Αρχιμήδης

Αρχιμήδη έλεγαν τον παππού μου, Αρχιμήδη αποφάσισαν να ονομάσουν και εμένα. Βέβαια η μητέρα μου διαφώνησε αρχικά, αλλά το δέχτηκε στη συνέχεια, καθώς ήταν λέει "λαμπρός επιστήμονας της αρχαίας Ελλάδας". Δεν ξέρω τί σημαίνει επιστήμοντας, αλλά μάλλον θα είναι κάποιο σημαντικό πρόσωπο. 
Κάθε βράδυ, όταν έρχεται η ώρα του μπάνιου, παίρνω το παπάκι μου και τρέχω να δω τη μαμά που γεμίζει τη μικρή, μπλε μπανιέρα και ελέγχει τη θερμοκρασία του νερού. Περιμένω ανυπόμονα τη στιγμή που θα κάνω τη βουτιά μου και θα σκορπίσω παντού νερά. Πριν τρεις μέρες της είπα να γεμίσει το μπανιεράκι μου μέχρι πάνω. Με ρώτησε "γιατί;" και της απάντησα πως κάτι θέλω να παρατηρήσω. Έτσι λοιπόν, όταν μπήκα, παρατήρησα πως το νερό ξεχείλισε, μετά σηκώθηκα και είδα πως η στάθμη του νερού μέσα στο μπανιεράκι είχε πέσει, μετά ξανακάθησα και πάλι η στάθμη ανέβηκε."Μα πώς συμβαίνει αυτό;" αναρωτήθηκα, αλλά το παπάκι περίμενε να παίξουμε και έτσι άφησα για πιο μετά το βασανιστικό αυτό ερώτημα. 
Την επόμενη ημέρα, πριν δύο μέρες δηλαδή, είπα πάλι τη μαμά μου να γεμίσει το μπανιεράκι μου μέχρι πάνω με νερό, αυτή τη φορά δεν ρώτησε το γιατί. Πριν μπω μέσα έβαλα το πλαστικό παπάκι μου και ξεχείλισε λιγότερο νερό. "Γιατί όταν βουτάει το παπάκι ξεχειλίζει λιγότερο νερό από αυτό που ξεχειλίζει όταν μπαίνω εγώ μέσα;" αναρωτήθηκα και άφησα το βασανιστικό αυτό ερώτημα να το απαντήσω την άλλη μέρα.
Χθες όταν η μητέρα μου γέμιζε το μπανιεράκι της είπα ότι θέλω να το βάλει μέσα σε μια μεγαλύτερη σκάφη ώστε το νερό που θα ξεχείλιζε να το μαζεύαμε. "Γιατί παιδί μου να μαζέψουμε το νερό;" με ρώτησε αλλά δεν της απάντησα. Μπήκα στη μπανιέρα μου και το νερό που βγήκε γέμισε τη μεγαλύτερη σκάφη. "Κάποια σχέση θα έχει το νερό αυτό με το σώμα μου" σκέφτηκα και αναφώνησα "Το βρήκα!, το βρήκα!" και έτρεξα γυμνούλι μέσα στο σπίτι βρέχοντας το πάτωμα και τα χαλιά. Ο μπαμπάς μου με κοίταξε απορημένος "Τί βρήκες παιδάκι μου;" με ρώτησε και εγώ έμεινα με το χαμόγελο στα χείλη μου να τον κοιτάζω. "Όταν μεγαλώσω και γίνω επιστήμονας σαν τον Αρχιμήδη θα σου εξηγήσω μπαμπά"  είπα και του έκανα μια ζεστή αγκαλίτσα που τον γέμισε χαρά και μπόλικα νερά!

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

ένα βρέφος αφηγείται


Η αλήθεια είναι πως είναι μεγάλο ζόρι να βγεις από αυτή τη στενή οδό, αλλά άξιζε τον κόπο. Έτσι θέλω να ελπίζω τουλάχιστον. Είναι δρόμος χωρίς γυρισμό. Σφίχτηκα και εγώ, σφίχτηκε και η μάνα μου, έκανα τις κινήσεις μου χωρίς να εκπαιδευτώ ποτέ και κατάφερα να ξεπροβάλλω το πάνω μέρος του κεφαλιού μου. Χωρίς να το πάρω χαμπάρι, γλιστράω και παρολίγο να πέσω. Ας είναι καλά όμως εκείνος ο άνθρωπος που με πρόλαβε και με κρέμασε ανάποδα. Κάτι λέει της μαμάς μου, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν κρατάει και πολύ η κρεμάλα και με αρπάζει μια κυρία. Δεν τη βλέπω, ακούω όμως τη φωνή της, άγνωστη μου φαίνεται. Με τυλίγει, με σκουπίζει, κάτι μου κάνει στην κοιλιά με την κορδελίτσα, που τόσο καιρό έπαιζα μαζί της. Και επιτέλους, ναι! Με αφήνουν στην αγκαλιά της μαμάς μου.
Το καταλαβαίνω ότι είναι αυτή, δεν χρειάζονται συστάσεις. Είναι η μαμά μου. Ακούω τη φωνή της. Με χαϊδεύει στο κεφαλάκι και ακουμπάει τα χείλη της πάνω στο κούτελό μου. Κάτι μου λέει, αλλά εγώ πάλι δεν καταλαβαίνω. Την άκουγα και από την κοιλιά, αλλά υπόκωφα. Τώρα η φωνή της είναι πιο καθάρια. Αλλά δεν καταλαβαίνω τί λέει. Είναι ζεστή η αγκαλιά της, όπως ακριβώς το φανταζόμουν τους τελευταίους μήνες στην κοιλιά της. Είχα κάνει τις πρόβες μου για αυτή τη στιγμή. Ήθελα να απολαύσω κάθε δευτερόλεπτο. Κουνάω τη μυτούλα μου για να μυρίσω τη μυρωδιά της. Και πριν καλά καλά προλάβω να καταγράψω στον εγκέφαλό μου τις νότες της μυρωδιάς της, με παίρνουν πάλι δύο χέρια και με βάζουν ξαπλωτό σε ένα μικρό συρόμενο πράμα.
Με πηγαίνουν μαζί με άλλα βρέφη. Τα ακούω, άλλα κλαψουρίζουν και άλλα κλαίνε. Τί να κάνω και εγώ, βάζω τα κλάματα. Γιατί με πήραν από την αγκαλιά της μαμάς μου; Πώς να τους εξηγήσω ότι τόσο καιρό αυτό περίμενα. Αυτή δεν με θέλει; Γιατί τους επέτρεψε να με πάρουν από την αγκαλιά της; Με πιάνει το παράπονο και κλαίω. Ίσως με το κλάμα να ενδώσουν και να με επιστρέψουν εκεί, στη ζεστή αγκαλιά μου, εκεί όπου ανήκω. Το κόλπο δεν πιάνει. Φαίνεται έχουν καταλάβει ότι όλα τα βρέφη έτσι κάνουμε, οπότε σταματάω το κλάμα και κοιμάμαι. Είμαι εξάλλου ακόμα πολύ μικρός και κουράζομαι εύκολα.
Μόλις ξυπνάω αδημονώ να με πάνε στη μαμά μου. Επιτέλους με πηγαίνουν. Αυτή τη φορά μας αφήνουν περισσότερο μαζί. Η μαμά μου μου δίνει να ακουμπήσω το στόμα μου στο στήθος της. Εγώ αρχίζω και το πιπιλίζω με μανία. Και για αυτό δεν εκπαιδεύτηκα. Σε λίγο μου έρχονται κάτι πεντανόστιμες σταγονίτσες από ένα υπέροχο υγρό. Αυτό το υγρό πίνω τώρα κάθε φορά που με πάνε στη ζεστή αγκαλιά της. Το άλλο, αυτό που μου δίνουν οι άλλες γυναίκες, με αυτό το απαίσιο πλαστικό υλικό που μου χώνουν στο στόμα, δεν μου αρέσει καθόλου. Εγώ θέλω το ζεστό και γλυκό υγρό από το στήθος της μαμάς μου.
Η μαμά μου κάθε φορά που τελειώνουμε τα ταΐσματα μου τραγουδάει. Ένα τραγούδι έμαθε από έξω, το «αχ κουνελάκι» και δε σταματάει να μου το ψιθυρίζει. Τι να κάνω και εγώ το άκουσα μία φορά ευχαριστήθηκα, το άκουσα δύο το χάρηκα, αλλά όταν κατάλαβα ότι τίποτε άλλο δεν ήξερε παρά αυτό, επαναστάτησα. Λαγός δε θα γίνω που να το θες μαμά και αρχίζω να τσιρίζω. Η καημένη τρόμαξε και σταμάτησε το τραγούδι. Την στεναχώρησα νομίζω, δεν πειράζει όμως. Έτσι είναι άλλωστε. Η μάνα και το παιδί έχουν τις κόντρες τους.
Την άλλη φορά ήθελε να μου χαϊδέψει την κοιλιά. Με χάιδευε, με χάιδευε και εγώ τσίριζα, τσίριζα. Αλλά δεν έφταιγε αυτή. Την συγχώρεσα. Ήταν η πεταλούδα που μου είχαν βάλει αυτές οι κυρίες στην κοιλίτσα μου και η μάνα μου δεν το ήξερε. Πού να το ξέρει άλλωστε; Με είδε ποτέ γυμνό; Όλο οι ξένες κυρίες με περιποιούνταν. Η μάνα μου ποτέ. Ευτυχώς πάτησε το κουμπί για τις έκτακτες ανάγκες και ήρθε μια καλή κυρία. Η μαμά μου της είπε ότι τσιρίζω και δεν καταλαβαίνει τι έχω. Η καλή κυρία της εξήγησε πως σε εκείνο το σημείο που με χάιδευε δε θα μπορούσα παρά να πονάω. Τη λυπήθηκα. Ήμουν το πρώτο της παιδί και δεν ήξερε. Έπεσαν κάτι ζεστές, υγρές σταγόνες στο μάγουλό μου. Ήταν από τα μάτια της, δεν τρώγονταν. Μόνο ένιωθα την αγάπη που μου είχε με τις σταγόνες αυτές.
Και κάτι ακόμα μην το ξεχάσω. Την άλλη μέρα αποφάσισε να με δει γυμνό. Έβγαλε το κορμάκι που φορούσα και απόλαυσε το θέαμα. Γιατί ήμουν απολαυστικό και όμορφο μωρό. Έτσι τουλάχιστον μου έδωσε να καταλάβω. Όλο έλεγε τη λέξη «κούκλος», δεν ξέρω τι σημαίνει, θέλω να πιστεύω ότι είναι καλή λέξη. Αυτό όμως που με έκανε να γελάσω είναι όταν είδε τα μπουτάκια μου. Μάλλον τρόμαξε, γιατί ήταν όλο ζάρες. Ήμουν αδυνατούλης και δεν είχα πολύ κρεατάκι. Της είπα από μέσα μου «μην ανησυχείς μαμά, θα πίνω το ζεστό, γλυκό υγρό του στήθους σου και θα θρέψω». Σαν να το διαισθάνθηκε, δεν ξέρω, γιατί παρά το ότι μου τα χάιδεψε για λίγο και γρήγορα γρήγορα με ξαναέντυσε, το χάδι στα μπουτάκια μου αυτό μου έδωσε να καταλάβω. Ότι θα μου έδινε το ζεστό, γλυκό υγρό του στήθους της και θα γινόμουν ένα στρουμπουλό μωρό, όλο δίπλες στα άσπρα μου μπουτάκια. 


την αφήγησή μου η μαμά μου την αφιερώνει σε εμένα, το πρώτο της παιδί. Είμαι σίγουρος ότι η αδελφή μου θα ζηλέψει, αλλά είμαι το ίδιο σίγουρος ότι κάτι θα αφηγηθεί και η μικρή μου αδελφή και θα της το αφιερώσει η μαμά...δε θέλει να μας αδικεί.... εξάλλου γεννήθηκα πρώτος και το δικαιούμαι...
            

Ένα ακόμη βρέφος αφηγείται....

Είχα κάνει λίγη προπόνηση πριν βγω, γιατί η αλήθεια είναι ότι τόσο καιρό εκεί μέσα, ζουληγμένη και ζορισμένη, είχα μουδιάσει και έπρεπε να είμαι σε φόρμα όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Η στιγμή…ομολογώ πως είχα ταλαιπωρήσει τους γονείς μου, γιατί ο γιατρός είχε πει ότι θα γεννιόμουν την προηγούμενη εβδομάδα. Έτσι, μέσα στο άγχος και την αγωνία, πήραν τη βαλίτσα και ξεκίνησαν Σαββατιάτικα για τη Θεσσαλονίκη. Πόνοι και συσπάσεις δεν ήρθαν, εμένα εξάλλου δεν με ρώτησαν αν συμφωνώ να βγω στον έξω κόσμο και έτσι κατέληξαν να τρώνε βραδιάτικα με τους θείους μου. Το βράδυ κύλησε ήρεμα, με είχε πιάσει και εμένα τεμπελιά, οπότε γύρισαν πίσω την άλλη μέρα άπρακτοι, με τη βαλίτσα στο χέρι. 
Μετά από μια εβδομάδα, ξεκίνησαν με ραντεβού αυτή τη φορά, να προκαλέσουν την ηρωική μου έξοδο. Εκείνη τη φορά δεν τους χάλασα χατήρι. Βγήκα και μάλιστα σαν κλασσική σκανδαλιάρα που είμαι, έκανα τον μπαμπά μου να ξεχάσει την κάμερα.
Πρώτα πρόβαλλαν τα μαύρα μου μαλλιά, χωρίς κανένας να το πάρει χαμπάρι. Ο κύριος που με κράτησε πρώτος στα χέρια του, ίσα που πρόλαβε να βάλει τη ρόμπα του. Μόλις βγήκα, ακούστηκε από το στόμα του ένα «ωχ» και η αλήθεια είναι ότι παρεξηγήθηκα λιγάκι. Μετά κατάλαβα ότι δεν αναφέρονταν σε εμένα το «ωχ», αλλά στην αιμορραγία που είχε η μαμά μου. Βέβαια εμένα και τη μάνα μου δεν μας ένοιαζε καθόλου το «ωχ», η μαμά μου δεν το πήρε καν χαμπάρι. Ήταν τόσο χαρούμενη που με είχε στην αγκαλιά της και δεν έδωσε καθόλου σημασία, μετά το επεξεργάστηκε ο πολύπλοκος εγκέφαλός της.
Με χάζευε και εγώ γλυκαινόμουν με τα χάδια της, ως κλασσική χαδιάρα. Ήταν υπέροχα που βρισκόμουν στην αγκαλιά της! Τώρα είχε και εμένα, όχι μόνο τον μεγάλο μου αδελφό, που όποτε τον έπαιρνε αγκαλιά την κλωτσούσε στην κοιλιά για να ζηλέψω. Άκουσα που είπε «πήρε τη μύτη μου», δεν κατάλαβα τί εννοούσε, ήλπιζα μόνο να είναι ωραία η μύτη της. Καθόμασταν έτσι, αγκαλιά, μαμά και κόρη, μέχρι που μια κυρία θέλησε να μας χωρίσει και να με πάρει από τη ζεστή της αγκαλιά. Δεν μου πολυάρεσε, αλλά έπρεπε να ελέγξουν την επιπλοκή στην υστεροτοκία. Έκανα υπομονή όλη τη μέρα και όλο το βράδυ. Δεν την είδα παρά μόνο την άλλη μέρα το πρωί. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά και ήμουν πάλι κοντά της.
Αυτή τη φορά απόλαυσα και το πρώτο μου γεύμα. Ήταν αυτό το πολύτιμο, γευστικότατο υγρό από το στήθος της, που με έκανε να γλείφομαι κάθε φορά που έτρεχε στα χείλη μου. Τρελαινόμουν να της κάνω παιχνίδια, κλείνοντας τα ματάκια μου και κάνοντας πως κοιμάμαι. Βέβαια η μαμά μου, ήταν ψιλιασμένη από το παιχνίδι αυτό των νεογνών. Αλλά όσο και αν ήξερε ότι εμείς τα νεογνά το κάνουμε επίτηδες, από λαχτάρα να βρισκόμαστε συνέχεια στην αγκαλιά των μανάδων μας, δεν με άφηνε από τα χέρια της. Πιπιλούσα ώρες ολόκληρες το στήθος της. Μέχρι και πληγή της έκανα της καημένης. Αλλά τη μαμά μου δεν την ένοιαζε. Αρκεί εγώ να έπινα το πεντανόστιμο υγρό της.
Την επομένη που πήγα νηστική να φάω και να χαϊδευτώ, προς μεγάλη μου απογοήτευση δεν έτρεχε τίποτα από το στήθος της. Αλλά τί να την κάνω. Ήθελε να υποστηρίξει την επιστήμη, μιας και η ίδια ήξερε από τέτοια και έδωσε το λατρεμένο μου φαγητό, 10 ανεκτίμητα ml, σε μια κυρία που έκανε έρευνα για το «πρωτόγαλα». Έτσι το είπε η μαμά μου, περισσότερα δεν ξέρω. Μακάρι μόνο να έδειξε κάτι η έρευνα, γιατί ακόμη θυμάμαι πόσο μου έλειψε, εκείνη την ημέρα, το «πρωτόγαλα» μου.
Όταν με είχε στο δωμάτιό της, εγώ άκουγα τη φωνή της. Μιλούσε για μένα στο τηλέφωνο. Έλεγε διάφορα ακαταλαβίστικα, αλλά είχα διαίσθηση πως αυτά που έλεγε ήταν για μένα. Γιατί η φωνή της γλύκαινε όταν άκουγα να λέει τη λέξη «μπεμπούλα» και την ίδια λέξη έλεγε όταν με είχε αγκαλιά. Εγώ έγερνα το κεφαλάκι μου, όλο ευχαρίστηση, προς την πλευρά που είχε τη φωτογραφία του αδελφού μου, στο προσκέφαλό μου. Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά, αλλά το αλογάκι που καβαλούσε στη φωτογραφία θα το διεκδικούσα.
Την άλλη μέρα τα χαράματα, αφού είχα αναστατώσει, όλο το βράδυ, όλους τους συνομήλικούς μου και τις κυρίες με κλάματα, με πήγαν στην αγκαλιά της μαμάς μου. Εγώ πέτυχα αυτό που ήθελα. Να βυθιστώ στα χάδια της. Έκλαιγα συνεχώς μέχρι που τις κούρασα. Μόνο για τους συνομήλικούς μου στεναχωρήθηκα, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Έτσι ήμουν άλλωστε. Πεισματάρα.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω, πάντως, είναι πως την ημέρα που ήταν να φύγουμε, η μαμά μου με έντυσε με ένα υπέροχο ροζ φορμάκι. Το είχε αγοράσει για εκείνη την ημέρα και ήταν τόσο όμορφο! Έλαμπα μέσα σε αυτό και η μαμά μου καμάρωνε. Είχε μια κούκλα κόρη που είχε πάρει τη χαριτωμένη της μύτη. Φύγαμε άρον άρον, γιατί ο αδελφός μου ήθελε τη μαμά μου, αλλά και γιατί η μαμά μου ανησυχούσε μη χαλάσει το ανσανσέρ και ανεβεί πέντε ορόφους με τα πόδια. Για έναν παράξενο λόγο, όταν γυρνούσε από το μαιευτήριο, και στον αδελφό μου και σε εμένα, το ανσανσέρ χαλούσε, και πέντε όροφοι όταν είσαι λεχώνα δεν είναι και εύκολη υπόθεση να ανεβείς.  Εγώ όμως ήμουν γουρλού. Γιατί μόλις φτάσαμε στο σπίτι, το ανσανσέρ είχε κάνει το τελευταίο του δρομολόγιο και μετά χάλασε.

Την αφήγησή μου η μαμά μου την αφιερώνει σε μένα. Μπορεί να γεννήθηκε πρώτος ο αδελφός μου, αλλά δεν θα άφηνα πολύ χρόνο μέχρι να αφηγηθώ και εγώ τις πρώτες στιγμές της ζωής μου μαζί της….εξάλλου η μαμά μας μας αγαπάει το ίδιο

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Το καρουζέλ

Δεν ήξερε γιατί, αλλά τη φόβιζε. Ίσως ήταν που γυρνούσε με εκείνη την αργή κίνηση, με εκείνες τις μικρές στάσεις για να ανεβοκατεβαίνουν τα παιδιά, ίσως τα πρόσωπα των ψεύτικων αλόγων, που ήταν ακίνητα και ανέκφραστα, ίσως η επαναλαμβανόμενη μουσική, που ηχούσε άκομψα στα αυτιά, ίσως τα πολύχρωμα στολίδια ψηλά και η ξεχωριστή του κορυφή …πολλά ίσως. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιο από αυτά τα ίσως την έκαναν να φοβάται το καρουζέλ. Αυτό που ήξερε πάντως ήταν ότι της δημιουργούσε φόβο που εξελισσόταν πάντα σε πανικό.
Δεν το ομολόγησε ποτέ σε σε κανέναν, γιατί ήξερε πως σε όλους το καρουζέλ αποτελούσε την καλύτερη θύμηση των παιδικών χρόνων. Για τους περισσότερους δε, αποτελούσε ξεχωριστό σύμβολο γιορτής και ξεγνοιασιάς. Έτσι, το μόνο που έκανε ήταν να συμφωνεί, όταν τύχαινε να μιλάνε οι φίλοι της για αυτό. Συμφωνία όμως που συνοδεύονταν από ένα τρέμουλο στο χέρι, μια αμηχανία στη στάση της, ένα υπόκωφο ψιθύρισμα στο αυτί.
Εκείνη την ημέρα ήταν μεγάλη γιορτή για την πόλη της και ο κόσμος είχε μαζευτεί στο πάρκο. Το καρουζέλ είχε στηθεί και γύριζε με τη συνηθισμένη αργόστροφη κίνησή του. Κάποια παιδάκια είχαν ήδη ανέβει στα αλογάκια, άλλα κοιτούσαν ανυπομονώντας να έρθει η σειρά τους.
Μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει εκείνη την ημέρα, βρέθηκε να περιτριγυρίζει στο πάρκο, όταν άκουσε τον ενοχλητικό, για τα δικά της αυτιά, ήχο του καρουζέλ. Δεν ήθελε να πλησιάσει. Παρασύρθηκε από τους επισκέπτες. Κατέληξε να στέκεται λίγα μέτρα μακριά. Της φαινόταν το ίδιο μεγάλο, όπως τότε, που ήταν μικρή. Συνήθως μεγαλώνοντας τα πάντα αποκτούν στα μάτια των ενηλίκων μικρότερη διάσταση, ωστόσο το καρουζέλ φάνταζε ακόμα πιο γιγάντιο στα δικά της μάτια. Η μουσική ακούγονταν πιο έντονα, τα χρώματα φάνταζαν πιο φανταχτερά, το γέλιο των παιδιών το ένιωθε πιο επιτηδευμένο, τα πρόσωπα των αλόγων κοιτούσαν πιο παγωμένα.
Ένιωθε ότι θέλει να φύγει μακριά, αλλά της ήταν αδύνατο να δραπετεύσει με τόσους ανθρώπους τριγύρω, ένας ανθρώπινος κλοιός που της απαγόρευε να τρέξει. Κοιτούσε το καρουζέλ. Κοιτούσε τα παιδάκια. Το βλέμμα της σταμάτησε σε ένα κοριτσάκι. Τα μαλλιά του, το γέλιο του, το πρόσωπό του, της θύμιζαν κάτι πολύ οικείο. Έτσι ήταν η ίδια παιδί. Έτσι γελούσε πάνω στο άλογο πριν πάρα πολλά χρόνια. Συνέχιζε να παρατηρεί το κοριτσάκι όπως εμφανίζονταν σε κάθε γύρο του καρουζέλ. Στον πρώτο γύρο γελούσε, στον επόμενο τα μάτια του είχαν αρχίσει να ψάχνουν κάποιον, στον επόμενο το κοριτσάκι φαινόταν να μην απολαμβάνει το καρουζέλ, στον επόμενο τα μάτια του ήταν φοβισμένα, στον επόμενο γύρο τα μάτια του είχαν καρφωθεί σε έναν κύριο, που έστεκε παραπέρα. Το κοριτσάκι είχε παγώσει στη θέση του και δεν κουνιόταν καθόλου. Στον τέλος το καρουζέλ σταμάτησε.
Όλα τα παιδάκια κατέβηκαν βιαστικά να αγκαλιάσουν τους γονείς τους. Το κοριτσάκι δεν κατέβηκε. Κάθονταν στο άλογο μέχρι που το πλησίασε ο κύριος. Της χάιδεψε τα μαλλιά και την πλάτη της. Το κοριτσάκι έκανε μια κίνηση αποστροφής, φέρνοντας το σώμα του πιο μακριά από το χέρι του κυρίου. Ο κύριος την κατέβασε από το άλογο και της κράτησε το χέρι. Το κοριτσάκι είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο πουθενά· τα πόδια του τα έσερνε βαριά. Ο κύριος κάτι της είπε στο αυτί, με τα χείλη του να ακουμπάνε στο λαιμό του. Το κοριτσάκι δε γέλασε· έδειξε να ταράζεται ακόμη περισσότερο. Το χέρι του κυρίου την χάιδεψε στην πλάτη και λίγο πιο χαμηλά. Το κοριτσάκι έσκυψε το κεφάλι του. Ο κύριος συνέχιζε να τη χαϊδεύει στα μαλλιά, στο λαιμό, στην πλάτη. Απομακρύνθηκαν.
Γύρισε και κοίταξε ξανά τον κόσμο στο πάρκο. Ο ήχος του καρουζέλ, οι ομιλίες των ανθρώπων, γέλια και φωνές, όλα αντηχούσαν μέσα στο μυαλό της. Ο φόβος προσπάθησε να την κυριεύσει. Αυτήν τη φορά, χωρίς να καταλάβει το πώς, κατάφερε να αντισταθεί. Γλιστρώντας ανάμεσα σε ξένα σώματα, βημάτιζε τώρα μακριά. Ένιωθε ένα χάδι στο λαιμό της, στην πλάτη της, ένα ψιθύρισμα υγρό στο αυτί της. Ο ήχος γινόταν έντονος στα αυτιά της. Εκείνο το απεχθές άγγιγμα ακόμη αισθητό στο κορμί της. Η αίσθηση της άηχης διείσδυσης μέσα της πάγωνε το κορμί της. Μόνο μια κραυγή είχε βγάλει τότε. Κραυγή που την έπνιξε εκείνος και παρέμενε ακόμη πνιγμένη μέσα της. Άνοιξε το στόμα της ακούσια, τα χνώτα της άτμισαν. Κράτησε το στόμα ανοιχτό και πήρε μια ανάσα. Στην εκπνοή η κραυγή έλυσε τον κόμπο στο λαιμό, πήρε τον πόνο της και τον διέχυσε στην ατμόσφαιρα. Κανένας δεν την άκουσε. Μόνο αυτή. 

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Γκρι-καφέ ρίγες



Όταν η καφέ-ριγέ έφθασε στην ακτή με τα πράσινα βότσαλα, έπιασε μια γωνιά στην άμμο και έκλεισε τα μάτια της. Κοιμήθηκε για ώρες, ούτε και η ίδια θυμάται πόσες. Ο ήλιος τη στέγνωσε, θάμπωσε το γυαλιστερό, ζεστό, καφέ της χρώμα. Οι ρίγες της ίσα που διαγράφονταν. Κάποια στιγμή άνοιξε τα βλέφαρα και κοίταξε τριγύρω της. Δεν είχε δει ποτέ της τόσο όμορφα, καταπράσινα βότσαλα, άλλα με μαύρες κηλίδες και άλλα με μαύρες σταυρωτές γραμμές. Ήταν πανέμορφα. Έμεινε ασάλευτη. Το βλέμμα της αναζήτησε τη θάλασσα. Διψούσε. Ήθελε να γλιστρήσει, να την αρπάξει ένα δυνατό κύμα, να την ανακατέψει με τη θάλασσα, να δροσιστεί, να συνέλθει από το μακρύ ταξίδι της. Είχε φύγει από τον τόπο της. Δεν ήθελε να ζει άλλο εκεί. Τα λευκό-ροζ βότσαλα του νησιού της την είχαν οδηγήσει σε αυτή της την απόφαση, να αφήσει το αγαπημένο της νησί, την Σκύρο. Δεν δέχονταν τη διαφορετικότητά της. Αυτή ήταν καφέ με ρίγες, σπάνιο βότσαλο στον τόπο της. Δε γνώριζε την καταγωγή της, το μητρικό της πέτρωμα, το βουνό που τη γέννησε.
-Δεν χωράς στην ακτή μας, της είχαν πει και η καφέ-ριγέ κατάπιε ένα πικραμυγδαλάκι. Αυτή η φράση ηχούσε στα μόρια της, τα έκανε να δονούνται.
-Βότσαλο σαν εσένα δεν έχει γεννήσει η γη μας, είπαν την επομένη. Δεν ταιριάζει το χρώμα σου με το δικό μας, δήλωσαν κατηγορηματικά.
Και η καφέ-γκρι κατάλαβε. Έπρεπε να φύγει, δεν θα ανεχόταν κι άλλες προσβολές. Ένα βράδυ που τα υπόλοιπα βότσαλα κοιμόντουσαν, ένα κύμα την παρέσυρε στα βαθιά. Έκανε ανάλαφρο το σώμα της και ταξίδεψε. Δεν ήξερε πού θα την πήγαινε το θαλάσσιο ρεύμα. Αρκεί να την έπαιρνε από την Σκύρο. Αρκεί, όταν θα ξυπνούσαν τα λευκό-ροζ βότσαλα να μην την έβλεπαν ξανά μπροστά τους.
Μετά από πέντε ημέρες περιπλάνηση η θάλασσα την ξέβρασε σε εκείνη την ακτή του Αιγαίου, εκεί όπου το Πήλιο συναντά τον Αγιόκαμπο. Μα και τα πράσινα βότσαλα δεν ήταν περισσότερο φιλόξενα. «Γιατί να συμβαίνει αυτό;» αναρωτιόταν η καφέ-γκρι, «γιατί να μην δέχονται στην ομάδα τους ένα βότσαλο διαφορετικό;». Ένας γκρι-ριγέ την πλησίασε.
-Γιατί η ομοιομορφία βολεύει, της απάντησε.
Ντράπηκε που πρόδωσε την σκέψη της σε έναν άγνωστο.
-Την ίδια σκέψη έκανα όταν ήρθα σε τούτη την ακτή, συνέχισε ο γκρι-ριγέ. Μόνο που, μικρή μου, δεν άφησα να ακουστεί η σκέψη μου. Αν θέλεις να επιβιώσεις στη σκληρή αυτή κοινωνία των πράσινων βοτσάλων, πρέπει να μάθεις να κρύβεις τις σκέψεις σου, την προειδοποίησε.
Η καφέ-ριγέ κατέβασε το βλέμμα της. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, πώς να μάθει να μην προδίδει τις σκέψεις, τα συναισθήματά της. Δεν μίλησε. Μόνο προσπάθησε να κρυφτεί κάτω από την άμμο.
-Είναι άσκοπο αυτό που κάνεις, συνέχισε να της απευθύνεται ο γκρι-ριγέ. Όσο και αν κρύβεσαι, τα πράσινα βότσαλα θα σε ανακαλύψουν, θα σε ξεχωρίσουν, θα σε αποπέμψουν. Μην κοιτάς εμένα, εγώ επιβλήθηκα γιατί δεν άφησα να εισχωρήσει στις ρωγμές μου το φαρμάκι τους. Είμαι πιο σκληρός από εσένα.
Η καφέ-γκρι συνέχισε να σωπαίνει. Τα μόρια της έτρεμαν. Προσπαθούσε εξωτερικά να δείχνει ψύχραιμη και σκληρή.
-Είσαι περίεργα όμορφη, άκουσε να της λέει ο γκρι-ριγέ. Σου το είπε κάποιος λευκό-ροζ στα μέρη σου;
Η καφέ-ριγέ χαμογέλασε. Όχι, κανένα βότσαλο δεν της το είχε πει, κι ας ήταν όμορφη, ήταν καφέ και όσο και να την θαύμαζαν τα αρσενικά βότσαλα, κανένα δεν τολμούσε να το ομολογήσει. Υποταγμένα όλα στην ομοιομορφία της δομής τους. Κοίταξε τον γκρι-ριγέ. Παράξενο το σχήμα του, είχε βαθιές ουλές η επιφάνειά του, ίσως από χτυπήματα της θάλασσας σε βράχια κοφτερά. Οι ρίγες του ακανόνιστες, ίσως να αποτύπωναν νευρώδη χαρακτήρα.
-Μην πληγωθείς αν σου φερθούν χυδαία, την προστάτεψε. Εδώ τα βότσαλα είναι επιθετικά, μεγάλα, βαριά, πίσω από την ομορφιά τους κρύβουν ...
Πριν καν προλάβει να ακούσει όλη τη φράση, ένα μεγάλο κύμα, ίσως από κάποιο καράβι που ταξίδευε στα ανοιχτά, ήρθε και τα τράβηξε στη βαθιά θάλασσα. Βρέθηκαν να κολυμπούν τόσο κοντά, σχεδόν κολλητά το ένα στο άλλο. Ένιωσαν το πέτρωμά τους να αγγίζεται, τις ρίγες τους να ψάχνουν να βρουν κοινές γραμμές. Φιλήθηκαν κάτω από το φως του φεγγαριού που φώτιζε τον δρόμο τους. Τα σώματά τους, ανάλαφρα, παρασέρνονταν από θαλάσσια κύματα, από θαλάσσια ρεύματα. Δυο βότσαλα ξεχωριστά, χωρίς να γνωρίζουν αν θα βρουν φιλόξενη ακτή. Μέχρι που ο γκρι-ριγέ την έπεισε να βγούνε στην ακτή. Μαζί θα αντιμετώπιζαν τις όποιες δυσκολίες.
Ξεβράστηκαν σε μιαν ακτή της Μήλου, με βότσαλα πολύχρωμα, εκεί όπου κανένα βότσαλο δεν έμοιαζε με άλλο. Κουρασμένα και τα δύο, ξάπλωσαν με τα πετρώματά τους ενωμένα, με τις ρίγες τους αγκαλιασμένες. Κι ο έρωτάς τους, καλοδεχούμενος, ήταν γιορτή για την ακτή. Τα χρόνια πέρασαν και ο γκρι-ριγέ με την καφέ-ριγέ απέκτησαν ένα μικρό βότσαλο, με υπέροχες γκρι-καφέ ρίγες. «Σπάνιο βότσαλο», ομολογούσαν όλα τα βότσαλα, «όσο σπάνια και η αγάπη των γονιών τους!».
Λένε πως τα τρία αυτά βότσαλα υπάρχουν ακόμα στη Μήλο, πως είναι τα μοναδικά βότσαλα που κολυμπούν το βράδυ, όταν έχει φεγγάρι. Λένε, επίσης, πως τα λευκό-ροζ βότσαλα της Σκύρου και τα καταπράσινα με τις μαύρες πινελιές του Αγιόκαμπου δεν είναι πια σκληρά και αφιλόξενα. Λένε πως, μετανιωμένα, προσμένουν να ξαναδούν τα παράξενα εκείνα βότσαλα με τις μοναδικές τους ρίγες.