Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Το κόκκινο φουρφούρι


Κατερίνη, Μάρτιος 2009

Ψάχνω το κόκκινο φουρφούρι, μα δεν το βλέπω πουθενά. Της είχα πει της Μαίρης να μου φέρει το τελευταίο που είχα φτιάξει, πριν με φέρουν σε τούτο το ψυχιατρείο, αλλά δεν θυμάμαι αν τελικά το έφερε. Θέλω να το κρατήσω στα χέρια μου. Ήταν το καλύτερο μου. Ήταν κόκκινο και το πιο γρήγορο από όλα τα φουρφούρια. Όπως τότε που ήμουν μικρός και έτρεχα με ένα κόκκινο φουρφούρι στο χέρι, μαζί με τους φίλους μου δίπλα στον καταρράκτη. Καθόμασταν όλα μαζί τα παιδιά και τα φτιάχναμε από σκληρό χαρτί. Τα χρωματίζαμε μόνοι μας, ζωγραφίζαμε ό,τι παραστάσεις θέλαμε και έτσι όπως στροβίλιζαν, δημιουργούσαν ένα υπέροχο μίγμα χρωμάτων.
Εκείνο το ξεχωριστό κόκκινο φουρφούρι, το είχα φτιάξει με όλη την τέχνη μου. Είχα την ατυχία όμως να μην προσέξω και έπεσε στο ποτάμι. Έκλαιγα όλη την υπόλοιπη μέρα. Η μητέρα μου με παρηγόρησε, λέγοντάς μου πως ακόμη κι αν έπεσε στο ποτάμι, ακόμη και αν καταλήξει στον καταρράκτη, ακόμη κι αν τσακιστεί, θα έχει κάνει το ταξίδι του. Ήμουν όμως μικρός και δεν καταλάβαινα καλά καλά το νόημα των λόγων της. Η σκέψη μου ήταν στο κόκκινο φουρφούρι, που δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά. Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναέφτιαξα φουρφούρια, παρά μόνο τώρα, που γέρασα. Δηλαδή μέχρι πριν λίγους μήνες, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν νιώθω πως έχω πολλές ακόμη μέρες ζωής.
Η Μαίρη, η μικρή μου κόρη, όπως και κανένας άλλος, δεν το γνωρίζει αυτό. Ίσως για αυτό δεν με κατανοούσε πέρυσι που έφτιαχνα τόσα πολλά φουρφούρια. Ήθελα να γίνω πάλι παιδί. Να κάνω τόσα φουρφούρια, όσα δεν έκανα από τότε που έχασα το καλύτερό μου στο ποτάμι. Και κατάφερα και έφτιαξα πολλά κι ας κουραζόμουν. Άντεχα. Η Μαίρη διαμαρτυρόταν ότι πρέπει να κοιμάμαι, όμως εμένα δεν με ένοιαζε. Εκείνες τις ώρες ήμουν μόνο εγώ, τα φουρφούρια μου, οι παιδικοί μου φίλοι, η Έδεσσα, οι καταρράκτες, η μητέρα μου. Τώρα όλα τα φουρφούρια μου θα είναι τοποθετημένα στο μπαλκόνι της Μαίρης. Θα σβουρίζουν με τον αέρα και η Μαίρη με το Χρήστο θα τα χαζεύουν. Και ο κόσμος που περνάει τα θαυμάζει, μου το είπε μια μέρα η Μαίρη. Κάποιος είπε ότι είναι το μπαλκόνι με τα φουρφούρια. Χαίρομαι για αυτό. Γιατί ακόμη και αν σταματήσω να αναπνέω, αυτά θα στροβιλίζουν.

Ο παππούς γύρισε προς το παράθυρο. Κοίταξε προς τα έξω και είδε τον εαυτό του μικρό, να τρέχει δίπλα στο ποτάμι, να πέφτει στο νερό μαζί με το κόκκινο φουρφούρι του. Κάποια στιγμή ένιωσε πιο ανάλαφρος, σαν να έπεφτε με τα νερά του καταρράκτη στο κενό. Αφέθηκε. Τί και αν τσακιζόταν; Είχε κάνει το ταξίδι του. Άφησε την τελευταία του εκπνοή. Και ήταν η εκπνοή αυτή, ίδια με εκείνη που είχε δώσει στο κόκκινο φουρφούρι του λίγο πριν του πέσει στο ποτάμι, τότε που ήταν μικρός. Ένα απαλό φύσημα για να γυρίσουν τα πτερύγιά του.
Τα φουρφούρια στο μπαλκόνι της Μαίρης συνέχιζαν να σβουρίζουν. Ένα μόνο σταμάτησε, το κόκκινο, το πιο γρήγορο. Σταμάτησε για λίγο, είπε "αντίο" στον παππού και μετά ξεκίνησε να σβουρίζει και πάλι.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκεπάρνι

Όλη μέρα, μέσα στο δάσος, έκοβε ξύλα, αφαιρούσε κλαδιά, δούλευε χωρίς σταματημό. Στο χωριό γυρνούσε αργά το απόγευμα. Ούτως ή άλλως δεν τον περίμενε κανένας στο σπίτι του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει στη γέννα του παιδιού που με τόση λαχτάρα περιμένανε. Το σκεπάρνι από τότε είχε γίνει η προέκταση του χεριού του. Το είχε αγοράσει, από έναν πλανόδιο γύφτο, λίγο πριν γεννήσει η γυναίκα του, για να μην τους λείψουν τα κούτσουρα και να ζεσταίνεται το μωρό τους. Όμως η γυναίκα του πέθανε λίγο πριν τον τοκετό από μια επιπλοκή και το μωρό δεν γεννήθηκε ποτέ. Έτσι, ο άτυχος ξυλοκόπος δεν είχε λόγο να βρίσκεται στο σπίτι του. Βέβαια δεν είχε και λόγο να κόβει όλη μέρα ξύλα. Όμως αυτό δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ήθελε να βρίσκεται εκεί, στο δάσος, ανάμεσα στα δένδρα, ανάμεσα στα κούτσουρα. Έκοβε μέτριου πάχους κορμούς, τους τεμάχιζε σε κούτσουρα και τα στοίβαζε στην άκρη. Ύστερα προχωρούσε παραπέρα. Συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο, μέχρι να περάσει η ώρα, να πάει αργά το απόγευμα και να γυρίσει στο σπίτι του. Έβαζε το σκεπάρνι του στον ώμο και έπαιρνε τον κατήφορο. Αρνιόταν πεισματικά να κουβαλήσει έστω και ένα κούτσουρο σπίτι του για να ζεσταθεί. Τον χειμώνα τον έβγαζε με πολλές φλοκάτες και με ζεστό τραχανά. Δεν τον ένοιαζε το κρύο. Ούτε που καταλάβαινε πως κρύωναν οι πατούσες του, το βράδυ όταν κοιμόταν.
Οι χωρικοί ήξεραν τη στεναχώρια του. Φόρτωναν τα κούτσουρα στα γαϊδούρια και τα μετέφεραν στα σπίτια τους. Αυτά καίγονταν στα τζάκια, αργά αργά, δίνοντας ζέστη και θαλπωρή, με τα παιδάκια τους να ψήνουν κάστανα στην άκρη. Ο ξυλοκόπος είχε γίνει ο ήρωάς τους. Ήταν ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκερπάνι, έτσι τον φώναζαν, ή καλύτερα τον σχολίαζαν αναμεταξύ τους. Έκοβε ξύλα για όλο το χωριό και οι χωρικοί είχαν κάθε μέρα έτοιμα κούτσουρα για καύση. 
Κάποια στιγμή ένας χωρικός σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ανταποδώσουν την καλοσύνη στον ξυλοκόπο. Μάζεψε και άλλους χωρικούς και όλοι μαζί συζητήσανε τι θα μπορούσαν να κάνουν. Σκέφτονταν, σκέφτονταν, αλλά δεν μπορούσαν να αποφασίσουν. Ο ξυλοκόπος ήταν αρκετά παράξενος και ιδιόρρυθμος μετά το χαμό της γυναίκας και του αγέννητου παιδιού του.
Ο πιο γέρος από τους χωρικούς σκέφτηκε να του προτείνανε να γίνει ο άρχοντας του χωριού τους. Αφού είναι τόσο πονόψυχος, θα έκανε πολλά έργα ως άρχοντας, σκέφτηκε. Οι υπόλοιποι δέχτηκαν και αποφασίσανε να τον επισκεφτούν ένα βράδυ, όταν θα γύριζε από το βουνό. Έτσι και έγινε. Τον επισκέφθηκαν την ώρα που έτρωγε τον συνηθισμένο του γλυκό τραχανά. Το σπίτι ήταν παγωμένο. Πρώτος ο πιο γέρος, αυτός που είχε την ιδέα, μίλησε στον ξυλοκόπο. Του είπε πόσο τον εκτιμούν όλοι στο χωριό, πόσο μεγάλη είναι η προσφορά του στους κατοίκους με τα ξύλα που κόβει και πως τα παιδάκια δεν υποφέρουν από το κρύο, καθώς τα τζάκια είναι πάντα αναμμένα. 
Ο ξυλοκόπος ήταν αρκετά σαστισμένος. Δεν είχε συνηθίσει να υποδέχεται κόσμο στο σπίτι του. Έπειτα δεν ένιωθε πως έκανε κάτι παραπάνω από έναν συνηθισμένο άνθρωπο. Έκανε αυτό που τον ευχαριστούσε. Το να είναι άρχοντας δεν τον συγκινούσε. Δεν ήξερε γράμματα και δεν ήξερε πώς να φερθεί ως άρχοντας. Ωστόσο η επιτροπή του χωριού ήταν αρκετά πιεστική και αναγκάστηκε να δεχτεί. Ξεπροβόδισε τους χωρικούς έως την πόρτα και έπειτα χώθηκε κάτω από τη φλοκάτη του να ζεσταθεί.
Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Στριφογυρνούσε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν και στριφογυρνούσε. Είχε δώσει την υπόσχεσή του και δε γινόταν να πάρει το λόγο του πίσω. Το πρωί θα τον περίμεναν στο αρχοντικό του χωριού. Τα δένδρα του δάσους θα τον περίμεναν και αυτά. Δεν ήξερε ποιον να προδώσει. Τους κατοίκους του χωριού ή τα δένδρα. Τους κατοίκους που τόσα χρόνια δεν τον έδιναν ιδιαίτερη σημασία ή τα δένδρα που τα μιλούσε και  έλεγε τον πόνο του, που ακόμη και αν τα πλήγωνε, όταν τα έκοβε, αυτά συνέχιζαν να τον αγαπούν. Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Μέχρι που χάραξε. 
Σηκώθηκε και με αργά βήματα πήρε το σκεπάρνι του. Βγήκε από το σπίτι. Το σκεπάρνι το είχε στον ώμο του, όπως πάντα. Αν έστριβε από την αυλόπορτα αριστερά, ο δρόμος θα τον έβγαζε στο αρχοντικό. Αν έστριβε δεξιά, ο δρόμος θα τον έβγαζε στο δάσος. Κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Ξανακοντοστάθηκε. Ξανασκέφτηκε. Διόρθωσε το σκεπάρνι στον ώμο του. Το στήριξε καλύτερα. Και έγειρε το σώμα του προς τα δεξιά. Η ανηφόρα τον περίμενε. Το δάσος ήταν εκεί. Ξεκίνησε με λαχτάρα να φτάσει στα αγαπημένα του δέντρα. Όταν έφτασε στο μέρος που είχε αφήσει την προηγουμένη μέρα τα κούτσουρα και από εκεί θα συνέχιζε το κόψιμο, δεν σταμάτησε. Συνέχιζε να βαδίζει. Βάδιζε, ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα, ανάμεσα σε ακανθώδεις θάμνους. Τα πόδια του δεν σταμάτησαν να βαδίζουν παρά μόνο όταν έφτασε σε ένα ξέφωτο…
Οι χωρικοί από την πλευρά τους περίμεναν τον ξυλοκόπο να έρθει στο αρχοντικό, αλλά ο ξυλοκόπος δεν εμφανίστηκε. Όταν πέρασε η μέρα και έφτασε το απόβραδο, όλοι κατάλαβαν ότι ο ξυλοκόπος αθέτησε την υπόσχεσή του. Οι μέρες κύλησαν και ο ξυλοκόπος ήταν άφαντος. Οι μήνες ξανακύλησαν και ο ξυλοκόπος ήταν ακόμη άφαντος. Όλοι απορούσαν τί απέγινε. Το καλοκαίρι, σε μια εκδήλωση του νέου άρχοντα στο δάσος, σε ένα ξέφωτο, ένα παιδάκι εκεί όπου έπαιζε, βρήκε ένα ξυλόγλυπτο. Φώναξε τη μαμά του και τους υπόλοιπους να δουν τον κορμό του δέντρου που παρίστανε μια γυναικεία φιγούρα. Όλοι έτρεξαν και αντίκρισαν το ξυλόγλυπτο. Ήταν μια μάνα που κρατούσε ένα βρέφος στην αγκαλιά της. Όλοι δάκρυσαν. Κατάλαβαν. Δεν χρειάστηκε να σχολιάσουν τίποτα.
Το επόμενο καλοκαίρι, ο νέος άρχοντας του χωριού εγκαινίασε στο ξέφωτο του δάσους ένα άγαλμα που παρίστανε έναν ξυλοκόπο με ένα σκεπάρνι στον ώμο. Το άγαλμα έστεκε δίπλα στο ξυλόγλυπτο, που παρίστανε τη μάνα με το βρέφος και που είχε σκαλίσει με τόση αγάπη ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκεπάρνι.

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Τα τούνελ



Ήταν όμορφα τότε που έτρεχα στους σιταγρούς και κρυβόμουν στα πράσινα στάχυα. Τότε, που, ελεύθερος, αφηνόμουν στον χρόνο και κούρνιαζα μέσα στο κρησφύγετό μου, την κρυψώνα μου. Το πράσινο σκουλήκι με περίμενε κάθε φορά στο ίδιο στάχυ, να του μιλήσω, να το χαϊδέψω, να του πω τα μυστικά μου. Μασουλούσε το φυλλαράκι που του πρόσφερα, λίγο μαρούλι από τον κήπο της γιαγιάς, και παρακολουθούσε με τεντωμένες τις κεραίες του, σαν να μην ήθελε να χάσει τις λεπτομέρειες της αφήγησης. Όταν έφευγα, του έδινα την υπόσχεση ότι θα το επισκεπτόμουν ξανά, την επόμενη Κυριακή. «Θα δεις, ο χρόνος θα κυλήσει γρήγορα και θα ξανάρθω να σε βρω!» του ’λεγα και του ξανά ’λεγα κάθε φορά που το αποχαιρετούσα και έπειτα πάγωνε για μένα ο χρόνος, όταν επέστρεφα στο σπίτι μου.

Το τοπίο έκλεβε τη ματιά του και τον οδηγούσε σε αναμνήσεις που πεισματικά αρνιόταν, χρόνια τώρα, να φέρει στο μυαλό του. Το τρένο έτρεχε πάνω στις ράγες βιαστικό, στον δικό του αγώνα να φτάσει στον προορισμό του χωρίς καθυστερήσεις. Οι επιβάτες έψαχναν εναγωνίως τη θέση τους να τακτοποιηθούν και έπειτα μετρούσαν αντίστροφα τον χρόνο, μέχρι τη στάση όπου θα κατέβαιναν, το ίδιο αγχωμένοι, με τις τσάντες σφιχτά κρατημένες. Ένα σφύριγμα συνθηματικό ακούστηκε από τη μηχανή του τρένου και οι ηλιαχτίδες υπακούοντας την προσταγή, εξαφανίστηκαν μεμιάς.

Πρώτο τούνελ. Το τζάμι αντανακλούσε σαν καθρέφτης το είδωλό του. Το βλέμμα, στραμμένο προς το παράθυρο, ήρθε αντιμέτωπο με το πρόσωπό του. Προσπάθησε να κοιτάξει πέρα από το τζάμι και να δει πίσω από αυτό, όπως πριν που απολάμβανε το γνώριμο τοπίο. Ήταν αδύνατον. Δεν του επιτρεπόταν τίποτε πέρα από την αντανάκλαση του ειδώλου του. Η ματιά του πάλευε μάταια να διαπεράσει το τζάμι, να δει πιο πίσω, τον μαύρο τοίχο της στενής σήραγγας. Ένιωσε τα χέρια του να παγώνουν και τον χρόνο να έχει σταματήσει, αρνούμενο πεισματικά να συνεχίσει το αέναο ταξίδι του. Αναζητούσε απεγνωσμένα το προηγούμενο, οικείο τοπίο. Ήθελε να συνομιλήσει με το σκουλήκι του. Ένα συνθηματικό σφύριγμα ξανά και οι ηλιαχτίδες κατέκλυσαν και πάλι το βαγόνι.

Τα στάχυα. Αυτά μονάχα θέλω να βλέπω. Ομοιότητα στην μορφή, στην ανάπτυξη, στους στόχους. Ως και οι έγνοιες τους είναι ίδιες: να βρέξει για να ξεδιψάσουν, να ψηλώσουν, να γεμίσουν οι κόκκοι τους. Δεν έχουν τίποτε να σκεφτούν, τίποτε να τους βασανίζει. Ούτε τα σκουλήκια τούς φοβίζουν. Δεν αποκαρδιώνονται, όταν αυτά πεινασμένα ορμάνε στα φύλλα τους να τα γεμίσουν τρύπες ασύμμετρες. Ούτε που νιώθουν ορφανά. Δεν έχουν γονείς να τα φροντίζουν ούτε αδέλφια. Όλα αγνώστου πατρός, μεγαλώνουν με τη φροντίδα του γεωργού και την αγάπη του Θεού. Παρέα με τα σκουλήκια, τον άνεμο, τη βροχή.

 Δεύτερο τούνελ. Οι ηλιαχτίδες αποσύρθηκαν και πάλι στην προσταγή του σφυρίγματος. Προσπάθησε ν’ απομακρύνει το βλέμμα του από το παράθυρο για ν’ αποφύγει το είδωλό του, αλλά τ’ αντανακλαστικά του τον πρόδωσαν. Σαν μαγνήτης το τζάμι τράβηξε τη ματιά του. Αναζητούσε απεγνωσμένα λίγο φυσικό φως. Ασφυκτιούσε. Έτρεμε. Ένιωθε να φτάνει στα όριά του, ένιωθε το είδωλο του προσώπου να μεταμορφώνεται σε δύο μορφές που τον κυρίευαν και δεν του αφήναν οξυγόνο ν’ ανασάνει. Αναγνώρισε τα μάτια του πατέρα του. Μεγάλα, εκφραστικά, αυστηρά. Κοίταξε πιο χαμηλά και αναγνώρισε τα χείλη της μητέρας του. Σφιχτά, ερμητικά κλειστά. Μάτια και χείλη. Μάτια πατρικά που ποτέ δεν τον κοίταξαν τρυφερά, χείλη που ποτέ δεν τον χόρτασαν μητρική αγάπη. Το βλέμμα του προτίμησε να εστιάσει στα χείλη. Η θύμηση της μάνας του απάλυνε την καρδιά του. Η τρυφεράδα που είχε μέσα της εκφραζόταν μοναχά με ένα φιλί που του ’δινε, πριν ξεκινήσει για το σχολείο. Αυτό όμως δεν του αρκούσε. Ήθελε κι άλλα, ήθελε πολλά. Το περισσότερο χάδι ήταν απαγορευμένο από τον πατέρα του. «Είναι παιδί» έλεγε και ξανάλεγε «όχι κορίτσι». Τα χείλη στο τζάμι μειδίασαν και του ’παν λόγια αγάπης, χρόνια ναυαγισμένα στον βαθύ ωκεανό που τους χώριζε. Ευφράνθηκε η ψυχή του κι αυθόρμητα της χαμογέλασε. Ξανοίχτηκε για πρώτη φορά η ψυχή της, του χαμογέλασε κι εκείνη. Πρόλαβε να φυλάξει στον κόρφο του το χαμόγελό της, λίγο πριν το έντονο φως του ήλιου την διώξει από μπροστά του.

«Αν είχαν τα στάχυα γονείς, θα ήταν διαφορετική η ζωή τους; Θα τους έκαναν ποτέ οι γονείς τους να κλάψουν; Θα τους τραβούσαν τα φύλλα να πονέσουν;» Το πράσινο σκουλήκι ποτέ δεν μου αποκρίθηκε. Όσο και αν επέμενα να του πάρω μιαν απάντηση, αυτό μονάχα μασουλούσε. Και τότε, ίσως για να το βοηθήσω να καταλάβει, του έδειξα τους μώλωπες στην πλάτη μου. Τρόμαξε. Έμεινε αποσβολωμένο, με το μαρούλι στο στόμα, το μαλακό του σώμα, όλο και όλο ένας κύκλος, να με κοιτάζει. Σίγουρα θα είχε στενοχωρηθεί, γι’ αυτό αποφάσισα να μην του ξαναδείξω τα σημάδια μου. Βέβαια την άλλη Κυριακή που το επισκέφθηκα και το δεξί μου μάτι είχε μια μεγάλη μελανιά, δεν μπορούσα να του κρυφτώ. Εκείνη την Κυριακή δεν έφαγε καθόλου μαρούλι.

Τρίτο τούνελ. Σκοτάδι ξανά. Αναζήτησε τη μητέρα του, τα χαμογελαστά χείλη και τα ζεστά της λόγια. Όμως οι ηλιαχτίδες διέρρηξαν τον κόρφο του, άρπαξαν το μητρικό χαμόγελο που δεν πρόλαβε να γευθεί και δραπέτευσαν από τα παράθυρα. Κοίταξε τα χείλη της και τα ’δε πάλι σφραγισμένα. Ανησύχησε. Και τότε άκουσε έναν ψίθυρο να του λέει «φύγε». Πρόσεξε τα χείλη και τα είδε να κινούνται: «φύγε, φύγε, φύγε». Του το ’χε πει το τελευταίο βράδυ, με μάτια μελανά και πρόσωπο κλαμένο. «Φύγε να σωθείς» του ψιθύρισε και βγήκε από την κάμαρά του. Ακολούθησε ο πατέρας του. Τράβηξε τη ματιά του πάνω του. Τράβηξε και το λουρί από το παντελόνι. Και για να υπομείνει τον πόνο, φώναζε μέσα του «φύγε να σωθείς». Το φώναζε για τη μάνα του που ’θελε να τη σώσει από τον βασανιστή της, όμως αυτή δεν τον άκουσε ποτέ της. Ακόμη και αν τον άκουγε όμως, δεν θα ’φευγε. Κι αυτός το ’ξερε. Αποδέχθηκε μέσα του τη μητρική προτροπή από ’κείνη κιόλας τη βραδιά. Θα ’φευγε για πάντα. Χωρίς επιστροφή. Κλείδωσε την εικόνα της μέσα του για να την προστατέψει από την απότομη εισβολή του φωτός.

«Θα φύγω, το καταλαβαίνεις; Θέλεις να έρθεις μαζί μου; Να, κοίτα, θα σε βάλω σ’ αυτό το σπιρτόκουτο και θα πάμε στην Αυστραλία. Όχι, στην Αμερική δεν πάμε. Στην Αυστραλία είναι πιο μακριά, το ταξίδι είναι πιο μεγάλο, δεν θα μας βρούνε ποτέ. Είναι όμορφα εκεί, θα δεις. Θα έχει και εξωτικά σκουλήκια να κάνεις παρέα! Έλα, πες μου το ναι!» Ποτέ δεν μου το είπε και ποτέ δεν ξανάφαγε μαρούλι. Από ’κείνη την Κυριακή που με είδε με πρησμένο μάτι κι έπειτα, με τα δυσάρεστα νέα της αναχώρησής μου, στενοχωρήθηκε, μέχρι που του κόπηκε η όρεξη για πάντα. Έτσι θεωρούσα τουλάχιστον. Ήθελα κάποιος να υποφέρει για μένα. Το πήρα στη χούφτα μου. Το σήκωσα ψηλά να δει τον κόσμο, τα βουνά απέναντι, το τρένο, που γέμιζε καπνούς τον αέρα κι ύστερα σφύριζε και χανόταν μέσα στο τούνελ. Αυτό όμως δεν ήθελε να κοιτάξει. Ήθελε να μείνει στη γη, στο χώμα. Δεν ήθελε να αλλάξει τη ζωή του όπως εγώ. «Δεν μπορώ να σε περιμένω, θα φύγω. Εσύ είσαι ένα σκουλήκι της γης, εγώ δεν ξέρω τί είμαι. Θέλω να δω τί κρύβεται πίσω από το τούνελ, ποιος κόσμος ξεπροβάλλει πίσω από αυτό. Θα μου λείψεις».

Τέταρτο τούνελ. Είχε μόλις επιστρέψει από το σχολείο και στο άνοιγμα της πόρτας πόνεσε αντικρίζοντας, γι’ άλλη μια φορά, τα σφιγμένα της χείλη, τα μελανά της μάτια, την ωχρή της όψη. Προφασίστηκε ότι ξέχασε την πλάκα της ορθογραφίας στο σχολείο. Ο χρόνος σταμάτησε. Πριν λίγες μέρες τον παρότρυνε να φύγει, κι όμως, δεν περίμενε πως ο «διωγμός» που σιγοψιθύρισε στο παιδί της θα λάβαινε χώρα τόσο σύντομα. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ο πατέρας του απουσίαζε. Έκλεισε την πόρτα και έφυγε τρέχοντας, φορώντας, τη μία πάνω στην άλλη, δύο αλλαξιές ρούχα, κρατώντας στο χέρι ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έχοντας τον χρόνο αντίπαλό του, σε έναν αγώνα δρόμου το οποίον έπρεπε να κερδίσει ώστε να βρεθεί πιο μπροστά από τα γεγονότα που θ’ ακολουθούσαν. Η κουρτίνα της κουζίνας κουνήθηκε για δευτερόλεπτα και πήρε την ανάσα και τα δάκρυα της μητέρας του. Στη στροφή γύρισε και είδε τη φιγούρα της, που απέμεινε να τον κοιτάζει να χάνεται στο δρόμο και η εικόνα του να μικραίνει συνεχώς. Έτρεχε και τα λόγια της μητέρας του, που βγήκαν με όλη την αγάπη που του είχε, τον ακολουθούσαν στο μακρινό ταξίδι του: «η Παναγιά μαζί σου». Οι εξόριστες ηλιαχτίδες, μετανιωμένες για την προηγούμενη αρπαγή, επανήλθαν ως προστάτιδες δυνάμεις πλημμυρίζοντας το βαγόνι φως. Χαλάρωσε.

Πέρασα μια τελευταία φορά από τα στάχυα. Δε θα ’φευγα χωρίς να αποχαιρετήσω το σκουλήκι μου. Το ’ψαξα παντού, αλλά δεν το βρήκα πουθενά. Αναρωτιόμουν πού θα μπορούσε να ’χε πάει. Ήταν Τετάρτη και μάλλον δε θα με περίμενε. Μια παράξενη μυρωδιά φαρμάκου απλώθηκε στον αέρα, φέρνοντάς μου αδιαθεσία στο στομάχι. Άφησα καταγής ένα μαρουλάκι που είχα στην τσέπη μου. Ήταν μαραμένο, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα ευχαριστιόταν αν το έβλεπε. Του άφησα και το ψωμί με το τυρί. Δεν είχα άλλο χρόνο. Ένιωθα τον πόνο από το βαρύ χέρι του πατέρα μου όπως θα χειροδικούσε πάνω μου αν μ’ έβρισκε ξαπλωμένο στα στάχυα. Έφυγα τρέχοντας, χωρίς να κοιτάζω προς τα κάτω, χωρίς να κοιτάζω προς τα πίσω. Δεν μ’ ένοιαζε αν πατούσα τα στάχυα, τ’ αγριόχορτα, τ’ άλλα σκουλήκια. Δεν ήθελα να κοιτάξω ξανά το χωριό. Έτρεχα κι έβλεπα το τρένο που σφύριζε, δηλώνοντας την άμεση αναχώρηση από τον σταθμό. Οι ατσαλένιες ρόδες του τρένου είχαν αρχίσει να διαγράφουν τους πρώτους κύκλους. Ο χρόνος στάθηκε πάλι αντίπαλός μου. Έπρεπε να κυλήσει αργά για να προλάβω να ανέβω, ως λαθρεπιβάτης, στο μέσο που θα μ’ έπαιρνε μακριά από τους δικούς μου. Πήδηξα μ’ όση δύναμη μου ’χε απομείνει και γραπώθηκα από την πόρτα.

Πέμπτο τούνελ. Οι ηλιαχτίδες εξοστρακίστηκαν και πάλι. Το σφύριγμα αυτή τη φορά ήταν μακρύ, προμηνύοντας το μεγάλο μήκος της σκοτεινής σήραγγας. Κοίταξε πιο πάνω, τα μάτια του πατέρα του. Πρώτη φορά τολμούσε να σταθεί απέναντί τους. Πρώτη φορά που έστεκε μπροστά τους χωρίς να τα φοβάται. Εκείνο το μητρικό χαμόγελο στο τζάμι τα είχε κάνει όλα, του ’δωσε δύναμη. Σαν τον άντρα προστάτη των αδικημένων, ύψωσε το κορμί του. Αναρωτιόταν, αν τότε που ήταν μικρός ενθαρρυνόταν από ένα χαμόγελο της μητέρας του και ανόρθωνε το ανάστημά του, θα ’ταν άραγε τώρα διαφορετική η ζωή του; Ίσως, αν μεγάλωνε λίγο ακόμη, αν το μπόι του έφτανε αυτό του πατέρα του, ν’ άλλαζαν τα πράγματα στο σπίτι. Το πατρικό βλέμμα γλύκανε, λες και αφουγκράστηκε τις σκέψεις του παιδιού που άσπλαχνα χτυπούσε. Γραμμές ακτινωτές πλαισίωσαν τα μάτια του. Φωτίστηκε το πρόσωπο από χαρά και ζήτησε να του πει το πώς και το γιατί της ξαφνικής φυγής του. 

Κρυμμένος στο τελευταίο βαγόνι, με το πρόσωπο κολλημένο στη χαραμάδα που άφηνε η πόρτα, προσπαθούσε να δει τον έξω κόσμο, αυτόν που άφηνε πίσω του και αυτόν που τον περίμενε. Τα τούνελ διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο. Το φως με το σκοτάδι εναλλάσσονταν και αυτός μετρούσε υπομονετικά τις εναλλαγές. Όμως το σκουλήκι που δεν αποχαιρέτησε, η μάνα του που δεν τον φίλησε, ο πατέρας του που θα γυρνούσε το βράδυ και θα μάθαινε για την εξαφάνισή του, εικόνες και σκέψεις ανάκατες, δεν τον επέτρεψαν να συγκεντρωθεί στο μέτρημα. Οι στάσεις του τρένου ήταν πολλές όπως και η αγωνία μην τον ανακαλύψουν και ανατρέψουν το σχέδιο της Αυστραλίας. Μέχρι τότε ο κόσμος του όλος ήταν το ’να βουνό ίσαμε τ’ άλλο. Τώρα, ξεπρόβαλλε στα μάτια του ένας κόσμος με πολλά βουνά, λαγκαδιές, κοιλάδες, ποτάμια ορμητικά και στο τέλος μια απέραντη πεδιάδα. Στην τελευταία στάση το ξεφύσημα το τρένου και ο ήχος των φρένων, του ’δωσαν να καταλάβει πως είχε φτάσει στην Αθήνα. Από ’κει και πέρα θ’ άφηνε το ένστικτο να τον οδηγήσει. Το ταξίδι με το πλοίο του φάνηκε πιο μικρό από όσο αυτό με το τρένο. Κατέστρωνε σχέδια ζωής, ανακουφισμένος πως ήταν αρκετά μακριά από τους δικούς του και βέβαιος πως κανένας δεν θα τον αναζητούσε, όπως το είχε διαβεβαιώσει στο πράσινο σκουλήκι του.

Μικρός γυρνούσε το κεφάλι του μόνο στα τρένα που έφευγαν και έμπαιναν μέσα στο τούνελ. Τ’ άλλα, αυτά που έβγαιναν από τη σήραγγα και κατευθύνονταν έξω από το χωριό του, για να το προσπεράσουν και να συνεχίσουν προς το βορρά, δεν τα ’δινε σημασία. Η περιέργειά του ήταν τι κρύβεται πίσω από το τούνελ. Ποιος κόσμος ξεπροβάλλει, αν είναι άδικος ή δίκαιος, όμορφος ή σκληρός. Έκανε όνειρα, με την παιδική του φαντασία, πως όλα θα ήταν εύκολα, πως θα τον αγκάλιαζαν οι άνθρωποι και θα του ’διναν όσα δεν του ’δωσε κανείς ως τότε. Δεν άργησε όμως να συνειδητοποιήσει πως ένα τούνελ δεν είναι δυνατόν να χωρίζει δύο κόσμους τόσο διαφορετικούς. Χρειάζεται να ταξιδέψεις πολύ, ίσως στην άκρη του κόσμου για να βρεις δικαιοσύνη και αγάπη.

Το τρένο σφύριξε και η επόμενη στάση ανακοινώθηκε. Ήταν η δική του στάση. «Θα σου τα πω από κοντά» του είπε και έκανε να σηκωθεί. Λίγα δευτερόλεπτα του απέμεναν και το τρένο θα έβγαινε από το δικό του τούνελ, αυτό που νόμιζε πως ήταν το μοναδικό στον κόσμο. Συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, κοίταξε το τζάμι. Τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό του. Έκλαιγαν τα μάτια του πατέρα του, κυλούσαν και ύγραιναν τα ξεραμένα χείλη της μητέρας του. Άγγιξε το παράθυρο. Παγωμένο, νότισε μεμιάς από τη θέρμη του ιδρωμένου χεριού του. Με την άκρη του μανικιού, σκούπισε το θολωμένο τζάμι, τα δάκρυα των γονιών του. Συγχώρεσε τον πόνο από το λουρί στην πλάτη, τ’ ανείπωτα λόγια της μητέρας του. Γλύκανε για πρώτη φορά το μέσα του και σηκώθηκε.

Το τρένο πλημμύρισε φως, όπως και η ψυχή του. Αδημονούσε να κατεβεί. Να προλάβει πριν οι ατσαλένιες ρόδες διαγράψουν ξανά τους πρώτους κύκλους της αναχώρησης, ν’ αφήσει το πόμολο της πόρτας και να πηδήξει έξω από το τρένο. Να γυρίσει και να το δει να χάνεται προς το βορά, πίσω από το απέναντι βουνό, εκεί όπου δεν γύρισε ποτέ του να κοιτάξει. Τα τούνελ ήταν πίσω του, το ίδιο και η ζωή του.
Περπάτησε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Οι διαστάσεις, μετά από τόσα χρόνια, είχαν αλλάξει. Το κτίριο του σταθμού ήταν μικρό, τα σοκάκια στενά, τα σπίτια χαμηλά. Ήταν άνοιξη και τα στάχυα είχαν ψηλώσει αρκετά. Προτίμησε πριν πάει στο πατρικό του να ψάξει το σκουλήκι του. Άφησε τη βαλίτσα στην άκρη του δρόμου και έτρεξε στον γειτονικό αγρό. Για μια στιγμή του φάνηκε πως τα στάρια χόρευαν από τη χαρά τους με την επιστροφή του. Ξάπλωσε, απαλλαγμένος από τον φόβο μην τον βρει ο πατέρας του. Αγνάντευε τον ουρανό, που φρόντισε εκείνη την ημέρα τίποτε να μη σκιάζει τον αγαπημένο του ήλιο. Γύρισε στο πλάι και το βλέμμα του ξεχώρισε ένα στάχυ. Στην κορυφή του, σαν τον πειρατή που κοιτάζει από το πιο ψηλό κατάρτι τη θάλασσα, ένα πράσινο σκουλήκι, κουλουριασμένο για να μην πέσει, αφηνόταν στο λίκνισμα και έστρεφε το κεφαλάκι του δεξιά και αριστερά. Το άφησε εκεί, να παρατηρεί τον κόσμο και να ονειρεύεται καταπράσινα πελάγη σιταγρών. Ένιωσε έτοιμος να βγει από την κρυψώνα του, το κρησφύγετο του. Σηκώθηκε. Περπατώντας προσεκτικά μην τσακίσει τα λεπτόκορμα σιτάρια, μη στερήσει πολύτιμη ζωή σε κάποιο ταπεινό πλάσμα της φύσης, έφτασε στην άκρη του δρόμου. Πήρε την μοναδική του αποσκευή και αφέθηκε στον γρήγορο ρυθμό των βημάτων του. Το πατρικό του βρισκόταν στην επόμενη στροφή.