Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Η γριά, η Βουτυρού κι η Μαρμελίτα

 


Της Δομνίκης Καράντζιου

Σε ένα ξύλινο καλύβι, που βρισκόταν σε ένα λιβάδι καταμεσής του δάσους, ζούσε μια γριά με την προβατίνα και την κατσικούλα της. Ο γέρος την είχε αφήσει χρόνους τώρα Είχε αρρωστήσει βαριά ένα βράδυ κι όπως ξημέρωσε η επομένη, φόρεσε την τραγιάσκα του, πήρε το μπόγο με το ψωμοτύρι και κίνησε για το δάσος να φέρει ξύλα. Ούτε καν την αποχαιρέτησε, γιατί ήξερε πως θα του φώναζε πως είναι άρρωστος. Κι από τότε δεν τον ξανάδε. Το πήρε απόφαση πως θα ζει μονάχη με τα ζωντανά της.

Ήταν καταχείμωνο, το χιόνι έπεφτε πυκνό κι η γριά ήταν αποκλεισμένη στο καλύβι της. Η προβατίνα, η Βουτυρού, κι η κατσικούλα, η Μαρμελίτα, βελάζανε όλη μέρα από τη παγωνιά. Βγήκε η γριά το πρωί, μάζεψε χιόνι, το λιωσε και το πήγε στις ποτίστρες. Μα το κρύο ήταν τσουχτερό και τις λυπήθηκε.

-Ελάτε στο σπιτικό μου, να ζεσταθείτε. Θα ξεπαγιάσετε εδώ χάμου.

Η Βουτυρού με τη Μαρμελίτα την ακολούθησαν χαρούμενες. Κάθισαν κοντά στο τζάκι κι η γριά πήρε τον κουβά με τις πέτσες που χε κρατημένο κι άρχισε να το κοπανάει για να φτιάξει βούτυρο. Κι όσο κοπανούσε, τόσο μιλούσε.

-Αχ, τι να σας κάμω, άμοιρες. Λείπει κι ο γέρος και μείναμε από ξύλα, πού ναι τος να μας βοηθήσει. Αχ, κακομοίρες, θα πεινάσουμε ούλες εδώ μέσα.

Αναστέναζε η γριά, βελάζανε τα ζωντανά. Μπε και μπε,η Βουτυρού, μιε και μιε, η Μαρμελίτα. Κι οι κοιλίτσες τους γουργούριζαν από την πείνα. Ήδη τις τελευταίες μέρες το σανό λιγόστευε. Σώθηκε και το αλεύρι κι η γριά ούτε ψωμί δεν θα είχε να ζυμώσει.

-Ελάτε, θα σας αλείψω μπαγιάτικο ψωμάκι με βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρο, σήμερα μου τέλειωσε το σανό κι έξω χορτάρι δεν υπάρχει να βοσκήσετε. Αχ, τι θα κάνουμε, κακομοίρες μου, ποιος θα μας λυπηθεί;

Η προβατίνα κι η κατσικούλα την κοιτούσαν κατάματα. Κούρνιασαν στο χαλί και αποκοιμήθηκαν στο πλάι της. Τα χνώτα τους την ζέσταιναν κι η γριά αφέθηκε σε έναν ύπνο βαθύ. Είδε στο όνειρό της πως είχε έρθει η άνοιξη και χορτάριασε ο κήπος. Είδε τη Βουτυρού και τη Μαρμελίτα να βόσκουν, να πίνουν το νεράκι τους και να φουσκώνει η κοιλίτσα τους. Είδε και τον εαυτό της να τις αρμέγει, να φτιάχνει βούτυρο, γιαούρτι και μυτζήθρα.

Η μέρα χάραξε κι οι ηλιαχτίδες γλίστρησαν από το μικρό της παραθύρι, φώτισαν το σπιτικό. Άνοιξε τα μάτια κι είδε τα ζωντανά της να κοιμούνται. Σηκώθηκε με βήμα αργό και πλησίασε το τζάμι. Έκπληκτη κοιτούσε και ξανακοιτούσε και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια από τα ρυτιδιασμένα μάτια της. Ο κήπος ήταν καταπράσινος, το χορταράκι είχε ψηλώσει, ενώ έξω από τον ξύλινο φράχτη το χιόνι ήταν για τα καλά στρωμένο σε όλο το λιβάδι. Στην άκρη του κήπου διέκρινε ένα σακί με αλεύρι κι ένα ψάθινο καλάθι γεμάτο βατόμουρα. Παραξενεύτηκε η γριά. Βγήκε τρέχοντας. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και θαμπώθηκε από το φως. Ο ήλιος ζέσταινε μοναχά το καλύβι και τον κήπο της.

-Βουτυρού, Μαρμελίτα, φώναζε η γριά. Ελάτε που σας λέω!

Στριμώχτηκαν στην πόρτα, όπως πήγαν να βγουν μαζί.

-Να που τελικά κάποιος μας λυπήθηκε, τις είπε και τις αγκάλιασε.

Κυλιόταν σαν μικρό παιδί. Η Βουτυρού κι η Μαρμελίτα φάγανε χορτάρι τρυφερό και κάθισαν να μηρυκάσουν. Η γριά πήρε τις βελόνες και το νήμα της κι άρχισε να πλέκει.

-Θα σας πλέξω κασκολάκια, ένα κόκκινο για σένα, Βουτυρού μου κι ένα μοβ για σένα, Μαρμελίτα μου! Θα κάνω κι άλλο ένα και θα το κρεμάσουμε στην αυλόπορτα, να το πάρει αυτός που μας βοήθησε. Θα του αφήνουμε κάθε μέρα από μια φετούλα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρο, μέχρι να λιώσουν τα χιόνια. Ποιος ξέρει μπορεί κι ο ίδιος να πεινάει.

Δάκρυσε από συγκίνηση η γριά για το καλό που την βρήκε. Κατά βάθος ήξερε πως ο καλοσυνάτος άνθρωπος ποτέ δεν μένει μόνος κι αβοήθητος. Η Βουτυρού κι η Μαρμελίτα κοιτούσαν τη γριά και βέλαζαν χαρωπά. Είχαν νιώσει τη χαρά της.