Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Το πρώτο ραντεβού

Το πρώτο ραντεβού

8:30



Μόλις τέλειωσε το ντους κι ετοιμάζεται για το ραντεβού. Ευτυχώς η μητέρα της δεν την ενόχλησε, ούτε η Μεταξία έστειλε μήνυμα, η Κέιτ θα είναι καταρρακωμένη στο αεροδρόμιο, η Σίρλεϊ θα βλέπει κάποια αγγλική σειρά στον υπολογιστή κι η Νίκη έχει άρρωστο τον μικρό της, το σφουγγαράκι της. Όλα τακτοποιημένα στο μυαλό της. Ο Αστέρης; Αυτόν τον είχε κιόλας ξεχάσει. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό της κι όλα αυτά που της είχε αποκαλύψει η Μεταξία τη στεναχώρησαν, γιατί η αλήθεια είναι πως της φάνηκε τόσο αληθοφανές το χειροφίλημα και τόσο αληθινή η ματιά του.
Από την άλλη χάρηκε, γιατί, χωρίς να το καταλάβει, -τι κι αν δεν το κατάλαβε δηλαδή, ίσως να είχε διορθώσει λίγο το κραγιόν στα χείλη- είχε γίνει διάσημη για λίγα δευτερόλεπτα, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που, όπως λένε, κάθε άνθρωπος κάποια απρόβλεπτη στιγμή γίνεται διάσημος. «Κι αν τώρα που θα βγω με αναγνωρίσουν στον δρόμο;» σκέφτηκε. Τελικά ο Αστέρης μπορεί να μην είναι ο κορωνοϊός ζωγραφιστός, μπορεί να τη χειροφίλησε για τις ανάγκες των γυρισμάτων, αλλά της έκανε ένα καλό. Της έδωσε τη δυνατότητα να βγει στην οθόνη της τηλεόρασης σε αυτό το διαφημιστικό σποτ του Υπουργείου Υγείας για τον κορονοϊό. Και μόλις συνειδητοποίησε πως η διασημότητά της θα διαρκούσε τόσο, όσο θα ήταν στην επικαιρότητα ο ιός αυτός. Το σποτ θα παίζει σε όλα τα τηλεοπτικά κανάλια κι όλοι θα την βλέπουν να χαμογελά, να τον κοιτάζει στα μάτια, να τη χειροφιλεί. Μεγαλεία! Άρα, μέρα με τη μέρα θα γίνει και πιο αναγνωρίσιμη.
Βάφτηκε, παρφουμαρίστηκε κι έβαλε το πιο ωραίο τζιν που είχε με μια απλή μπλούζα. Ούτε φούστα ήθελε να φορέσει, ούτε φόρεμα. Ήθελε να νιώθει άνετα στα ρούχα της και το τζιν ήταν για αυτήν το αγαπημένο της ρούχο. Αν έλεγε στις φίλες της πως θα έβγαινε με το αγαπημένο της Replay στο πρώτο ραντεβού, θα την κατσάδιαζαν. Επιβάλλονταν, κατά την άποψη τους, να φορέσει φόρεμα. Αλλά η Άμυ ήθελε να είναι πάνω από όλα σεμνή. Το φόρεμα θα διέγραφε το κορμί της, θα άφηνε γυμνά τα πόδια της μπρος στα αδηφάγα ή διακριτικά μάτια του Αγιάννη, να τα κοιτάζει και αυτή θα ντρεπόταν. Ή πάλι τα «ποδαράκια» της θα τον έφερναν σε δύσκολη θέση, να θέλει να τα κοιτάξει και να μην μπορεί, να λοξοκοιτάζει κι η Άμυ δεν ήθελε να τον αποσπά από την προσοχή της οδήγησης! Προτιμούσε το ευθύ βλέμμα στον οδηγό και στον άντρα.
Ο Αγιάννης ήταν απλός στο γούστο του άλλωστε, έτσι τουλάχιστον συμπέρανε η Άμυ, από το λίγο που τον ήξερε. Σίγουρα ένας γεωπόνος θα εκτιμούσε το στυλ του τζιν και της απλής μπλούζας. Μα κυρίως η Άμυ ήθελε την άνεσή της, μην έχει την αγωνία του ρούχου και την εμφανή αμηχανία που της προκαλούσε η εσωτερική συστολή της. Αυτή η αμηχανία πάντα την συνόδευε, κι δεν αφορούσε μόνο τα αγόρια. Είχε αμηχανία όταν βρισκόταν σε πολύ κόσμο κι έπρεπε να μιλήσει, είχε αμηχανία όταν βρισκόταν σε πάρτυ όπου δεν ήξερε τους υπόλοιπους. Μόνο σε οικείο περιβάλλον ένιωθε χαλαρή, οπουδήποτε αλλού είχε μια εσωτερική ανησυχία. Για αυτό και παραξενεύτηκε που στο ταξί του Αγιάννη ένιωσε πως ήταν σε αυτοκίνητο ενός από χρόνια φίλου, παρά σε ένα απρόσωπο ταξί. «Παράξενα που είναι κάποια πράγματα σε τούτη τη ζωή», συλλογιζόταν και κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη να δει αν είναι όμορφη ή απλά συμπαθητική.
«Εμένα μου αρέσεις» άκουσε τον καθρέφτη να απαντά και χτύπησε το θυροτηλέφωνο.




9:01 μ.μ.


Το κορνάρισμα δεν άργησε να ακουστεί κι η Άμυ εκσφενδονίστηκε στο ισόγειο, ούτε καν περίμενε τον ανελκυστήρα. Όταν βγήκε στο πεζοδρόμιο, ο Αγιάννης την περίμενε και της άνοιξε την πόρτα. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε κι αυτή. Χαμήλωσε το βλέμμα και χώθηκε στο ζεστό κάθισμα.
Η διαδρομή μέχρι το Μικρολίμανο ήταν η πιο ευχάριστη που είχε κάνει η Άμυ στη ζωή της. Συζητούσαν, σχολίαζαν την επικαιρότητα του κορονοϊού, γελούσαν με τον παροξυσμό που είχαν πάθει οι περισσότεροι. Και συμφωνούσαν σε όλα, χωρίς όμως να το κάνουν εσκεμμένα. Η Άμυ πολλές φορές στο παρελθόν συμφωνούσε με τον εκκολαπτόμενο έρωτά της, γιατί ήθελε να είναι αρεστή. Κι αυτό της το ελάττωμα ήταν πολύ χειρότερο από την επιπολαιότητά της. Γιατί ο άλλος θεωρούσε πως της Άμυς τα χνώτα ταιριάζουν με τα δικά του, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία συμβατότητα με αυτά. Κι όταν στην πορεία η Άμυ δεν άντεχε κι έλεγε την άποψή της για το σύμπαν και για την πολιτική, την κοινωνία και τη θρησκεία, ο άλλος την κατηγορούσε πως το κάνει επίτηδες για να δημιουργεί καταστάσεις και καυγάδες. Κι Άμυ έμενε άναυδη έχοντας προσωπική ευθύνη για την κατάληξη αυτή.
Ο Αγιάννης της έβγαζε τον αληθινό εαυτό της από την αρχή. Αβίαστες συζητήσεις επί παντός επιστητού, μιλούσε χωρίς να θέλει να εξωραΐσει την εικόνα της, χωρίς να ανησυχεί αν το κραγιόν έχει φύγει από τα χείλη. Δεν άργησαν να φτάσουν στο Μικρολίμανο, παρά την κίνηση στο δρόμο. Μάλλον ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων ηχούσαν, ακόμη κι αυτά, μελωδικά στα αυτιά της.
«Μη βιαστείς να βγεις», της είπε ο Αγιάννης, μόλις πάρκαρε το αυτοκίνητο. Της άνοιξε την πόρτα κι είχε το αριστερό χέρι πίσω από το σώμα του, σαν να κρατούσε κάτι κρυφό. Με το που βγήκε η Άμυ, ο Αγιάννης τής πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο. Μπορεί να ήταν μια σκηνή σαν από μια συνηθισμένη αμερικάνικη κομεντί, αλλά η Άμυ το βρήκε ξεχωριστό. Ο Αγιάννης δεν το έκανε για να επιδείξει κάποιον ρομαντισμό και να της ρίξει στάχτη στα μάτια, ούτε να ρίξει την πλάτη του καθίσματος στον γυρισμό. Το έκανε γιατί ήταν γεωπόνος κι αγαπούσε τα λουλούδια, το έκανε γιατί όπως βγήκε από την πολυκατοικία του, το κατακόκκινο τριαντάφυλλο της αυλής τράβηξε το βλέμμα του, όπως τον τράβηξε κι η Άμυ, όπως περίμενε στο πεζοδρόμιο ψάχνοντας ταξί. Έτσι απλά της το πρόσφερε, χωρίς καμία επιτήδευση. Έτσι απλά. 




9:45 μ.μ.



Περπατούσαν αγκαλιασμένοι πλέον, δεν άντεχαν τα κορμιά τους μακριά το ένα από το άλλο. Την έσφιγγε δυνατά κι αυτή αναρριγούσε.
-Σήμερα είπαν στις ειδήσεις πως απαγορεύονται τα φιλιά, είπε και τη φίλησε στο μάγουλο.
-Καλώ την αστυνομία, τώρα!
Γέλασαν. Τα φωτάκια λαμπύριζαν, η θάλασσα αντανακλούσε το φως τους, ο ουρανός ήταν ξάστερος με άπειρα αστέρια να τρεμοπαίζουν τσέλο, μα να μην ακούγεται ο κλαψουριάρικος ήχος τους, μια σκηνή όπως ακριβώς την είχε ονειρευτεί. Κάποια στιγμή τσίμπησε το μάγουλό της, μήπως κι ήταν όνειρο, άλλωστε βράδυ ήταν, μην είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, σκέφτηκε.
Περπατούσαν και περπατούσαν, και τα χέρια τους ήταν πλεγμένα στα κορμιά τους και πού και πού σταματούσαν και κοιτιόντουσαν και φιλιόντουσαν. Κι Άμυ ήθελε να κλάψει κι ο Αγιάννης ήθελε να της χαμογελάσει, κι η Άμυ ήθελε να μην έρθει ο ήλιος και διώξει τούτη τη μαγεία κι ο Αγιάννης ήθελε να την κοιτάζει και τα αστέρια να ακούν τα ψιθυρίσματά τους.

Εν τω μεταξύ το κινητό της δονούνταν συνεχώς από εισερχόμενα μηνύματα και κλήσεις. Ούτε που την ένοιαζε. Ήξερε βέβαια ποιες την καλούσαν, τι θα ήθελαν να της πουν. Αδιαφορούσε πλήρως. Κι αν ήταν κάτι επείγον; Γιατί να δονείται συνεχώς το κινητό της; Ο Αγιάννης κατάλαβε την ανησυχία της.
-Έχεις κάτι, Αμυγδαλιά;
-Όχι, δηλαδή ναι, θέλω να πω, όχι, δεν έχω κάτι, το κινητό μου κάτι έπαθε και συνεχώς δονείται.
-Λες να έχει σπασμούς από υψηλό πυρετό;
-Λες;
Γέλασαν και πάλι.
-Θέλεις να φύγουμε; Μήπως έχεις υποχρεώσεις;
-Όχι, Αγιάννη, οι υποχρεώσεις μου ξεκινούν μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα.
Και συνέχισαν την βόλτα τους. Ο Αγιάννης της μιλούσε για τη ζωή του, για τα ταξίδια του, την απόφασή του να δουλέψει το ταξί του πατέρα του, αφού κουράστηκε να δουλεύει ως γεωπόνος σε μεγάλη εταιρεία. Ήθελε για ένα διάστημα να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Και την πρώτη μέρα που πήρε το ταξί στα χέρια, γνώρισε μια κοπέλα που ήταν ίδια η αμυγδαλιά!
-Δεν ήξερα πως έχω κλαδιά!
-Έχεις! Έχεις κορμό και πολλά κλαδιά. Ο κορμός είσαι εσύ, τα κλαδιά σου είναι οι σχέσεις σου με τον έξω κόσμο. Με τα κλαδιά σου αγγίζεις τους ανθρώπους, στα κλαδιά σου είναι η ομορφιά σου όταν ανθίζεις. Ο κορμός σου όμως σε στηρίζει, αυτός τρέφεται από τις ρίζες, αυτός κινεί τα πάντα. Αν ο κορμός σου ασθενήσει, θα ασθενήσουν και τα κλαδιά και το αντίστροφο. 
Άκουγε η Άμυ και πρώτη φορά στη ζωή της άκουσε κάτι το τόσο γεωπονικά φιλοσοφημένο. Ο κορμός και τα κλαδιά! Ποτέ της δεν είχε κάνει τέτοια προσέγγιση στο είναι της.
-Ξέρεις, Άμυ, οι άνθρωποι κόβουν τα κλαδιά, όταν τα βλέπουν όμορφα, θέλουν να τα βάλουν στο βάζο, να τα θαυμάζουν σπίτι τους, νομίζουν πως θα ριζοβολήσουν στο νερό. Άλλοι τα κόβουν γιατί τους ενοχλούν, για παράδειγμα τα δένδρα στα πεζοδρόμια που ενοχλούν τους πεζούς, άλλοι τα κλαδεύουν γιατί θέλουν να διαμορφώσουν την κόμη του δένδρου, να του δώσουν το σχήμα που θέλουν αυτοί. Είναι στο χέρι σου, δηλαδή στον κορμό σου, να αποφασίσει αν θέλει να έχει ακέραια όλα τα κλαδιά, να θέλει να έχει, σαν δένδρο, το σχήμα που επιθυμεί. Μην επιτρέπεις να σου κόβουν τα κλαδιά, ούτε να στα κλαδεύουν.
Η Άμυ έμεινε άφωνη με αυτή την τελευταία φράση, «μην επιτρέπεις». Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τόσα χρόνια επέτρεπε. Τώρα έπρεπε να επιβληθεί στους κλαδευτές της ζωής της. Και πρώτα από όλα στη μητέρα της. Βέβαια μετά τη σημερινή μέρα είχε διαισθανθεί πως η μητέρα της έλαβε το μήνυμα της αμυγδαλιάς της. Έπειτα έπρεπε να απομακρύνει τους υπόλοιπους θείους, θείες, ξαδέρφια, να τους αγγίζει με τα κλαδιά της κι έπειτα να τα μαζεύει γύρω από τον κορμό της. Στην ανάγκη να έβγαζε και λίγα αγκάθια, δεν ήταν τόσο μεγάλο κακό.
Στη συνέχεια οι γείτονες! Αυτοί ήταν που ενοχλούνταν περισσότερο, γιατί όταν διασταυρώνονταν στον δρόμο με τα κλαδιά της, αυτά ήταν ανοιχτά κι όμορφα και ζήλευαν την τόση ομορφιά. Τις φίλες της της αγαπούσε, όχι, αυτές δεν ήταν κλαδεύτριες, αυτές ήταν τα ποτιστήρια της, αυτές ήταν το λίπασμά της. Της έδιναν ζωή και χαρά. Οι ερωτικές της σχέσεις; Αυτό είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο κλαδέματος της προσωπικότητάς της. Κάθε ένας κοιτούσε να αρπάξει λάφυρο ένα κλαδί της, να το βάλει σε βάζο στο σπίτι του, να θαυμάζει την ομορφιά του. Κι όταν αυτό μαραίνονταν, έκοβε κι άλλο κι άλλο, με τέτοιο θράσος που την κουτσούρευαν στο τέλος. Ένας μάλιστα προσπάθησε να τσεκουρώσει τον κορμό της, έφτασε η τσεκουριά μέχρι το μαλακότερο ξύλο, μέχρι το εσωτερικό του κορμού της, κι έκανε χρόνο πολύ να επουλωθεί η πληγή, να σταματήσει να βγάζει μελίτωμα.
Αυτά σκεφτόταν η Άμυ. Μα αυτή δεν ήταν βόλτα στο Μικρολίμανο, ήταν η γεωπονική φιλοσοφική σε υπαίθρια διδασκαλία. Κι ο Αγιάννης την αγκάλιασε πιο ζεστά από πριν, να νιώσει πως με έναν γεωπόνο είναι σε καλά χέρια, πως ακόμη κι αν τις αμυγδαλιές του τις κλαδεύει, αυτή είναι ανθρώπινη αμυγδαλιά και την σέβεται απόλυτα.
-Στριμώχνεις τα κλαδιά μου, του είπε περιπαιχτικά.
-Τα στριμώχνω να δω πόσο όμορφα κι ελαστικά είναι, της απάντησε και μύρισε τα μαλλιά της.
Είχε μεθύσει από την αμυγδαλιά του και ήθελε ο χρόνος να σταματήσει. Έλα όμως που με αυτά και με τα άλλα, είχε χτυπήσει το ρολόι μεσάνυχτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου