Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Οικογένεια Μπότα




Η οικογένεια Μπότα κατοικούσε σε μια διώροφη παπουτσοθήκη. Ο μπαμπάς Μπότας και η μαμά Μποτίνα ξεκουράζονταν στον δεύτερο όροφο μαζί με τον πρωτότοκο, τον Μποτούλη, το χαϊδεμένο παιδί του μπαμπά και της μαμάς, το καλό μποτάκι που μιλούσε ευγενικά, που έτρωγε όλο του το φαγητό, και παραπάνω κάποιες φορές, η μπότα που όλοι οι γονείς μπότες θα ήθελαν να αποκτήσουν στη ζωή τους. Η μαμά του τον περιποιούνταν με κάμελ διάφανο, τον καθάριζε και έτσι ο Μποτούλης πάντα λαμποκοπούσε. Όταν μάλιστα έβγαιναν βόλτα, όλα τα παπούτσια της γειτονιάς τον θαύμαζαν και του χαμογελούσαν. Ο Μποτούλης μεγάλωσε, λοιπόν, με χάδια και αγάπη. Όσο όμως ο καιρός περνούσε άρχισε να βαριέται και ήθελε αδελφάκι, όπως όλα τα πρωτότοκα παπούτσια άλλωστε.
-Μαμά, πότε θα μου κάνετε ένα αδελφάκι να παίζω και να περπατάω παρέα; Επαναλάμβανε συνεχώς.
Ο μπαμπάς Μπότας άλλο που δεν ήθελε, η μαμά Μποτίνα συμφώνησε και αυτή και ο μικρός του αδελφός γεννήθηκε μια ωραία μέρα που ο ήλιος έλαμπε και έβρεχε πράσινη βροχή.
-Ήλιος με πράσινη βροχή, γεννιούνται οι αρβύλες αυτή την εποχή, είπε ο μπαμπάς Μπότας την ημέρα της γέννησης του δεύτερου παπουτσιού του. Γέλασε η μαμά Μποτίνα, το άκουσε το νεογέννητο μποτάκι και του καρφώθηκε στο μυαλό του.
Από τότε, κάθε φορά πριν κοιμηθεί, εκείνες τις στιγμές που συγκέντρωνε τη σκέψη του και αράδιαζε τους προβληματισμούς στο μυαλό του, αναρωτιόταν για ποιο λόγο είπε τέτοια κουβέντα την ώρα της γέννησής του ο μπαμπάς του, γιατί χασκογέλασε η μαμά του και γιατί ο αδελφός του τον κορόιδευε πως μοιάζει με παπούτσι βατράχου. Η μεγαλύτερή του απορία ήταν γιατί τον ονόμασε ο μπαμπάς του αυθόρμητα Αρβύλα και δεν τον αποκάλεσε Μποτάκη, όπως θα έπρεπε ως δευτερότοκο παπούτσι. Και το όνομα Αρβύλας τελικά του έμεινε για πάντα, καθώς έμοιαζε με στρατιωτική αρβύλα, μιας που ήταν πράσινος με λίγα μαύρα στίγματα, έτσι είπε ο μπαμπάς τους, και όταν μιλούσε ο μπαμπάς κανένας δεν έπρεπε να διαφωνεί.
-Μήπως δεν είμαι δικό τους παπούτσι; Μήπως δεν ανήκω σε αυτή την οικογένεια, αφού δεν έχω άσπρο χρώμα, αφού είμαι όλος πράσινος; Ίσως και να με βρήκαν σε κάποια παλιά παπουτσοθήκη ορφανό και να σκηνοθέτησαν τη γέννησή μου…άρα δεν είναι οι φυσικοί μου γονείς…
Αυτά σκεφτόταν ένα βράδυ ο μικρός Αρβύλας. Δεν άντεξε άλλο να είναι τόσο διαφορετικός από τη μαμά, τον μπαμπά και τον αδελφό του, που τον κορόιδευε πως καλύτερα θα ταίριαζε σε πόδι βατράχου. Θα έφευγε λοιπόν κάποια μέρα, ίσως όχι την επομένη, ίσως όταν θα μεγάλωνε λίγο ακόμη. Θα έφευγε μακριά. Έτσι η ζωή του έγινε στενάχωρη, με σκέψεις και αγωνίες, με σχέδια δραπέτευσης από την παπουτσοθήκη, με ειρωνείες και κοροϊδίες του Μποτούλη, ο οποίος μάλιστα μόνο πίσω από την πλάτη των γονιών του τον πλήγωνε, μπροστά τους ήταν το καλό παιδί. Ο Αρβύλας δεν μπορούσε να βρει το δίκιο του, δεν είχε μάρτυρες, ούτε και αποδείξεις.  
Μια μέρα άκουσε τη μητέρα του να λέει στον Μποτούλη, όπως γυάλιζε το δέρμα του με το διάφανο κάμελ:
-Μποτούλη, σε λίγες μέρες θα έρθει στη ζωή το δεύτερο αδελφάκι σου, ελπίζω εσύ και ο Αρβύλας να χαρείτε με το ευχάριστο αυτό γεγονός!
-Φυσικά, μαμάκα μου καλή, και βέβαια θα χαρούμε και μάλιστα θα ήθελα να είναι κοριτσάκι, να έχει όμορφα κορδόνια και να ακούγονται τα τακουνάκια της, όταν θα περπατάει.
Γέλασε η μαμά του και του ’κλεισε το μάτι, σαν να του ’λεγε, πως ναι κοριτσάκι θα είναι η αδελφή του. Ο Αρβύλας κρυφάκουσε τη συζήτηση και κατσούφιασε. «Βέβαια, τόσο που αγάπησε εμένα, τώρα θέλει και αδελφή, για να την τυραννάει και να της τραβάει τα κορδόνια. Μεγάλος μπελάς με βρήκε! Άσε που ο μπαμπάς και η μαμά θα αγαπάνε τώρα τη μικρή αδελφή και τον Μποτούλη, και εγώ έχασα και την τελευταία ευκαιρία να με αγαπήσουν, γιατί ποτέ δεν με αγάπησαν», σκέφτηκε ο Αρβύλας και κλείστηκε στον εαυτό του. Από εκείνη τη μέρα κατέβηκε στο ισόγειο και εγκαταστάθηκε εκεί.
-Καλύτερα μόνος, δεν θέλω κανέναν, είπε στον μπαμπά του το άλλο πρωί, όταν τον παρακάλεσε να ανέβει να μοιραστεί τον πρώτο όροφο με τον Μποτούλη.
-Αποκλείεται, μου μυρίζει το κάμελ το διάφανο και ζαλίζομαι, θέλω την ησυχία μου σας είπα, τους τόνισε και το θέμα έληξε.
Ο Αρβύλας πλέον καθόταν μοναχός του στο ισόγειο. Εξάλλου από εκεί κάτω ήταν πιο εύκολο να δραπετεύσει. Οι γονείς του δεν ασχολήθηκαν άλλο με το γεγονός, άλλωστε περιμένανε το τρίτο τους παπουτσάκι. Ο Μποτούλης χάρηκε που του άδειασε τη γωνιά και έμεινε μόνος στον όροφό του. Τα βράδια χτυπούσε με τη σόλα του το πάτωμα για να ενοχλήσει τον Αρβύλα.
-Κουάξ, κουάξ, έλεγε κοροϊδευτικά και γελούσε.
Οι γονείς τους δεν άκουγαν τίποτα από όλα αυτά, καθώς στον τελευταίο όροφο δεν έφταναν οι ομιλίες τους. Σύντομα ήρθε και το τρίτο παπουτσάκι στη ζωή. Ήταν να φύγει κρυφά εκείνη την ημέρα ο Αρβύλας, αλλά ανέβαλλε την φυγή του από περιέργεια να δει το μικρό του αδελφάκι. Και ναι, ήταν κοριτσάκι, ένα πανέμορφο μποτάκι, με ασπρο-πράσινο δέρμα και άσπρα κορδόνια.
-Φτυστή ο Μποτούλης είναι, μόνο εγώ είμαι όλος πράσινος, συλλογίστηκε και έμεινε να θαυμάζει τη μικρή του αδελφή.
-Μποτούλα θα την πούμε, συμφωνείς, Μποτούλη; Είπε ο μπαμπάς Μπότας και έριξε μια λοξή ματιά στον Αρβύλα, που τους κοιτούσε από μακριά.
-Εσύ, Αρβύλα, δεν θα πλησιάσεις την μικρή σου αδελφή να την φιλήσεις;
Ο Αρβύλας κοίταξε τον Μποτούλη, δίστασε να πλησιάσει την αδελφή του, φοβήθηκε μήπως με το φιλί του την πρασινίσει και έτσι έμεινε να τους κοιτάζει από μακριά, με μάτια υγρά, έτοιμα να χυθούν ποτάμι τα δάκρυα. Κατέβηκε στο ισόγειο και άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν στο πράσινο σώμα του. Πλημμύρισε το πάτωμα της παπουτσοθήκης, ξεχύλησαν  σαν ορμητικό ποτάκι και ο Αρβύλας έκλαιγε πικραμένος, γιατί δεν κατάφερε να εκδηλώσει τη χαρά του, δεν αγκάλιασε τη νεογέννητη αδελφή του. Την επομένη που ξύπνησε ανέβηκε να τη δει, την μεθεπομένη ξανανέβηκε, το ίδιο και την επόμενη ημέρα. Αλλά κάθε φορά η ίδια εικόνα, η μαμά του κρατούσε την Μποτούλα αγκαλιά, ο Μποτούλης κοντά της να χαϊδεύει τα κορδόνια της και ο μπαμπάς τους αναπαυόταν ευχαριστημένος και ήρεμος, σίγουρος πως όλα τα μέλη της οικογένειάς του ήταν ευτυχισμένα. Ο Αρβύλας όμως δεν ήταν και ποτέ δεν θα ήταν ευτυχισμένος μαζί τους. Το αποφάσισε. Θα έφευγε, δεν τον είχαν ανάγκη πια. Είναι το μεσαίο παιδί της οικογένειας, ένα παράξενο, καταπράσινο παπούτσι που δεν μοιάζει, ούτε τη μαμά ούτε τον μπαμπά. Καιρός να τους αδειάζει τη γωνιά, λοιπόν.
Μόλις χάραξε, ο Αρβύλας άνοιξε την πόρτα της παπουτσοθήκης, προσεκτικά και αθόρυβα, και βγήκε έξω πρώτη φορά μόνος χωρίς τους γονείς του και τον αδελφό του. Στην αρχή φοβήθηκε αρκετά, δεν ήξερε κατά πού να πάει. Άκουγε μέσα του το κοροϊδευτικό γέλιο του αδελφού του και σκέφτηκε πως, ναι, θα μπορούσε να πάει στο έλος, εκεί μακριά από την παπουτσούπολη, στο έλος των βατράχων. Περπάτησε ώρα πολλή μέχρι να φτάσει στην άκρη της πόλης. Γύρισε πίσω του και κοίταξε τις παπουτσοθήκες. Δεν δάκρυσε αυτή τη φορά, ένιωθε πως είχαν στερέψει τα δάκρυα και πως μέσα του είχε δυναμώσει. Συνέχισε να περπατάει μόνος, μέχρι που έφτασε στο έλος των βατράχων. Άκουσε τα αληθινά κουάξ, κουάξ και ένιωσε πως αυτοί οι ήχοι δεν ήταν κοροϊδευτικοί, αλλά ήταν αγνοί ήχοι της φύσης.
Και τότε, όταν πλησίασε αρκετά, είδε έναν βάτραχο που καθόταν στα ρηχά και προσπαθούσε να φάει μία μύγα που πετούσε κοντά του. Τον παρατήρησε. Είδε το πλατύ κεφάλι του, τα μεγάλα, γουρλωτά του μάτια, τη μεγάλη του γλώσσα, τα δυο του μακριά και λεπτά πόδια, το καταπράσινο σώμα του. «Αυτά τα πόδια εννοούσε ο Μποτούλης πως είμαι γεννημένος για να με φορέσουν;» αναρωτήθηκε. Γέλασε ο Αρβύλας με την ψυχή του. Γέλασε γιατί ο αδελφός του τον κορόιδευε χωρίς να ξέρει πώς είναι τα βατράχια. «Είμαι πολύ μεγάλος για τα πόδια των βατράχων!» συλλογίστηκε. Γύρισε και κοίταξε από μακριά την παπουτσούπολη. Ήταν πολύ όμορφη πόλη! Οι παπουτσοθήκες φάνταζαν πολύ όμορφες από μακριά με τα έντονα χρώματα. Το βλέμμα του έπεσε στον φιδίσιο δρόμο που οδηγούσε στο έλος και είδε τον μπαμπά του και τη μαμά του να τρέχουν. Όταν πλησίαζαν κατάλαβε πως τα πρόσωπά τους πρόδιδαν μεγάλη αγωνία. Ο Μποτούλης έτρεχε από πίσω, κρατώντας την Μποτούλα από το κορδόνι, που έτρεχε και αυτή, κάπως ατσούμπαλα, γιατί ήταν μικρούλα.
-Αρβύλα, Αρβύλα!Πού είσαι Αρβύλα, απάντησε μας, άκουγε τις φωνές τους.
Για μια στιγμή κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο. Δεν ήξερε αν ήθελε να παραδοθεί και να γυρίσει πίσω. Ήθελε να τους δει να τον αναζητούν, να διαπιστώσει αν πραγματικά τον αγαπάνε. Να του ζητούσε ο Μποτούλης συγνώμη και τέλος ήθελε να δει την μικρή του αδελφή, σαν να μεγάλωσε μέσα σε μια μέρα και τώρα περπατούσε λίγο άτσαλα αλλά τόσο χαριτωμένα με τα τακουνάκια της να αντηχούν!
Πέρασαν μπροστά από το θάμνο και συνέχισαν προς το έλος. Ένας βάτραχος ξεπήδησε και ο Μποτούλης τρόμαξε.
-Φύγε, φύγε από πάνω μου! ούρλιαξε. Μαμά, μπαμπά, κάντε κάτι! Βοηθήστε με! Γυρίστε πίσω, εγώ είμαι ο πρωτότοκος, όχι ο Αρβύλας! συνέχισε να φωνάζει.
Όμως ο μπαμπάς του και η μαμά του δεν έδιναν σημασία στα κλαψουρίσματά του, στις ζήλιες και τα καμώματα. Έψαχναν να βρουν τον Αρβύλα, έψαχναν παντού, φώναζαν και τον καλούσαν να έρθει κοντά τους. Και τότε ο Αρβύλας αποφάσισε να παραδοθεί στην αγκαλιά τους.
-Μαμά, μπαμπά, εδώ είμαι! Φώναξε και έτρεξε καταπάνω τους.
«Όχι, Αρβύλα, πρέπει να ξεκαθαρίσεις πως σε αγαπάνε», άκουσε την εσωτερική φωνή του και σταμάτησε.
-Θέλω πρώτα να σας πω κάποια πράγματα, να ξαλαφρώσω. Με ονομάσατε Αρβύλα γιατί σας θύμισα τις στρατιωτικές αρβύλες, γιατί δεν είμαι σαν εσάς, είμαι καταπράσινος και διαφορετικός. Ποτέ δεν με αγαπήσατε όπως τον Μποτούλη και την Μποτούλα, πάντα δίκιο στον Μποτούλη δίνατε και ας με κορόιδευε πάντα πως προορίστηκα για πόδια βατράχου…
-Για σταμάτα, διέκοψε ο μπαμπάς Μπότας. Είσαι το παπουτσάκι μας και εμείς δεν ξεχωρίζουμε τα παιδιά μας.
Η μαμά Μποτίνα κοιτούσε το δευτερότοκο παπουτσάκι της, πρώτη φορά με τόση στοργή. Ένιωθε τύψεις που το καταπράσινο μποτάκι της, αυτό το πανέμορφο και ξεχωριστό μποτάκι, αισθάνθηκε τόση μεγάλη απόρριψη από την ίδια. Το πλησίασε και το αγκάλιασε σφιχτά.
-Αρβυλάκι μου γλυκό, του είπε, σου ζητώ συγνώμη για όσα σε πλήγωσαν, κάνουμε και οι γονείς λάθη, μάλλον κάνουμε μόνο οι γονείς λάθη. Και ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος; Πως αφήνουμε το χρόνο να περνάει χωρίς να λέμε «σ’ αγαπώ».
Ο Αρβύλας την κοιτούσε με ανοιχτή τη σόλα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, του φαινόταν όλα σαν όνειρο, η μαμά του τον αγαπούσε αληθινά, το ίδιο και ο μπαμπάς του που δύσκολα εκφράζεται με λόγια. Ο Μποτούλης όμως;
-Αρβύλα, πάντα σε ζήλευα γιατί είχες το πιο ωραίο πράσινο χρώμα! Δεν έμοιαζες κανέναν, γιατί ήσουν μοναδικός, και είσαι! Και όχι μόνο έχεις το πιο ωραίο, γυαλιστερό πράσινο χρώμα, χάρη σε εκείνη τη σπάνια πράσινη βροχή που έπεφτε την σπάνια μέρα που γεννήθηκες, είναι που δεν χρειάζεσαι λουστράρισμα, είναι που έχεις την μεγαλύτερη καρδιά των παπουτσιών, είναι που είσαι και ο καλύτερος αδελφός του κόσμου! Και ξέρεις γιατί; Γιατί ποτέ σου δεν με κορόιδεψες, όπως εγώ εσένα, ποτέ σου δεν με μείωσες στα μάτια των άλλων. Σου ζητώ συγνώμη…
Ο Αρβύλας δεν περίμενε πως ο αδελφός του θα έκανε τέτοια εξομολόγηση. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, πρώτη φορά αγκαλιάζονταν τα δυο αδέλφια.  Τα τακουνάκια της Μποτούλας ακούστηκαν. Άνοιξαν την αγκαλιά τους και την βάλανε στη μέση. Πόσο ευτυχισμένα και αγαπημένα ήταν και τα τρία αδέλφια!
-Πάμε στην παπουτσοθήκη μας; Ή θα βραδιαστούμε με τους ξυπόλητους βρατράχους; Είπε ο μπαμπάς Μπότας και όλοι έσκασαν στα γέλια.
Η οικογένεια Μπότα, ενωμένη για πρώτη φορά, επέστρεψε στην παπουτσούπολη. Το σπιτικό τους τους περίμενε να τους φιλοξενήσει και εκεί να μοιραστούν τις οικογενειακές στιγμές τους. Ο Αρβύλας ήταν πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Είχε δυο υπέροχους γονείς, δυο υπέροχα αδέλφια, και ένα μοναδικό γυαλιστερό πράσινο χρώμα που όλες οι μπότες θα ζήλευαν!

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Όταν ένα δένδρο...

το διήγημα διακρίθηκε με το 8ο βραβείο στον 1ο ηλεκτρονικό διαγωνισμό διηγήματος 2014 της εθελοντικής ομάδας δράσης "Ο τόπος μου" Ν.Πιερίας 
«Οι πόλεις ξεχωρίζουν από τις πλατείες τους» είχε πει, κλείνοντας το λόγο του, ο Δήμαρχος της πόλης την ημέρα των εγκαινίων της αναπλασμένης κεντρικής πλατείας. Οι παρευρισκόμενοι συμφώνησαν με ένα θερμό χειροκρότημα. Τα θαυμάσια γλυπτά καθώς και οι τέσσερις τοίχοι τοποθετημένοι, στις τέσσερις γωνίες της πλατείας με τοιχογραφίες, που αναπαριστούσαν τη φύση επιβεβαίωναν τη νέα αισθητική της πόλης. Μιας πόλης που προωθούσε την τάση της εποχής να δίνει αξία στα τεχνοκρατικά στοιχεία εις βάρος της φύσης, η οποία εξοστρακίζεται στο περιθώριο των οικισμών.

Περιμετρικά ένα ποτάμι κυλούσε πότε ορμητικά, πότε με ελάχιστο νερό, δημιουργώντας νησίδες ξεκούρασης για τα πτηνά. Πάντοτε όμως κυλούσε ανάμεσα από άχρηστα αντικείμενα που πετούσαν απερίσκεπτα οι κάτοικοι, ενώ τα υδροχαρή φυτά αναπτύσσονταν στις όχθες του, καταπίνοντας τα λύματα που χύνονταν χωρίς έλεγχο, συμπληρώνοντας την υποβαθμισμένη εικόνα του ποταμιού. Απέναντι, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων, το πιο ψηλό βουνό της χώρας επέβαλλε την παρουσία του στο τοπίο, εμφανώς ενοχλημένο από τον αρνητικό προσανατολισμό των κτιρίων της πόλης. Χτισμένα με την «πλάτη» τους προς το βουνό, χωρίς κανένα άνοιγμα, χωρίς κανένα μπαλκόνι με θέα προς αυτό, έδειχναν την άρνηση των κατοίκων να θαυμάζουν το μυθικό βουνό, με τη χιονισμένη, σχεδόν όλο το χρόνο, κορυφή του. Καταφύγιο σπάνιων φυτικών ειδών, κωνοφόρων και φυλλοβόλων δένδρων, με φύση οργιάζουσα, περιφρονημένη και περιθωριοποιημένη, έστελνε το άρωμά του και την επιβλητική ομορφιά του στην, αδειανή από δένδρα, πόλη.    

Τα πρώτα χρόνια οι κάτοικοι συναντιόνταν στην κεντρική πλατεία, διοργάνωναν πολιτιστικές εκδηλώσεις, συνομιλούσαν καθήμενοι στα μεταμοντέρνα παγκάκια ή απλά χάζευαν τις τοιχογραφίες. Και μέσα σε όλο αυτό τον επιπόλαιο ενθουσιασμό για την καινούργια πλατεία, ένα φωτεινό πρωινό της άνοιξης, την εποχή που ανοίγουν οι ανθοφόροι οφθαλμοί και οι σπόροι φυτρώνουν μετά το λήθαργό τους, κάτω από ένα πλακίδιο, στο πιο κεντρικό σημείο της πλατείας, ένα φυτάριο ξεμύτισε, αργά αργά χωρίς κανένας να το αντιληφθεί. Μέρα με τη μέρα, στην αρχή διστακτικά και μουδιασμένα, με περισσό θάρρος αργότερα, μεγάλωνε και με τη δύναμη που του έδινε η φύση, κατάφερε να μετακινήσει το χαλαρά τοποθετημένο πλακίδιο και να επιβάλλει την ύπαρξή του.

Και όπως ήταν αυτονόητο για την πόλη αυτή, κανένας δεν το πρόσεξε ακόμη και όταν είχε ψηλώσει αρκετά. Το δενδρύλλιο έγινε δένδρο, συνεχίζοντας να μεγαλώνει και να απλώνει τα κλαδιά του. Το ριζικό του σύστημα εξαπλώθηκε ανάμεσα από τα θεμέλια των κτιρίων, ακολουθώντας το διακλαδιζόμενο, υπόγειο δίκτυο αγωγών, με ένα τρόπο που έγινε ένα με αυτό. Το καλοκαίρι απορροφούσε τις καυτές ακτίνες του ήλιου και δρόσιζε την πόλη. Το φθινόπωρο, ο αέρας φυσούσε μέσα από τα πυκνά κλαδιά του και το θρόισμα των φύλλων δημιουργούσε την πιο γλυκιά μουσική που συνόδευε το κάθε βήμα των περαστικών. Το χειμώνα αψηφούσε το κρύο και τραβούσε σα μαγνήτης όλες τις χιονονιφάδες, για να μην κλείνουν οι δρόμοι και να μη δυσανασχετούν οι κάτοικοι. Την άνοιξη τα άνθη του έπαιρναν τη δυσωδία των καυσαερίων και την αντικαθιστούσαν με το πιο ευωδιαστό άρωμα, που σκόρπιζε σε κάθε μπαλκόνι.

Παρά την προκλητική περιφρόνηση της ύπαρξής του, το δένδρο ανάσαινε μαζί με τους κατοίκους. Ακόμη και αν κανένας δεν το πότιζε παρά μόνο η βροχή, κανένας δεν του μιλούσε παρά μόνο ο αέρας, κανένας δεν το συντρόφευε παρά μόνο τα πουλάκια που φώλιαζαν στα κλαδιά του, αυτό ακούραστο, στήριζε με τις ρίζες του όλα τα κτίρια της πόλης, τίναζε τα κλαδιά του, ώστε τα φύλλα του να μη λερώνουν τα πεζοδρόμια, σκόρπιζε τη γύρη μακριά για να μην ενοχλεί όσους ανέπνεαν με δυσκολία και ρουφούσε όλο το νερό της βροχής μην αφήνοντας την πόλη να πλημμυρίζει. Ήταν ένα υπερήφανο δένδρο.

Τα χρόνια πέρασαν και όπως καθετί καινούργιο στην πόλη αυτή των αδιάφορων κατοίκων, η πλατεία έπαψε να αποτελεί το νευραλγικό σημείο της πόλης, να κεντρίζει το ενδιαφέρον των περαστικών. Οι τοιχογραφίες ξεθώριασαν, τα γλυπτά αποτέλεσαν σημείο γραφής συνθημάτων και το παραδοσιακό πλακόστρωτο ποδοπατήθηκε και καταστράφηκε. Και όπως ο χρόνος κυλούσε, το δένδρο στο κέντρο της πλατείας παρέμενε το μοναδικό ζωντανό στοιχείο ανάμεσα σε φθαρμένα πλακάκια, σε κατεστραμμένα παγκάκια, σε σκουριασμένα σιντριβάνια. Μέχρι που η ανθρώπινη αλαζονεία επιβεβαιώθηκε, μετά από τριάντα χρόνια, με την πρόταση για ανάπλαση της πλατείας και την αναγκαστική εκρίζωση του παραμελημένου δένδρου. Το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να προκηρυχτεί διαγωνισμός προκειμένου να υποβληθούν καινοτόμες ιδέες για την ανάπλαση μιας πλατείας. Οι αρχιτέκτονες πιάσανε μολύβια, χάρακες, μοιρογνωμόνια και διαβήτες για να σχεδιάσουν την καλύτερη πρόταση.

Οι φάκελοι κατέφθαναν στο Δημαρχείο ο ένας μετά τον άλλο έως την τελευταία μέρα του διαγωνισμού όπου ο ταχυδρόμος παρέδωσε έναν πράσινο φάκελο. Πετάχτηκε αδιάφορα στη στήλη με τις υπόλοιπες συμμετοχές, περιμένοντας τη στιγμή της αξιολόγησής του. Η επιτροπή διαγωνισμού εξέτασε τις υποψηφιότητες μία προς μία, ελέγχοντας εξονυχιστικά τα τεχνικά σχέδια, τις μακέτες, τις κατόψεις. Όλες οι προτάσεις των καταξιωμένων τεχνικών γραφείων υπόσχονταν μια πλατεία λειτουργική, μοντέρνα, σχεδιασμένη για τις ανάγκες μιας σύγχρονης πόλης, μια πλατεία χωρίς δένδρα. Ο πράσινος φάκελος έμεινε να ανοιχτεί και να αξιολογηθεί τελευταίος, τηρώντας τη σειρά πρωτοκόλλησής του. Μόνο που η μοναδική υπογραφή, ως στοιχείο ταυτοποίησης του ανώνυμου συντάξαντα, έθεσε σε προβληματισμό τα μέλη της επιτροπής για το αν έπρεπε να την αποδεχτούν ή να την απορρίψουν. Η άποψη ενός νεαρού αρχιτέκτονα επικράτησε και ο φάκελος ανοίχτηκε. Η ίδια έκπληξη αποτυπώθηκε στα πρόσωπα όλων, όταν διαπίστωσαν πως δεν περιελάμβανε μακέτες, ούτε τεχνικά σχέδια, ούτε κατόψεις. Το ίδιο ερώτημα ειπώθηκε μεμιάς όταν αντίκρισαν το περιεχόμενό του «Μια ζωγραφιά;»

Απέμειναν να την παρατηρούν, αντιλαμβανόμενοι πως το θέμα της ζωγραφιάς ήταν το μοναδικό δένδρο της πόλης τους, ένα δένδρο στο οποίο ποτέ δεν είχαν δώσει ιδιαίτερη προσοχή. Και όπως όλοι διερευνούσαν τις λεπτομέρειες, συγκλίνανε στην άποψη πως δεν ήταν απλά ένα δένδρο που είχε φυτρώσει τυχαία στην πλατεία, αλλά το κέντρο και το στήριγμα όλης της πόλης. Είδαν τις διακλαδώσεις του ριζικού του συστήματος, τις σκιάσεις στο πλακόστρωτο, τα υπέροχα πράσινα φύλλα και μετά παρατήρησαν πως το δένδρο αποτελούσε κατοικία για ζώα και έντομα, τη μοναδική κατοικία της πόλης με κατοίκους τόσο διαφορετικούς από αυτούς. Και τότε ο καθένας έστρεψε, με πρωτόγνωρη ταπεινότητα, το βλέμμα του προς το παράθυρο. Το δένδρο πίσω από την τζαμαρία, εξέπεμπε την ίδια ομορφιά όσο και στη ζωγραφιά. Οι διακριτικοί του κάτοικοι ξεπρόβαλλαν μέσα από τα κλαδιά και επέστρεφαν σε αυτό, το φως περνούσε μέσα από το φύλλωμα σχηματίζοντας παράξενες φωτοσκιάσεις στο έδαφος, τα κίτρινα φύλλα στροβίλιζαν στον αέρα και απομακρύνονταν μακριά με τη βοήθεια ενός αόρατου ρεύματος αέρα.

Ο προβληματισμός που ακολούθησε καθυστέρησε τη διαδικασία αξιολόγησης. Μέχρι πριν λίγο η σκεπτική όλων ήταν να εκριζωθεί το δένδρο. Η ζωγραφιά όμως ήρθε να ανατρέψει αυτό που όλοι είχαν οραματιστεί, καταλήγοντας να ψιθυρίσουν ταυτόχρονα «το δένδρο μας». Κανένας δεν ξεστόμισε τη λέξη εκρίζωση, κανένας δεν τόλμησε να σκεφτεί πως η πλατεία θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς το δένδρο. Ο τελευταίος και πιο υποτιμημένος φάκελος είχε κερδίσει το διαγωνισμό. Μια απλή ζωγραφιά έφερε στο επίκεντρο ένα δένδρο που χρόνια τώρα με την παρουσία του στήριζε όλη την πόλη. Η ομορφιά του ήταν απαράμιλλη και η αναγκαιότητα συνέχισης της ύπαρξής του αδιαμφισβήτητη. Η απόφαση να τιμηθεί με μια λαμπρή εκδήλωση πάρθηκε ομόφωνα.

Οι ετοιμασίες ξεκίνησαν την επομένη, το εργοτάξιο στήθηκε και οι εργάτες αντικατέστησαν ότι κατεστραμμένο είχε αφήσει το πέρασμα του χρόνου. Τα μηχανήματα διέρχονταν προσεκτικά μπροστά από το δένδρο για να μην προκαλέσουν κάποια ζημιά στην κόμη του. Τα φωτιστικά που τοποθετήθηκαν ήταν διακριτικά, για να μην ενοχλούν τους κατοίκους του δένδρου και τα καινούργια ξύλινα παγκάκια τοποθετήθηκαν κυκλικά γύρω από αυτό, δηλώνοντας τον κεντρικό του ρόλο στην πλατεία. Μόλις οι εργασίες αποπερατώθηκαν και όλα ήταν έτοιμα, ορίστηκε η ημερομηνία των εγκαινίων.

Κανένας δεν προβληματίστηκε ποιος θα παραλάμβανε το βραβείο, ούτε ποιος κρυβόταν πίσω από την υποψηφιότητα του φακέλου. Ο ενθουσιασμός της ανακάλυψης του θησαυρού της πόλης παραμέριζε κάθε άλλη σκέψη. Επιλέχθηκε η τελετή να γίνει ώρα μεσημεριανή, έτσι ώστε να θαυμάσουν όλοι την ομορφιά του δένδρου, μέσα από το άπλετο φως του ήλιου. Ο Δήμαρχος στο λόγο του εκθείασε το δένδρο και την προσφορά του όλα αυτά τα χρόνια της ύπαρξής του στην πόλη, ακόμη και αν ο ίδιος είχε προτείνει στο Δημοτικό Συμβούλιο πριν λίγο καιρό την εκρίζωσή του. «Οι πόλεις ξεχωρίζουν από τις πλατείες τους» είπε όπως ο προγενέστερος Δήμαρχος με τον ίδιο στόμφο και συμπλήρωσε «και οι πλατείες ξεχωρίζουν από τα δένδρα τους».

Όσο μιλούσε, με τα πιο κολακευτικά λόγια, το βλέμμα του διερευνούσε τα πρόσωπα των παρευρισκομένων για να βρει κάποιο σημάδι, που θα αποκάλυπτε τον άνθρωπο που κατάφερε να αλλάξει τη νοοτροπία των ανθρώπων μιας ολόκληρης πόλης. Μη μπορώντας όμως να διακρίνει κάτι το ξεχωριστό στα ομοιόμορφα γελαστά πρόσωπα, απέδωσε το μυστήριο που αιωρούνταν στην τύχη. «Φαίνεται σε κάποια άλλη πόλη υπάρχουν στις πλατείες δένδρα που αφήνουν τους σπόρους τους να ταξιδέψουν και να μεταφέρουν το μήνυμα ότι πλατεία χωρίς δένδρο δεν είναι όμορφη πλατεία και πόλη χωρίς δένδρα δεν είναι βιώσιμη πόλη» είπε τελειώνοντας το λόγο του, αγνοώντας τα εξορισμένα δένδρα του γειτονικού, μυθικού βουνού.

Οι προσκεκλημένοι χειροκρότησαν θερμά, όπως συνηθίζουν στις ομιλίες των τοπικών αρχόντων και άρχισαν σιγά σιγά να αποχωρούν. Ήταν ευχαριστημένοι με την πρωτότυπη ανάπλαση της πλατείας αλλά και προβληματισμένοι για την ανάγκη να συμμετέχουν πλέον ενεργά σε εθελοντική βάση σε δράσεις για την ανάπτυξη της πόλης τους.  Μόνο ένας κύριος, που σε όλη τη διάρκεια της γιορτής έστεκε διακριτικά παράμερα, σαν να μην ήθελε κανένας να τον βλέπει να χαμογελάει, πλησίασε προς το δένδρο. Έσκυψε και έκατσε με την πλάτη στη βάση του κορμού. Έβγαλε από το σακίδιό του το μπλοκ ζωγραφικής και το καρβουνάκι του και συνέχισε το μισοτελειωμένο σχέδιό του. Και όσο σκίτσαρε με το καρβουνάκι, δίνοντας όλες τις λεπτομέρειες του δένδρου, αναπολούσε.

Ήταν τότε που, με την παρορμητικότητα της νιότης του, εργάτης στο έργο ανάπλασης της πλατείας, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα δίλημμα. Καθώς τοποθετούσε το τελευταίο πλακάκι στο κεντρικότερο σημείο της πλατείας ο βουνίσιος αέρας έριξε μπροστά του έναν σπόρο. Στην αρχή δίστασε, αλλά δεν καθυστέρησε να αποφασίσει. Σε αυτήν την αφιλόξενη, για τα δένδρα, πόλη, τόλμησε να τοποθετήσει απαλά, χωρίς την απαραίτητη κόλλα, το τελευταίο πλακίδιο και να φυτεύσει κρυφά τον θεόσταλτο σπόρο κάτω από αυτό, με την ελπίδα το φυτάριο με τη νεανική του ορμή να το τινάξει και να επιβάλλει την ύπαρξή του. Και το φυτάριο έκανε το θαύμα του. Άνθρωπος και δένδρο κατάφεραν να αλλάξουν τους ανθρώπους μιας πόλης, κατάφεραν να αλλάξουν την ίδια την πόλη. Ο άνθρωπος χρειάστηκε να κάνει μία και μόνο κίνηση, το δένδρο έπρεπε να τα καταφέρει να επιβιώσει στο κέντρο μιας απρόσωπης πόλης. Μαζί την έκαναν ξεχωριστή, γνωστή στον κόσμο ως την πόλη με το ένα και μοναδικό δένδρο.

…………………………………..

-Ωραία η ιστορία γιαγιά! Είπε η μικρή εγγονή προσπαθώντας να κρατήσει ανοιχτά τα νυσταγμένα της μάτια.

-Αλήθεια αυτή η πόλη υπάρχει γιαγιά; Είναι αληθινή; Συνέχισε όλο απορία.

-Λένε πως αυτή η ιστορία είναι αληθινή, πως η πόλη υπάρχει κάπου, αλλά κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς. Όπως και αν έχει όμως ένα είναι σίγουρο. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης την επόμενη μέρα των εγκαινίων, άρχισαν να φυτεύουν δένδρα παντού, στις αυλές, στα πεζοδρόμια, στις πλατείες. Μάλιστα, επειδή τον καιρό εκείνο ήταν περίοδος οικονομικής κρίσης, φυτέψανε οπωροφόρα σε πλατειούλες, λωτούς, νεραντζιές, μηλιές, ροδακινιές, κερασιές …. Τα παρτέρια γεμίσανε λουλούδια που μοσχοβολούσαν και όταν το φθινόπωρο τα κίτρινα φύλλα έπεφταν, σκουπίζανε τους δρόμους χωρίς γκρίνια αλλά με χαρά. Απομάκρυναν τα σκουπίδια από το ποτάμι και σταμάτησαν να το ρυπαίνουν με ακαθαρσίες. Κατασκευάσανε από μόνοι τους πολύχρωμα παγκάκια και τα σαββατοκύριακα κάνανε βόλτες με τα ποδήλατά τους κατά μήκος της όχθης, ανακαλύπτοντας τις ομορφιές της φύσης και των συνοικιών της πόλης τους. Ανοίξανε παράθυρα προς το βουνό, χτίσανε όλα τα καινούργια σπίτια με τα μπαλκόνια στραμμένα προς αυτό. Όσο για την κεντρική πλατεία, το δένδρο υποστυλώθηκε, γιατί περάσανε τα χρόνια και άρχισε να γέρνει, ενώ οι παραφυάδες του φυτεύτηκαν σε διάφορα σημεία της πλατείας για να διαιωνίσουν το είδος του. Οι κάτοικοι ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι και αυτό φαινόταν στα πρόσωπά τους. Ήταν τόσο υπερήφανοι για τον τόπο τους, ώστε σε όποιο μέρος της γης και αν ταξίδευαν, με όποιον άνθρωπο και αν συνομιλούσαν αναφέρονταν στην πόλη τους ως «ο τόπος μου»

Η μικρή έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε. Δεν είχε ακούσει πιο ωραία και πιο παράξενη ιστορία. Η γιαγιά της την σκέπασε και της ψιθύρισε:

-Κοιμήσου γλυκιά μου, αύριο θα πάμε στη δενδροφύτευση του Πέλεκα, θα κάνουμε και εμείς τον τόπο μας μαγικό, όπως τον τόπο αυτής της μοναδικής πόλης.

Κλείνοντας το παράθυρο, πήρε μια βαθιά ανάσα. Θυμήθηκε τότε που ήταν μικρή και πήγαινε βόλτα με τον πατέρα της στην πλατεία για να παίξει γύρω από το γέρικο δένδρο, θυμήθηκε τότε που σκαρφάλωνε στα δένδρα για να γευτεί ξινά τζιρνίκια και γλυκούς, χειμωνιάτικους λωτούς, θυμήθηκε τότε που ο πατέρας της είχε γκρεμίσει τον τοίχο για να τοποθετήσει ένα παράθυρο που να κοιτάει στον Όλυμπο, θυμήθηκε τις υπέροχες ζωγραφιές με θέμα το δένδρο της πλατείας, που τώρα διακοσμούσαν το σαλόνι της. Αυτός ήταν ο τόπος της, ο τόπος που άλλαξε με τη βοήθεια του πατέρα της και μετέπειτα με την προσπάθεια όλων των κατοίκων και του Δημάρχου. Ήταν ο τόπος που πάντα αγαπούσε και τώρα θα μετέδιδε την αγάπη αυτή στη μικρή της εγγονή.