Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Άμυ, έρωτας στα χρόνια των ιώσεων, Όγδοο κεφάλαιο, 5:35μ.μ.







5:35 μ.μ.



«Έχω ανεβάσει 39,5, μήπως να πάω γιατρό;», μήνυμα από τη Μεταξία. «Εσένα τι σου είπε ο ντόκτορ;»
Τώρα μάλιστα. Έπρεπε να πει την αλήθεια. Δεν πήγε στον γιατρό, πήγε στον αμυγδαλεώνα. Με τον Αγιάννη Γιάννη, τον άνεργο ταξιτζή γεωπόνο. Τέτοιο σενάριο η Μεταξία θα το έβρισκε πολύ ακραίο. Θα το απέρριπτε. Ε και; Υπήρχε λόγος να είναι αποδεκτά τα σενάρια από τους άλλους; Εξάλλου άλλες ταινίες άρεσαν στην μία, άλλες στην άλλη. Η Μεταξία λάτρευε τις αμερικανικές παραγωγές, η Άμυ τις γαλλικές. Άρα πώς να της άρεσε το σενάριο της σημερινής ημέρας; Ήταν πολύ ρομαντικό, πολύ ευρωπαϊκό. Απάντησε έντεχνα, εξάλλου έντεχνα πρέπει να λειτουργούμε κάποιες φορές, είχε σκεφτεί κάποια στιγμή. «Πάρε παυσίπονο οπωσδήποτε», η απάντηση. «Πήρα, δεν κατεβαίνει, λέγε, τι σου είπε ο γιατρός».

Τι εμμονή κι αυτή με τους γιατρούς, δεν είναι και παντογνώστες πια αυτοί οι γιατροί, όλο ιατρικά λάθη κάνουν και ποτέ δεν παίρνουν την ευθύνη των διαγνώσεών τους. «Δεν έχεις κορονοϊό πάντως» είπε κατηγορηματικά η Άμυ σαν αληθινός γιατρός. «Και πού το ξέρεις; Τον ρώτησες;» ήρθε ο αντίλογος. «Απλή γρίπη έχεις. Περιμένεις τέσσερα εικοσιτετράωρα και βλέπεις». Πήρε το ύφος γιατρού. Εξάλλου όπως είπε κι ο Αγιάννης, από γιατρό δεν μαθαίνεις αλήθειες, παρά μόνο από άνεργους γεωπόνους. «Καλά, έχεις δίκιο, ξαπλώνω, μιλάμε, φιλιά». Η ασθενής πείστηκε με τη συνταγογράφηση της φίλης της. Εξάλλου κάτι παρόμοιο είχε ακούσει κι από τον παθολόγο της παλιά.
Η Άμυ σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι της. Πλύθηκε, χτενίστηκε, έβαλε όμορφα ρούχα. Κι ο καθρέφτης τής μίλησε. «Είσαι όμορφη, Άμυ!» κι είχε τη φωνή του Αγιάννη. Για μια στιγμή νόμιζε πως τρελάθηκε. Κοιτούσε τον εαυτό της κι έβλεπε την κοπέλα που ήταν στα είκοσι πέντε της. Τότε που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή Αθηνών. Με όλα τα όνειρα της τελειόφοιτης, πίστευε πως θα δικηγορεύσει και θα υπερασπίζεται το άδικο. Σύντομα όμως ανακάλυψε τον σκληρό κόσμο της δικηγορίας. Απογοητεύτηκε οικτρά. Δεν θέλησε να ξανακούσει για νομική και δικηγορίες. Προσπάθησε να ξαναβρεί τον εαυτό της. Βέβαια αυτό απογοήτευσε και το περιβάλλον της, που τόσα χρόνια περίμενε μια καταξιωμένη δικηγορίνα να εξυπηρετεί τις υποθέσεις τους. Η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν της μητέρας της. Όλα τα όνειρα κι όλες οι ελπίδες κατέρρευσαν στο άκουσμα της φράσης «δεν αντέχω άλλο» που τόλμησε να ξεστομίσει πριν πέντε σχεδόν χρόνια. Για πολλά χρόνια ένιωθε πως δεν είχε δικαίωμα να ξεστομίσει τέτοια κουβέντα κι όταν το τόλμησε ένιωσε πως ήταν η Ελληνίδα Ζαν ντ΄Αρκ.
Τα επόμενα χρόνια ήταν δύσκολα. Έψαχνε εργασία από δω κι από 'κει κι οι γονείς της δεν την υποστήριζαν οικονομικά, παρά με ένα μικρό χαρτζιλίκι. Έτσι, όταν πήγε στο ανθοπωλείο του κυρίου Κώστα, κι αυτός δέχθηκε να την προσλάβει, γιατί ήταν μορφωμένη κι είχε ευγενικούς τρόπους με τους πελάτες, ένιωσε κατενθουσιασμένη που θα δούλευε με άνθη και φυτά. Όταν δε ο κύριος Κώστας έμαθε πως το βαφτιστικό της όνομα ήταν Αμυγδαλιά κι όχι Άμυ, χάρηκε ακόμη περισσότερο. «Λουλουδένια αμυγδαλιά είσαι, θα 'πρεπε να είσαι περήφανη για το όνομά σου» της είχε πει με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. «Θες να μάθεις το δικό μου βαφτιστικό όνομα; Λοιπόν, ο νονός μου με βάφτισε Τριαντάφυλλο, κι όταν ήμουν μικρός δεν μου άρεσε καθόλου. Τώρα βέβαια θα μου πήγαινε, αφού είμαι ανθοπώλης, αλλά να σου πω την αλήθεια δεν το ξαναλλάζω σε Τριαντάφυλλο γιατί θα μπαίνουν κυρίες και θα λένε ‘θέλω ένα τριαντάφυλλο’ και θα παίρνουν τα μυαλά μου αέρα! Το Κώστας προέκυψε αυθόρμητα, από τη γιαγιά που είχε άχτι τον νονό, γιατί δεν μου έδωσε το όνομα του παππού, αλλά τόλμησε να κάνει το γινάτι του στην εκκλησία». Αμοιβαία συμπάθεια με το αφεντικό της η Άμυ λοιπόν και είχε εξοικειωθεί τόσο πολύ με τα φυτά, που ένιωθε σαν μια μικρή γεωπόνος. Η ομορφιά των λουλουδιών κι η ρομαντική τους φύση την είχαν συνεπάρει και κατέληξε στο συμπέρασμα πως κακώς δεν προτίμησε να σπουδάσει τη φύση κι έχασε τόσα χρόνια με τα εμπορικά, διεθνή κι αστικά δίκαια.
Όμως κι ο γεωπόνος Αγιάννης άνεργος ήταν, άραγε μετάνιωσε για τις σπουδές του ή μήπως του άρεσε να οδηγάει κι έτσι προτίμησε να γίνει οδηγός ταξί; Εξάλλου είχε τον αμυγδαλεώνα του, ίσως είχε κι ελαιώνα, ποιος ξέρει!


2 σχόλια:

  1. ένα ακόμη όμορφο καλογραμμένο κεφάλαιο που συντάσσεται στην συνέχεια της μεγαλης ιστορίας που αγγίζει τις ευαίσθητες πτυχές της επικαιρότητας !

    ΑπάντησηΔιαγραφή