Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Η κόκκινη καραμέλα

1ο βραβείο στον 4ο ηλεκτρονικό διαγωνισμό διηγήματος της Εθελοντικής ομάδας δράσης Ν.Πιερίας


Κάθε φορά που η Ελένη ήθελε να μείνει μόνη, να σβήσει τις εφιαλτικές θύμησες του πολέμου, να ονειρευτεί μια ζωή διαφορετική, έβγαινε τρέχοντας από το σπίτι, για να συναντήσει το κεντρικό ποτάμι, αυτό που κατέληγε στον μεγάλο καταρράκτη. Το συναντούσε από ψηλά, από την πέρα γειτονιά και περπατούσε κατά μήκος της όχθης. Ήταν ο συνοδοιπόρος της, ο συνομιλητής με τον οποίο μοιραζόταν τις σκέψεις της. Αυτή, το νερό και τα ξερά φυλλαράκια, που σαν μικρές, ακυβέρνητες βαρκούλες κυλούσαν άβουλα, μέχρι που έφταναν στο τέλος της διαδρομής, τον καταρράκτη και εκεί τις αποχαιρετούσε και επέστρεφε σπίτι, επέστρεφε στη σκληρή πραγματικότητα. Σ’ αυτήν την αγαπημένη της διαδρομή, βάδιζε τώρα με τη μητέρα της.
-Περπάτα πιο γρήγορα, πρόσταξε η Νίκα. Θα αργήσουμε, ο μπαμπάς μάς περιμένει.
Η Ελένη άνοιξε το βήμα της. Ένα βήμα της μητέρας της ισοδυναμούσε με τρία για τα μικρά της ποδαράκια. Λαχάνιασε κι ο κρύος αέρας πάγωνε το πρόσωπο, κατέβαινε ορμητικά στα ζεστά της πνευμόνια. Η εκπνοή της άχνιζε. Η μητέρα της, φορτωμένη δυο μάλλινες κουβέρτες, προχωρούσε απορροφημένη στις σκέψεις της. Η μικρή δεν προλάβαινε να εξηγήσει στο ποτάμι τα όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα, μόνο καλημέριζε τον στόλο των ξερών πλατανόφυλλων, σφίγγοντας στην αγκαλιά της τα πέντε ζευγάρια μάλλινες κάλτσες.
-Ακολούθα τη σκέψη μου και ίσως καταλάβεις, του ψιθύρισε.
Με το αριστερό χέρι αναζήτησε την καραμέλα στην τσέπη του πανωφοριού της, μια καραμέλα ίδια με εκείνη την κόκκινη καραμέλα που της είχε δώσει ο μπαμπάς της, όταν είχε επιστρέψει από τον πόλεμο, πριν λίγους μήνες. Στον σταθμό των τρένων τον είχαν υποδεχτεί. Η Ελένη μόνο από μια φωτογραφία τον γνώριζε, καθώς ήταν πολύ μικρή όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος. Την έκρυβε στον κόρφο της, σκαρφάλωνε στην κερασιά τους και την έδειχνε στις στρατιές των μυρμηγκιών και στις χρυσοπράσινες ζήνες. Ήταν περήφανη για αυτόν που πολεμούσε για την ελευθερία, για τη δική της ελευθερία. Όταν τον αντίκρισε, δεν κατάφερε να τον αναγνωρίσει. Ήταν αδυνατισμένος, άπλυτος και εξαντλημένος. Εκείνος την πλησίασε, την αγκάλιασε σφιχτά και έκρυψε στην χούφτα της μια κόκκινη καραμέλα, που σαν αυτήν δεν είχε ξαναδεί. Ήταν μακρουλή, τυλιγμένη σε ένα λευκό, διάφανο χαρτάκι και είχε την πιο γλυκιά γεύση του κόσμου.
Περπατούσε με τον ρυθμό του νερού. Μια παράξενη τροπή είχε πάρει και πάλι η ζωή της, όπως πριν πέντε χρόνια, τότε που ο μπαμπάς της έφυγε στον πόλεμο. Ανέτρεξε στα γεγονότα της προηγουμένης. Ήταν νωρίς το απόγευμα. Η Γλυκερία, η φίλη τους, τους είχε επισκεφθεί, για να ετοιμάσουν προκηρύξεις στη γραφομηχανή, ενώ η μητέρα της φυλούσε τσίλιες στο παράθυρο.
-Μαμά, δεν συμφωνούν οι γείτονες με αυτά που γράφει ο μπαμπάς στη γραφομηχανή; Γιατί τρέμεις όταν χτυπάει τα πλήκτρα; απόρησε η μικρή Ελένη.
-Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες αντιλήψεις.
«Αντιλήψεις …τι σημαίνει οι άνθρωποι δεν έχουν τις ίδιες αντιλήψεις;» αναρωτήθηκε. Δεν γνώριζε η Ελένη και δεν ρωτούσε. Ήξερε πως οι άνθρωποι δεν έχουν ίδια σπίτια, δεν τρώνε ίδιο φαγητό, πως τα παιδιά δεν έχουν ίδια παιχνίδια. Οι αντιλήψεις ήταν κάτι το απροσδιόριστο, μια έννοια αφηρημένη.
-Έλα να παίξουμε, την κάλεσε η Μαρία, η μικρή της αδελφή.
Η Ελένη αδιαφόρησε. Για άλλη μια φορά τα ίδια ερωτήματα κυρίευσαν το μυαλό της. Οι κατακτητές, Γερμανοί και Ιταλοί, είχαν φύγει, αλλά γιατί συνεχιζόταν ο πόλεμος; Ποιον πολεμούσαν τώρα; Γιατί της ήταν ακόμη απαγορευμένα όλα;
Οι προκηρύξεις είχαν ετοιμαστεί και μετά από λίγο το σπίτι τους έγινε και πάλι το κέντρο της γειτονιάς. Κάθε μέρα τους επισκέπτονταν οι γείτονες, για να ακούσουν τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Ήταν το μοναδικό σπίτι που είχε ραδιόφωνο και γραφομηχανή. Η μητέρα της δεν συμφωνούσε με αυτές τις συγκεντρώσεις που οργάνωνε ο πατέρας της, ούτε με το ραδιόφωνο που είχε αγοράσει και που κόστιζε μια περιουσία, ούτε με τη γραφομηχανή. «Κοίτα την οικογένειά μας, Τάσο» έλεγε και ξανάλεγε, «δεν θα μας βγουν σε καλό όλα αυτά». Και δεν τους βγήκαν.
Κατέφθασαν ένας, ένας οι γείτονες, σχεδόν αθόρυβα, μυστικά, νυχοπατώντας και κάθησαν κατάχαμα, μπροστά στο ραδιόφωνο. Η φωνή της εκφωνήτριας πλημμύρισε τη σάλα. Είχαν έρθει και τα γειτονόπουλα, ο Γιωργάκης και ο Μιχάλης. Κατέφυγαν στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί έπαιζαν πάντα κι ας κρύωναν. Έστηναν αυτοσχέδια παιχνίδια κι έπαιζαν ώρες ατελείωτες. Η Ελένη παρίστανε την εκφωνήτρια. Καθόταν στη γωνία, όρθια, με ένα κουτάλι στο χέρι για μικρόφωνο, ενώ ο Γιωργάκης, ο Μιχάλης και η Μαρία ήταν καθισμένοι παραπέρα, στη φλοκάτη, μπροστά σε ένα κασόνι, το αυτοσχέδιο ραδιόφωνό τους. Και η Ελένη εκφωνούσε.
-Τα παιδιά θα πρέπει να κάνουν υπομονή. Το παιχνίδι στις αλάνες απαγορεύεται. Τα παιδιά θα παίζουν στα δωμάτιά τους και ο Ερυθρός Σταυρός, τον επόμενο μήνα, θα προσφέρει κούκλες και μπάλες. Ο πόλεμος συνεχίζεται.
-Το άκουσες, το άκουσες; έλεγαν αναμεταξύ τους τα μικρά, ο πόλεμος συνεχίζεται.
Και η Ελένη συμπλήρωσε.
-Αυτά ήταν τα νέα της ημέρας, κυρίες και κύριοι. Ακολουθεί το παιδικό πρόγραμμα, το παραμύθι για παιδιά!
Χοροπηδούσαν από τη χαρά τους.
-Παραμύθι, παραμύθι! φώναζαν τα τρία μικρότερα και η Ελένη χαμογελούσε.
Ξαφνικά, το αληθινό ραδιόφωνο των μεγάλων σώπασε, φωνές ακούστηκαν από τη σάλα. Η Ελένη βγήκε από την κρεβατοκάμαρα. Το βλέμμα της μετεωρίσθηκε ανάμεσα στον κόσμο.
-Μαμά, πού είναι ο μπαμπάς; έβγαλε μια κραυγή.
-Πήγε στην αστυνομία, του ζήτησαν να πάει για να συζητήσουν κάποια θέματα. Θα έρθει όμως, μην ανησυχείς, σε λίγες μέρες θα είναι και πάλι κοντά μας.
«Σε λίγες μέρες…» σκέφτηκε η Ελένη, «όταν οι μεγάλοι λένε σε λίγες μέρες, εννοούν σε πολλές…δεν σε πιστεύω μαμά, δεν σε πιστεύω…». Χώθηκε στην αγκαλιά της και έκλαψε γοερά. Έσφιγγε τους μηρούς της, σκούπιζε τα δάκρυα από την μπλούζα της. Κοίταξε τη γραφομηχανή, που έστεκε μουγκή πάνω στο τραπέζι, κοίταξε το ραδιόφωνο, που σιωπούσε και αυτό. «Εσείς προδώσατε τον μπαμπά», ψέλλισε μέσα από τα αναφιλητά της.
Η Μαρία, ο Μιχάλης και ο Γιώργος αναζήτησαν στη σάλα την αφηγήτρια, να τους πει το παραμύθι στο αυτοσχέδιο ραδιόφωνό τους. Κοιτούσαν σαστισμένα και αυτά, ήταν όμως μικρά για να αντιληφθούν τι συνέβαινε.
-Καραμέλες! φώναξε η Μαρία και έτεινε το χεράκι της στην Ελένη.
Δύο κόκκινες καραμέλες, ίδιες με εκείνες που τις είχε δώσει ο μπαμπάς τους, όταν είχε επιστρέψει από τον πόλεμο.
-Πού τις βρήκες; ρώτησε η Ελένη επιτακτικά.
Η μικρή Μαρία κοίταξε τον μπουφέ και ξέσπασε σε κλάματα.
-Ο κύριος από την αστυνομία τις έφερε… είπε η Νίκα και η φωνή της ράγισε.
Η Ελένη άπλωσε το χέρι και πήρε την καραμέλα από το χέρι της αδελφής της. «Θα την γυρίσω πίσω, δεν την θέλω, θα την δώσω στον κύριο αστυνομικό, για να μου δώσει πίσω τον μπαμπά», έπνιξε τη σκέψη της. Ο κόσμος αποχώρησε από το σπίτι, βουβός, όπως βουβή έστεκε η γραφομηχανή και το ραδιόφωνο.
-Ελάτε κορίτσια να κοιμηθείτε, έσπασε τη σιωπή η φωνή της γιαγιάς. Αύριο, μόλις ξυπνήσουμε, θα πάμε στον κήπο να κλαδέψουμε τις τριανταφυλλιές.
Τα κορίτσια έτρεξαν στην αγκαλιά της. Με τη γιαγιά κοιμόντουσαν κάθε βράδυ. Τις νανούριζε με παραμύθια και όταν αποκοιμιόταν, δάκρυζε. Είχε μεγαλώσει με πολέμους και στερήσεις και ήλπιζε πως τα εγγόνια της θα είχαν πιο στρωμένη ζωή. Τα όνειρά της διαψεύστηκαν. Ο δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος στοίχειωσε τις ζωές τους.
Η Νίκα άνοιξε τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας, πρόσθεσε λίγα κάρβουνα στο μαγκάλι και έμεινε σιωπηλή. Ποτέ δεν συμφωνούσε. Και τώρα, μόνη, για άλλη μια φορά, με τα δυο κορίτσια και τη γιαγιά, με τον φόβο να την πιάσουν και να τη βασανίσουν. Η σκέψη της φώλιασε στη νοητή αγκαλιά του άντρα της. Θα κρύωνε, θα πονούσε. «Κουβέρτες, πρέπει να του πάω κουβέρτες, το κρατητήριο θα είναι παγωμένο» συλλογίστηκε. Το σκοτάδι έξω είχε πυκνώσει. Ο ύπνος δεν επισκέφθηκε το αδειανό κρεβάτι της. Σηκώθηκε χαράματα. Συμμάζεψε και πήγε να φέρει γάλα. Το κρύο τσουχτερό, περόνιαζε το κορμί της. Πώς θα τα κατάφερνε; Πώς θα επιβίωναν; Οι πελάτισσες δε θα έρχονταν για τα ραφτικά. Η είδηση, πως ο Τάσος είναι πολιτικός κρατούμενος, θα στιγμάτιζε το σπίτι τους. Σκέψεις που στροβίλιζαν στο μυαλό της, το σώμα της λυγούσε από την αγρύπνια, ασήκωτο το ένιωθε. Επέστρεψε με μάτια βουρκωμένα. Τα κορίτσια μόλις είχαν ξυπνήσει και η γιαγιά έπλεκε πλεξούδες τα μαλλιά τους.
-Πάνω κορίτσι, κάτω μαλλιά… έλεγε και ξανάλεγε η γιαγιά Ελένη και η πλεξούδα λύθηκε, όπως η Ελένη πετάχτηκε, σαν άκουσε το μάνδαλο της πόρτας.
-Μαμά, τι ώρα θα πάμε στον μπαμπά;
-Πιες το γάλα, φάε το ψωμί και φεύγουμε.
Πρώτη φορά ήπιε όλο το γάλα και καταβρόχθισε το ψωμί της. Ήταν ήδη ντυμένη, είχε φορέσει την καλή φούστα με τις πιέτες και το κόκκινο πουλόβερ.
-Πάμε, άκουσε την προσταγή, φόρεσε τις γαλότσες και βγήκαν στο δρόμο.
Διασχίζοντας την πεζογέφυρα, η Ελένη κοντοστάθηκε. Κοίταξε το ποτάμι και αισθάνθηκε πως σταμάτησε κι αυτό για λίγο.
-Κατάλαβες λοιπόν; Θα φέρω τον μπαμπά μου πίσω, θα το δεις! είπε και περνώντας στην απέναντι πλευρά κατευθύνθηκαν όλο ευθεία.
Πέρασαν από τον φούρνο και ο φούρναρης τις χαιρέτησε διστακτικά. Είχε τον φόβο μην τον δουν να τις απευθύνει το λόγο. Έστριψαν στη γωνία και είδαν δυο γειτόνισσες. Η Νίκα τις καλημέρισε, μα αυτές απέστρεψαν το βλέμμα. Η Ελένη δεν μιλούσε. Είχε αγωνία να δει τον μπαμπά της, να του δώσει την καραμέλα της, να σμίξουν οι ζωές τους ξανά. Τις προσπέρασε ένας κύριος.
-Μαμά, ο κύριος Ανανίας, δεν θα μας χαιρετήσει;
-Φαίνεται δεν μας πρόσεξε παιδί μου, οι άνθρωποι είναι κάποιες φορές αφηρημένοι…
-Και έχουν άλλες αντιλήψεις...
-Ναι, έχουν άλλες αντιλήψεις, είπε κοφτά η Νίκα και συνέχισαν την πορεία τους.
Στην επόμενη στροφή το κτίριο της αστυνομίας πρόβαλλε στα μάτια τους. Τα βήματα βαραίνουν. Η Νίκα δεν τυραννιέται από σκέψεις, μήτε από φόβο, μόνο την εικόνα του Τάσου αναζητά με το άφεγγο βλέμμα της.
-Πρόσεξε, μαμά, συρματόπλεγμα! την προλαβαίνει η Ελένη.
Με μία κίνηση το παραμερίζει και μπαίνουν στο κτίριο. Η καραμέλα έχει ζεσταθεί από το παιδικό χέρι της Ελένης. Ένας κύριος παραλαμβάνει μάνα και κόρη και τις οδηγεί στο επισκεπτήριο. Η μικρή παρατηρεί τους υγρούς τοίχους, το μοναδικό μικρό παράθυρο με τις σιδεριές, τους δύο κυρίους που στέκουν ακίνητοι στην είσοδο. Η Νίκα, μουδιασμένη από το κρύο, εναποθέτει τις δυο κουβέρτες πάνω στο τραπέζι, μαζί και τα πέντε ζευγάρια κάλτσες.
-Ο μπαμπάς; φώναξε στους κυρίους η Ελένη, σφίγγοντας στη χούφτα της την καραμέλα.
-Σώπασε, θα τον φέρουν, δεν μιλάμε εδώ, είναι σαν τον βουβό κινηματογράφο, τη συμβούλευσε η μητέρα της.
Η σιδερένια πόρτα άνοιξε. Η Ελένη όρμησε στην αγκαλιά του μπαμπά της.
-Μπαμπά, μπαμπά! Κοίτα, σου έφερα μία κόκκινη καραμέλα, ίδια με εκείνη που μου είχες δώσει, όταν είχες γυρίσει από τον πόλεμο! Θα την δώσεις πίσω στον κύριο αστυνόμο που μας την έφερε χθες και θα γυρίσεις μαζί μας, στο σπίτι!
Άνοιξε τη χούφτα της και η καραμέλα λες και αναδύθηκε από τη σκοτεινή τσέπη κι ανάσανε αέρα.
-Δεν αρέσει στους κυρίους το κόκκινο χρώμα, Ελενάκι μου, της ψιθύρισε και πήρε την καραμέλα στις χούφτες του.
-Γιατί; Επειδή έχουν άλλες αντιλήψεις;
Η Νίκα και ο Τάσος ταράχτηκαν.
-Θα με μεταφέρουν στο Γεντί Κουλέ και από κει στη Γυάρο. Νίκα, θέλω να κάνεις κουράγιο, θα είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα, θα κάνεις υπομονή, της είπε και την κοίταξε κατάματα.
Τη φίλησε με το βλέμμα του. Η Νίκα, μικροκαμωμένη και γλυκιά, άγγιξε το πρόσωπό του με τρεμάμενα χέρια, τον κοίταξε με τα μεγάλα, εκφραστικά της μάτια. Δεν είπε κουβέντα, ποτέ της δεν μιλούσε. Με το βλέμμα απαντούσε πάντα. Θα έκανε υπομονή, και τα βασανιστήρια θα άντεχε -ως σύζυγος κομμουνιστή- και τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση. Αγκαλιάστηκαν για λίγο οι τρεις τους. Η Ελένη έκλεισε τα μάτια και τον φαντάστηκε γενναίο καπετάνιο στη βαρκούλα με σκαρί το περιτύλιγμα της καραμέλας, να πασχίζει με όλες του τις δυνάμεις να ανέβει το ποτάμι. «Κακότυχη η βαρκούλα σου, μπαμπά» ψέλλισε. Ένα τελευταίο χάδι ένιωσε στα μαλλιά της και έστρεψε το κεφαλάκι της ψηλά. Δεν πρόλαβε να δει την τρυφερή του ματιά πάνω της. Οι φύλακες τον τράβηξαν βίαια προς το μέρος τους. Η κόκκινη καραμέλα δεν είχε τη δύναμη να φέρει τον μπαμπά της πίσω! Πόσο ακατανόητος ήταν ο κόσμος των μεγάλων! Μάνα και κόρη βημάτισαν προς την έξοδο. Η Ελένη γύρισε να τον δει μια τελευταία φορά. Είχε καθήσει. Τα πόδια του, από τις γάμπες και κάτω, ήταν γυμνά. Πρόσεξε τις πατούσες του. Είχαν κόκκινες χαρακιές. «Φόρα τις κάλτσες, μπαμπά, φόρα τες, μην δουν οι κύριοι, με τις άλλες αντιλήψεις, τις κόκκινες χαρακιές και σε μαλώσουν» συλλογίστηκε πικραμένη και έκλεισε πίσω της η σιδερένια πόρτα.